– Γέροντα, δὲν μοῦ στείλατε «γλυκὰ» γιὰ τὴν γιορτή μου καὶ οἱ ἀδελφὲς ζητοῦσαν «κεράσματα»[1].
– Ἔχεις δίκαιο· δὲν σοῦ ἔστειλα «γλυκά», καὶ φυσικὰ δὲν εἶχες νὰ δώσης στὶς ἀδελφές, ἀλλὰ τὶς εὐχὲς σοῦ τὶς ἔστειλα μὲ ἄλλον τρόπο. Τώρα ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ γιορτάσουμε καὶ ἐμεῖς[2] τὴν Μητέρα μας, θὰ Τὴν παρακαλέσω καὶ πάλι νὰ σὲ κεράση Ἐκείνη μὲ τὴν γλυκειά Της ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ νὰ σοῦ δώση πολλὰ θεῖα δῶρα.
– Γέροντα, ὅταν ἔχω συνέχεια πτώσεις στὸν ἀγώνα μου, μὲ πιάνει λύπη.
[//90] – Νὰ ψέλνης τὸ «Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ» καὶ τὸ «Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά»[3]. Αὐτὸ νὰ τὸ κάνης σὰν κανόνα, καὶ ἡ Παναγία θὰ σὲ βοηθήση. Ἡ Παναγία δὲν μᾶς ἀφήνει· μᾶς κουβαλάει στὴν πλάτη Της, ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νὰ τὸ θέλουμε καὶ νὰ μὴν κλωτσᾶμε, ὅπως κάνουν τὰ ἄτακτα παιδιά.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα ἡ Παναγία νὰ κρατήση κι ἐμένα στὴν ἀγκαλιά Της, ὅπως κρατάει τὸν Χριστό.
– Δὲν σὲ κράτησε ποτὲ ἐσένα; Δὲν ἔνιωσες καμμιὰ φορὰ σὰν μωρὸ στὴν ἀγκαλιά Της; Ἐγὼ αἰσθάνομαι σὰν παιδάκι κοντά Της. Τὴν νιώθω Μάνα μου. Πολλὲς φορὲς πηγαίνω καὶ ἀκουμπῶ στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Τώρα, Παναγία μου, θὰ θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σὰν μωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του ξέγνοιαστο, ἀμέριμνο, καὶ νιώθει τὴν μεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή της, καὶ τρέφομαι μὲ Χάρη.
– Γέροντα, γιατί ἡ Παναγία ἄλλοτε μοῦ δίνει ἀμέσως αὐτὸ ποὺ Τῆς ζητῶ καὶ ἄλλοτε ὄχι;
– Ἡ Παναγία, ὅποτε ἔχουμε ἀνάγκη, ἀπαντᾶ ἀμέσως στὴν προσευχή μας· ὅποτε δὲν ἔχουμε, μᾶς ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λίγη παλληκαριά. Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου[4], μιὰ φορά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀγρυπνία τῆς Παναγίας μὲ ἔστειλε ἕνας Προϊστάμενος νὰ πάω ἕνα γράμμα στὴν Μονὴ Ἰβήρων. Ὕστερα ἔπρεπε νὰ πάω κάτω στὸν ἀρσανᾶ τῆς μονῆς καὶ νὰ περιμένω ἕνα γεροντάκι ποὺ θὰ ἐρχόταν μὲ τὸ καραβάκι, γιὰ νὰ τὸ συνοδεύσω στὸ μοναστήρι μας – ἀπόσταση μιάμιση ὥρα μὲ τὰ πόδια. Ἤμουν ἀπὸ νηστεία καὶ ἀπὸ ἀγρυπνία. Τότε τὴν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου τὴν χώριζα στὰ δύο· μέχρι τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἔτρωγα τίποτε, τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως ἔτρωγα, καὶ μετὰ μέχρι τῆς Παναγίας πάλι δὲν ἔτρωγα τίποτε.
– Ἔχεις δίκαιο· δὲν σοῦ ἔστειλα «γλυκά», καὶ φυσικὰ δὲν εἶχες νὰ δώσης στὶς ἀδελφές, ἀλλὰ τὶς εὐχὲς σοῦ τὶς ἔστειλα μὲ ἄλλον τρόπο. Τώρα ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ γιορτάσουμε καὶ ἐμεῖς[2] τὴν Μητέρα μας, θὰ Τὴν παρακαλέσω καὶ πάλι νὰ σὲ κεράση Ἐκείνη μὲ τὴν γλυκειά Της ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ νὰ σοῦ δώση πολλὰ θεῖα δῶρα.
– Γέροντα, ὅταν ἔχω συνέχεια πτώσεις στὸν ἀγώνα μου, μὲ πιάνει λύπη.
[//90] – Νὰ ψέλνης τὸ «Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ» καὶ τὸ «Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά»[3]. Αὐτὸ νὰ τὸ κάνης σὰν κανόνα, καὶ ἡ Παναγία θὰ σὲ βοηθήση. Ἡ Παναγία δὲν μᾶς ἀφήνει· μᾶς κουβαλάει στὴν πλάτη Της, ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νὰ τὸ θέλουμε καὶ νὰ μὴν κλωτσᾶμε, ὅπως κάνουν τὰ ἄτακτα παιδιά.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα ἡ Παναγία νὰ κρατήση κι ἐμένα στὴν ἀγκαλιά Της, ὅπως κρατάει τὸν Χριστό.
– Δὲν σὲ κράτησε ποτὲ ἐσένα; Δὲν ἔνιωσες καμμιὰ φορὰ σὰν μωρὸ στὴν ἀγκαλιά Της; Ἐγὼ αἰσθάνομαι σὰν παιδάκι κοντά Της. Τὴν νιώθω Μάνα μου. Πολλὲς φορὲς πηγαίνω καὶ ἀκουμπῶ στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Τώρα, Παναγία μου, θὰ θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σὰν μωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του ξέγνοιαστο, ἀμέριμνο, καὶ νιώθει τὴν μεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή της, καὶ τρέφομαι μὲ Χάρη.
– Γέροντα, γιατί ἡ Παναγία ἄλλοτε μοῦ δίνει ἀμέσως αὐτὸ ποὺ Τῆς ζητῶ καὶ ἄλλοτε ὄχι;
– Ἡ Παναγία, ὅποτε ἔχουμε ἀνάγκη, ἀπαντᾶ ἀμέσως στὴν προσευχή μας· ὅποτε δὲν ἔχουμε, μᾶς ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε λίγη παλληκαριά. Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου[4], μιὰ φορά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀγρυπνία τῆς Παναγίας μὲ ἔστειλε ἕνας Προϊστάμενος νὰ πάω ἕνα γράμμα στὴν Μονὴ Ἰβήρων. Ὕστερα ἔπρεπε νὰ πάω κάτω στὸν ἀρσανᾶ τῆς μονῆς καὶ νὰ περιμένω ἕνα γεροντάκι ποὺ θὰ ἐρχόταν μὲ τὸ καραβάκι, γιὰ νὰ τὸ συνοδεύσω στὸ μοναστήρι μας – ἀπόσταση μιάμιση ὥρα μὲ τὰ πόδια. Ἤμουν ἀπὸ νηστεία καὶ ἀπὸ ἀγρυπνία. Τότε τὴν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου τὴν χώριζα στὰ δύο· μέχρι τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἔτρωγα τίποτε, τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως ἔτρωγα, καὶ μετὰ μέχρι τῆς Παναγίας πάλι δὲν ἔτρωγα τίποτε.
Ἔφυγα λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ἀγρυπνία καὶ οὔτε σκέφθηκα νὰ πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι. Ἔφθασα στὴν Μονὴ Ἰβήρων, ἔδωσα τὸ γράμμα καὶ κατέβηκα στὸν ἀρσανᾶ, γιὰ νὰ περιμένω τὸ καραβάκι. Θὰ ἐρχόταν κατὰ τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα, ἀλλὰ ἀργοῦσε νὰ ἔρθη. Ἄρχισα ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ζαλίζωμαι. Πιὸ πέρα εἶχε μιὰ στοίβα ἀπὸ κορμοὺς δένδρων, σὰν τηλεγραφόξυλα, καὶ εἶπα μὲ τὸν λογισμό μου: «Ἂς πάω νὰ καθήσω ἐκεῖ ποὺ εἶναι λίγο ἀπόμερα, γιὰ νὰ μὴ μὲ δῆ κανεὶς καὶ ἀρχίση νὰ μὲ ρωτάη τί ἔπαθα».
Ὅταν κάθησα, μοῦ πέρασε ὁ λογισμὸς νὰ κάνω κομποσχοίνι στὴν Παναγία νὰ μοῦ οἰκονομήση κάτι. Ἀλλὰ ἀμέσως ἀντέδρασα στὸν λογισμὸ καὶ εἶπα: «Ταλαίπωρε, γιὰ τέτοια τιποτένια πράγματα θὰ ἐνοχλῆς τὴν Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου ἕναν Μοναχό. Κρατοῦσε ἕνα στρογγυλὸ ψωμί, δύο σῦκα καὶ ἕνα μεγάλο τσαμπὶ σταφύλι. «Πάρε αὐτά, μοῦ εἶπε, εἰς δόξαν τῆς Κυρίας Θεοτόκου», καὶ χάθηκε. Ἔ, τότε διαλύθηκα· μὲ ἔπιασαν τὰ κλάματα, οὔτε ἤθελα νὰ φάω πιά… Πά, πά! Τί Μάνα εἶναι Αὐτή! Νὰ φροντίζη καὶ γιὰ τὶς μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τί θὰ πῆ αὐτό!
– Γέροντα, πέστε μας κάτι γιὰ τὴν προστασία τῆς Παναγίας.
– Νὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ ἔγινε στὴν Ρωσία. Δύο γειτονικὰ μοναστήρια σὲ μιὰ περιοχὴ τῆς Ρωσίας τὰ χώριζε μιὰ γραμμὴ τραίνου. Σὲ ἕνα πανηγύρι κάποιοι μοναχοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι πῆγαν στὸ ἄλλο καὶ μέθυσαν. Καθὼς ἐπέστρεφαν στὸ μοναστήρι τους μεθυσμένοι, πῆγαν καὶ ξάπλωσαν ἐπάνω στὶς ράγες τῆς σιδηροδρομικῆς [//92] γραμμῆς καὶ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος. Παρουσιάζεται τότε ἡ Παναγία στὸν σταθμάρχη καὶ τοῦ λέει: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ κόψη τὸ τραῖνο». «Τί νἆναι αὐτό; λέει ἐκεῖνος, ποιά γουρουνάκια θὰ κόψη τὸ τραῖνο;». Γιὰ δεύτερη φορὰ παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ κόψη τὸ τραῖνο». «Βρέ, τί γουρουνάκια;», λέει ὁ σταθμάρχης. Νόμισε ὅτι εἶναι κανένα κοπάδι γουρουνάκια στὶς σιδηροδρομικὲς γραμμές. Πῆγε νὰ δῆ καὶ τοὺς βρῆκε νὰ κοιμοῦνται. Πρόλαβε καὶ τοὺς ξύπνησε. Θὰ περνοῦσε τὸ τραῖνο καὶ θὰ τοὺς σκότωνε. Βλέπετε, ἡ Παναγία σὰν καλὴ Μητέρα προστατεύει καὶ προνοεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιά Της.
Ὅσο μπορεῖτε, νὰ κρατᾶτε σφιχτὰ ἀπὸ τὸ φόρεμα τὴν Μεγάλη μας Ἀρχόντισσα Παναγία, γιὰ νὰ σᾶς βοηθάη. Εὔχομαι ἡ Παναγία, ποὺ εἶναι ἡ Φιλόστοργος Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ προστατεύη ὅλες σας καὶ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀμήν.
– Γέροντα, πέστε μας κάτι γιὰ τὴν προστασία τῆς Παναγίας.
– Νὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ ἔγινε στὴν Ρωσία. Δύο γειτονικὰ μοναστήρια σὲ μιὰ περιοχὴ τῆς Ρωσίας τὰ χώριζε μιὰ γραμμὴ τραίνου. Σὲ ἕνα πανηγύρι κάποιοι μοναχοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι πῆγαν στὸ ἄλλο καὶ μέθυσαν. Καθὼς ἐπέστρεφαν στὸ μοναστήρι τους μεθυσμένοι, πῆγαν καὶ ξάπλωσαν ἐπάνω στὶς ράγες τῆς σιδηροδρομικῆς [//92] γραμμῆς καὶ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος. Παρουσιάζεται τότε ἡ Παναγία στὸν σταθμάρχη καὶ τοῦ λέει: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ κόψη τὸ τραῖνο». «Τί νἆναι αὐτό; λέει ἐκεῖνος, ποιά γουρουνάκια θὰ κόψη τὸ τραῖνο;». Γιὰ δεύτερη φορὰ παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια: «Τὰ γουρουνάκια μου θὰ τὰ κόψη τὸ τραῖνο». «Βρέ, τί γουρουνάκια;», λέει ὁ σταθμάρχης. Νόμισε ὅτι εἶναι κανένα κοπάδι γουρουνάκια στὶς σιδηροδρομικὲς γραμμές. Πῆγε νὰ δῆ καὶ τοὺς βρῆκε νὰ κοιμοῦνται. Πρόλαβε καὶ τοὺς ξύπνησε. Θὰ περνοῦσε τὸ τραῖνο καὶ θὰ τοὺς σκότωνε. Βλέπετε, ἡ Παναγία σὰν καλὴ Μητέρα προστατεύει καὶ προνοεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιά Της.
Ὅσο μπορεῖτε, νὰ κρατᾶτε σφιχτὰ ἀπὸ τὸ φόρεμα τὴν Μεγάλη μας Ἀρχόντισσα Παναγία, γιὰ νὰ σᾶς βοηθάη. Εὔχομαι ἡ Παναγία, ποὺ εἶναι ἡ Φιλόστοργος Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ προστατεύη ὅλες σας καὶ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»
______________________________________
[1] Ἡ ἀδελφὴ ἐννοεῖ ἐπιστολὴ μὲ εὐχές, οἱ ὁποῖες συνήθως περιεῖχαν καὶ πνευματικὲς συμβουλές.
[2] Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ ὅτι δεκατρεῖς ἡμέρες ἀργότερα θὰ ἑορτάσουν στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο.
[3] Τροπάρια τὰ ὁποῖα ψάλλονται στὸ τέλος τῆς Μικρᾶς Παρακλήσεως εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
[4] Κατὰ τὰ ἔτη 1955-1958.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου