Ὑπάρχει ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα τὸ ὁποῖο, ἂν διατυπωθεῖ, εἰσέρχεται ὡς μάχαιρα στὰ ἐνδότερα τῆς καρδιᾶς καὶ καταδεικνύει ἐξ ἀρχῆς, ἐν πρώτοις καὶ μὲ ἀπόλυτη καθαρότητα τὸ φρόνημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακατέχεται ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καὶ δὴ Ἱεράρχης, δηλαδὴ αὐτὸ τὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πατερικῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ποιὸ μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ἐρώτημα; Ἄς ὑποθέσουμε πὼς κάποιος Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, ὑποβάλει εὐθέως καὶ δημοσίᾳ σὲ ἕναν ἱεράρχη τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Σεβασμιότατε, ὑπάρχει ἄλλη Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»; Ἰδοὺ ἡ μεγάλη πρόκληση! Ἰδοὺ ἡ Ρόδος! Ἰδοὺ ἡ ὥρα τῆς «κρίσεως»!
Ποιὰ θὰ εἶναι καταρχὰς ἡ ἀντίδρασή του καὶ τί θὰ περιμένει νὰ ἀκούσει ἄραγε ὁ ἐρωτῶν; Ἐννοεῖται πώς, ὁ ποιμένας, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ φύλακας τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, ὁ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει βαθὺ χρέος νὰ ἀπαντήσει στὴν περίπτωση αὐτὴ ὑποχρεωτικῶς καὶ αὐτονοήτως κατὰ τὸ εὐαγγελικό: «ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ, ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε». (Ἰακ. 5,12). Δηλαδὴ μὲ ἕνα «ναὶ» ἢ μὲ ἕνα «ὄχι»!