Σάββατο 12 Απριλίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ [:Ἰω. 12, 1-18] Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου μὲ θέμα: Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΟΥ» [31-3-1991] (Β246) [ β΄έκδοσις]

 
 
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ [:Ἰω. 12, 1-18]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:

 Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΟΥ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 31-3-1991]

(Β246)                                                                                                                       [β΄έκδοσις]

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, γιορτάζει τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Κυρίου μας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὡς ἑξῆς μᾶς τὸ περιγράφει: «Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς, ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». 

Ὁ Κύριός μας, ἀγαπητοί μου, ἔζησε τόσο στὸν ἰδιωτικό, ὅσο καὶ στὸν δημόσιο βίο Του, πολὺ ἁπλᾶ καὶ πολὺ ταπεινά. Γενόμενος ὑπόδειγμα ἁπλότητος καὶ ταπεινώσεως εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅμως τώρα, μετὰ ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἔγινε εἰς τὴν Βηθανίαν, ὄχλος πολύς, μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἔρχεται νὰ Τὸν προϋπαντήσῃ, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἦταν μία ὑποδοχὴ ἄνευ προηγουμένου! Μιὰ ὑποδοχὴ θριαμβευτική. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι τύπος. Τύπος τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου Του, τόσο εἰς τοὺς οὐρανοὺς τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του, δηλαδὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.


Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κύριος εἰσέρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, μόνο τυπικά. Δηλαδὴ νὰ ἐκπληρώσῃ ἕναν τύπον, ὅπως ἐξάλλου τὸ λέγει καὶ ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ὅτι, «Νά», λέγει, «Ἱερουσαλήμ, ὁ βασιλιᾶς σου ἔρχεται πραΰς, ἤρεμος, ἥσυχος, ὄχι μὲ ἐκεῖνες τὶς πολεμικὲς ἰαχὲς ποὺ μποροῦσαν νὰ ἔχουν οἱ θριαμβευταὶ πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πώλου ὄνου». Ὄχι ἐπὶ ἀλόγου, ὄχι ἐπὶ ἁμαξῶν, ὄχι ἐπὶ ἁρμάτων. Ἐπὶ πώλου ὄνου. Πάνω σὲ ἕνα μικρὸ γαϊδουράκι. Ἦτο, λοιπόν, ἕνας τύπος· ἱστορικὸς τύπος· ποὺ θὰ ἐγίνετο πραγμάτωσις ἄλλων, μεγάλων εἰσόδων. Ὅπως, σᾶς εἶπα, εἰς τὸν οὐρανόν.

Ἀλλὰ τί ἔψαλλε ὁ λαός, ὅταν εἰσήρχετο ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα; «Ὡσαννά!». Καὶ τί σημαίνει «ὡσαννά»; Δὲν εἶναι ἑλληνικὴ λέξις. Θὰ πῇ: «Σῶσον δῇ». Δηλαδή, «Σῶσε λοιπόν». «Σὲ παρακαλοῦμε, σῶσε». Ἀλλὰ ἀπὸ τί νὰ σώσῃ; Βέβαια, σὲ ἕνα πρῶτο φόντο, ὁ λαός, βρισκόμενος κάτω ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ κατοχὴν καὶ κυριαρχίαν, ὅπως κάθε λαὸς ποὺ θέλει τὴν ἐθνική του ἀπελευθέρωση, θὰ μπορούσαμε νὰ εἰποῦμε ὅτι ζητοῦσε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος του. Αὐτά, ὅμως, σὲ ἕνα πρῶτο φόντο. Στὸ βάθος, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε ὁ λαός, ἦτο καὶ θὰ ἦτο ἐφεξῆς, ἡ ἀπελευθέρωσις, ἡ σωτηρία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Κι Αὐτὸς ποὺ σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο, σίγουρα σώζει καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Διότι, πῶς μπορεῖ νὰ σώσῃ κάποιος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅταν δὲν σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο; Γιατί ὁ θάνατος εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι ὅταν ὁ Κύριος, κόψει τὸ αἴτιον, κόβει καὶ τὸ αἰτιατόν.

Καὶ ὁ ὄχλος αὐτὸ τὸ ἀντελήφθη, γιατί ἤδη εἶχε δεῖ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Συνεπῶς, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ λέγῃ σὲ ἕνα νεκρὸν τετραήμερον καί, ὑποτίθεται, ὄζοντα, νὰ μυρίζῃ ἀπὸ τὴν σήψην, μποροῦσε νὰ λέγῃ μὲ μόνο ἕνα λόγο: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», «Λάζαρε, βγὲς ἔξω», ἀπὸ τὸν τάφο ἐννοεῖται, καὶ ὁ Λάζαρος νὰ ἀνασηκώνεται εἰς τὸν τάφον του -ἦταν θολωτοὶ οἱ τάφοι, ὄχι στὴ γῆ, ὅπως σήμερα εἶναι οἱ δικοί μας οἱ τάφοι- τότε σίγουρα μποροῦσε Αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ νικητὴς τῆς ἁμαρτίας. Γιατί, ἐπαναλαμβάνω, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἔφερε τὸν θάνατον.

Ἀλλά, ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μόνον ὁ Ἰησοῦς σώζει. Κανεὶς ἄλλος. Θὰ τὸ ἐπαναλάβω. Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατον, κανείς, μὰ κανεὶς δὲν σώζει. Οὔτε ἂν βρίσκεται στὸν Οὐρανό, οὔτε ἂν βρίσκεται εἰς τὸν Ἅδη, οὔτε ἂν βρίσκεται πάνω εἰς τὴν γῆν. Κανείς, μὰ κανεὶς δὲν σώζει, πλὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό, λοιπόν, σημαίνει «ὡσαννά». «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»· ποὺ θὰ πῇ: «Σύ, ποὺ ἔρχεσαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, νὰ εἶσαι εὐλογημένος». Δηλαδή, «νὰ εἶσαι δοξασμένος». Τὸ «εὐλογῶ», τὸ «ἁγιάζω» κατὰ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου», δὲν σημαίνει τί ἄλλο παρὰ τὸ «δοξασθήτω». «Νὰ εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ἐν προκειμένῳ, «Ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου» -ἐννοεῖται, τοῦ Γιαχβέ, ἀλλὰ ὁ κόσμος, ὁ λαὸς ἀκόμη δὲν ἐγνώριζε, ἀγαπητοί μου, ὅτι Αὐτὸν ποὺ εἶχε μπροστά του ἦταν ὁ Γιαχβέ, δηλαδὴ ὁ Κύριος, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸς ἦταν. Ἀκόμη δὲν τὸ μάθαινε αὐτό. Καὶ λέγει: «ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου». «Εὐλογημένος, δοξασμένος, Σὺ ποὺ ἔρχεσαι». Κι αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ «Μεσσία».

Συνεπῶς, ἐὰν ὁ λαὸς ἀναφωνεῖ τὸν Ἰησοῦν «εὐλογημένον καὶ ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου», ἄρα δὲν ἀναμένεται κανένας ἄλλος. Αὐτὸς ὁ κάποιος ἄλλος ποὺ ἀναμένεται, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ὁ Ἀντίχριστος. Καὶ οἱ Ἑβραῖοι μέχρι σήμερα, θὰ τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω, ἀναμένουν, γιατί τελικὰ δὲν ἀπεδέχθησαν τὸν Ἰησοῦν, θὰ ἀποδεχθοῦν τὸν Ἀντίχριστον.

Γιὰ τὸν Ἰησοῦν, Αὐτὸν ποὺ τώρα ὁ λαὸς μεγαλύνει καὶ ἀναφωνεῖ «εὐλογημένον», γι’ Αὐτὸν ἐλάλησαν ὅλοι οἱ προφῆται. Καὶ ὅλες οἱ προφητεῖες συγκλίνουν στὸ δικό Του πρόσωπο. Ὅταν ἄκουσα γιὰ μία φορὰ ἀκόμη ἐχθές, εἰς τὸν Ἑσπερινόν, τὴν προφητεία τοῦ Ζαχαρίου «Νά, ὁ βασιλιᾶς σου ἔρχεται πραΰς, ἤρεμος, καθήμενος ἐπὶ πώλου ὄνου», τί ρεαλισμός, συγκλονίστηκα. Καὶ συγκλονίζομαι. Διότι τέτοια ἐνάργεια, τέτοια δηλαδὴ καθαρότητα, διαύγεια, διαφάνεια στὴν προφητεία, δὲν ἔχουμε πουθενὰ ἀλλοῦ. Ὥστε πράγματι, ὅλες οἱ προφητεῖες συγκλίνουν εἰς τὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀκόμη, ὁ ὕμνος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἔψαλλε ὁ λαὸς εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ποὺ τόσο εἶχαν δυσαρεστηθεῖ οἱ ἄρχοντες καὶ ποὺ τόσο ἀγανάκτησαν δῆθεν, καὶ ποὺ ἐπέπληξαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποὺ εἶπαν εἰς τὸν Κύριον νὰ πῇ εἰς τὸν κόσμον νὰ σιωπήσει καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε «Ἂν σιωπήσουν αὐτοί, οἱ πέτρες θὰ κράξουν»... Οἱ πέτρες θὰ κράξουν! Δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ σᾶς πῶ, τί θὰ πῇ «Οἱ πέτρες θὰ κράξουν». Τὸ λέγει ἄλλος εὐαγγελιστὴς αὐτό. Ἐδῶ ὁ Ἰωάννης μᾶς παραθέτει κάτι γραμμένο. «Δὲν εἶναι γραμμένο ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα νηπίων καὶ θηλαζόντων θὰ βγάλω αἶνον;». Καὶ ποιά εἶναι «τὰ νήπια καὶ τὰ θηλάζοντα»; Στὸ πρῶτο φόντο, εἶναι βεβαίως τὰ νήπια καὶ τὰ θηλάζοντα. Πιὸ μέσα, εἶναι τὰ κατὰ κόσμον νήπια. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ αὐθορμήτως ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν Κύριον.

Ἔτσι, ὁ λαὸς ἐκεῖνος, ἀγαπητοί μου, ὑποδέχεται τὸν Μεσσία του. Ἀλλὰ ὁ λαὸς ἐκεῖνος, μὲ τὴν διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, ἀπεδέχθη τὸν Μεσσία του; Ἐκεῖνος ὁ τότε λαός, στὸν τότε συγκεκριμένο τόπο, Τὸν ἀπεδέχθη. Παρακάτω ὁ λαὸς αὐτός, Τὸν ἀπεδέχθη; Οἱ ἄρχοντες, ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν καὶ διεκήρυξαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ πεθαίνῃ νὰ εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν ποτέ, σὰν τελευταῖος ληστὴς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, νὰ εἶναι αὐτὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐφόσον οἱ ἄρχοντες παρεσιώπησαν τὸ μὴ σιωπούμενον θαῦμα, τὸ κραυγαλέο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ εἶπαν ὅτι «ἐν καιρῷ νυκτός», εἶπαν νὰ ποῦν οἱ φύλακες, «ὅταν ἐμεῖς κοιμόμαστε -κοιμωμένων ἡμῶν- ἦλθαν οἱ μαθηταὶ καὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα καὶ διεκήρυξαν οἱ μαθηταὶ Του ὅτι ἀνεστήθη ἀπὸ τοὺς νεκρούς». Ὁ λαὸς αὐτὸς ἐπείσθη εἰς τοὺς ἄρχοντάς του... Αὐτὸ ἦταν ἕνα τραγικὸ λάθος τοῦ τότε Ἰσραὴλ· ὅτι ἐπείσθησαν εἰς τοὺς ἄρχοντάς τους.

Ἀγαπητοί μου, ὁ λαὸς αὐτός, μιὰ γενεὰ μετά, 30 χρόνια, πληρώνει τὸ μεγάλο του ἔγκλημα, μὲ τὴν κατασκαφὴ τῆς πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν κατασφαγὴ τοῦ λαοῦ της ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Ναί. Γιατί; Γιατί ἀπέσυρε ὁ Μεσσίας τὸ εὐμενὲς πρόσωπό Του ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν τὸν χριστοκτόνο. Ὁ Κύριος ἤδη τοὺς εἶπε, τὸ καταχωρεῖ ὁ Ματθαῖος, 23,39: «Λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή μὲ ἴδητε ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». «Σᾶς λέγω, δὲν θὰ δεῖτε πλέον τὸ εὐμενές μου πρόσωπον, μέσα στὴν Ἱστορία, ἕως ὅτου πεῖτε: ‘’Εὐλογημένος Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου’’». Δηλαδὴ «μὲ ἀποδεχθεῖτε ὡς Μεσσία σας».

Ἀλλὰ τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Ἐμεῖς ἐπιστεύσαμε καὶ ἀπεδέχθημεν τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ Ὀρθόδοξος Ἑλλάδα μας, μήπως, πρὸ πολλοῦ, ἔχει ἀρνηθεῖ τὸ θεανθρώπινο πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα; Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ζοῦν σήμερα οἱ συμπατριῶται μας, οἱ Ἕλληνες, μήπως εἶναι μιὰ ἄρνησις τοῦ προσώπου Του; Μήπως, ἀκόμα, μὲ λόγια, μὲ συγγραφές, μὲ ὁτιδήποτε, ἀρνούμεθα τὸ δικό Του τὸ πρόσωπο; Καὶ γιὰ τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡ καταστροφὴ τοῦ 70 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Στὸν νέον Ἰσραήλ, στὸν Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, τὸν ὁποῖον, τὸν τελευταῖο καιρό, διαρκῶς ἀρνεῖται ἡ πατρίδα μας, τί πρόκειται νὰ συμβῇ;

Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται διαρκῶς μέσα στὴν Ἱστορία. Ἔρχεται εἴτε σὰν Σωτῆρας, εἴτε σὰν Κριτής. Διαρκῶς μέσα στὴν Ἱστορία. Ἂν διαβάσετε, καθ’ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, θὰ δεῖτε νὰ ἔρχεται διαρκῶς ὁ Χριστὸς καὶ λέγει κανείς: «Τώρα δὲν τὸ βλέπω. Ποῦ ἦλθε;». Ἔρχεται ὡς Σωτῆρας ὅσοι θέλουν νὰ Τὸν δεχθοῦν. Ἔρχεται ὡς Κριτής, διαμέσου τῶν πληγῶν. Διότι αὐτὸ βλέπομε. Διαμέσου τῶν πληγῶν ἔρχεται ὁ Κριτὴς Μεσσίας μέσα στὴν Ἱστορία. Καὶ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται, διότι, ὅπως σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, εἶναι «ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος». «Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει καὶ πάντοτε ὑπῆρχε καὶ Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται». Δὲν λέγει: «Αὐτὸς ποὺ ἦλθε». Δὲν λέγει: «Αὐτὸς ποὺ θὰ ἔλθῃ». Ἀλλὰ λέγει: «ὁ ἐρχόμενος»· ποὺ δείχνει ὅτι διαρκῶς ἔρχεται μέσα στὴν Ἱστορία. Καὶ ἔρχεται τόσο γιὰ τοὺς λαούς, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα.

«Ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». «Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ», λέγει, στὴ συνέχεια, ὁ ὕμνος τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Πράγματι, εἶναι ὁ βασιλιᾶς τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ἐκείνη τὴν στιγμή. Ἀλλὰ ἐφόσον ὁ λαὸς αὐτὸς Τὸν ἐσταύρωσε καὶ ἔγραψε εἰρωνικὰ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ «ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἰουδαίων», ἐφεξῆς εἶναι ὁ βασιλιᾶς τοῦ νέου Ἰσραήλ. Δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὴ ἡ Βασιλεία εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ κάθε ἄλλη βασιλεία ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμον αὐτόν. Εἶναι οἱ ἀνθρώπινες καρδιές, ποὺ μὲ τὴν προαίρεσή τους ἀποδέχονται τὸν Ἰησοῦν ὡς Βασιλιᾶ. Ἂς ὑποθέσομε ὅτι ἔχομε τὸ πολίτευμα τῆς βασιλείας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ πολῖται ποὺ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πολίτευμα; Θὰ ἦσαν πολλοί. Θέλουν δὲν θέλουν, ἀναγκαστικά, εἶναι τὸ πολίτευμα τῆς βασιλείας. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔρχεται ἔτσι. Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται καὶ βασιλεύει στὶς καρδιὲς ποὺ Τὸν θέλουν. Δὲν βασιλεύει στὶς καρδιὲς ποὺ δὲν Τὸν θέλουν. Δὲν ἀσκεῖ ἐξαναγκασμὸ καὶ βία. Γι᾿ αὐτὸ, ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἐλευθέρα, εἶναι ἀνωτέρα πάσης γηίνης βασιλείας. Καὶ ἡ ἀποδοκιμασία αὐτῆς τῆς Βασιλείας σφραγίζει τὴν καταστροφή. Τὴν καταστροφὴ προσώπων καὶ λαῶν. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιδοκιμασία αὐτῆς τῆς Βασιλείας ἔχει καταπληκτικοὺς καρπούς.

Καὶ σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψή του: «Καὶ ἐποίησας αὐτούς (:Ποιούς ἐποίησας; Αὐτούς. Σύ, ὁ δοξασμένος Ἰησοῦς, Σὺ ἐποίησας αὐτοὺς· ποιούς; Αὐτοὺς ποὺ εἶναι πολῖται τῆς δικῆς Σου βασιλείας) τῷ Θεῷ ἡμῶν, βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Βασιλεία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ «βασίλειον ἱεράτευμα», βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς. Σὲ ποιά γηίνη βασιλεία εἴδατε νὰ εἶναι ἕνας βασιλιᾶς καὶ ὅλοι οἱ πολῖται νὰ εἶναι βασιλιᾶδες; Σὲ ποιά περίπτωση εἴδατε ἀρχιερέα καὶ ὅλοι νὰ εἶναι ἱερεῖς; Ἐδῶ εἶναι αὐτὸ τὸ προνόμιο ποὺ δίδει σὲ ἐκείνους ποὺ ἀπεδέχθησαν τὸν Ἰησοῦν καὶ Τοῦ εἶπαν ὅ,τι ἀκριβῶς ὁ ὕμνος εἰπώθηκε τότε, καθιστᾶ τὸν λαὸ Του βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς.

Τὸ πλῆθος, στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἐβάσταζε, ἀγαπητοί μου, «βαΐα φοινίκων». Ἡ λέξις «βαΐα» ποὺ σημειώνει ὁ Ἰωάννης, θὰ πεῖ «κλαδιά». Ὁ Ματθαῖος τὸ λέγει «κλάδους». Τὸ λέγει ἑλληνικά. Κλάδους. Ὥστε λοιπὸν «βαΐα» θὰ πεῖ κλαδιά. Κλαδιὰ φοινίκων. Ὁ φοίνικας εἶναι σύμβολον δόξης. Ὅπως σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες σύμβολον δόξης εἶναι ἡ δάφνη. Δάφνινο στεφάνι. Στεφάνι δόξης. Δάφνη δίνουν στοὺς νικητὰς τῶν ἀγώνων. Σύμβολον δόξης. Ἀλλὰ ἐδῶ αὐτὰ τὰ σύμβολα τῆς δόξης, ποὺ τὰ κρατοῦσε ὁ λαὸς τὴν ἡμέρα τῆς Σκηνοπηγίας, κάθε χρόνο, στὴν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο, ὅπως μᾶς τὸ λέγει αὐτὸ τὸ «Λευιτικὸν» στὸ 23ο κεφάλαιο, 40 στίχος, παρὰ μία προτύπωσις αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ, ποὺ ὁ λαός, στὴν πλειοψηφία του, κρατοῦσε κλαδιά. Καὶ ρίχναν καὶ τὰ ροῦχα τους χάμω, γιὰ νὰ περάσῃ ὁ τροπαιοῦχος Ἰησοῦς. Ὁ τροπαιοῦχος τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας.

Ἔτσι, καὶ οἱ μάρτυρες, ποὺ εἶναι στὸ βιβλίο τῆς «Ἀποκαλύψεως» 7,9 καὶ δὲν εἶναι παρὰ «οἱ πεπελεκυμένοι», «οἱ ἐσφαγμένοι» διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ, παρακαλοῦν καὶ λέγουν: «Κύριε, πότε θὰ ἐκδικηθῇς τὸ αἷμα μας, ποὺ χύθηκε ἄδικα στὴ γῆ;». Ποὺ σημαίνει: «Κύριε, ἐχάσαμε βίαια τὸ σῶμα μας. Δὲν προλάβαμε νὰ ζήσομε μὲ τὸ σῶμα μας ὅσο θὰ ὅριζε ἡ ἀγάπη Σου. Θέλομε νὰ πάρομε πίσω τὸ σῶμα μας. Δηλαδή, πότε θὰ ἀναστηθοῦμε;». Καὶ τότε λέγει ἐκεῖ τὸ ἱερὸν κείμενον: Τοὺς ἐδόθη λευκὸς χιτών, σύμβολον καθαρότητος, καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἕνα κλαδὶ φοίνικος. Σύμβολον δόξης, σύμβολον τροπαίου. Εἶναι τροπαιοῦχοι οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι.

Ἔτσι βλέπει κανένας τὰ βαΐα τῶν φοινίκων, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δίδει αὐτὲς τὶς δάφνες, δὲν δίδομε ἐμεῖς, βλέπετε, φοίνικες, διότι ἐδῶ δὲν φύεται ὁ φοίνικας. Σέ μᾶς τὸ σύμβολον τῆς δόξης εἶναι, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ δάφνη. Καὶ ὁ καθένας φεύγει μὲ τὸ κλαδὶ τῆς δάφνης, σύμβολον τῆς νίκης ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸν θάνατον, ἐνίκησε τὴν ἁμαρτία καὶ συνεπῶς «θανὰτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»· ποὺ θὰ ποῦμε εὐθύς, μόλις τὴν πρώτη Κυριακὴ ποὺ μᾶς ἔρχεται.

Ἐκεῖνο τὸ ὀνάριον, τὸ γαϊδουράκι; Ὁ «πῶλος ὄνου», θὰ πεῖ «μικρὸ γαϊδουράκι». Ὦ, ἐκεῖνο τὸ γαϊδουράκι, ἀγαπητοί μου, ποὺ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, στὸ ὁποῖο, λέγει, ποτὲ κανεὶς δὲν εἶχε καθίσει. Ὅπως καὶ ὁ τάφος ποὺ μπῆκε ὁ Χριστός, ἐτάφη, κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ταφεῖ. Κρατάει ὁ Μεσσίας κάποια προνόμια δικά Του. Ὥστε κάποια στοιχεῖα ποὺ θὰ χρησιμοποιήσῃ, νὰ μὴν ἔχουν χρησιμοποιηθῇ ποτὲ ἀπὸ ἀνθρώπους· ποὺ δείχνει αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικόν, τὸ ὑπερέχον. Ἀλλὰ σὲ τόσο ἁπλὲς περιπτώσεις. 

Βέβαια, τὸ γαϊδουράκι εἶναι ἕνα ταπεινὸν ὄχημα ποὺ μᾶς μεταφέρει· ὑποζύγιον. Πολὺ ταπεινό. Ἐνῷ τὸ ἄλογο εἶναι ἔτσι ὑπερήφανο καὶ ἔνδοξο. Ἀκόμη ἦταν τότε, στὸν παλαιὸ νόμο, τὸ γαϊδουράκι ἦταν ζῶον ἀκάθαρτον. Δὲν μποροῦσες νὰ τὸ φᾶς τὸ κρέας του. Ἦτο ἀκάθαρτον. Σύμβολον τῶν «Ἐθνῶν»· ποὺ ἦσαν ἀκάθαρτοι. Καὶ τώρα ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ κάθεται ἐπάνω εἰς τὸ γαϊδουράκι, σύμβολον ὅτι θὰ καθίσῃ ἐπὶ τῶν ἐθνῶν. Καὶ τοὺς ἀκαθάρτους, τὰ ἀκάθαρτα ἔθνη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῆς εἰδωλολατρίας, θὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ἐπιστροφή, στὸν ἴσιο δρόμο πρὸς τὸν Πατέρα.

Ἀκόμη εἶναι σύμβολον, ὅταν ἐγὼ ὁ Ἕλληνας ὁ ἀκάθαρτος, ποὺ ἤμουν εἰδωλολάτρης καὶ κάθισε ὁ Ἰησοῦς ἐπάνω μου γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ, θὰ μποροῦσα νὰ λέγω ὅτι ἔπρεπε νὰ βαστάσω τὸν Κύριον. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ψαλμωδός: «Ὑπέμεινά Σέ, Κύριε...». Δηλαδή, «Σὲ ὑπέμεινα», δηλαδὴ «Σὲ φορτώθηκα», δηλαδὴ «Σὲ κράτησα, δὲν Σὲ πέταξα». Εἶναι ὁ ζυγὸς τοῦ Χριστοῦ ποὺ θὰ δεχθοῦμε νὰ καθίσῃ ἐπὶ τῶν ὤμων μας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς· ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ἔνδοξη, ὁ πιὸ ἔνδοξος ζυγὸς ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ὑπάρξῃ. Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Δόξης, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, νὰ καθίσῃ ἐπάνω μου. Ὅπως ὁ ἅγιος Χριστοφόρος: «Παιδάκι μου», λέγει -ζήτησε νὰ τὸν περάσῃ ἀπὸ τὸ ποτάμι- «Παιδάκι μου, δὲν εἶδα τόσο βαρὺ ἄνθρωπο, σὰν κι ἐσένα». «Ναί», τοῦ λέγει, «γιατί εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ κρατῶ τὰ σύμπαντα!». Αὐτὸν κρατοῦμε. Καὶ δὲν πρέπει νὰ Τὸν πετάξομε. Ναί! 

«Ταῦτα οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταί», λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, «τὸ πρῶτον· τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα εἶναι ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα». Ὅταν αὐτὰ ἐγίνοντο, δὲν ἀντελήφθησαν οἱ μαθηταὶ τὴν σημασία καὶ τὴν ἀξία τῶν ὅσων σήμερα λέμε. Ὅταν, ὅμως, ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη καὶ ἦλθε ἡ Πεντηκοστή, τότε κατάλαβαν τὸ μεγάλο μυστήριο. Ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦσαν γραμμένα γιὰ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ εὐτυχισμένος ἐκεῖνος, ἀγαπητοί μου, ποὺ βαστάζει τὸν Κύριον, ποὺ κρατᾶ τὸν Κύριον τῆς δόξης καὶ μπορεῖ νὰ λέγει: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_497.mp3   

__________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου