– Επάνω από το Μοναστήρι σας, τι υπάρχει εκεί; Του απαντήσανε:
– Υπάρχουν μερικά χαλάσματα από παλαιό Μοναστήρι.
– Εγώ, τους είπε, βλέπω φως· εκεί υπάρχουν άγια Λείψανα. Και τους περιέγραψε ακριβώς την περιοχή.
– Επάνω από το Μοναστήρι σας, τι υπάρχει εκεί; Του απαντήσανε:
– Υπάρχουν μερικά χαλάσματα από παλαιό Μοναστήρι.
– Εγώ, τους είπε, βλέπω φως· εκεί υπάρχουν άγια Λείψανα. Και τους περιέγραψε ακριβώς την περιοχή.
«Στο χωριό σου», τον ρωτά ο Γέρων Πορφύριος, «δεν έκανες κανένα κακό;»
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Είμαστε πλούσια οικογένεια.
Ο πατέρας μου πέθανε και μου άφησε όλη την περιουσία του. Και για να καταλάβετε ότι είμαι καλός άνθρωπος, θα σας πω ένα παράδειγμα.
Η σχέση μας με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η αγάπη μας, Αυτός ο έρωτάς μας. Είναι έρωτας αναφαίρετος ο έρωτας του Χριστού. Από κει πηγάζει η χαρά..
Όταν βρεις τον Χριστό, σου αρκεί, δεν θέλεις τίποτ’ άλλο, ησυχάζεις. Γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Ζεις παντού, όπου υπάρχει Χριστός. Ζεις στα άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό με τους αγγέλους, με τους αγίους, στη γη με τους ανθρώπους, με τα φυτά, με τα ζώα, με όλους, με όλα.
Δὲν τὰ βάζει, ὅμως, μὲ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ μὲ τὸν ἄλλο. Κι αὐτὸ δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός.
Λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο: “Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; Ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν, κλέπτεις;”. Μπορεῖ νὰ μὴν κλέπτουμε, ὅμως φονεύουμε, κακίζουμε τὸν ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτόν μας. Λέμε παραδείγματος χάριν:
Γιὰ πολλοὺς ὅμως ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται.
Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴ ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ τοῦ κακοῦ πνεύματος.
Πρέπει να χαίρεσαι που ο Θεός σ’ έριξε σε δύσκολο περιβάλλον. Γιατί εκεί έχεις την δυνατότητα ν’ αγωνισθείς και να κερδίσεις πολλά.
Και να ξέρεις πως κανένα περιβάλλον δεν είναι τέλειο.
Πρέπει να αισθάνεσαι τους άλλους, οποιοιδήποτε κι αν είναι αυτοί, μέλη του σώματός σου.
Άμα σε πονάει το χέρι σου το κόβεις;
Άμα σε πονάει το πόδι σου το κατηγορείς;
Μας πήρε ντακότα της στρατιωτικής αεροπορίας και μας πήγε στην Αθήνα. Αμέσως στο Νοσοκομείο των Παίδων έπεσαν όλοι οι γιατροί πάνω στο παιδί, μα δεν ήξεραν αν θα γίνη καλά.
Στα Χανιά ο Σεβασμιώτατος κ. Ειρηναίος όλη την νύχτα προσευχόταν γονατιστός στο Ιερό, όλοι οι φίλοι μας και Ιερείς προσεύχονταν για την Ειρήνη μας.
Νὰ προσεύχεσθε χωρίς νά σχηματίζετε στό νοῦ σας εἰκόνες. Νά μή φαντάζεσθε τόν Χριστό. Οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν τό ἀνεικόνιστον στήν προσευχή. Μέ τήν εἰκόνα ὑπάρχει τό εὐόλισθον, διότι ἐνδέχεται στήν εἰκόνα νά παρεμβληθεῖ ἄλλη εἰκόνα. Ἐνδέχεται καί ὁ πονηρός νά κάνει παρεμβολές καί νά χάσουμε τήν χάρι.
Όταν τον συνάντησα μου λέει: «Έλα μαζί μου στο δάσος». Τον ακολούθησα τότε με δέος και εσωτερική χαρά και καθώς προχωρήσαμε αρκετά ανάμεσα στα πεύκα, με οδήγησε σε μία φυσική κρύπτη που συχνά προσευχόταν εκεί, σε μία δηλαδή μεγάλη κουφάλα ενός πεύκου που την είχε μετατρέψει σε μικρό ασκητήριο (στρώνοντας κάτω μάλιστα και μία κουρελού για να κάθεται και να προσεύχεται).
Αφού λοιπόν καθήσαμε πρόχειρα εκεί, μου λέει: «Να, εδώ έρχομαι και προσεύχομαι για όλο τον κόσμο και για την πατρίδα μου την Εύβοια που είναι εδώ απέναντι (και μου έδειξε στον ορίζοντα την Εύβοια που από εκεί φαινόταν καθαρά). Εύχομαι και γι’ αυτούς ιδιαιτέρως…».
Μετά άρχισε να κάνη ακτινογραφία της πνευματικής μου κατάστασης και ανασκόπηση όλης μου της ζωής και να μου αποκαλύπτη πράγματα που μόνο εγώ γνώριζα και ο Θεός.
Κατ’ αρχάς μου είπε ότι πήγα δώδεκα ετών στο Μοναστήρι· ακόμη και ότι όταν ήμουν πέντε ετών είχα βαπτίσει, μαζί μ’ ένα άλλο κοριτσάκι πέντε ετών και μία καθηγήτρια, ένα παιδάκι. Κάθε φορά που μου απεκάλυπτε κάτι, με ρωτούσε με την αγία απλότητα που τον χαρακτήριζε: «Έτσι δεν είναι;».
Πήραμε την ευχή του και μας είπε: «Τι λένε οι εφημερίδες για τους σεισμούς;». Τα παιδιά απάντησαν: «Λένε ότι είναι τεκτονικοί». Μας λέει: «Δεν τα λένε καλά. Εγώ τους βλέπω ότι είναι εγκάρσιοι. Να, ο π. Επιφάνιος περιγράφει ωραία τους εγκάρσιους… στο τάδε βιβλίο». Δεν θυμάμαι αν μας διάβασε απόσπασμα εκ του βιβλίου που το είχε κοντά του. Φύγαμε και είχαμε όλοι μία χαρά ανεξήγητη, πετούσαμε.
Πυρακτωμένος από τον θείο έρωτα δωδεκαετής άφησε τον κόσμο και ανεχώρησε για το Άγιον Όρος. Έφθασαν λίγα χρόνια αγώνων υπακοής και ασκήσεως για να λάβη την Χάρη του Θεού και ο Θεός με την πανσοφία Του προνόησε να βγη πάλι στον κόσμο «εις σωτηρίαν απολλυμένων ψυχών».
Αυτά που αγίασαν τον όσιο Πορφύριο ήταν η τελεία και χαρούμενη υπακοή στους Γέροντές του και η προσεκτική με αγάπη και ακόρεστη διάθεση ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων.
Ο Παππούλης τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά, γιατί τον υπεραγαπούσε και τον θεωρούσε σαν ένα μέλος της οικογενείας του. Το ίδιο, ακριβώς συνέβαινε και από την άλλη πλευρά. Υπεράνω όλων ο Παππούλης!
Αφού μίλησαν αρκετές ώρες για πολλά και διάφορα, όπως συνέβαινε πάντα, ο Παππούλης του λέει:
-Πές μου τώρα και το θέμα σου, που τόσο σε απασχολεί.
-Έλα, ευλογημένε, λέγε…
– Τι κάνεις;
– Δόξα τω Θεώ, Γέροντα, καλά είμαι. Ευχαριστώ για τις προσευχές σας.
– Μμμ, δεν είσαι καλά, μωρέ.
– Καλά είμαι, Γέροντα, διότι πράγματι ένοιωθα καλά.
– Όχι, λέει, δεν είσαι καλά. Όπως ήσουν, δεν είσαι, και όντως είχε δίκαιο, όπως έδειξαν τα πράγματα στην συνέχεια.