– Γέροντα, ὅταν προσεύχωμαι στὸ κελλί μου, ἔχω ἀνησυχία μήπως κάποια ἀδελφὴ ἀνοίξη τὴν πόρτα, καὶ αὐτὸ μοῦ φέρνει περίσπαση.
– Ἐγώ, ἂν εἶμαι σὲ κατάσταση προσευχῆς καὶ ἀνοίξη κάποιος τὴν πόρτα, προτιμῶ νὰ μὲ χτυπήση μὲ τὸ τσεκούρι στὸ κεφάλι, παρὰ νὰ μὲ δῆ ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ προσεύχομαι. Εἶναι σὰν νὰ πετᾶς καὶ ἔρχεται ὁ ἄλλος καὶ σοῦ σπάζει τὰ φτερά.
Ἐσεῖς δὲν ἔχετε ζήσει ἀκόμη πνευματικὲς καταστάσεις τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο στοιχίζει σὲ κάποιον νὰ τὸν ἐνοχλήσετε τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται. Δὲν ἔχετε νιώσει αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ ὁ ἄνθρωπος φεύγει κατὰ κάποιον τρόπο ἀπὸ τὴν γῆ.
Ἂν εἴχατε τέτοιες ἐμπειρίες, θὰ σεβόσασταν τοὺς ἄλλους, ὅταν προσεύχωνται. Ἂν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ εὐαισθησία ἡ πνευματική, θὰ σκεφτόσασταν: «Πῶς νὰ διακόψω τὸν ἄλλον τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται;». Θὰ καταλαβαίνατε τί μεγάλη ζημία τοῦ κάνετε καὶ θὰ προσέχατε.
Δὲν λέω νὰ προσέχετε μὲ ἄγχος καὶ μὲ σφίξιμο, ἀλλὰ μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄλλον ποὺ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό. Ἀλλά, ἂν δὲν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία, νὰ ὑπάρχη τοὐλάχιστον ἡ κοσμικὴ εὐαισθησία, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια.
Νὰ συνηθίσετε νὰ χτυπᾶτε τὴν πόρτα καὶ νὰ λέτε δυνατά: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων», γιὰ νὰ εἶναι ἥσυχος ὁ ἄλλος καὶ νὰ μὴν εἶναι συνέχεια σὲ ἐπιφυλακή.
Ἄλλο νὰ εἶμαι σὲ ἐγρήγορση πνευματικὴ καὶ ἄλλο νὰ εἶμαι συνέχεια σὲ ἐπιφυλακή, μήπως ἀνοίξουν τὴν πόρτα· αὐτὸ κουράζει, τσακίζει.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κάποια νὰ τὸ κάνη ἀπὸ ἁπλότητα;
– Δὲν εἶναι ἁπλότητα νὰ χτυπάη μιὰ ἀδελφὴ τὴν πόρτα τῆς ἄλλης καί, χωρὶς νὰ ἀκούση τὸ «Ἀμήν», νὰ ἀνοίγη καὶ νὰ μπαίνη μέσα. Ἀπορῶ, πῶς τὸ κάνετε αὐτό! Μπορεῖ ἡ ἄλλη νὰ κλαίη στὴν προσευχὴ καὶ δὲν θέλει νὰ τὴν δοῦν.
Ἐγώ, ὅταν πηγαίνω σὲ κάποιο γειτονικὸ Κελλὶ καὶ ἀκούω νὰ διαβάζουν τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, μπορεῖ νὰ κάνω καὶ μία ὥρα κομποσχοίνι ἔξω στὸ κρύο, γιὰ νὰ μὴν τοὺς διακόψω καὶ κουτσουρέψουν τὴν Ἀκολουθία.
Ἀφοῦ τοὺς ἀκούω ὅτι ψάλλουν, πῶς νὰ ἀνοίξω τὴν πόρτα; Πῶς νὰ μπῶ; Ἂν μπῶ, εἶναι σὰν νὰ ἔχω δικαιώματα. Μπορεῖ ἐκεῖνοι νὰ μοῦ δίνουν δικαιώματα, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὸ κάνω αὐτό· εἶναι ἐγωιστικό, σὰν νὰ εἶμαι κάτι καὶ δὲν ὑπολογίζω τὸν ἄλλον.
Νὰ ὑπάρχη αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ εὐαισθησία. Μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν στὸ Σινᾶ, εἶδα δύο Βεδουινάκια, ἕνα ἀγοράκι κι ἕνα κοριτσάκι, νὰ προσεύχωνται στὸν δρόμο μὲ κομπολόγια καὶ γύρισα σιγὰ-σιγὰ πίσω, γιὰ νὰ τελειώσουν τὰ καημένα τὴν προσευχή τους καὶ νὰ συνεχίσω μετὰ τὸν δρόμο μου, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλο πέρασμα.
– Γέροντα, μόλις ἀρχίσω νὰ προσεύχωμαι, ἔρχονται στὸν νοῦ μου οἱ ἐκκρεμότητες ποὺ ἔχω στὸ διακόνημα.
– Κι ἐγώ, ἅμα ἔχω ἐκκρεμότητες, δὲν μπορῶ νὰ ἡσυχάσω. Γι’ αὐτό, ἂν θέλης νὰ μὴν ἔχης περισπασμὸ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, νὰ τακτοποιῆς γρήγορα-γρήγορα τὶς ἐκκρεμότητες ποὺ ἔχεις καὶ ὕστερα νὰ ἀρχίζης τὴν προσευχή, λέγοντας στὸν λογισμό σου:
«Ὅλα εἶναι τακτοποιημένα καλύτερα ἀπὸ τὴν ψυχή μου. Ἂς φροντίσω λοιπὸν νὰ τακτοποιήσω καὶ αὐτήν».
– Γέροντα, σκέφτομαι ὅτι, ἂν εἶχα κάποια δυσκολία στὴν ζωή μου, αὐτὸ θὰ μὲ βοηθοῦσε στὴν προσευχή.
– Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Πόλεμος πρέπει νὰ γίνη, γιὰ νὰ ζητήσης τὸν Χριστό; Μιὰ καλὴ ἐξωτερικὴ κατάσταση εἶναι ἡ καλύτερη προϋπόθεση γιὰ τὴν καλὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση.
Ἡ προσευχὴ θέλει νὰ εἶναι κανεὶς ἀπερίσπαστος ἐξωτερικὰ καὶ τακτοποιημένος ἐσωτερικά. Τὸ ἀπερίσπαστο πολὺ βοηθάει στὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου