– Μήπως, Γέροντα, δὲν κατάλαβε τί τῆς εἴπατε;
– Πῶς δὲν κατάλαβε! «Ἐγὼ οὔτε μιὰ ὥρα, τῆς εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ καθήσω μαζί σου, πῶς νὰ μείνη τὸ παιδὶ μαζί σου; τὸ παλάβωσες!». «Ὄχι, μοῦ λέει, τὸ ἀγαπάω». «Τί τὸ ἀγαπᾶς, ἀφοῦ δὲν ἀναπαύεται κοντά σου· θέλει νὰ φύγη ἀπὸ τὸ σπίτι, γιατὶ θέλει νὰ βρίσκεται σὲ ἄλλο περιβάλλον. Ὅταν βρίσκεται μακριά σας, εἶναι μιὰ χαρά. Γιὰ νὰ μὴ σᾶς θέλη, φαίνεται φταῖτε κι ἐσεῖς. Νὰ μὴν τὸ ἐρεθίζετε· τὸ σακατεύεις τὸ παιδὶ ἔτσι ποὺ φέρεσαι. Μὲ τὸ καλὸ νὰ τοῦ φέρεσαι, μὲ ὑπομονή». Ἀφοῦ τῆς εἶπα ὅλα αὐτά, μὲ ξαναρωτάει: «Τί νὰ κάνω; Τὸ παιδὶ δὲν μᾶς θέλει». Πῶς νὰ συνεννοηθῆς ἔτσι; Νὰ εἶναι τὸ παιδὶ μιὰ χαρὰ καὶ νὰ τὸ βγάζουν χαζό. Αὐτὸ εἶναι βλάβη.