ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ»
[ἐκφωνήθηκε μετὰ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στὶς 18-4-1986]
Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος,
ἀγαπητοί, τελειώνει τὴν κατανυκτική του προσευχή, ποὺ τὶς ἡμέρες αὐτὲς
ἰδιαιτέρως ἀναφέρομε, μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ
ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Πράγματι βλέπουμε τὸν ἱερὸν συντάκτη αὐτῆς τῆς προσευχῆς νὰ ζητάῃ σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ δύο πράγματα. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ αὐτογνωσία, λέγοντας «τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα», «νὰ βλέπω τὰ δικά μου τὰ πταίσματα, τὶς δικές μου τὶς ἁμαρτίες, δώρισέ μου τὸ δώρημα, χάρισέ μου τὸ δώρημα αὐτό, αὐτῆς τῆς αὐτογνωσίας». Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ, ἡ ἀπουσία τῆς κατακρίσεως. Δηλαδὴ νὰ μάθω νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου.
Καὶ γιὰ τὴν αὐτογνωσία ἤδη
ἔχομε μιλήσει παλαιότερα. Μένει νὰ ἀναφερθοῦμε εἰς τὴν κατάκρισιν, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ. Πολὺ σοφὰ βλέπομε, ἐδῶ, ὁ ἅγιος
Πατὴρ νὰ συνδέῃ τὴν αὐτογνωσία μὲ τὴν κατάκριση. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει
αὐτογνωσία, εἶναι ἀδύνατον νὰ κατακρίνῃ τὸν ἀδελφόν του. Διότι βλέπει τὸν
ἑαυτόν του καὶ δὲν μπορεῖ -πρῶτα πρῶτα δὲν ἔχει καιρὸ νὰ κατακρίνῃ τον πλησίον
του- καὶ ὕστερα βλέποντας τὸν ἑαυτό του, τὰ χάλια του, τὴν κατάστασή του, δὲν
ἔχει διάθεση νὰ κατακρίνῃ τον πλησίον του. Καὶ ὅσο πνευματικότερος γίνεται ὁ
ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο καλὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του.
Καὶ δὲν εἶναι ψιλὸς λόγος
ὅτι «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος», ὅπως μερικοὶ λέγουν «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος»
κι ἅμα τοὺς πεῖς, ἰδίως στὴν ἐξομολόγηση, «Τί ἔχεις νὰ πεῖς;», λέγουν: «Δὲν
ἔκανα τίποτα». Τότε πῶς εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἂν δὲν ἔκανες τίποτα; Βλέπετε
λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι εἶναι μιὰ κουβέντα νὰ λέμε: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς
ἄνθρωπος». Αὐτὸ εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχῃ κανεὶς αὐτογνωσία καὶ νὰ
βλέπῃ τὸν πραγματικὸ τοῦ ἑαυτόν.
Ὡστόσο, τί εἶναι ἡ κατάκρισις; Ἡ κατάκρισις εἶναι ἡ κατηγορία, ἡ καταλαλιά. Εἶναι ἡ δυσφήμησις. Εἶναι ἡ κακολογία. Εἶναι ἡ καταδίκη· ὅταν καταδικάζουμε τὸν ἄλλον. Ἡ κατάκρισις εἶναι μία κοινωνικὴ μάστιγα· διότι ὅλοι κατακρίνουν· δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν κατακρίνῃ. Ὅλοι κατακρίνουν. Ἡ κατάκρισις, σὰν κοινωνικὴ μάστιγα, μπορεῖ νὰ γκρεμίσῃ ὑπολήψεις, νὰ δημιουργήσῃ περιφρονήσεις, νὰ ἀτιμώσῃ, νὰ ἐπιφέρῃ σύγχυση, σὲ κοινωνικὲς καὶ οἰκογενειακὲς σχέσεις. Νὰ προκαλέσῃ, ἀκόμη, διαστάσεις, μίση, πικρίες, ἐχθρότητες· κυριολεκτικά, τὰ πάντα νὰ ἀναποδογυρίσῃ. Ὁ λαός μας λέγει ἐκείνη τὴ γνωστὴ παροιμία ὅτι «ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει». Εἶναι φοβερὸ ἐὰν τὸ στόμα μας δὲν τὸ κλείνουμε, καὶ κατηγοροῦμε πρὸς πᾶσαν κατεύθυνση.
Στὴν κατηγορία ἢ στὴν
καταλαλιά, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἔρχεται νὰ μᾶς πῇ τὰ ἑξῆς: «Καταλαλιὰ
ἐστὶν ἀποκύημα μίσους». «Τί εἶναι», λέγει, «ἡ κατηγορία, ἡ καταλαλιά; Τὸ
γέννημα τοῦ μίσους». Δηλαδὴ ὅταν μισεῖς, τότε κατηγορεῖς. Λεπτὴ νόσος. Δηλαδή,
ἀρρώστια ἡ ὁποία δὲν φαίνεται ὅτι νοσεῖς ἀπ᾿ αὐτήν, διότι ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ
κρύπτεται ὁ κατηγορῶν, τάχα μὲ τὸ ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ
συνέχεια. Καὶ συνεπῶς, πράγματι, εἶναι μιὰ λεπτὴ νόσος, δυσδιάκριτη εἰς τὸν
ἄλλον.
«Παχεῖα δὲ καὶ κρυμμένη
καὶ λανθάνουσα βδέλλα, ἀγάπης ἐκδαπανῶσα καὶ ἐξαφανίζουσα αἷμα». Τί εἶναι;
«Εἶναι», λέγει, «μιὰ παχιά, κρυμμένη βδέλλα, ἡ ὁποία μὲ λανθάνοντα τρόπο,
ἀπομυζεῖ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης». Ρουφάει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης.
«Ἀγάπης ὑπόκρισις» λέγει ὅτι εἶναι ἡ κατηγορία, ἡ καταλαλιά. Ὅτι ὑποκρίνεται
τὴν ἀγάπη· ὅτι «ἐγὼ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον ὑποκρίνομαι καὶ σοῦ λέγω αὐτό» -θὰ
τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω-, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Εἶναι, θὰ
λέγαμε, ἡ μουτσούνα. Εἶναι τὸ προσωπεῖον τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα εἶναι ἡ
κατηγορία.
«Καρδίας ῥύπου καὶ βάρους
πρόξενος (:Εἶναι πρόξενος ἡ κατηγορία νὰ λερώνῃ ἡ καρδιά, νὰ γίνεται ρυπαρὴ ἡ
καρδιὰ· διότι, ὅταν κατηγορεῖ κανείς, ρυπαίνεται, ἀλλὰ καὶ ἔχει τὸ βάρος ἡ
καρδιὰ ὅτι κατηγορεῖ τον πλησίον)». «Ἁγνείας ἀφανισμός». Τί εἶναι ἡ κατάκρισις;
«Ἐκείνη ἡ ὁποία ἐξαφανίζει τὴν ἁγνεία». Αὐτὸ τὸ τελευταῖο θὰ σᾶς τὸ ἀναλύσω
λίγο πιὸ κάτω.
Ὡστόσο, πολλὲς φορές,
δημιουργεῖται μία σύγχυσις ἀνάμεσα στὴν κατάκριση καὶ στὴν πληροφόρηση ἢ τὴν
συμβουλή. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο θὰ πρέπει νὰ γίνῃ ἐδῶ ἕνα ξεχώρισμα, μία διάκρισις.
Πολλὲς φορὲς λέμε: «Τώρα τί νὰ κάνω; Αὐτὸ ποὺ εἶπα ἦτο κατηγορία; Ἢ δὲν ἦτο
κατηγορία; Κι ἂν θὰ πρέπῃ νὰ μὴν κατηγορήσω, νὰ μὴν ἀνοίγω ποτὲ τὸ στόμα
μου;».
Προσέξτε· ὑπάρχει πράγματι μία σύγχυσις. Καὶ ἐπιτρέψατέ μου νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν εἶναι πάντοτε σαφής. Μᾶς διαφεύγει πολλὲς φορὲς ἢ γλιστροῦμε πρὸς τὸ μέρος τῆς κατακρίσεως. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐκείνη ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ παίρνουμε ἐναντίον τῆς ἐνεργείας τοῦ ἄλλου. Χωρὶς πολλὲς φορές, βεβαίως, νὰ ἔχουμε ἐπαρκῆ γνώση γιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα θὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἄλλον.
Ἀκόμα, ἡ κατάκρισις δὲν
περιορίζεται σὲ μιὰ ἀποδοκιμασία τοῦ ἄλλου γιὰ κάτι τὸ ὁποῖο εἶπε ἢ ἔπραξε,
ἀλλὰ ἐπιφέρει καὶ μομφή. Χωρὶς ἐπιείκεια. Χωρὶς συγχώρηση. Καὶ χωρὶς ἀγάπη. Ἡ
κατάκρισις πάντα γεννιέται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐξαφανίζει τὴν
κατάκρισιν. Ἡ ἀπουσία τῆς ἀγάπης γεννάει τὴν κατάκρισιν. Ποιά μητέρα θὰ βγῇ νὰ
κατηγορήσει τὸ παιδί της ἔξω στὴ γειτονιά; Σπανίως. Τὸ ἀγαπάει καὶ τὸ
δικαιολογεῖ. Ἄλλο ὅτι κάποτε αὐτὲς οἱ δικαιολογίες εἶναι διάτρητες καὶ δὲν
πιάνουν. Ὡστόσο, ξαναλέγω ἄλλη μία φορά, ὅτι ὅταν ἀγαπᾶμε, δὲν κατακρίνουμε.
Ἀντιθέτως, ὅταν ὑπάρχει ὁ
ἔλεγχος, ἀκόμα ἡ παιδαγωγικὴ ἀπειλή -νὰ ἀπειλήσουμε· ὅτι «πρόσεξε ὅτι θὰ σὲ
τιμωρήσω, ὅτι θά...» κ.τ.λ. ἢ ἀκόμη ἡ συμβουλή, ἢ ἡ ὑπόδειξις, εἴτε ἰδιωτικῶς
εἴτε δημοσίως- κάποτε καὶ δημοσίως. Ὅταν γίνει κάτι κακὸ δημοσίως, βεβαίως
δημοσίως θὰ γίνῃ καὶ ὁ ἔλεγχος, δὲν τίθεται θέμα. Αὐτὸ δὲν εἶναι κατάκρισις.
Βλέπομε νὰ λέγῃ μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος τὴν ἴδια αὐτὴ περίπτωση. «Ἐὰν ἁμαρτήσῃ»,
λέγει, «εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σου καὶ αὐτοῦ
μόνου (:Ἔκανε κάτι ὁ συνάνθρωπός σου, ὁ ἀδελφός σου, σὲ σένα; Πᾶρ᾿ τον καὶ
ἔλεγξέ τον. Πές του: ‘’Δὲν ἔκανες καλά, αὐτὸ δὲν εἶναι σωστὸ ποὺ ἔκανες’’). Ἐὰν
σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι
ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῆ πᾶν ῥῆμα (:Δὲν σὲ
ἄκουσε; Πᾶρε ἀκόμη ἕνα δυὸ ἀνθρώπους, ἀδελφοὺς· μπροστά τους νὰ τὸν ἐλέγξῃς,
ὥστε νὰ καταλάβῃ, νὰ τοῦ ποῦν κι ἐκεῖνοι κάτι). Ἐὰν δὲ παρακοὺσῃ αὐτῶν, εἰπὲ
τῇ ἐκκλησίᾳ (:Ὅταν παρακούσει καὶ ἐκείνους τοὺς δυὸ τρεῖς, τότε νὰ τὸ
ἀνακοινώσῃς στὴν ἐκκλησία· δηλαδὴ νὰ δημοσιεύσῃς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔκανε)».
Εἴδατε; Εἴδατε κλιμάκωσις; «Πᾶρ᾿ τον μόνο του. Δὲν σὲ ἀκούει. Πᾶρε δυό-τρεῖς
μόνον. Δὲν τοὺς ἀκούει. Πὲς το δημοσίως στὴν ἐκκλησία - Εἴδατε; Δημοσίως! «Εἰπὲ
τῇ ἐκκλησίᾳ», λέγει. «Ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ
ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης (:Ἐὰν φτάσει, ἀκόμη, νὰ παρακούσῃ καὶ τὴν ἐκκλησία καὶ
νὰ μὴν ἀκούσῃ τίποτε, τότε ξεχώρισέ τον. Νὰ εἶναι γιὰ σένα ὅπως ὁ ἐθνικός,
δηλαδὴ ὁ εἰδωλολάτρης)». Ὅπως οἱ εἰδωλολάτραι τότε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν
Ἑβραίων, δηλαδὴ εἰς τὴν συναγωγή, εἰς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραήλ, δὲν εἶχαν
καμία θέση οἱ εἰδωλολάτραι. Ἦσαν χωριστά. «Ἔτσι», λέγει, «θὰ εἶναι καὶ αὐτὸς
γιὰ σένα. Ξεχώρισέ τον. Δὲν ἀκούει τίποτα. Ξεχώρισέ τον». Βλέπετε ὅτι ἐδῶ δὲν
ἔχομε κατάκρισιν, ἀλλὰ γίνεται, ὅμως, ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία μὲ ἀγάπη.
Καὶ λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον» -τί ὡραῖο ποὺ εἶναι αὐτό!- «Καὶ θὰ ἐλέγξῃς, καὶ θὰ ἐπιπλήξῃς, ἀλλὰ καὶ θὰ παρακαλέσῃς». Αὐτὸ δὲν εἶναι κατηγορία. Ὁ δὲ Ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει πάνω σ᾿ αὐτό, τὸ ἑξῆς. Σᾶς τὸ λέγω σὲ μετάφραση: «Δὲν πρέπει νὰ εἰρωνεύεσαι αὐτὸν ποὺ φταίει, οὔτε νὰ προσβάλλῃς, ἀλλὰ νὰ νουθετῇς. Οὔτε νὰ κατηγορῇς, ἀλλὰ νὰ συμβουλεύῃς. Οὔτε ἄπονα νὰ ἐπιτίθεσαι, ἀλλὰ φιλόστοργα νὰ διορθώνῃς. Θὰ πῇς: ‘’Τί λοιπόν; Ἂν πορνεύει ὁ ἄλλος δὲν θὰ τοῦ τὸ πῶ ὅτι εἶναι κακὸ πρᾶγμα ἡ πορνεία, οὔτε αὐτὸν ποὺ ἀσελγαίνει, δὲν θὰ τὸν διορθώσω;’’. Ναί, θὰ τὸν διορθώσῃς, ἀλλὰ ὄχι σὰν ἐχθρὸς ποὺ ζητᾶ νὰ καταδικάσῃ, ἀλλὰ σὰν γιατρὸς ποὺ δίνει φάρμακα γιὰ θεραπεία. Ἐξάλλου, δὲν εἶπε ὁ Χριστός: ‘’Μὴ σταματήσεις αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει’’, ἀλλά ‘’Νὰ μὴν τὸν κρίνῃς, δηλαδὴ νὰ μὴ γίνῃς πικρὸς δικαστὴς καὶ τιμητής’’».
Πολύ, ἀγαπητοί μου, θὰ βοηθηθοῦμε, ἂν μπορούσαμε νὰ μελετήσουμε μερικὲς πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ φοβεροῦ πάθους -γιατί πρόκειται περὶ πάθους- ποὺ λέγεται κατάκρισις. Καὶ πρῶτα πρῶτα, ὅταν ἀκοῦμε καὶ δεχόμεθα τὶς κατηγορίες ἐναντίον τρίτων – κι εἶναι τόσο γλυκὸ πρᾶγμα τὸ κουτσομπολιό, εἶναι πιὸ γλυκὸ καὶ ἀπὸ τὸ μέλι... Ἀγαπᾶμε ὑπερβολικὰ πολὺ νὰ κατηγοροῦμε· αἰσθανόμεθα ἡδονή, εὐχαρίστηση νὰ κατηγοροῦμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσθεράπευτον πάθος· ὅπως ἀκριβῶς τὰ πάθη τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν μία ἠδύτητα, μία γλυκύτητα εἰς τὸν ἄνθρωπο, δυσκολεύεται νὰ τὰ ἀποχωριστῇ. Καὶ τὸ κουτσομπολιό, ἡ κατηγορία εἶναι κάτι ποὺ εἶναι πολὺ γλυκὸ στὸν ἄνθρωπο. Ἀγαπᾶ νὰ συναντηθῇ μὲ ἕναν ἄνθρωπο ἄλλον καὶ νὰ ἀρχίζῃ νὰ κατηγορεῖ ἕναν τρίτον. Λοιπόν. Ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι ἐμεῖς ἀκοῦμε κάποιον ποὺ κατηγορεῖ, ἀγαπητοί μου, εἴμεθα συνένοχοί του· διότι ἐκεῖνος βάζει τὴ φωτιὰ τῆς κατηγορίας καὶ ἐμεῖς βάζουμε τὴν εὔφλεκτη ὕλη τῆς κατηγορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ψαλμωδὸς συνιστᾶ καὶ λέγει: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον». «Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος», λέει, «‘’λάθρα’’, μὲ τρόπο, μὲ τέχνη, ὑποβολιμαῖα, μπορεῖ νὰ κατηγορῇ τὸν πλησίον του, αὐτόν», λέγει, «τὸν ἔδιωχνα, τοῦ ᾿λεγα νὰ φύγῃ».
Δεύτερον. Πῶς θὰ
μπορέσουμε νὰ ἀποφύγουμε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦν; Σὲ μιὰ συντροφιὰ
βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ κατηγόρους, ποὺ κατηγοροῦν τρίτους; Ἀπόντας; Λέγει ὁ ἅγιος
Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὰ ἑξῆς: «Ποτὲ μὴν ντραπεῖς ἐκεῖνον ποὺ κατηγορεῖ. Πές
του: ‘’Παῦσε, ἀδελφέ μου. Ἐγὼ καθημερινὰ εἶμαι χειρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ
κατηγορεῖς. Καὶ συνεπῶς, πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸν κατηγορήσω;’’. Ἔτσι, μὲ τὸ ἴδιο
φάρμακο, ἔχεις διπλῆ τὴν ἐνέργεια. Προφυλάττεις τὸν ἑαυτόν σου καὶ θεραπεύεις
αὐτὸν ποὺ κατηγορεῖ. Τοῦ δίνεις ἕνα μάθημα ὅτι δὲν πρέπει νὰ κατηγορῇ».
Τρίτον. Ὅταν, ἀκόμη,
κάποιος πεθάνει, καὶ μάλιστα πεθάνει στὴν ἁμαρτία, οὔτε τότε πρέπει νὰ τὸν
κατηγορήσουμε, διότι τὴν μὲν ἁμαρτία μποροῦμε νὰ τὴν εἴδαμε, τὴν ὥρα ποὺ
πέθαινε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἔστω καὶ νὰ τοῦ ‘μεινε ἕνα δευτερόλεπτο, προσέξτε με,
ἕνα δευτερόλεπτο νὰ τοῦ ἔμεινε, ποῦ ξέρουμε ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε μία
τυχὸν μετάνοια, τὴν ὁποία ἀναμφισβητήτως δὲν βλέπουμε; Τὴν ἁμαρτία τὴν
βλέπουμε, ἀλλὰ τὴν μετάνοιά του δὲν τὴν βλέπουμε. Θά ᾿ταν δὲ τραγικὸ γιά μας,
ὅταν κάποτε ἐμεῖς βρεθοῦμε εἰς τὴν κόλασιν, καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον
κατηγορούσαμε ὡς ἁμαρτωλόν, τελικὰ βρεθεῖ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ σημειώνει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Μηδὲ τοῖς σοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρῶν, κατάκρινε. Πολλάκις
γὰρ καὶ αὐτοὶ πεπλάνηνται (:Οὔτε μὲ τὰ μάτια σου ἂν δεῖς, μὴν κατηγορήσεις.
Διότι πολλὲς φορές, πολλὲς φορὲς καὶ τὰ μάτια εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα
πλανῶνται)».
Τέταρτον. Ὁ Κύριος μᾶς
εἶπε: «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε (:Μὲ τὸ κρῖμα ποὺ κρίνετε, θὰ
κριθεῖτε)». Δηλαδὴ πράγματι, προσέξτε ἐδῶ, ἐκεῖνα ποὺ κατηγοροῦμε, σ’ αὐτὰ καὶ
πέφτομε· εἴτε αὐτὰ εἶναι ψυχικά, εἴτε αὐτὰ εἶναι σωματικά. Ἂν κατηγόρησα
κάποιον ὅτι ἔχει ἕνα κουσούρι, σὲ λίγο τὸ ἀποκτάω ἐγώ. Ἂν κατηγόρησα κάποιον
γιὰ μία του ἁμαρτία, σὲ λίγο πέφτω ἐγὼ εἰς αὐτὴν τὴν ἁμαρτία. Κατὰ θεία
δικαιοσύνη. Προσέξτε, ἀγαπητοί μου. Αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, τό ᾿παθα. Θὰ ἔχετε
πεῖρα πάνω στὸ θέμα αὐτό. Ὁ καθένας σας θὰ τὸ γνωρίζῃ τὸ θέμα αὐτό. Ὅ,τι
κατηγόρησα, τὸ ἔπαθα. Κι ἂν κατηγορήσουμε μεγάλα πράγματα, τότε μήπως
κινδυνεύουμε νὰ πάθουμε καὶ τὰ μεγάλα πράγματα; Γι᾿ αὐτὸ, νὰ φοβηθοῦμε.
Πέμπτον – ἐδῶ θέλω νὰ
προσέξετε κάτι. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος μᾶς λέγει ὅτι ὑπάρχει μία σχέση μεταξὺ
κατακρίσεως καὶ ἁγνείας. Τί σχέση ὑπάρχει; Δηλαδή, συγκεκριμένα: Δὲν μπορεῖς νὰ
μείνῃς ἁγνὸς ἄνθρωπος -ἁγνὸς ἀπὸ σαρκικῆς πλευρᾶς- διότι θὰ σὲ κυκλώσουν
πειρασμοὶ καὶ θὰ πέσῃς. Θὰ πέσῃς μὲ πτώση μεγάλη. Δὲν μπορεῖς νὰ μείνῃς
ἁγνός, ἐὰν κατηγορεῖς. Ἐδῶ τώρα εἶναι τὸ πρόβλημα. Τί σχέση ἔχει ἡ ἁγνότητα μὲ
τὴν κατάκρισιν; Ἀκοῦστε τί σχέση ἔχει. «Ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ», λέγει ὁ ἅγιος
Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «αὐτὸς ἀνεβάζει τὸν ἑαυτό του πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἀδελφό του».
Κατηγορῶ τὸν ἄλλον ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ὅμοιος μὲ αὐτόν, ἐγὼ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δὲν τὸ
κάνω. Ὅταν, ὅμως, κατηγορῶ τὸν ἀδελφό μου, τότε δείχνω μία ὑπερηφάνεια. Διότι
κατεβάζω τὸν ἄλλον γιὰ νὰ ἀνεβῶ ἐγώ. Καὶ ἐπειδὴ «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις
ἀντιτάσσεται», δηλαδὴ κλωτσάει τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, αἴρεται ἡ Χάρις καὶ ἡ
βοήθεια. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι χωρίς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, ἡ ἁγνότης εἶναι τελείως ἀδύνατη. Δὲν μπορῶ νὰ μείνω ἁγνός, ἐὰν ἀγαπητοί
μου, κατακρίνω ἢ ὑπερηφανεύομαι. Χωρίς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἔχω ἀνάγκη,
δὲν μπορῶ νὰ μείνω ἁγνός.
Θὰ σᾶς θυμίσω κάτι. Χωρὶς
νὰ κατακρίνῃ κανείς, δεῖτε τὴ σχέση ὑπερηφανείας. Γιατί ἡ κατάκρισις εἶναι
ὑπερηφάνεια. Ὑπερηφανείας καὶ ἁγνότητος. Ἔχεις ἐγκράτεια. Καὶ πέρασαν ἀρκετὲς
μέρες. Καὶ λές: «Γιὰ στάσου. Πολλὲς μέρες ἔχω ἐγκράτεια». Μέσα σου γεννήθηκε ἡ
ὑπερηφάνεια. Τὴν ἑπομένη, χαλάει ἡ ἐγκράτειά σου. Τὴν ἔχασες τὴν ἐγκράτειά σου.
Γιατί τὴν ἔχασες τὴν ἐγκράτεια; Διότι ὑπερηφανεύτηκες. Ἐδῶ εἶναι τὸ πάρα πολὺ
σπουδαῖο, ἀγαπητοί μου, ὅτι βλέπει κανεὶς νὰ ὑπάρχῃ σχέσις ἁγνότητος καὶ
κατακρίσεως. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος -ποὺ σᾶς εἶπα θὰ σᾶς τὸ
πῶ πιὸ κάτω-: «Καταλαλιὰ ἁγνείας ἀφανισμός». «Τί εἶναι ἡ καταλαλιά; Ἀφανίζει,
πραγματικά, τὴν ἁγνότητα».
Ἕκτον. Συνήθως κατηγοροῦν αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους ποὺ κατηγοροῦν, νομίζοντας ὅτι μὲ αὐτή τους τὴν συμπεριφορὰ θὰ κρύψουν τὶς δικές τους τὶς πτώσεις, δημιουργῶντας ἕνα ἄλλοθι· ὅτι «Μὴν προσέξετε ἐμένα, προσέξτε ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κάνει αὐτὰ καὶ αὐτά». Βεβαίως καὶ ἐγὼ κάνω τὰ ἴδια ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐγὼ κατηγορῶ στὸν ἄλλον. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἕνα ρητόν: «Ἐξ ἰδίων κρίνω τὰ ἀλλότρια». Δηλαδὴ «κρίνω τὰ ξένα μὲ βάση τὰ δικά μου, τὸν ἑαυτό μου βλέπω καὶ κρίνω τὰ ξένα». Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος: «Τί βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;». «Τί βλέπεις», λέει, «τὸ καρφὶ στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ὁλόκληρο δοκάρι στὸ δικό σου τὸ μάτι, δὲν τὸ βλέπεις!». Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουμε, ἀγαπητοί μου. Πολλὲς φορές, ἅμα δοῦμε ἀνθρώπους καὶ κατηγοροῦν, ὑπάρχει πολλὴ πιθανότης ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κατηγοροῦν, αὐτοὶ τὰ πράττουν. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ταπεινὸς ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν κατηγορεῖ τὸν ἄλλον τί κάνει. Μὰ ποτέ!
Ἕβδομον. Ἡ κατηγορία
μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ σὰν λογισμός. Μπορεῖ οὐδέποτε νὰ ἐκφέρω μὲ τὸ στόμα μου τὴν
κατηγορία, ἀλλὰ νὰ τὴν σκέφτομαι, ὅμως, τὴν κατηγορία. Κι αὐτὸ θυμίζει τὸν
Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος, λέγει, κατηγοροῦσε τὸν τελώνην –πῶς τὸν
κατηγοροῦσε; Ἐνδιάθετα. Ἀπὸ μέσα του. Δὲν ἐφώναζε νὰ πῇ: «Νά, αὐτός, κόσμε,
τρέξε νὰ δῇς, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐδῶ ποὺ προσεύχεται, ὁ τελώνης!». Ὄχι, τὸ λέει
στὴν προσευχή του. «Δὲν εἶμαι», λέει, «σὰν κι αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη». Τὸν
κατηγορεῖ ἐνδιαθέτως· ἀπὸ μέσα του. Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι κατηγορία δὲν εἶναι
μόνο ὅ,τι θὰ ποῦμε μὲ τὰ χείλη μας. Κατηγορία εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ποῦμε μὲ
τὴν σκέψη μας.
Ὄγδοον. Οἱ δαίμονες μᾶς
βάζουν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἢ νὰ ἁμαρτήσουμε, ἢ νὰ κρίνουμε
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν. Ἢ ἔτσι, λοιπόν, ἢ ἔτσι, οἱ δαίμονες μᾶς πιάνουν
καὶ μᾶς ρίχνουν στὴν ἁμαρτία.
Ἀγαπητοί μου, ὅλοι μιλᾶμε
ἐναντίον τῆς κατακρίσεως καί, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ὅλοι τὴν ἀγαπᾶμε.
Ὅλοι ἀγαπᾶμε τὴν κατάκριση, τὸ κοτσομπολιό. Πρέπει, ὡστόσο, νὰ ἀπαλλαγοῦμε. Ὁ
ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ νιώσῃ στὸν ἑαυτό του χαρὰ καὶ γέμισμα ψυχῆς, ἂν
κατηγορεῖ. Ἔχετε προσέξει, ὅταν κατηγορεῖτε ἢ γελᾶτε πολύ, γέλια ἄπρεπα, καὶ
μείνετε μόνοι σας -ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποιο βάθος στὴν ψυχή- θὰ
ἀντιληφθεῖτε ὅτι ὑπάρχει ἕνα κενὸ μέσα εἰς τὴν ψυχήν. Ἄδεια ἡ ψυχή. Γιατί;
Γιατί ἔφυγε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἔφυγε; Μὲ τὰ ἄπρεπα γέλια -δὲν εἶναι θέμα
μου τὰ γέλια, ἁπλῶς τὸ λέγω τώρα ἔτσι, ἐν παρόδῳ- καὶ τὴν κατάκρισιν. Τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ φεύγει. Καὶ αἰσθανόμεθα ἄδειο, κενὸ τὸν ἑαυτό μας.
Ὡστόσο, σᾶς εἶπα, πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε. Ἀφοῦ τὴν κατηγορία τὴν γεννᾶ τὸ μῖσος ἢ ὁ φθόνος, τότε, θὰ λέγαμε, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε. Ἂν δὲν μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε, δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὴν κατηγορία.
Ἔνατον. Ἡ κατηγορία γεννιέται μὲ τὴ σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ μας μὲ τὸν ἄλλον. Συγκρίνω πάντα τὸν ἑαυτό μου μὲ τὸν ἄλλον καὶ τὸν κατηγορῶ. Δὲν θὰ συγκρίνω ποτὲ τὸν ἑαυτό μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ ἔχω αὐτογνωσία, θὰ ἔχω ταπείνωση, θὰ ἔχω τὸ κατὰ Θεὸν πένθος. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος κάτι πολὺ ὡραῖο: «Κι ἂν ἀκόμη», λέει, «ζήσει κανεὶς ἑκατὸ χρόνια, δὲν τοῦ ἀρκοῦν γιὰ νὰ πενθήσῃ τὸν ἑαυτό του, οὔτε νὰ τὸν γνωρίσῃ. Οὔτε ἀκόμη ἀρκοῦν τὰ ἑκατὸ χρόνια, κι ἂν ἀκόμη δεῖ τὰ δάκρυά του νὰ σχηματίζουν ἕναν Ἰορδάνη ποταμό!». Δὲν μᾶς φτάνουν... Γι᾿ αὐτὸ μὴν ποῦμε: «Ἀργότερα θὰ διορθωθῶ». «Ἐπεσημηνάμην πένθος», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «καὶ οὐχ εὗρον ἐν αὐτῷ ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως (:Ἐπεσήμανα τὸ κατὰ Θεὸν πένθος στὸν ἑαυτό μου καὶ δὲν βρῆκα ἴχνος ἀπὸ καταλαλιὰ ἢ κατάκριση)».
Καὶ τέλος, ἡ μνήμη τοῦ
θανάτου. «Μέμνησο τὰ ἔσχατά σου», λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, «καὶ οὐχ ἁμαρτήσεις
εἰς τὸν αἰῶνα (:Θυμήσου πὼς θὰ πεθάνῃς καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσῃς ποτέ)». Μιὰ
εἰκόνα τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ μπροστά μας εἶναι σημαντικὴ· ποὺ μᾶς δείχνει ὅτι θὰ
μᾶς κρίνῃ ὁ Χριστός. Κι αὐτό μᾶς βοηθάει.
Ἀγαπητοί μου. Κάποτε τόλμησε ἡ Μαριάμ, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωυσέως, νὰ τὸν κατηγορήσῃ. Γιατί λέτε; -ζήλεψε- «Μπᾶ», λέει, «μόνο αὐτὸς προφήτης, θά ᾿μαστε καὶ ἐμεῖς προφῆτες». Καὶ τί βρῆκε; Βρῆκε νὰ τὸν κατηγορήσῃ ὅτι εἶχε Αἰθιόπισσα γυναῖκα. Καὶ τὸν κατηγορεῖ: «Γιατί», λέει, «νὰ πάῃ νὰ πάρει Αἰθιόπισσα γυναῖκα καὶ νὰ μὴν πάρῃ μιὰ δική μας;». Καὶ τότε ἔπεσε βαρὺ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, καλεῖ τὰ τρία ἀδέρφια, τὸν Μωυσῆ, τὸν Ἀαρῶν καὶ τὴν Μαριάμ, καὶ πέφτει λέπρα ἐπάνω στὴν Μαριάμ. Καὶ τότε προσευχήθηκε ὁ Μωυσῆς καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἀπαλλάξῃ καὶ τὴν ἀπήλλαξε ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες. Ἀγαπητοί μου, ἔπεσε λέπρα ἐπάνω στὴν Μαριάμ.
Ἂς προσέξουμε, ἀγαπητοί. Ἂς προσέξουμε. Ἔχουμε πολὺ ἀγῶνα νὰ καταβάλουμε γιὰ νὰ νικήσουμε τὴν κατάκριση καὶ ἔχουμε καὶ πολλὴ προσευχή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος σημειώνει καὶ λέγει: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπιγραμματικὰ μᾶς λέγει στὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν»: «Μὴ ἀγάπα καταλαλεῖν».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/ xairetismoi_026.mp3
Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, ἀγαπητοί, τελειώνει τὴν κατανυκτική του προσευχή, ποὺ τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἰδιαιτέρως ἀναφέρομε, μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Φοβερή αμαρτία η κατάκριση.
Τόσο φοβερή που έκανε τον πιο θερμό μαθητή του Κυρίου μας, τον Πρώτοκορυφαίο Απόστολο Πέτρο να τον αρνηθεί ακόμα και με όρκο.
Νομίζουμε οι περισσότεροι ότι αυτό που έριξε τον Απόστολο Πέτρο ήταν η υπερηφάνεια.
Όμως ήταν η κατάκριση που οδήγησε στην υπερηφάνεια.
Δεν είπε μόνο ο Απόστολος Πέτρος ότι δεν θα αρνηθεί το Χριστό, το ίδιο είπαν και όλοι οι Μαθητές Του.
Άς δούμε και το Χωρίο:
Ματθ. 26,35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν δέῃ με σύν σοι ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον.
Λεγει εις Αυτόν ο Πετρος· “και αν ακόμη χρειασθή να αποθάνω μαζί Σου, δεν θα σε απαρνηθώ”. Και όλοι οι Μαθηταί τα ίδια και παρόμοια έλεγαν.
Βλέπουμε ενώ όλοι οι Μαθητές τα ίδια έλεγαν, ο Απόστολος Πέτρος ξεχώρισε και τους κατέκρινε, ότι κι αν αυτά που λένε αυτοί δεν τα κάνουνε αυτός θα τα κάνει.
Και ενώ πέφτει σε τέτοια κατάκριση και ο Χριστός ο Διδάσκαλος του του λέει ότι θα Τον αρνηθεί αμφισβητεί ακόμα και τον Χριστό.
«Εάν όλοι κλονισθούν στην εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ ποτέ δεν θα κλονισθώ» (Ματθ. 26, 33).
Και κατόπιν έφθασε σε τόση παραφροσύνη, ώστε ούτε τα λόγια του Διδασκάλου του υπολόγισε που του προέλεγε την πτώσι του, αλλ’ αντιστεκόταν και νόμιζε, ότι είναι λόγια άχρηστα και που λέγονται στον αέρα·
«Αλλ’ ο Πέτρος ακόμη περισσότερο έλεγε· Και αν χρειασθή να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ» (Μάρκ. 14, 31).
Κι αν ο Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Πέτρος έφτασε σε τέτοια πτώση από μία κατάκριση, εμείς σε τι πτώση θα φτάσουμε;
Για αυτό ας έχουμε συνέχεια στο στόμα μας την Ευχούλα:
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό.
Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Και τότε ο Χριστός.
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα..
Θα μας δείχνει τα δικά μας χάλια να βλέπουμε και όχι του Αδερφού μας.