Ας παρακολουθήσουμε την ασθένεια της Μαρτυρίας, αλλά και ας μη παραβλέψουμε και τη θεραπεία της, ώστε όχι μόνον να στυγνάζουμε για το πάθος, αλλά και να χαρούμε μαθαίνοντας την ίαση.
Δεινή ήταν η αρρώστια της και απερίγραπτη, γιατί δεν ήταν από φυσική αιτία, όπως όλες οι άλλες αρρώστιες, που συμβαίνουν από τη κράση και από την κίνηση των υγρών του σώματος, αλλά από εκείνες που γίνονται από επήρεια ή από φθόνο και από τη μοχθηρία ανθρώπων, που είναι χωρίς Θεό μέσα τους και που έχουν βάλει στόχο να αφανίσουν τους συνανθρώπους τους. Εάν λοιπόν η πάσχουσα έπασχε από κάποιο δηλητήριο, είτε από βλαπτικές των δαιμόνων επιθέσεις και μάστιγες, το αγνοούμε σαν άνθρωποι, και μόνον ο Θεός το ξέρει που γνωρίζει οτιδήποτε προτού ακόμη αυτό γίνει.
Φώναζε δε η γυναίκα ότι πάσχει στα σπλάχνα της και κόπτονταν και σπαράσσονταν, όμως τους ερωτώντες δεν διαφώτιζε για την αιτία της ασθένειας. Συρρέοντας και πάλι οι άριστοι από τους γιατρούς, ούτε το πάθος κατενόησαν ποιο είναι, ούτε την αιτία της αρρώστιας διέγνωσαν, ούτε καν μπόρεσαν να προσφέρουν ένα φάρμακο, αλλά χωρίς να μπορούν να ωφελήσουν και σαν να μην είχαν καν φανεί, έκαμαν πίσω. Αυτό μαθαίνοντας οι κοντινοί της συγγενείς, προς τον Κύρο και τον Ιωάννη τους μάρτυρες την φέρνουν, μη αγνοώντας τη θεία δύναμη που έχουν, με την οποία θεραπεύουν αυτούς που προσέρχονται και κάνουν τις θαυμάσιες και σωτήριες επεμβάσεις.
Οι οποίοι και τώρα κατοικτίρανε τη Μαρτυρία, που την έβλεπαν έτσι να σπαράσσεται και με πελώριες φωνές να κραυγάζει, την έφεραν σε ύπνο και την ετοίμασαν να δει ένα όνειρο, αυτοί δε ήταν μαζί και οι παρέχοντες το όραμα και οι εμφανιζόμενοι σ’ αυτό! Γιατί έβλεπε δύο άντρες με τα ιμάτιά τους να απαστράπτουνε και με πράο και μειλίχιο βλέμμα να έρχονται προς αυτή λέγοντες: «Γιατί έτσι φωνασκείς και δεν αφήνεις να κοιμηθούν όλοι αυτοί εδώ, πού χουν αρρώστιες κι έχουν έρθει για τη θεραπεία τους;» Αυτή δε τους απάντησε ότι πονούν τα σπλάχνα της κι οι άγιοι ανταπαντώντας: «Και συ μόνο», είπαν, «από όλους αυτούς έχει αφόρητο πόνο;»
Και μόλις είπαν αυτό κράτησαν κι οι δύο τη κεφαλή της και ανοίγοντας το στόμα της ο μεγαλύτερος από τους δύο, δηλαδή ο Κύρος, φύσηξε μέσα σ’ αυτό τρεις φορές· κι αφού το ‘καναν αυτό μετά αναχώρησαν, εκείνη δε σηκώθηκε από τον ύπνο της και είδε ότι μετρίασαν οι πόνοι και ήθελε να κάνει την ανάγκη της, όταν όμως κάθισε να αφοδεύσει έβγαλε απ’ τη κοιλιά της ένα πελώριο σκώληκα, που κρυφά κατέτρωγε τα σπλάχνα της και τον οποίον ως κόπρο απέβαλε.
Κι έτσι πέτυχε η Μαρτυρία να απαλλαγεί από αυτό το τρομερό πάθος και να ελεηθεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Χριστού και Θεού μας και με τη θεία δωρεά των σεπτών Αναργύρων.
Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Αμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου). Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 132.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου