Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι κορυφαία ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στάθηκαν μὲ δέος μπροστὰ στὸ ἀπερινόητο αὐτὸ μυστήριο καὶ μὲ γνώμονα τίς ἅγιες Γραφὲς συνέλαβαν ὕψιστες ἀλήθειες καὶ διατύπωσαν ὑψηλὴ θεολογία.
Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε ἀπαραίτητη. Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἀδύνατη δι᾿ ἄλλου τρόπου, διότι ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ζῶσα καὶ μὴ ζῶσα, ἦταν ὑποκείμενη στὴν πτώση. Οἱ δύο μεγάλες μοιραῖες πτώσεις, ἡ πρώτη τῶν ἄϋλων νοερῶν δυνάμεων καὶ ἡ δεύτερη τῶν ἀνθρώπων, ἔφεραν ὄχι ἁπλὰ ἀναστάτωση στὴν κτίση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰσήγαγαν σὲ αὐτὴ τὸ κακό, ὡς μόνιμη κατάσταση, ὡς ὀντολογικὴ ἀντίθεση στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀπόλυτα ἀγαθοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἐξαιτίας τῆς πτώσεως «ἡ κτίσις ὑπετάγῃ, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8,20-22).