Δ' Χαιρετισμοί
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Παρίου
Χαίρων τελεύτα, Βασίλειε τρισμάκαρ.
Ἐκεῖ γὰρ ἥξεις, οὗ χαρᾶς πλησθῇς ὅσης.
Δωδεκάτῃ Βασίλειε ταφήϊα δύσσαο νεκρός.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφος καὶ ἄσκησε κάθε ἀρετή, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου. Αὐτός, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν θεῖο καὶ μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δὲν πείσθηκε νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀσεβὴ αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τὴν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ὑπογράψει στὸν ἄδικο τόμο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ τοῦ Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σὲ κάποιο μικρὸ νησὶ πρὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τὰ πατρικὰ δόγματα καὶ μισώντας μέχρι τέλους τὶς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο A’ († 23 Ὀκτωβρίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τῇ αἴγλῃ, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε· τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας· καὶ μεταστὰς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν βασιλικήν, προσάγων ἱερουργίαν, τῷ Παμβασιλεῖ, Βασίλειε θεοφάντορ, ὁλοκάρπωμα θεῖον, τοὺς θείους ἀγῶνάς σου, ἱερῶς αὐτῷ προσέφερες, Ἱεράρχα πανσεβάσμιε, ἐκβοῶν τοῖς προσιοῦσί σοι· Ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή, ἀνυψοῦται Χριστῷ.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Βασίλειε ἱερέ, τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως μυσταγωγός· χαῖρε Ἐκκλησίας, βασίλειος λαμπρότης, τῆς ἄνω βασιλείας, χαῖρε συμμέτοχε.
Ἡ Ὁσία Ἀνθούσα
Ῥίζης δυσώδους καρπὸς εὐώδης μάλα,
Ἀνθοῦσα σεμνὴ γῆς ἀπανθεῖ καὶ βίου.
Η Οσία Ανθούσα ήταν θυγατέρα του εικονομάχου βασιλιά Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου και της τρίτης συζύγου του Ευδοκίας. Γεννήθηκε μέσα στην ανακτορική δόξα και λαμπρότητα, αλλά αυτή ζήτησε άλλου την ευχαρίστηση και παρηγοριά της ψυχής της.
Μάταια ο βασιλιάς πατέρας της (741 - 775 μ.Χ.) θέλησε να την παντρέψει με νέο που είχε όλα τα πλεονεκτήματα του γένους, του κάλλους και του πλούτου. Αυτή έφερε στην καρδιά της βαθειά τη θλίψη, ότι ο πατέρας της ήταν εχθρός των εικόνων και δεν ήθελε σύζυγο που είχε τα ίδια φρονήματα μ' αυτόν. Παρέμεινε λοιπόν άγαμη και χρησιμοποιούσε τον καιρό της σε έργα ελέους και φιλανθρωπίας.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, μοίρασε τα υπάρχοντα της σε φτωχούς, φιλανθρωπικά ιδρύματα και ναούς και έγινε μοναχή από τον Πατριάρχη Ταράσιο μολονότι δέχθηκε πολλές παρακλήσεις και πιέσθηκε από την ευσεβέστατη αυγούστα Ειρήνη την Αθηναία (797 - 802 μ.Χ.) να μείνει μαζί της και να συμβασιλεύσει. Στο μοναστήρι η ζωή της ήταν ασκητική, γεμάτη ταπεινοφροσύνη και αγάπη.
Το έτος 809 μ.Χ. και σε ηλικία 52 ετών έφυγε από τον κόσμο αυτό, σ' όλα άξια του αμάραντου στεφάνου της αιώνιας βασιλείας, η παρθένος η σεμνή, που καταφρόνησε τις ψεύτικες λάμψεις και τις απατηλές τιμές των πρόσκαιρων βασιλειών της γης.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας
Εὗρε στεφάνους ἀρτίτμητος Ἀρτέμων
Πρέποντας αὐτοῦ τῇ τετμημένῃ κάρᾳ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας στὴ Λαοδικεία. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸ θάνατό του, μπῆκε στὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σισίννιο καὶ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναχώρησε γιὰ νὰ συλλάβει τὸν Ἐπίσκοπο. Ἀρρώστησε ὅμως καὶ κινδύνευσε ἡ ὑγεία του. Ζήτησε τότε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐὰν ἀποκτοῦσε τὴν ὑγεία του, θὰ τοῦ κάνει χρυσὴ εἰκόνα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινε καλά, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Καισάρεια. Καὶ ὅταν βρῆκε στὸν δρόμο τὸν Ἅγιο Ἀρτέμονα, τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδεσε καὶ συρόμενο τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴ βία νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμεινε πιστὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλη ἀπὸ τὶς σάρκες του καὶ τὰ ἕψησαν στὴ σχάρα. Στὴν συνέχεια ἔκαψαν ἕνα λέβητα, γιὰ νὰ ρίξουν τὸν Ἅγιο μέσα σὲ αὐτὸν καὶ νὰ καεῖ. Δύο ἀετοὶ σήκωσαν τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν ἔριξαν μέσα ὅμως στὸ λέβητα. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων τελειώθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Eι και νέος συ Aκάκιε τοις χρόνοις,
Aλλ’ ουν παλαιούς υπερήρας τοις πόνοις.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καὶ ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετὰ τὸ ἔτος 1630 μ.Χ., στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, στὴ σημερινὴ κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι Χριστιανοί, μὲ τὴν ἐργασία τους κατόρθωσαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μὲ αὐτάρκεια καὶ στοργικὰ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν τους ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συγκλόνισε τὴν οἰκογένεια καὶ ἐπισκίασε τὴν εὐτυχία τους.
Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μὲ τὴ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρὸ «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» καὶ ἀναλαμβάνει μόνη της τὸ βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα γιὰ νὰ συντηρήσει τὰ δύο ἀνήλικα παιδιά της καὶ νὰ τὰ ἀναθρέψει μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Πολὺ σύντομα στὸ πλευρὸ τῆς γυναίκας βρέθηκε καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσιος, γιὰ νὰ ἀναλάβει καὶ ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.
Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπὸ νωρὶς τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀναστασίου καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης θέρμαινε τὴν παιδική του ψυχή. Ἔνιωθε ζωηρὰ καὶ πολὺ ἔντονα τὴν κλίση καὶ τὸν ζῆλο πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἀπέφευγε τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου καὶ ἀναζητοῦσε συχνὰ τὴν ἡσυχία σὲ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, διέθετε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Σύντομα ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρὸς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, ποὺ εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο καὶ μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ ἀνέφερε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπερνικήσει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντα ποὺ ὅριζε ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καὶ διαπίστωσε τὴν ἀμετακίνητη καὶ σταθερὴ ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι τὸν δέχθηκε στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀκάκιος.
Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ποὺ δέχθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μὲ θεία ὀπτασία. Εἶδε σὰν νὰ βαστοῦσε στὰ χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, ποὺ εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ φώτιζε ὅλο τὸν τόπο ἐκεῖνο.
Ὁ νέος μοναχὸς μὲ τὴν συμπεριφορά, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν πνευματικότητά του κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλὲς καὶ τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολὺ σύντομα εἶχε κατακτήσει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καὶ ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ μεγαλύτερη ἄσκηση.
Ἔτσι, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1660 – 1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, κοντὰ στὴ «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη μόρφωσή του, τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καὶ σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καὶ σπήλαια ἀσκητῶν καὶ ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα σὲ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καὶ μαθητεύει μὲ ὑπομονὴ κοντά τους.
Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἐπίσκεψη σὲ αὐτὸ ἀπομακρύνεται σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ἐπάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ἡσυχάσει.
Ἐκεῖ ἔμεινε πολὺ καιρὸ καὶ κάθε Σάββατο κατέβαινε στὸ μοναστήρι καὶ ἐκκλησιαζόταν.
Ἑπόμενος σταθμός του ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν γνωστὸ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου γιὰ νὰ σπουδάσει τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολὺ ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ζήτησε τὴν εὐχή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νὰ ἀσκητέψει μόνος του.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση καὶ μὲ συμβουλὴ τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στὴ Μεταμόρφωση, γιὰ νὰ μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.
Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), μὲ κάτασπρη καὶ ἀστραφτερὴ ἱερατικὴ στολή, νὰ περιφέρεται καὶ νὰ θυμιατίζει ὅλο τὸ ναὸ καὶ ἕνα πλῆθος μοναχῶν μὲ τὴν ἴδια λευκὴ στολὴ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ρώτησε, «ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σὲ αὐτὸν εὑρῆκαν τὴ σωτηρία τους».
Ἐπειδὴ τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καὶ ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νὰ μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὸ ἀκρωτήρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀναζήτησε τὴν κατοικία του σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ὑμνωδὸ «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησή του σὲ ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς ποὺ μόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στὸν μοναχὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγὼ τώρα Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρὰ καὶ πλέον δὲν θὰ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ ἔχεις τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας μας». Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τὸ ἔτος 1730 μ.Χ. καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκακίᾳ ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, καὶ λαμπρότητι βίου ἀστὴρ ὡς πάμφωτος, τῶν Ὁσίων μιμητὴς τῶν πάλαι γέγονας, καὶ χαρισμάτων θεϊκῶν, δαψιλῶς ἀξιωθείς, μὴ παύσῃ καθικετεύων, τὴν Παναγίαν Τριάδα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, καταλαμπρύνων τηλαυγῶς, τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πλήρωμα, τοῖς σοῖς ἀγῶσι, παμμάκαρ Ἀκάκιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, καὶ τῶν Μοναζόντων, ἀπλανέστατος ὁδηγός· χαίροις ἀκακίας, κατάκαρπος ἐλαία, Ἀκάκιε παμμάκαρ, Ἄθωνος καύχημα.
Μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου εἰς Κωνσταντινούπολη
Ζώνην τιμίαν τη βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννήτωρ.
Η μετακόμιση έγινε από την επισκοπή Ζήλα (στην Καππαδοκία) στην Κωνσταντινούπολη το έτος 942 μ.Χ., όταν βασιλείς ήταν οι Κωνσταντίνος και Ρωμανός οι Προφυρογέννητοι.
Κατόπιν εναποτέθηκε στην αγία σορό των Χαλκοπρατείων στίς 12 Απριλίου.
Σημείωση: Το δίστιχο είναι από χειρόγραφο Μηναίο του 16ου αιώνος μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Δήμης καὶ Πρωτίων οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Πρῶτος κεφαλὴν Πρωτίων ἀφῃρέθη,
Μεθ' οὗ κάραν προὔτεινε Δήμης δημίῳ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης ἢ Δημῆς καὶ Πρωτίων, ἄθλησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Παρέστησαν αὐτόκλητοι στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τοὺς γύμνωσαν καὶ τοὺς ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες καί, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ, τοὺς κτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε φάνηκαν τὰ σπλάχνα αὐτῶν. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακή, ὅπου τοὺς ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τριάντα ἡμέρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τοὺς γιάτρεψε τὶς πληγὲς καὶ τοὺς ἔδιδε τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατὰ τὸν λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε καὶ πάλι γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει καὶ νὰ ἐλέγξει ἂν ἔχουν μεταστραφεῖ, τοὺς εἶδε σώους καὶ ὑγιεῖς. Μόλις τὰ πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς διασώσεως τῶν Ἁγίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τους καὶ κραύγαζαν: «Εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.
Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς οἱ Ὁσιομάρτυρες
Δούλους Θεοῦ τρεῖς Ἀββάδας παθοκτόνους
Τοξεύμασι κτείνουσιν ἀνθρωποκτόνοι.
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾶς ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκα τοξευόμενοι.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Μετοχίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἑορτὴ αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποία χρημάτισε ἡγούμενος.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Ὁ Ἅγιος ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, 27 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 956 μ.Χ., τοῦ πρότειναν νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε τὸν Πολύευκτο. Ἀνῆλθε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο σὲ μεγάλη ἡλικία, τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ὅταν κλήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β’ (976 – 1025 μ.Χ.), σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Β’.
Συνεκάλεσε Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ βεβαίωσε τὰ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του μεταφράστηκαν στὴ Ρωσικὴ γλῶσσα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1019.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Ο Όσιος Νεόφυτος έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λεύκαρα της Κύπρου το 1134 μ.Χ. και σε νεαρά ηλικία, παρά τη θέληση των γονέων του, Αθανασίου και Ευδοξίας, ακολούθησε το μοναχικό βίο, φλεγόμενος από θείο ζήλο. Κατέφυγε κατ' αρχάς στη μονή του Αγίου Χρυσοστόμου, στο όρος Κουτσοβέντη, όπου ζήτησε να μείνει και να ασκητέψει. Μετά από πέντε χρόνια στο διακόνημα της καλλιέργειας αμπελώνων της μονής, στη θέση «Γούπαις», με την ευλογία του Ηγουμένου, επισκέπτεται για προσκύνημα τους Αγίους Τόπους.
Εκεί παρέμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα και όταν επέστρεψε πάλι στην Κύπρο μόνασε στην μονή του Χρυσοστόμου (1152 - 1158 μ.Χ.). Ζήτησε από τον Ηγούμενο της μονής να γίνει ερημίτης, χωρίς όμως επιτυχία. Η άρνηση του Ηγουμένου οδηγεί τον Όσιο να εγκαταλείψει τη μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να πάει στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο. Γι αυτό τον σκοπό πήγε στην Πάφο με την ελπίδα να βρει πλοίο να τον μεταφέρει εκεί. Στο ναύσταθμό όμως της Πάφου συνελήφθη ως φυγάς και φυλακίσθηκε. Όταν, με την μεσιτεία ευσεβών ανθρώπων, αποφυλακίζεται την επομένη ημέρα, αναζητά ερημητήριο στα ενδότερα της Μεγαλονήσου.
Τον Σεπτέμβριο του 1159 μ.Χ., επέλεξε να λαξεύσει την εγκλείστρα του στη Πάφο, γνωρίζοντας ότι «οὐδὲν πλέον τούτου καθέξει, κὰν καὶ τοῦ ὅλου κόσμου φθάση κρατῆσαι». Ο Όσιος παρέμεινε κλεισμένος μέσα στην εγκλείστρα του επί σαράντα χρόνια. Εκεί μορφώθηκε κατά τη θεία και ανθρώπινη σοφία και εμυήθηκε στα μυστικά της πνευματικής ασκήσεως. Αυτήν την εμπειρία την διεφύλαξε με πολλή προσοχή σε όλη του τη ζωή και με τη Χάρη του Θεού την αύξησε και την εφάρμοσε απόλυτα. Η φήμη του διαδόθηκε ευρύτατα και πλήθος Χριστιανών συνέρρεε, για να λάβει την ευχή και την ευλογία του.
Για να αποφύγει τον κόσμο ελάξευσε μέσα στα βράχια νέα εγκλείστρα και επικοινωνούσε με τον κόσμο μόνο κάθε Κυριακή. Σ' αυτήν την απόφαση συνετέλεσε και η χειροτονία του σε πρεσβύτερο, το 1170 μ.Χ., από τον Επίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο και η σύσταση της πρώτης αδελφότητος προς το τέλος του 1170 μ.Χ. ή αρχές του 1171 μ.Χ. Η ύπαρξη πλέον μοναχών διευκόλυνε τον Αγιο να εντείνει τον εγκλεισμό, καθόσον οι υποτακτικοί του θα ανελάμβαναν τις ποικίλες εξωτερικές εργασίες της μονής. Όμως ο Αγιος δεν ήταν διδάσκαλος μόνο του πληρώματος της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά ήταν διδάσκαλος κυρίως των υποτακτικών του με το βίο και το παράδειγμά του.
Εν τω μεταξύ είχαν συμβεί διάφορα δραματικά γεγονότα στην Κύπρο, τα οποία την απέκοψαν από το Βυζάντιο και έφεραν τη δυστυχία στην Εκκλησία και το λαό. Η φτώχεια και η δυστυχία του λαού οδήγησε πολλούς να ζητήσουν τροφή στα μοναστήρια, ένα από τα οποία ήταν και η εγκλείστρα του Οσίου Νεοφύτου.
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στα χέρια των Φράγκων τον Απρίλιο του 1204 μ.Χ. ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός και για τον Όσιο Νεόφυτο. Θεωρεί την Αλωση της Πόλεως, της προστάτιδος των Ορθοδόξων, «αποκαλυπτικό» γεγονός και γι αυτό επιχειρεί την ερμηνεία της Αποκαλύψεως, καταβάλλοντας προσπάθεια να εξηγήσει γιατί κυριάρχησαν οι δυνάμεις του Αντιχρίστου σε βάρος της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο Όσιος κοιμήθηκε σε βαθύτατο γήρας στις 12 Απριλίου. Ο ίδιος ενταφιάσθηκε στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος, σε ξύλινο φέρετρο από ξύλο πεύκου, κέδρου και κυπαρρίσου το οποίο είχε κατασκευάσει, όταν ζούσε. Το ιερό λείψανο του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη μονή της Πάφου, στην Κύπρο, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του.
Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται στις 24 Ιανουαρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου (Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του).
Ἀπολυτίκιον
Tῶν Λευκάρων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα, μονῆς Ἐγκλείστρας, Πολιοῦχε θεοφόρε πατὴρ ἡμῶν Νεόφυτε, νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ καὶ ἔγκλειστος ἐν ἄντρῳ καρτερῶν, θείαν χάριν ἐκομίσω, ἣν πιστοῖς νῦν παρέχει θήκη λειψάνων σου. Δόξα τῷ ταύτῃ βραβεύσαντι ἡμῖν, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
'Ηχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Των Λευκάρων τον γόνον, και της Κύπρου το καύχημα, και Μονής Εγκλείστρας το κλέος, θεοφόρον Νεόφυτον, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, ως σκεύος ουρανίων αρετών, και ως πρέσβυν ημών μέγαν προς τον Θεόν, από ψυχής κραυγάζοντες. δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Μάρτυρας ἐν Μπουζάου Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μαρτύρησε τὸ ἔτος 372 μ.Χ. γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ στὸ Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ. ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Παβίας τῆς Λομβαρδίας. Ὡς Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ καταπολέμησε σφοδρῶς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητές, ἐργάστηκε δραστήρια γιὰ τὴ συμφιλίωση Βυζαντίου καὶ Λομβαρδῶν. Ἡ διακονία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, σὲ κάποια ἐπιδημία ποὺ ἐνέσκηψε στὴ Λομβαρδία, ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 710 μ.Χ.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μούρωμ Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στὴν πόλη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο τὸν Πρίγκιπα († 3 Ἰουλίου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πίστευαν μέχρι ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τὴν ἱκεσία του καὶ φώτισε τὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίσθηκαν.
Ὅταν τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ κρατώντας την στὰ χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στὰ νερά, ἔχοντας γιὰ σχεδία τὸν μανδύα του μέχρι τὸ Ριαζάν, ὅπου καὶ τοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα σὲ ναὸ τῆς πόλεως.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μπελινὶτς τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φυλασσόταν ἀρχικὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τὸ ἔτος 1596, αὐτὴ περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν καὶ τοποθετήθηκε σὲ μία ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε κατὰ τὰ ἔτη 1622 – 1624 ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λὲβ Σαπέγκα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μογκίλεβ. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ ἔτος 1876, μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1876, τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Πηγές:http://www.saint.gr/04/12/index.aspxhttp://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/12/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου