Η καταγωγή του ήταν από τη Βάρνα
της Βουλγαρίας. Ήταν τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, της Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης και του Πανεπιστημίου Ερλάγγης της Γερμανίας. Ήταν γνώστης
της βουλγαρικής, λατινικής, γερμανικής, γαλλικής, ρωσικής, αγγλικής και
τουρκικής γλώσσας.
Το 1909 προσήλθε στη μονή
Διονυσίου κι εκάρη μοναχός. Μετά διετία προσκλήθηκε από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος κι εστάλη στη
Βουλγαρία ως ιεροκήρυκας.
Εκεί περιέπεσε σε μεγάλες δυσκολίες, περιπέτειες και
πειρασμούς. Επανήλθε στη μονή του και ανέλαβε προϊσταμενικά και γραμματειακά
καθήκοντα. Κατά την αγγλογαλλική κατοχή (1916-1917) χρημάτισε αρχιγραμματέας
της Ιεράς Κοινότητος και λόγω της μορφώσεως και πολυγλωσσίας του φάνηκε
ιδιαίτερα χρήσιμος για το Άγιον Όρος.