Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπραντσιανίνωφ περιγράφει μὲ τρόπο μοναδικὸ τὴν ἐσωτερικὴ πάλη τῆς λογικῆς τοῦ θελήματος τῆς σάρκας μὲ τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεως, δηλαδὴ μὲ τὸ ἀκατανίκητο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο σαγηνεύει καὶ σκλαβώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν Ἀλήθεια. Βέβαια, στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, ἀπ᾿ ὅπου παίρνουμε τὴν ἀφορμή, ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ μοναχικοῦ βίου. Μᾶς προσφέρει ὅμως ἕναν ἀσφαλῆ ὁδηγό, μιὰ «μέθοδο» πνευματική, τὴν ὁποία μποροῦμε ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καὶ σὲ κάθε περίσταση νὰ τὴν διαχειριστοῦμε, γιὰ νὰ πορευτοῦμε στὸ κατὰ δύναμιν καὶ χάριτι Θεοῦ, εἰρηνικῶς καὶ ἀσφαλῶς, τὸν δρόμο τῆς Ἀληθείας, μέσα στὴν πρωτοφανῆ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ ἰδιαίτερα σήμερα στὴ ζωή μας, λόγῳ τῆς συγκατάθεσής μας νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ θέλημά μας, ὑπὸ τοῦ πονηροῦ ὑποβαλλόμενοι. Λέει λοιπὸν ὁ ἅγιος:
*«Ἡ λογική μου συμφωνοῦσε μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς σάρκας μου. Ἄκουγα ὅμως μιὰ φωνή, τὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς μου νομίζω ἢ τοῦ φύλακα ἀγγέλου μου. Κι ἡ φωνὴ αὐτὴ μοῦ δήλωνε τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα, γιατί ἦταν μιὰ φωνὴ ἀποφασιστική, κυριαρχική. Μοῦ ἔλεγε ἡ φωνὴ αὐτή:
Αὐτὸ νὰ κάνεις! Αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον σου, τὸ ἀναπόφευκτο καθῆκον σου!
Ἦταν τόσο δυνατή, τόσο ἐξουσιαστικὴ ἡ φωνὴ αὐτή, ὥστε ὅλες οἱ εἰσηγήσεις τῆς λογικῆς καὶ οἱ γοερὲς καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις τῆς σάρκας ἔμοιαζαν μπροστά της μηδαμινές, ἕνα τίποτα. Χωρὶς παρόρμηση καὶ πάθος, ἀλλὰ σὰν ἕνας σκλάβος, ποὺ σαγηνεύτηκε ἀπὸ κάποια ἀκατανίκητη ὤθηση τῆς καρδιᾶς, ἀπὸ ἕνα εἶδος ἀκατανόητης καὶ ἀνερμήνευτης κλήσης, ἀσπάστηκα τὸν μοναχισμό».
Πόση ἀνάγκη ἔχουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωντανὴ ἐξομολογητικὴ περιγραφὴ ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ ἅγιος μὲ τὸ «κάλεσμα», τὴν ἐσωτερικὴ «πρόσκληση» ποὺ δέχτηκε, γιὰ νὰ πορευτοῦμε στὸν δρόμο τῆς Ἀλήθειας!
Ἡ φωνὴ ποὺ φώναζε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἁγίου, ἡ ἴδια αὐτὴ φωνὴ παραστέκει καὶ φωνάζει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε βαπτισμένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι τόσο ἰσχυρή, ὥστε «οἱ εἰσηγήσεις τῆς λογικῆς καὶ οἱ γοερὲς καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις τῆς σάρκας μοιάζουν μπροστά της ὄντως μηδαμινές, ἕνα τίποτα», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος, δίχως νὰ σημαίνει πὼς αὐτὴ ἡ φωνὴ ἀκούγεται μόνο στὴν περίπτωση τῆς κλήσης (ἢ κλίσης) πρὸς τὸν μοναχισμό, ἀπὸ τὴν ὁποία παίρνει τὴν ἀφορμή. Τὴν ἀκοῦμε νὰ φωνάζει, ἰσχυρὴ ἀλλὰ διακριτική, σὲ ὅλες τὶς κρίσιμες στιγμὲς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς ζωῆς μας, ἕτοιμη γιὰ τὸ σάλπισμα τὸ ἐγερτήριο, τὸ ἀφυπνιστικὸ καὶ σωτήριο στὴν πάλη γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸς καὶ μόνο ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἐπιβεβαιώνει γιὰ κάθε θέμα πνευματικό, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ "ἀσημαντότερο", τὴν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων ποὺ θὰ πάρει στὴ ζωή του ὁ καθένας μας.
Μήπως δὲν ἀκούγεται ἡ φωνὴ στὰ κατάβαθα τῆς κάθε ὑπάρξεως μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ἄλλων μυρίων φωνῶν, οἱ ὁποῖες ἠχοῦν ὡς "Σειρήνων ἄσματα"; Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Αὐτοαγάπης, ποὺ ἐγγυᾷται μυστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πορείας, τὴν ὁποία ἐντυπώνει στὴν συνείδηση, μὲ τὴν ζωντανὴ ἐλπίδα νὰ παραστέκει καὶ νὰ τροφοδοτεῖ ἀδιαλείπτως τὴν ὕπαρξη μὲ θάρρος καὶ βεβαιότητα. Καθιστὰ δὲ ζῶσα καὶ τόσο βέβαιη τὴν προσδοκία, τὸ «εὐτυχὲς» ἀποτέλεσμα, τὴν προσμονὴ τῆς ἐξόδου πρὸς τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, πρὸς τὴν "ἀναψυχήν", ὡς ἤδη παροῦσα καὶ βιούμενη!
Στὸν κάθε ἕνα ἐναπόκειται νὰ ἐπιλέξει ἐλεύθερα ποιὰ φωνὴ θὰ ἀκολουθήσει. Ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτοὶ πού: «...... στόμα ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ρῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν». (Ψαλμ. 113,13-15), μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούσουν ἢ θὰ ἀδιαφορήσουν, θὰ ἀμελήσουν, θὰ ἐκνευριστοῦν, θὰ συγχυστοῦν, θὰ ταραχθοῦν ψυχικά, θὰ ὑβρίσουν τὰ ἅγια, ἐλεγχόμενοι ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ «νύξη» τῆς φωνῆς αὐτῆς.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτοὶ ποὺ θὰ στραφοῦν ἔσω, θὰ ἀκούσουν μὲ εὐλάβεια τὴν φωνή, θὰ ὑψώσουν χεῖρας εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ θὰ κραυγάζουν, δοξάζοντάς Τον γιὰ τὸ μέγα Του ἔλεος: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας. Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου». (Ψαλμ.118,103-105) καὶ «...ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ. ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου». (Ψαλμ.12,4-6).
Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀντοχὴ στὸν πειρασμό, ὁ ὁποῖος θὰ προκύψει ὁπωσδήποτε, μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἔκβαση: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν». (Α' Κορ. 10,13).
Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὸν φόβο, ὁ ὁποῖος εἶναι φυσικὸ νὰ καταλαμβάνει τὴν καρδιὰ διὰ τῶν ἐπιθέσεων τοῦ πονηροῦ, μᾶς ἀπαντᾷ ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν, πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά. Καὶ τὶς ὁ κακώσων ὑμᾶς, ἐὰν τοῦ ἀγαθοῦ μιμηταὶ γένησθε; ἀλλ᾿ εἰ καὶ πάσχοιτε διὰ δικαιοσύνην, μακάριοι. Τὸν δὲ φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε μηδὲ ταραχθῆτε». (Α' Πέτρ. 3,13-14).
(*Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: "ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ"-EΚΔΟΣΗ: Πέτρου Μπότση)
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-1-2022
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου