Όταν τον συνάντησα μου λέει: «Έλα μαζί μου στο δάσος». Τον ακολούθησα τότε με δέος και εσωτερική χαρά και καθώς προχωρήσαμε αρκετά ανάμεσα στα πεύκα, με οδήγησε σε μία φυσική κρύπτη που συχνά προσευχόταν εκεί, σε μία δηλαδή μεγάλη κουφάλα ενός πεύκου που την είχε μετατρέψει σε μικρό ασκητήριο (στρώνοντας κάτω μάλιστα και μία κουρελού για να κάθεται και να προσεύχεται).
Αφού λοιπόν καθήσαμε πρόχειρα εκεί, μου λέει: «Να, εδώ έρχομαι και προσεύχομαι για όλο τον κόσμο και για την πατρίδα μου την Εύβοια που είναι εδώ απέναντι (και μου έδειξε στον ορίζοντα την Εύβοια που από εκεί φαινόταν καθαρά). Εύχομαι και γι’ αυτούς ιδιαιτέρως…».
Μετά άρχισε να κάνη ακτινογραφία της πνευματικής μου κατάστασης και ανασκόπηση όλης μου της ζωής και να μου αποκαλύπτη πράγματα που μόνο εγώ γνώριζα και ο Θεός.
Κατ’ αρχάς μου είπε ότι πήγα δώδεκα ετών στο Μοναστήρι· ακόμη και ότι όταν ήμουν πέντε ετών είχα βαπτίσει, μαζί μ’ ένα άλλο κοριτσάκι πέντε ετών και μία καθηγήτρια, ένα παιδάκι. Κάθε φορά που μου απεκάλυπτε κάτι, με ρωτούσε με την αγία απλότητα που τον χαρακτήριζε: «Έτσι δεν είναι;».
✶✶✶
Μετά, μου λέει (σαν να γνώριζε τα πάντα για το Μοναστήρι μας και τον κανονισμό του): «Εσείς εκεί έχετε ευλογία να κοινωνάτε κάθε δεκαπέντε μέρες, αλλά σε παρακαλώ να πης στον Γέροντα να σε αφήνη να κοινωνάς κάθε Κυριακή, γιατί η θεία Κοινωνία είναι φάρμακο και μας κάνει πολύ καλό».
Και συμπλήρωσε: «Το Μοναστήρι σας είναι καλό και έχετε πολλές καλές αδερφούλες που αγωνίζονται τον καλόν αγώνα» και άρχισε να τις κατονομάζη: «Δεν έχετε εκεί μία αδελφή Μαριάμ; Δεν έχετε μία αδελφή Αγάθη; Μία αδελφή Παρασκευή; Μία αδελφή Αντωνία; κ.α.». Μετά, με ρώτησε:
– Έχετε νερό στο Μοναστήρι σας; Έχετε κάνει γεώτρηση; Του απαντώ:
– Όχι, Γέροντα, δεν έχουμε νερό, ούτε γεώτρηση κάναμε.
– Να πης στην Γερόντισσα, ο π. Ηλίας, μωρέ, κάθε μέρα περπατάει από εκεί πάνω. Από εκεί περνάει κάθε μέρα για να πάη στο κελλί του (στους Ασωμάτους – Κάθισμα των Αρχαγγέλων του 12ου αιώνα). Εκεί να κάνετε γεώτρηση και θα βρήτε πολύ νερό.
Πράγματι κάναμε γεώτρηση στο σημείο στο οποίο μας υπέδειξε ο όσιος Πορφύριος και βρήκαμε πόσιμο νερό, απ’ όπου εξυπηρετούνται όλες οι ανάγκες της Μονής.
Ακούγοντας εγώ να περιγράφη ο άγιος Πορφύριος τα πάντα λεπτομερώς για το Μοναστήρι μας, τόλμησα να τον ρωτήσω αν το έχη ποτέ επισκεφτεί. Κι εκείνος με την συνηθισμένη του αγία απλότητα μου είπε ότι είχε έρθει μία φορά στην Πάτμο, αλλά πήγε μόνο στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως και μετά έφυγε. Δεν πήγε πουθενά αλλού, ούτε βέβαια στο Μοναστήρι μας.
✶✶✶
Αφού μιλήσαμε αρκετά, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής καθώς πολύς κόσμος τον περίμενε. Καθ’ οδόν μου έδωσε και την ζακέτα του να την βάλω λίγο για ευλογία και συνέχιζε να μου μιλάη: «Θέλω κι εγώ, παιδί μου, να φτειάξω ένα Μοναστήρι εδώ προς δόξαν Θεού, αλλά δεν ξέρω ακόμη σε ποιο σημείο. Προσεύχομαι, αλλά δεν έχω ακόμη πληροφορία σε ποιο μέρος του κτήματος να χτίσω την Εκκλησία και το Μοναστήρι, ώστε να υπάρχη και νερό για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της Μονής».
Εκεί λοιπόν που προχωρούσαμε (σίγουρα μέσα του προσευχόταν), ξαφνικά με σταματά και μου λέει: «Να, στάσου, εδώ, μην κινηθής… Βλέπω εδώ ένα φως. Εδώ θα κάνω την γεώτρηση, υπάρχει νερό».
Περπατώντας πάλι παρακάτω σε μικρή απόσταση, πάλι με σταματά, με βάζει πάλι να σταθώ σ’ ένα σημείο και μου λέει: «Να, εδώ βλέπω ένα φως, εδώ θα κάνω την Εκκλησία». Και χάρηκε πολύ.
Μετά με ευλόγησε χαρούμενος και μου είπε: «Παιδί μου, να ξαναέρθης πριν φύγης να σε ξαναδώ».
Επιστρέφοντας εκεί που περίμεναν όλοι, πήραν την ευχή του και οι άλλες αδελφές που ήταν μαζί μου και φύγαμε.
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον άγιο Πορφύριο.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» (απόσπασμα από το “β’. Πώς γνώρισα τον άγιο Πορφύριο”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου