Γ΄ Κυριακή των Νηστειών - της Σταυροπροσκυνήσεως
Η άσκηση των αρετών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέρα από την προσωπική
ισχυρή θέληση, είναι απαραίτητη και η αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας
μας. Έτσι οι άγιοι Πατέρες όρισαν, καταμεσής της αγίας Τεσσαρακοστής να
προσκυνείται ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, για να λαμβάνουμε οι πιστοί
από αυτόν χάρη και δύναμη για να συνεχίσουμε με σθένος τον πνευματικό
μας αγώνα.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας , φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν » και «Νυν εμφανιζόμενος ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι προθύμως ΄ αυτόν μετ ' ευάβείας , κατασπαζόμεθα».
Από φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού και νοητή ασπίδα προστασίας από τις επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν τη νηπτική πορεία του πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού είναι το αντίδοτο σ' αυτή την κατάσταση.
Ο Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν. Το βεβαίωσε ο Κύριος: « όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν , απαρνησάσθω ευατόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι » (Μαρκ.8,34). Η αγία περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν σταυρική πορεία και νοητή σταύρωση των παθών μας.
Γι' αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι, αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο η ημέρα της εγέρσεώς Του.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας , φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν » και «Νυν εμφανιζόμενος ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι προθύμως ΄ αυτόν μετ ' ευάβείας , κατασπαζόμεθα».
Από φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού και νοητή ασπίδα προστασίας από τις επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν τη νηπτική πορεία του πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού είναι το αντίδοτο σ' αυτή την κατάσταση.
Ο Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν. Το βεβαίωσε ο Κύριος: « όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν , απαρνησάσθω ευατόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι » (Μαρκ.8,34). Η αγία περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν σταυρική πορεία και νοητή σταύρωση των παθών μας.
Γι' αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι, αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο η ημέρα της εγέρσεώς Του.
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
Καλλιόπιος ἔμπαλιν παγεὶς ξύλῳ,
Τὸν ὀρθίως παγέντα δοξάζει Λόγον.
Ζωὴν Καλλιόπιος ἀγήρω ἑβδόμῃ εὗρεν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ ἐνάρετη μητέρα του Θεόκλεια τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ὁ νεαρὸς Καλλιόπιος ὄχι μόνο δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ὀλιγόψυχους.
Ἐνῷ ὁ διωγμὸς εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο, τὸν ὁποῖο ἔλεγξε γιὰ τὰ ἐγκλήματά του κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὀργισμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία σπόγγιζε τὸ αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τὸν πλοῦτο της στοὺς πτωχούς, ἀκολούθησε τὸ παιδί της στὴν πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο, τὸν καταδίκασαν σὲ σταυρικὸ θάνατο.
Ἔτσι ἔγινε κοινωνὸς μὲ τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο στὸ Πάθος ἀλλὰ καὶ στὴν ἡμέρα ἀκόμη. Γιατί ἦταν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅταν σταυρώθηκε. Ἡ μητέρα του ἔδωσε στοὺς δήμιους πέντε χρυσὰ νομίσματα καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μὴν σταυρώσουν τὸν υἱό της ὅμοια μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε τὴν Τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἡ δὲ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στὸν ἐσταυρωμένο υἱό της, παρέδωσε τὴν ψυχή της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ῥόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τῇ εὐπνοίᾳ τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου· σὺ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μαρτυρίου στίγμασι, σὲ ἱερῶς κοσμηθέντα, καὶ ἁγίοις πάθεσι, συμμορφωθέντα Κυρίῳ, βλέψασα, ἡ σὲ τεκοῦσα ἁγία μήτηρ, σύμψυχος, τῇ προαιρέσει Μάρτυς σοι ὤφθη, Καλλιόπιε θεόφρον, μεθ’ ἧς δυσώπει ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Λόγοις τοῖς μητρῴοις ἱκανωθείς, αὐτόκλητος ἧκες, πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, οὓς καὶ διανύσας, Πατρὸς τοῦ οὐρανίου, τέκνον ὡραῖον ὤφθης, ὦ Καλλιόπιε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Σημειοφόρος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
Ἐχει Μυτιλήνη σε καὶ τεθνηκότα,
Ὡς ζῶντα, Γεώργιε, προστάτην μέγαν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καὶ ἐξορίσθηκε σὲ κάποιο νησὶ τῆς Προποντίδος, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες τὸ ἔτος 821 μ.Χ. σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὸν τόπο τῆς ἐξορίας.
Ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842 – 847 μ.Χ.), μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ πολλῶν ἱερῶν λειψάνων Ἁγίων ποὺ πέθαναν στὴν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφύλακτου Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ τοῦ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὰ ἔτη 846 – 847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στὴ Μυτιλήνη μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Νὰ πῶς περιγράφεται στὸ Βίο του τὸ γεγονὸς αὐτό: «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τὸ σῶμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Γεωργίου, καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσαντες, τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ λαβόντες τὸ σῶμα μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτὸ εἰς τὴν ἰδὶαν νῆσον καὶ κατέθεικαν αὐτὸ μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».
Εὐλαβὴς παράδοση, ποὺ διασώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῆς τοῦ Ἁγίου τὴ θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρῆ Μπαμπᾶ), κοντὰ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. ἐσώζετο καὶ τιμόταν στὴ Μυτιλήνη ἡ χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιὰ χεῖρα ποὺ σώζεται σήμερα στὸ Σκαλοχώρι καὶ φέρει ἐπιγραφὴ «Ἅγιος Γιόργις» καὶ κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, καρποφορήσας, ὡς θεόφυτος λειμὼν τὴν χάριν, Ἱεράρχα τῶν ἀρρήτων Γεώργιε, τὰς τῶν ψυχῶν ἐγεώργησας αὔλακας, ὡς ἐπιπνοίας ἀΰλου γεώργιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας γεωργὸς καὶ μύστης ἔνθεος
Καὶ τῆς σοφίας θεοφύτευτον γεώργημα
Φυτοκόμος ἐχρημάτισας τῶν ἀρίστων·
Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν Εἰκόνα σεβαζόμενος
Τῆς αἰρέσεως διήλεγξας τὸ φρόνημα·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις γεωργίας καινῆς βλαστός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πνευματέμφορος γεωργός· χαίροις Μυτιλήνης, ὁ θεῖος ποδηγέτης, Γεώργιε παμμάκαρ, μύστα τῆς χάριτος.
Άγιος Ρουφίνος ο Διάκονος
Σφαγῆς λογισθεὶς ὡς πρόβατον Ῥουφῖνος,
Σφάττει παλαιόν, τὸν διάβολον λύκον.
Ο Άγιος Ρουφίνος ο Διάκονος μαρτύρησε επί της βασιλείας του Δεκίου (249-251) αφού τον έσφαξαν με μαχαίρι. Σύμφωνα με τον Λαυριωτικό Κώδικα ο Άγιος παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου Χριστοφόρου (9 Μαΐου).
Αγία Ακυλίνα
Ὀπισθόχειρα σχοινίοις στρεβλουμένην,
Ἐμπροσθίως φλέγουσι τὴν Ἀκυλῖναν.
Η Αγία Ακυλίνα μαρτύρησε αφού την έδεσαν οπισθάγκωνα και έκαψαν την κοιλιακή της χώρα. Σύμφωνα με τον Λαυριωτικό Κώδικα η Αγία παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου Χριστοφόρου (9 Μαΐου).
Άγιοι Διακόσιοι Μάρτυρες οι εν Σινώπη
Ἀνεῖλεν ἀνδρῶν εἰκάδας δέκα ξίφος,
Οἷς ἀνδρικὸς νοῦς, ἀνδρικὴ καὶ καρδία.
Όλοι έγιναν Χριστιανοί από τους Αγίους Ρουφίνο και Ακυλίνη (7 Απριλίου) και μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος
Βίον βιώσας ὡς ἀσώματος Πάτερ,
Κλῆρον λέληφας τὴν Ἀσωμάτων πόλιν.
Εἰς Οὔλυμπον ἄειρε θεοῖο πόθος Γεράσιμον.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὁ διδάσκαλος, καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὲς γένος. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ λεγόμενα Ὑψωμάθεια, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Συναναστράφηκε στὴν πατρίδα του μὲ σοφοὺς ἄνδρες, ἦλθε στὴν Πάτμο, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸν πιὸ σοφὸ δάσκαλο τοῦ Γένους, τὸν Ὅσιο Μακάριο τὸν Καλογερά, στὴν περιώνυμη Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀνέλαβε τὴν καθοδήγησή της μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἔγινε μοναχὸς στὴ βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ Θεολόγου Ἰωάννου στὴν Πάτμο, στὴν ὁποία καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας.
Πολιτεύθηκε μὲ ὅσιο καὶ καλὸ τρόπο, ὑπῆρξε ἄριστος παιδαγωγὸς τῶν νέων καὶ φώτισε τοὺς πάντες. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ἀπὸ λιθίαση, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη πρὸς θεραπεία τῆς ἀρρώστιας του. Ἐπειδὴ δὲν πέτυχε τὸν σκοπό του, πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου κοιμήθηκε ὁσιακῶς τὸ ἔτος 1770 καὶ τάφηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Τριάδος, τὴν ἐπονομαζόμενη τῶν Τζαγκαρόλων. Μόλις ἔμαθαν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου κατέφθασαν μὲ πλοῖο στὴν Κρήτη, ζητώντας τὸ τίμιο λείψανό του. Ὅταν ἀρνήθηκαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἀποδώσουν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ «ὃν ἀπέστειλεν αὐτοῖς ὁ Θεός» ἔγινε ἀγρυπνία καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χερουβικοῦ Ὕμνου ἐκόπη αὐτομάτως τὸ ἱερὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖο ἔλαβαν καὶ μετέφεραν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, ἀναβλύζοντας τὶς δωρεὲς τῆς χάριτος σὲ ὅσους προσέρχονται σὲ αὐτὴ μὲ πίστη.
Τὸ χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ Ὁσίου ποὺ φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Καθολικοῦ τῆς σεβασμίας Μονῆς τῶν Τζαγκαρόλων, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου, ποὺ ἔζησε ὁσιακῶς στὴ Μονὴ καὶ τελειώθηκε ὁ βίος του σὲ αὐτήν, παραδόθηκε στὴ φωτιὰ ἀπὸ μιαροὺς Ἀγαρηνοὺς ποὺ ἐπέδραμαν ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τὸ ἔτος 1720 καὶ τὴν ἔκαψαν. Χάθηκε ἔτσι ὁ σπουδαῖος αὐτὸς θησαυρὸς τῆς χάριτος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶν διατελῶν ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ διαλάμψας ἐν σοφίᾳ τῶν λόγων, πρὸς ἀπαθείας ἔφθασας ἀκρώρειαν, φαίνων ὥσπερ ἥλιος ἐν τοῖς πέρασι μάκαρ, πάντας τοὺς τιμῶντάς σε καταυγάζων θεόφρον, τῆς οὐρανίου δεῖξον χαρμονῆς, μετόχους Πάτερ Γεράσιμε Ὅσιε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γερασίμου σήμερον, τὴν θείαν μνήμην, ἐκτελοῦντες ἄσμασιν, ἀναβοήσωμεν πιστοί, Χριστὲ ὁ μόνος Θεὸς ἡμῶν, τοῦ Σοῦ Ὁσίου λιταῖς ἡμᾶς οἴκτειρον.
Ὁ Οἶκος
Λόγε Θεοῦ, ὁ δι᾿ ἡμᾶς σαρκὶ φανεὶς ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ τὰ ἄῤῥητα καὶ φρικτὰ ὑπὲρ ἡμῶν τελέσας, χάριν τε τοῖς σοῖς δωρησάμενος ἱκέταις, βίον ἐν γῇ ἀγγελικὸν θαυμαστῶς διανύειν, καὶ λάμψεσιν αὐτοὺς κατακοσμήσας τεράτων φοβερούς τε τῶ ὄντι, τοῖς δαίμοσιν ἀναδειξάμενος. Ὁ αὐτὸς καὶ νῦν, τὸν σὸν θεράποντα Γεράσιμον τὸν ἀεισέβαστον θεϊκῶς ἐνισχῦσας, πᾶσαν τὴν ἰσχὺν καταβαλεῖν τοῦ βροτοκτόνου, καὶ ὡς ἥλιον τοῖς ἐνθέοις ἀγωνίσμασι διαλάμψαι οὗ τὴν ἐτήσιον ἐκτελοῦντες πανήγυριν, καταύγασον καὶ ἡμᾶς, τῶ φωτὶ τῆς σῆς ἐπιγνώσεως, κραυγάζοντάς σοι Οἰκτίρμον· Τοῦ Σοῦ Ὁσίου λιταῖς ἡμᾶς οἴκτειρον.
Άγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας
Ο Άγιος Τύχων (Βασίλειος Ιβάνοβιτς Μπελλάβιν) γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1865 μ.Χ. στην πόλη Τοροπιέτς της επαρχίας Πσκωβ. Σε ηλικία δεκατριών ετών παρακολουθεί το εκκλησιαστικό σεμινάριο του Πσκωφ και μετά από έξι χρόνια εγγράφεται στην θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Σε ηλικία είκοσι έξι ετών ακολούθησε τον μοναχικό βίο και γίνεται μοναχός. Η κουρά του έγινε στο παρεκκλήσι της εκκλησιαστικής σχολής του Πσκωβ, όπου ήταν καθηγητής. Ως μοναχός απέκτησε το όνομα Τύχων, προς τιμήν του Αγίου της Ρωσίας, που έζησε κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., του Αγίου Τύχωνος του Ζαντόσκ (τιμάται 13 Αυγούστου).
Το 1898 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της Μητροπόλεως του Χομσκ και ένα χρόνο αργότερα Επίσκοπος των Αλεουτιανών Νήσων της Αλάσκας. Το 1905 μ.Χ. προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο της πόλεως Ιεροσλάβ.
Το 1914 μ.Χ. ξεσπά ο Α' παγκόσμιος πόλεμος. Ο Άγιος Τύχων στάθηκε στο πλευρό της πατρίδος του και του ποιμνίου του. Η προσφορά του ήταν μεγάλη. Γι' αυτό, δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ο λαός υποδέχεται θριαμβευτικά τον νέο ποιμενάρχη του.
Το έτος 1917 μ.Χ. γίνεται ανατροπή του καθεστώτος από τους Μπολσεβίκους και τα πράγματα αλλάζουν. Ο Άγιος Τύχων καλεί Σύνοδο, για να μελετήσει την κατάσταση και να εξετάσει το θέμα σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Στις 28 Οκτωβρίου 1917 μ.Χ., μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Βλαντιμίρ έγινε η κλήρωση για την ανάδειξη του νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ο κλήρος, τον οποίο τράβηξε ο ερημίτης Γέροντας Αλέξιος, έπεσε στον Άγιο Τύχωνα.
Το καθεστώς επέφερε χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, κατήργησε όλα τα εκκλησιαστικά προνόμια, επέβαλε τον πολιτικό γάμο, οργάνωσε την αντιχριστιανική προπαγάνδα, δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, εξόρισε και δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανών, έκλεισε τους ναούς, εξαφάνισε ιερά λείψανα Αγίων. Στο σφοδρό διωγμό φονεύθηκαν πάνω από 3.500 Επίσκοποι και ιερείς, περί τις 2.000 μοναχοί και περί τις 3.000 μοναχές. Ο Άγιος Τύχων επιτιμά το καθεστώς και γι' αυτό καταδικάζεται σε θάνατο. Το Μάιο του 1922 μ.Χ. συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά από ένα χρόνο ελευθερώνεται, αλλά και πάλι περιορίζεται στη μονή Ντονσκόι όπου ζούσε ως ελεύθερος πολιορκημένος. Η ασθένειά του τον καταβάλλει. Το 1925 μ.Χ. ο Άγιος Πατριάρχης ένιωσε ότι το τέλος πλησιάζει. Έκανε ευλαβικά τον σταυρό του, είπε «Δόξα σοι, Κύριε» και παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό.
Η μνήμη του Αγίου Τύχωνα επαναλαμβάνεται στις 9 Οκτωβρίου.
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, κατὰ κόσμον Δημήτριος, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1459 – 1460 στὸ Περεγιασλάβλ – Ζελέσκϊυ τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντὰ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκϊυ τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωνᾶ. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Παφνουτίου (Μπορόβσκι) καὶ τὴν πνευματική του ζωὴ καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολὰμσκ ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα (7 Ἀπριλίου).
Ὅταν ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν ἀστέγων. Στὴ συνέχεια ἵδρυσε μονὴ κοντὰ στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Ἰουλίου καὶ στὶς 30 Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Τυφλός
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1905.
Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτὴς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολὰμσκ τῆς Ρωσίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ρούζα. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1492.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύμνῳ
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατὰ κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1862 στὴν Ἡρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδὶμ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἀπὸ πτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴ Σμαραγδή.
Ὁ Βασίλειος μεγάλωσε ἔχοντας βαθιὰ πίστη καὶ μεγάλη εὐσέβεια καὶ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἀσκοῦσε δὲν ἦταν στὰ μέτρα του καὶ ποθοῦσε μία ἄλλη ζωή. Ἤθελε νὰ ζήσει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ φύγει, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ κάνοντας πράξη τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐπὶ δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μὲ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ἔντονη ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν γενέτειρά του. Δέος τὸν καταλαμβάνει καθὼς ἀντικρίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ τριετῆ ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχὸς τὸ 1890 καὶ ἀργότερα, τὸ ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, Καλλίνικο, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντὰ στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιογραφία.
Τὸ 1902 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δὲ μέχρι τὸ ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιο Σάββα στὸν Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρὶν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νὰ ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατὴρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».
Τὸ ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στὴ μονὴ Χοζεβᾶ, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ τέλεια ὑποταγὴ στοὺς ἀσκητικοὺς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τὸ πατερικὸ «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». Ἡ τροφή του ἦταν μία κουταλιὰ βρεγμένο σιτάρι καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό.
Τὸ ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στὴ νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δύο χρόνια καὶ ἱστορεῖ δύο εἰκόνες στὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς. Ἔπειτα ἔρχεται στὴν Ἀθήνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στὴν Αἴγινα καὶ διακονεῖ τὸν Ἅγιο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἡ συγκαταβίωση μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στὴν πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τὴν ἁπλότητά του.
Ἔζησε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή του εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ κλίνει τὴν κεφαλή του προκειμένου νὰ τοῦ φορέσει τὸ πετραχήλι του καὶ νὰ ἐπανέρχεται κατόπιν στὴν θέση της. Ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες οἱ ἀδελφὲς τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δὲ πλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τὸν Ὅσιο Σάββα νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελί του γιὰ σαράντα ἡμέρες.
Κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν ὁποία ἐνεχείρησε στὴν ἡγουμένη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν τοποθετήσει στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, διότι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μία τέτοια ἐνέργεια ἴσως νὰ ἔθετε τὴ μονὴ σὲ διωγμό. Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νὰ κάνεις ὑπακοή. Νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα, νὰ τὴν βάλεις στὸ προσκυνητάρι καὶ τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὶς περιεργάζεσαι».
Στὴν Αἴγινα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει, διότι προσέρχεται πολὺς κόσμος καὶ αὐτὸ κουράζει τὸν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα καὶ κατόπιν στὴν Κάλυμνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση στὶς μονὲς καὶ τὰ ἡσυχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐκεῖ ἀρχίζει μία ἔντονη πνευματικὴ ζωή. Ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τὰ Θεία Μυστήρια καὶ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός του καὶ βοηθάει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς.
Ἦταν ἐπιεικὴς καὶ εὔσπλαχνος μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δὲν ἀνεχόταν ὅμως τὴν βλασφημία καὶ τὴν κατάκριση. Πολλὲς φορὲς δάκρυζε καὶ μὲ πόθο παρακαλοῦσε γιὰ τὴν μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατὰ δὲ τὴ Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στὸ συντελούμενο μυστήριο. Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ τὸ πέρασμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θὰ ἐξέλθει καὶ ἀπὸ τὸ μνῆμα του μετὰ τὴν ἐκταφή του. Χρήματα δὲν κρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συμπλήρωσε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ ἄκρα περισυλλογὴ καὶ ἱερὰ κατάνυξη, ἐνῷ λίγο πρὶν τὸ τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος». Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.
Μετὰ ἀπὸ δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων του, στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. Ἕνα πυκνὸ νέφος θείας εὐωδίας κάλυψε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ καὶ τὸ νέο γιὰ τὸ θεϊκὸ σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τὸ γύρο τοῦ νησιοῦ.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε σὲ λάρνακα, στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διὰ Πατριαρχικῆς
Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Καλύμνου τὸ κλέος καὶ θεῖον ἔφορον, καὶ τῶν πάλαι Ὁσίων τὸν ἰσοστάσιον, εὐφημήσωμεν πιστοὶ Σάββαν τὸν Ὅσιον· ὅτι δεδόξασται λαμπρῶς, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, θαυμάτων τῇ ἐνεργείᾳ, καὶ διανέμει τοῖς πᾶσι, παρὰ Θεοῦ χάριν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Καλυμνίων ἡ νῆσος, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἀγαλλομένῃ καρδίᾳ· ἔσχε γὰρ, ὡς θεοδώρητον ὄντως πλοῦτον, σκῆνός σου, τὸ θεοδόξαστον Πάτερ Σάββα, ᾧ προστρέχουσα ἐν πίστει, ῥῶσιν λαμβάνει, ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Καλύμνου ὁ ἀρωγός, καὶ Δωδεκανήσου, λαμπαδοῦχος θεοφανής· χαίροις ὁ παρέχων, τοῖς πάσχουσι τὴν ῥῶσιν, ὦ Σάββα θεοφόρε, Ὁσίων σύσκηνε.
Σύναξη της Παναγίας της Τσαμπίκας στην Ρόδο
Η εικόνα της Παναγίας της Τσαμπίκας βρισκόταν αρχικά στο Μοναστήρι της
Παναγίας του Κύκκου (Κύπρος). Από την Κύπρο, με θαυματουργικό τρόπο, η
εικόνα έφευγε και πήγαινε στο βουνό Ζαμβύκη του Αρχάγγελου της Ρόδου. Η
απώλεια της εικόνας προκάλεσε αναστάτωση στους μοναχούς του Κύκκου που
κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να την εντοπίσουν.
Στο βουνό Ζαμβύκη η Παναγία κρύβεται από τα βλέμματα των Χριστιανών σε ένα κυπαρίσσι. Όμως πολύ ταπεινά και απλά φανερώνεται σε βοσκό που μένει στην απέναντι περιοχή της βρύσης του Αιμαχού (Γιεμαχιού). Ο βοσκός είδε το φως της Παναγίας αλλά αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία. Το είδε και την επόμενη βραδιά. Όταν όμως το είδε και για τρίτη φορά αποφάσισε να ανεβεί στο απέναντι βουνό, για να δει από κοντά με τα μάτια του, τι ήταν αυτό το φως.
Όταν έφθασε στο ύψωμα ο βοσκός μαρμάρωσε στο θέαμα που είδε να προβάλλεται μπροστά του. Είδε την εικόνα της Παναγίας να φωτίζεται από ακοίμητο κανδήλι στο «κυπαρίσσι το αεράτο» (έτσι λέγεται το δέντρο που είχε σταθμεύσει η Μεσίτρια των ανθρώπων). Από το γεγονός αυτό πήρε η εικόνα και το όνομα της, αφού η λέξη «τσάμπα», στην τοπική διάλεκτο της ρόδου σημαίνει σπίθα, φωτιά.
Αυτό το κυπαρίσσι σώζεται μέχρι σήμερα και στη ρίζα του υπάρχει μια τρύπα που σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα βγάζει ζεστό και κρύο αέρα.
Τελικά οι Κυκκώτες εντόπισαν την εικόνα στο νησί της Ρόδου και την μετέφεραν πίσω στην Κύπρο. Η εικόνα όμως και πάλι γύρισε πίσω στο βουνό της. Οι Κύπριοι όταν την ξαναέφεραν πίσω για να είναι σίγουροι ότι είναι η εικόνα τους, την έκαψαν λίγο από πίσω για να έχουν κάποιο σημάδι που θα την αναγνώριζαν πιο εύκολα. Η εικόνα όμως και για τρίτη φορά έρχεται στη νέα της κατοικία (το σημάδι σώζεται πολύ καθαρά μέχρι σήμερα).
Η εικόνα από τότε δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο. Όταν ζητήθηκε να μεταφερθεί για προσκύνημα σε άλλα μέρη της Ελλάδος αυτή επέστρεψε και πάλι πίσω. Όταν το 2002 μ.Χ. κτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή της Παναγίας της Τσαμπίκας στο Πέρα Χωριό στην Κύπρο και οι κάτοικοι ζήτησαν να γίνει το εγκαίνιο του την 24η Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ρόδου, κ.κ. Κύριλλος, συνοδευόμενος από τρείς κληρικούς, έφερε την εικόνα στην Κύπρο, τέλεσε το εγκαίνιο του ναού και η εικόνα για πρώτη φορά έφυγε από τη θέση της για τρεις μέρες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Τσαμπίκας, γιορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου την 8η Σεπτεμβρίου και την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκύνησης).
Ένα από τα παλιότερα θαύματα της Παναγίας Τσαμπίκας είναι και αυτό που συνδέεται με τα μεγάλα κτήματα γύρω από το Μοναστήρι. Αυτά τα κτήματα ανήκαν σ έναν Τούρκο Πασά, του οποίου η γυναίκα δεν τεκνοποιούσε. Εκείνη μαθαίνοντας για την Παναγία, προσευχήθηκε κι έφαγε το φυτιλάκι που έκαιγε στο καντήλι της εικόνας της. Έγινε το θαύμα κι έμεινε έγκυος. Ο Τούρκος δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παιδί ήταν δικό του. Ούτε πίστευε πως επρόκειτο για θαύμα. Όταν όμως γεννήθηκε το μωρό, κρατούσε στη μικρή χούφτα του το φυτιλάκι του καντηλιού. Έτσι, ο Τούρκος Πασάς δώρισε στην εκκλησία όλα αυτά τα κτήματα που βρίσκονται γύρω απ το ναό.
Στο βουνό Ζαμβύκη η Παναγία κρύβεται από τα βλέμματα των Χριστιανών σε ένα κυπαρίσσι. Όμως πολύ ταπεινά και απλά φανερώνεται σε βοσκό που μένει στην απέναντι περιοχή της βρύσης του Αιμαχού (Γιεμαχιού). Ο βοσκός είδε το φως της Παναγίας αλλά αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία. Το είδε και την επόμενη βραδιά. Όταν όμως το είδε και για τρίτη φορά αποφάσισε να ανεβεί στο απέναντι βουνό, για να δει από κοντά με τα μάτια του, τι ήταν αυτό το φως.
Όταν έφθασε στο ύψωμα ο βοσκός μαρμάρωσε στο θέαμα που είδε να προβάλλεται μπροστά του. Είδε την εικόνα της Παναγίας να φωτίζεται από ακοίμητο κανδήλι στο «κυπαρίσσι το αεράτο» (έτσι λέγεται το δέντρο που είχε σταθμεύσει η Μεσίτρια των ανθρώπων). Από το γεγονός αυτό πήρε η εικόνα και το όνομα της, αφού η λέξη «τσάμπα», στην τοπική διάλεκτο της ρόδου σημαίνει σπίθα, φωτιά.
Αυτό το κυπαρίσσι σώζεται μέχρι σήμερα και στη ρίζα του υπάρχει μια τρύπα που σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα βγάζει ζεστό και κρύο αέρα.
Τελικά οι Κυκκώτες εντόπισαν την εικόνα στο νησί της Ρόδου και την μετέφεραν πίσω στην Κύπρο. Η εικόνα όμως και πάλι γύρισε πίσω στο βουνό της. Οι Κύπριοι όταν την ξαναέφεραν πίσω για να είναι σίγουροι ότι είναι η εικόνα τους, την έκαψαν λίγο από πίσω για να έχουν κάποιο σημάδι που θα την αναγνώριζαν πιο εύκολα. Η εικόνα όμως και για τρίτη φορά έρχεται στη νέα της κατοικία (το σημάδι σώζεται πολύ καθαρά μέχρι σήμερα).
Η εικόνα από τότε δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο. Όταν ζητήθηκε να μεταφερθεί για προσκύνημα σε άλλα μέρη της Ελλάδος αυτή επέστρεψε και πάλι πίσω. Όταν το 2002 μ.Χ. κτίστηκε παρεκκλήσι προς τιμή της Παναγίας της Τσαμπίκας στο Πέρα Χωριό στην Κύπρο και οι κάτοικοι ζήτησαν να γίνει το εγκαίνιο του την 24η Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ρόδου, κ.κ. Κύριλλος, συνοδευόμενος από τρείς κληρικούς, έφερε την εικόνα στην Κύπρο, τέλεσε το εγκαίνιο του ναού και η εικόνα για πρώτη φορά έφυγε από τη θέση της για τρεις μέρες.
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Τσαμπίκας, γιορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου την 8η Σεπτεμβρίου και την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκύνησης).
Ένα από τα παλιότερα θαύματα της Παναγίας Τσαμπίκας είναι και αυτό που συνδέεται με τα μεγάλα κτήματα γύρω από το Μοναστήρι. Αυτά τα κτήματα ανήκαν σ έναν Τούρκο Πασά, του οποίου η γυναίκα δεν τεκνοποιούσε. Εκείνη μαθαίνοντας για την Παναγία, προσευχήθηκε κι έφαγε το φυτιλάκι που έκαιγε στο καντήλι της εικόνας της. Έγινε το θαύμα κι έμεινε έγκυος. Ο Τούρκος δεν μπορούσε να πιστέψει πως το παιδί ήταν δικό του. Ούτε πίστευε πως επρόκειτο για θαύμα. Όταν όμως γεννήθηκε το μωρό, κρατούσε στη μικρή χούφτα του το φυτιλάκι του καντηλιού. Έτσι, ο Τούρκος Πασάς δώρισε στην εκκλησία όλα αυτά τα κτήματα που βρίσκονται γύρω απ το ναό.
Κρήνην έχουσα των δωρεών σου την εικόνα σου, η νήσος Ρόδος, Θεοτόκε Τσαμπίκα, γεραίρει σε και καυχωμένη ενθέως σοις θαύμασι τον ασπασμόν του Αγγέλου προσάδοι σοι Χαίρε κράζουσα, Παρθένε θεοχαρίτωτε, λαού του χριστωνύμου το διάσωσμα.
(Ποιηθέν υπό Μητροπολίτου Ρόδου κ.κ. Κυρίλλου).
Πηγές:http://www.saint.gr/04/07/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/7/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου