(1. Ἡ δαιμονική πλάνη τοῦ Νικήτα
τοῦ ἐγκλείστου)
Ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀγωνιστές τοῦ
Χριστοῦ, περισσότερη τιμή πρέπει σ᾿ ἐκείνους τούς γενναίους πού ξεκόβουν ἀπό
τήν παράταξη τῶν ἄλλων μαχητῶν, ὁρμοῦν ἄφοβα μπροστά καί πολεμοῦν τόν ἐχθρό
μόνοι τους.
Σ᾿ αὐτούς τούς στρατιῶτες Του
παραχωρεῖ κάποτε ὁ Κύριος νά συμβῆ μιά μεγάλη πτώση, μέ ἄρση τῆς χάριτός Του, «ἵνα
μή ὑπεραίρωνται». Βλέποντας, ὡστόσο, τό ζῆλο καί τή γενναιότητά τους, δέν τούς ἐγκαταλείπει
ὁριστικά, ἀλλ᾿ ἀφοῦ τούς παιδαγωγήση γιά ὁρισμένο χρόνο, τούς ἀποκαθιστᾶ καί
τούς χαριτώνει πάλι, καθιστώντας τους ἀνίκητους ἀπό τούς δαίμονες.
Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς γενναίους
πολεμιστές τοῦ Χριστοῦ μιά ἀπό τίς πρῶτες θέσεις κατεῖχε καί ὁ μακάριος Νικήτας
ὁ ἔγκλειστος, μοναχός τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.
Ὁ ὅσιος Νικήτας ἦταν νεώτερος
κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ μεγάλου Νίκωνος. Ὅταν λοιπόν ὁ τελευταῖος ἔγινε ἡγούμενος
στήν Πετσέρσκαγια, ὁ Νικήτας ἄρχισε ἐπίμονα νά τόν παρακαλῆ: