Μία Κυριακή, στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, μερικὲς ψυχὲς τὸ εἶχαν «παραξηλώσει» μὲ τὶς φωνὲς καὶ τὰ γέλια.
Ἐκείνη τὴν ὥρα μοίραζα Ἀντίδωρο καὶ ὁ συλλειτουργός μου ἔκανε τὴν
Κατάλυσι. Εἶχαν δὲν εἶχαν μείνει καμμιὰ δεκαριὰ ἐκκλησιαζόμενοι, γιὰ νὰ
πάρουν ἀκόμα Ἀντίδωρο.
Ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς στράφηκε ξαφνικὰ τὸ βλέμμα, ἐνῶ γελοῦσε δυνατά, πρὸς τὸ
μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἶδε ἐμένα βέβαια νὰ μοιράζω τὸ Ἀντίδωρο, ἀλλὰ
τὸ Τέμπλο μπροστά του νὰ ἔχη ἐξαφανιστῆ!…
Ἡ ματιά του ἔπεσε πρῶτα στὸν π. Π., τὸν ὁποῖο εἶδε νὰ σηκώνη τὸ ἅγιο
Ποτήριο, γιὰ νὰ κάνη τὸ ὑπόλοιπο τῆς Καταλύσεως, ταυτόχρονα ὅμως εἶδε
ὅλο τὸ Ἱερὸ Βῆμα νὰ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ στάσι
εὐλαβική, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ σκυμμένο τὸ κεφάλι, σοβαροὶ καὶ
στραμμένοι ὅλοι πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἱερέως, ποὺ ἔκανε τὴν Κατάλυσι.