Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ»
[ἐκφωνήθηκε κατὰ τοὺς Δ΄Χαιρετισμούς, στὶς 12-4-1986]
Αὐτὲς τὶς μέρες ποὺ εἶναι Σαρακοστή, πάρα πολὺ συχνὰ ἀκούγεται μιὰ μικρή, κατανυκτικὴ εὐχή. Εἶναι τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου· αὐτὸς φέρεται ὡς συντάκτης, καὶ ποὺ συνοδεύεται μὲ ἀνάλογες μετάνοιες. Εἶναι ἡ γνωστὴ ἐκείνη προσευχὴ «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοι δῷς». Προσέξτε, αὐτὲς οἱ πρῶτες τέσσερις κατηγορίες, εἶναι ἁμαρτήματα. «Πνεῦμα ἀργίας», τὸ νὰ μὴν ἔχω νὰ κάνω τίποτα, νὰ εἶμαι ἀργὸς ἄνθρωπος, «πνεῦμα περιεργείας», νὰ εἶμαι περίεργος ἄνθρωπος· «φιλαρχίας», νὰ εἶμαι αὐταρχικὸς καὶ φίλαρχος, καὶ «ἀργολογίας» νὰ εἶμαι ἀργόλογος.
Ἀλλὰ ξεφύοντας τὰ πάθη, στὴ θέση τους πρέπει νὰ φυτεύσομε ἀρετές. Γι᾿ αὐτὸ λέγει στὴ συνέχεια ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Δηλαδὴ «χάρισέ μου, Κύριε, αὐτές τὶς τέσσερις ἀρετές. Τὴν σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη».
Μὲ βάση αὐτά, θὰ ἤθελα νὰ
σᾶς ἔλεγα ἐγὼ λίγα λόγια γιὰ τὴν τελευταία ἀρετὴ ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ καὶ
ποὺ εἶναι ἡ κορυφαία ἀρετή, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, τὴν βάση καὶ τὴν
κορυφὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν· καὶ ἡ ὁποία σφραγίζει ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές,
δίδει νόημα σ’ αὐτές, δίδει καὶ σκοπό. Διότι ὁτιδήποτε ἄλλο κάνομε, ἀλλὰ δὲν
διαπνέεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, καὶ ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
πρὸς τὰ δημιουργήματά Του, τότε ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ὅλα δὲν ἔχουν νόημα. Γι’
αὐτὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, στὸ 13ο
κεφάλαιο, ἐκεῖ ποὺ συνθέτει τὸν ὕμνον τῆς ἀγάπης, ὅτι «Ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ
εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε
ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμι». Δηλαδὴ «ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς
προφητείας, τῆς θεολογίας, νὰ γνωρίζω τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔχω ὅλη τὴν
γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τὴν θεογνωσίαν, ἐὰν ἔχω ὅλη τὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν
ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν εἶμαι τίποτα». Προσέξτε: «Οὐδὲν εἰμί»! Δὲν εἶμαι τίποτα.
Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι ἡ
ἀγάπη ἔρχεται νὰ σφραγίσῃ πραγματικὰ ὅλες τὶς ἀρετές μας, ὅλο τὸν κόπο μας καὶ
ὅλο τὸν ἀγῶνα μας. Χωρὶς τὴν ὁποία ἀγάπη, δὲν μποροῦμε, πράγματι, νὰ κερδίσομε
τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ ποῦμε πολὺ λίγα λόγια, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνῃ ὅτι αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε θὰ ἐξαντλήσουν τὸ θέμα περὶ τῆς ἀγάπης. Ὕστερα, πάρα πολλὲς φορὲς ἐσεῖς πρέπει νὰ ἔχετε ἀκούσει λόγους πολλοὺς ἢ νὰ ἔχετε διαβάσει γιὰ τὴν ἀγάπη. Ἀλλὰ σᾶς εἶπα, δὲν ἐξαντλεῖται· κι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἀκοῦτε τὰ ἴδια, θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι δὲν εἶναι παρὰ μία ὑπόμνησις. Ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι τὰ ἴδια. Διότι εἶναι ἕνα θέμα ἀνεξάντλητο ἡ ἀγάπη.
Ἔτσι, ἂν θὰ θέλαμε νὰ
μιλήσουμε γι’ αὐτήν, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι «ὁ περὶ ἀγάπης
Θεοῦ λέγειν βουλόμενος, περὶ Θεοῦ λέγειν ἐπεχείρησεν». Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
θὰ ἤθελε νὰ μιλήσῃ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔκανε τὸ ἐπιχείρημα νὰ μιλήσῃ
γιὰ τὸν ἴδιο τόν Θεό. Κάτι ποὺ εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο. Κι ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε
νὰ ποῦμε γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μόνο κάτι τὸ περιφερειακό. Δηλαδὴ μποροῦμε νὰ
μιλᾶμε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, γιὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ,
δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν κυβέρνηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ κ.λπ. δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ μιλήσομε γιὰ τὸν Θεό. Διότι ὁ Θεὸς
εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία Του, γιὰ τὰ δημιουργήματά Του, ἄγνωστος.
Ὡστόσο, ἐκεῖνος ποὺ θέλει
πράγματι νὰ μιλήσῃ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό.
Γιατί; Λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν». Γιατί ὁ Θεὸς
εἶναι ἀγάπη.
Τί εἶναι ὅμως ἡ ἀγάπη; Λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι ἡ ἀποκτηθεῖσα χάρις μέσα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὑπάρξεώς μας. Τί θὰ πῇ αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ἀγάπη ἐστὶ διάθεσις ψυχῆς ἀγαθὴ καθ’ ἣν οὐδὲν τῶν ὄντων τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως προτιμᾷ». «Εἶναι μία διάθεση ἀγαθὴ τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν προτιμάει τίποτα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, ἔξω ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ». Αὐτή, λοιπόν, ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς λέγεται ἀγάπη. Σᾶς εἶπα ὅτι δὲν μποροῦμε πιὸ πολλὰ νὰ ποῦμε καὶ νὰ τῆς δώσουμε τὸν ὁρισμό της, διότι σὲ τέτοια θέματα εὔκολα ὁρισμὸς δὲν δίδεται.
Ἂν ἀντιληφθήκατε αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία προσπάθεια νὰ πῇ κανεὶς τί εἶναι ἡ ἀγάπη. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ βιώματα δὲν περιγράφονται. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν λεπτομερῶς καὶ νὰ ὁρισθοῦν. Ὡστόσο εἴδαμε ὅτι εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγαθὴ διάθεσις.
Ὅταν μιλᾶμε, ὅμως, γιὰ τὴν
ἀγάπη, πρέπει νὰ κάνομε μία διάκριση ἐδῶ. Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὴν ἐννοοῦμε. Ὄχι γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Θὰ δοῦμε γι’ αὐτὴν
παρακάτω. Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ποὺ εἶναι το ἄκρως ἐφετόν. Δηλαδὴ
εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἑλκύει τὰ κτίσματα, τὰ δημιουργήματα πρὸς τὸν ἑαυτόν Του.
Μπορεῖ νὰ μὲ ἑλκύῃ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, νὰ μὲ ἑλκύῃ ἡ μάνα μου, ὁ πατέρας μου,
νὰ τοὺς πονῶ, νὰ θέλω νὰ τοὺς δῶ, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἑλκύει τὰ κτίσματα
εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι ὁ μεγάλος μαγνήτης. Γιατί εἶναι τὸ ἄκρως ἐφετόν. Δηλαδὴ
ἐκεῖνο ποὺ εἶναι στὴν ἄκρη ἄκρη, δηλαδὴ τὸ κατ᾿ ἐξοχήν, τὸ πάνω πάνω, ποὺ εἶναι
ἡ ἔφεσις τῆς κάθε ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἢ τῶν λογικῶν ὄντων, ὅπως τῶν ἀγγέλων.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅταν εἶναι γνήσια πρὸς τὸν Θεόν, ὁριζομένη, ὅπως σᾶς εἶπα, σὰν διάθεσις πρὸς τὸν Θεόν, τότε αὐτὴ κατόπιν διαχέεται πρὸς ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, πρὸς ὅλα τὰ δημιουργήματα, καὶ τὰ ἔλλογα καὶ τὰ ἄλογα. Δηλαδὴ ἂν ἀγαπῶ γνήσια τὸν Θεό, καὶ θὰ δοῦμε πῶς εἶναι αὐτὴ ἡ γνησιότης παρακάτω, τότε, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φῶς, ὅταν τὸ στείλω μὲ ἕναν προβολέα, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ θὰ κατευθυνθῇ μόνον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ἐκείνη ποὺ στρέφω τὸν προβολέα, θὰ δεῖτε ὅτι...κι εἶναι γνωστὸ αὐτό, τὸ φῶς διαχέεται. Ναὶ μέν, τὸ μέγα του μέρος καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸν προβολέα, ἀπὸ τὸ κάτοπτρο ἐκεῖνο ποὺ στέλνω τὸ φῶς, ποιός μοῦ λέει, ὅμως, ὅτι ἂν πάω πλάϊ σὲ αὐτὴ τὴν δέσμη τῶν ἀκτίνων, δὲν θὰ ἔχω λίγο φῶς; Αὐτὸ τὸ λίγο φῶς εἶναι ἡ διάχυσις. Αὐτὴ ἡ διάχυσις τοῦ φωτός, ἂν τὴν παρομοιάσω μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ κτίσματα καὶ τὸ πολὺ φῶς μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, τότε μπορῶ νὰ μιλάω γιὰ τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ εἰς τὰ κτίσματα.
Καὶ λέγω «κτίσματα», δὲν λέγω «τὸν συνάνθρωπο». Διότι ὁ συνάνθρωπος βεβαίως εἶναι κάτι πολὺ σπουδαῖο, ἀλλὰ εἶναι πρὸς ὅλα τὰ δημιουργήματα. Πρὸς ὅλα, ἔλλογα καὶ ἄλογα. Ἔλλογα εἶναι οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι. Ἀγαπῶ τοὺς ἀγγέλους. Γιὰ νὰ μὴν πῶ κι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, ἐκεῖνο τὸ ἀκατανόητο γιὰ μιὰ στιγμή, μιλῶντας γιὰ τὴν ἀγάπη «καὶ τοὺς δαίμονες» ἀκόμη! Διότι εἶναι ἔλλογα ὄντα. Ἔχουν λογική. Ἄλλο ὅτι ἔχουν ἐκπέσει οἱ δαίμονες, καὶ εἶναι ἀξιοθρήνητα πλάσματα. Καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς αὐτά, ξέρετε πῶς ἐκφράζεται; Μὲ μιὰ λύπη. «Ταλαίπωρα πλάσματα, δὲν μπορεῖτε νὰ μετανοήσετε». Νά, τώρα ποὺ λέγω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι οἱ δαίμονες ἐδῶ ὑπάρχουν καὶ μᾶς ἀκοῦν, θὰ γελούσανε. Θὰ ἐκάγχαζαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ταλαιπωρία τους. Ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν δυστυχία τους. Εἶναι δυστυχισμένα ὄντα. Εἶναι ὄντως δυστυχισμένα ὄντα. Γι᾿ αὐτὸ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μὴν τοὺς στείλῃ τοὺς δαίμονες εἰς τὴν ἄβυσσον, δηλαδὴ εἰς τὴν κόλασιν, ὅταν μίλησαν διὰ στόματος Γεργεσηνοῦ, τὸ ἐνθυμεῖσθε.
Συνεπῶς ἡ ἀγάπη ἀποτείνεται πρὸς ὅλα τὰ ἔλλογα ὄντα καὶ τὰ ἄλογα ὄντα. Δὲν μπορεῖς νὰ μὴν ἀγαπᾶς τὰ ζῶα. Δὲν μπορεῖς νὰ μὴν ἀγαπᾶς τὰ φυτά. Ὅλη τὴν δημιουργία τὴν νιώθεις, τὴν ἀγκαλιάζεις ὁλόκληρη. Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι μία ἰδιότητα αὐτοφυὴς τῆς ψυχῆς. Δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Προσέξτε. Δηλαδὴ ἡ ψυχή μου δὲν ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἀγαπᾶ. Ἴσως αὐτὸ νὰ σᾶς παραξενεύῃ, ποὺ λέγω. Αὐτὸ συμβαίνει μόνο στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς μόνος ἔχει τὴν ἰδιότητα τῆς ἀγάπης αὐτοφυῶς. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν». Δηλαδὴ «ἀγάπη ἐστίν» θὰ πῇ... δὲν καθορίζει ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι μόνο στὸν Θεὸ αὐτοφυής. Στὰ λογικὰ ὄντα δὲν εἶναι. Ἀλλὰ τί; Πῶς; Ἡ ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο εἶναι μία ἀνταπόκριση στὴ θεία ἀγάπη. Μία ἀνάκλασις τῆς θείας ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔκανε τὴν ψυχή μου κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ δέχεται τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὴν ἀνακλᾶ, νὰ τὴν ἀποδίδῃ. Εἶναι σὰν ἕνας καθρέπτης. Ὁ καθρέπτης δὲν ἔχει φῶς. Ἀνακλᾶ τὸ φῶς. Ἔτσι ἂν δεχθῶ το φῶς, τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἂν ὁ καθρέπτης μου αὐτὸς εἶναι καθαρός, δὲν εἶναι θολός, δὲν εἶναι σπασμένος, τότε ἀνακλᾶ πίσω αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐγὼ δὲν εἶμαι αὐτοφυὸς ἀγάπη. Δέχομαι καὶ ἀνακλῶ. Καὶ τότε λέγεται αὐτὸ ὅτι ἔχω τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὸ τὸ λέγει ὡς ἑξῆς ὁ
ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς. Λέγει: «Ἀγάπη ἐστὶ ἔκκαυσις ἄπαυστος καὶ κόλλησις τῆς
ψυχῆς πρὸς τὸν Θεόν, διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». «Τί εἶναι», λέγει,
«ἀγάπη; Εἶναι μία πυρπόληση!». Ἂν ποτὲ νιώσατε σὲ μία ἔνταση αὐτὴν τὴν ἀγάπη...
ὄχι πρὸς τὸν Θεό, γιὰ παράδειγμα θέλω νὰ μιλήσω, ἂς ποῦμε... στὸν σύζυγό σας,
στὴν σύζυγό σας, σ᾿ ἕνα πρόσωπο ποὺ τὸ ἀγαπᾶτε ὑπερβολικά, στὸν φίλο σας, μιὰ
ἀγάπη ποὺ βασανίζει, θὰ λέγαμε, μία ἐρωτικὴ διάθεση, μία ἀγάπη ποὺ βασανίζει·
αὐτὴ ἡ ἀγάπη καίει. «Ἒκκαυσις ἄπαυστος», «ἀτέλειωτο κάψιμο». Κάψιμο, ὅμως, ποὺ
δὲν εἶναι ἀνυπόφορο. Εἶναι ὑποφερτὰ ἀνυπόφορο. Δηλαδὴ τὸ ὑποφέρεις ἀνυπόφορα.
Διότι δὲν βασανίζει. Βλέπετε αὐτὲς οἱ λέξεις ποὺ λέω εἶναι ἀντιφατικὲς ἀπὸ
μέρους τους σὰν ἔννοιες. Βασανίζει ἀβασάνιστα, τυραννάει ἀτυράννιστα, καίει
δροσερά. Μὰ πῶς καίει δροσερά; Ἀφοῦ καίει. Τὸ «δροσερὸ» εἶναι ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ
ποὺ «καίει». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἰδιότητα τῆς ἀγάπης -προσέξτε- πρὸς τὸν Θεό. Πρὸς τὰ
δημιουργήματα καίει χωρὶς νὰ δροσίζῃ, ὅταν εἶναι ἐμπαθής. Γι᾿ αὐτὸ βλέπομε σ’
αὐτὸ ποὺ λέμε «ἐρωτικὴ ἀγάπη» πρὸς ἄλλα πρόσωπα, μὲ διάθεση ἁμαρτωλὴ πολλάκις,
ὁδηγούμεθα στὸ ἔγκλημα, στὴν αὐτοκτονία, στὸν μαρασμό, στὴν ἀρρώστια, σπᾶνε τὰ
νεῦρα μας, τὸν πρόωρο θάνατο. Τὸ βλέπει κανείς. Γιατί; Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι
ἐμπαθής. Θὰ μιλήσομε λίγο πιὸ κάτω γι’ αὐτήν.
Τί εἶναι, λοιπόν, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν; Εἶναι ἄπαυστη «ἔκκαυσις», δὲν παύει. «Καὶ κόλλησις τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεόν», «προσκόλλησις τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό», «διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔρχεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πέφτει σὲ μένα, μὲ πυρπολεῖ, κι ἀποδίδω τὴν φωτιὰ πρὸς τὸν Θεόν. Πῶς νὰ τὸ πῶ μὲ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Εἶναι ὁ ἥλιος κι εἶμαι ἐδῶ ἐγώ. Παίρνω ἕνα μεγάλο φακό. Συγκεντρώνω τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἐπάνω μου καὶ παίρνω φωτιά. Καὶ ἡ φωτιὰ αὐτὴ τώρα καίεται καὶ ἀποδίδεται πάλι πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς τὰ πάνω. Αὐτὸ εἶναι. Συγκεντρώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ μένα, πυρπολοῦμαι, καὶ ἀποδίδω αὐτὴν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Ἔτσι, θὰ λέγαμε, ὅταν δεχθῶ αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀποδώσω ὡς δωρεά, αὐτὴ κατόπιν διαχέεται πρὸς τὴν κτίσιν. Ὅπως τὸ φῶς, κατευθύνεται μέν, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ διαχέεται. Ἀλλὰ διαχέεται σὲ μένα, ὅταν ἀγαπῶ τὸν Θεό, πρὸς τὴν κτίσιν. Διαχέεται, ὅμως, ἡ ἀγάπη αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς ἐμένα τὸν ἄνθρωπο, διαχέεται πρὸς τὴν κτίσιν. Διαχέεται εἰς τὴν κτίσιν ὁλόκληρη ὡς -προσέξτε- ὡς πρόνοια καὶ ὡς κυβέρνηση. Αὐτὸ ποὺ λέμε «θεία πρόνοια». Ὅτι ὁ Θεὸς προνοεῖ γιὰ τὴν δημιουργία. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Λέμε «ὁ Θεὸς προνοεῖ». Ὅταν ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τὴν δημιουργία καὶ τὴν ὁδηγεῖ σὲ κάποιο σκοπό. Κι ὁ σκοπὸς αὐτὸς εἶναι ἡ Βασιλεία Του. Τί ἄλλο εἶναι, παρακαλῶ, παρὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;
Ἔτσι βλέπετε, ἀγαπητοί
μου, νὰ ἔχομε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἀντιθέτως. Ὅταν
ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν Θεό, ἀγαπῶ καὶ τὰ κτίσματα. Ἀγαπῶ ὅ,τι ὑπάρχει, ἀγαπῶ καὶ τοὺς
ἀνθρώπους.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι δῶρον. Θὰ μοῦ πεῖτε ὅμως... ὅταν εἶναι δῶρο, τότε ὁ ἄλλος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ, δὲν ἔχει τὸ δῶρο αὐτό. Ἄρα δὲν εἶναι ὑπεύθυνος. Ὄχι, εἶναι ὑπεύθυνος. Γιατί; Ἀκοῦστε γιατί. Διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διαχέεται πρὸς ὅλα τὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ τὸ τί προαίρεση διαθέτεις, ἐξαρτᾶται τί θὰ δεχθῇς. Στὴν ἐποχή μας κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπάρχει τὸ ἑξῆς στοιχεῖο. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς βοηθήσω νὰ τὸ ἀντιληφθεῖτε αὐτό. Στὰ παιδιά σας λέτε «Παιδί μου, κάνε αὐτό, μὴν πᾶς ἐκεῖ». Θὰ σᾶς πῇ «Ὄχι, καὶ μάλιστα θὰ κάνω τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λὲς γιὰ νὰ σὲ σκάσω». Αὐτὸ βέβαια πάντα ὑπῆρχε στοὺς ἀνθρώπους. Στὴν ἐποχή μας ἔχει γίνει πολύ. Ἔχει ἁπλωθεῖ πολύ. Εἶναι τὸ κλίμα τέτοιο στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχομε τὴ λεγομένη «ἀντίδραση». Λέει: «Μὲ καταπιέζεις κι ἐγὼ θὰ ἀντιδράσω στὴν καταπίεση ποὺ μοῦ κάνεις». Ἀπ᾿ ἔξω δέχονται τὰ παιδιά μας πάρα πολλὰ τέτοια κηρύγματα στ᾿ αὐτιά τους. Κι ὅταν ἐμεῖς τοὺς ποῦμε νὰ διαβάσουν, θὰ μᾶς ποῦν: «Μὲ καταπιέζεις». Σκεφθεῖτε, ἀγαπητοί μου, λέει μία μητέρα στὸ παιδὶ της -εἶχε πέσει τὸ μολύβι του χάμω- «Μάζεψε τὸ μολύβι σου ἀπὸ χάμω». «Δὲν θέλω νὰ μοῦ ξαναπεῖς νὰ μαζέψω τὸ μολύβι μου· μὲ καταπιέζεις!».
Ἔτσι στὴν ἐποχή μας
ὑπάρχει αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὅτι καταπιεζόμεθα. Καὶ ἀντιδροῦμε στὴν καταπίεση. Αὐτὴ
ἡ ἀντίδρασις ξέρετε πῶς χαρακτηρίζεται; Ὡς κακὴ προαίρεση! Βλέπω τὸ σωστό, ἀλλὰ
λέγω «Ὄχι, θὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλω ἐγώ». Αὐτὸ εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀπὸ τὰ τρία
στοιχεῖα ποὺ καθορίζουν τὸν δαιμονισμόν! Εἶναι δηλαδὴ δαιμονικὸ πραγματικὰ
στοιχεῖο. Ἔ, λοιπόν, ἀγαπητοί, ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν δέχεται τὴν ἐνέργεια τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ λέει στὸν Θεό: «Ὄχι, δὲν σὲ ἀγαπῶ, δὲν σὲ θέλω», σ’ αὐτὸ
δὲν φταίει ὁ Θεός. Φταίει ἡ κακὴ προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ σήμερα οἱ
ἄνθρωποι εἶναι κακοπροαίρετοι. Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιβάλλουν εἶναι
κακοπροαίρετοι. Καὶ σᾶς τὸ εἶπα αὐτό, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ καθορίζετε ποιό εἶναι
τὸ μυστήριο. Εἶναι ἡ κακὴ προαίρεση καὶ εἶναι δαιμονικὸ στοιχεῖο.
Ἔτσι ὁ Θεὸς σκορπάει παντοῦ τὴν ἀγάπη Του. Ἀλλὰ ἀπὸ λίγους μαζεύει ἀνταπόκριση. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα», «Νὰ ζηλεύετε τὰ χαρίσματα τὰ καλύτερα, τὶς δωρεές». Ποιά εἶναι; Καὶ μιλάει γιὰ τὴν ἀγάπη παρακάτω· ποὺ σημαίνει ἔχω κι ἐγὼ ἕνα ἔργο νὰ κάνω γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ δέχομαι. Τὸ ἔργο νὰ ἀνταποδώσω τὴν ἀγάπη μου. Ἐὰν ἀνταποδώσω τὴν ἀγάπη μου στὸν Θεό, αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ παθητικὴ κατάστασις, ἀλλὰ μία ἐνεργητικὴ· ποὺ σημαίνει... ἀρετή! Ἂν εἶμαι ἔξυπνος, ἀγαπητοί μου, εἶμαι ὄμορφος, εἶμαι ψηλός, εἶμαι δυνατός, αὐτὰ εἶναι χαρίσματα. Ἤθελα δὲν ἤθελα, γεννήθηκα ὄμορφος. Ἤθελα δὲν ἤθελα, γεννήθηκα πολὺ δυνατός. Ἤθελα δὲν ἤθελα, γεννήθηκα ἔξυπνος. Εἶναι ἀρετές. Ἀκούσατε ποτὲ νὰ βραβευθεῖ κανεὶς ὡς ἀρετή του ἔχοντας αὐτά; Εἶναι χαρίσματα. Πότε λέγεται κάτι ὡς ἀρετή; Ὅταν προβληθεῖ ὁ κόπος. Ἡ προαίρεσις καὶ ὁ κόπος.
Ἔτσι, ἡ πίστις εἶναι
ἀρετή. Διότι ἐγὼ ἀποδέχομαι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς μοῦ προβάλλει. Μοῦ λέγει ὁ
Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «Εἶμαι Θεάνθρωπος». Καὶ τοῦ λέγω: «Σὲ πιστεύω». Αὐτὸ
εἶναι προσφορὰ δική μου. Ποιά; Ὅτι προσφέρω τὴν προαίρεσή μου καὶ λέω τὸ «ναί».
Καὶ ἡ πίστις εἶναι ἐνέργεια. Καὶ ἡ ἐλπίδα εἶναι ἐνέργεια. Ὅλα ἐνέργειες εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπὸ μόνος του τίποτε. Ἡ ἀποδοχή μου ἢ ἡ μὴ ἀποδοχή μου
καθορίζει τελικὰ τὴν ἀρετή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικὰ βραβεύομαι, ἐπαινοῦμαι. Γι᾿ αὐτὸ
στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἐπαινεθῶ ἂν εἶμαι ἢ ὄχι ἔξυπνος, ἂν εἶμαι ψηλὸς ἢ
κοντός, ὄμορφος ἢ ἄσχημος. Ἀλλὰ θὰ ἐπαινεθῶ ἂν ἔχω ἀρετή. Γιατί ἡ ἀρετὴ εἶναι
προσφορά, κόπος.
Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἀγάπη; Ὅταν πρῶτα πρῶτα μάθομε, ἀγαπητοί μου, νὰ διακρίνομε τί μορφὲς ἀγάπης ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, στὴ ζωή μας. Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ προσέξετε.
Πρώτη μορφὴ ἀγάπης. Εἶναι
ἐκείνη ποὺ ξεκινάει ἀπὸ κενοδοξία. Καὶ ἀγαπᾶ κανεὶς ἐκεῖνον ποὺ τὸν δοξάζει. Ἂν
ἐσεῖς, ἐπὶ παραδείγματι, μοῦ λέτε: «Ἄ, πάτερ Ἀθανάσιε, ὁμιλεῖτε ὡραία». Ἐσεῖς
μὲ δοξάζετε. Κι ἐγώ σᾶς ἀγαπῶ. Ἀλλὰ σᾶς ἀγαπῶ ὄχι ἀπὸ ἀγαθὸν ἐλατήριον. Ἀλλὰ
γιατί μὲ δοξάζετε. Συνεπῶς, ἡ ἀγάπη μου αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρετε
πόσες φορὲς ἀγαποῦμε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κενοδοξία; Μᾶς τιμοῦν, μᾶς καλημερίζουν
στὸν δρόμο, εἶναι εὐγενεῖς ἀπέναντί μας. Λέμε «Τί ὡραῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς»
καὶ τὸν ἀγαποῦμε. Γιατί μᾶς μιλάει καλά. Γιατί ἀκριβῶς μᾶς τιμᾶ. Καὶ συνεπῶς ἡ
ἀγάπη μας αὐτὴ εἶναι κενόδοξη. Ἐὰν ὑποτεθεῖ ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μία
στιγμή μᾶς πεῖ μία κουβέντα ὄχι καλή, ἀμέσως θυμώνομε καὶ τὸν κάνομε ἐχθρό,
διότι κατέστρεψε τὸ σημεῖο αὐτό, τοῦ νὰ μᾶς δοξάζῃ καὶ νὰ μᾶς ἐπαινῇ. Ἂν θά ᾿ρθῃ κάποτε νὰ μᾶς πῇ: «Θὰ σοῦ πῶ κάτι· μὴ στενοχωρηθεῖς. Ἕνα σφάλμα σου θὰ
σοῦ πῶ, ἕνα ἐλάττωμά σου...». Ἐμεῖς θὰ πειραχθοῦμε. Δὲν τὸν ἀγαποῦμε μετὰ
πλέον. Βλέπετε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν κενοδοξία δὲν εἶναι
καλή.
Δεύτερον· εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν φιλαργυρία. Ὅταν ἀγαπῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι πλούσιος ἢ κάτι ἔχω ἀπὸ αὐτὸν νὰ ὠφεληθῶ. Ὅταν ἔχω κάποιο κέρδος. Ὁποιοδήποτε κέρδος, μία ὠφέλεια. Τὸν ἀγαπῶ. Ὅταν παύσει αὐτὸς νὰ μὲ εὐεργετῇ, παύω νὰ τὸν ἀγαπῶ. Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἐλατήριόν μου δὲν εἶναι ὀρθόν.
Τρίτον. Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ
ξεκινάει ἀπὸ τὴν φιληδονία· ποὺ νὰ ἀγαπῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἱκανοποιῇ
τὴν γαστριμαργία μου ἢ τὶς σαρκικές μου ἐπιθυμίες. Ἐδῶ ὑπάγεται ὁ λεγόμενος
ἔρωτας, ὁ σαρκικὸς ἔρωτας. Λέει κάποιος: «Εἶδα μία κοπέλα, τὴν ἐρωτεύθηκα».
«Τὴν ἀγαπᾶς;». «Τὴν ἀγαπῶ». Ἀλλὰ τὴν ἀγαπάει, γιατί θὰ τοῦ χαρίσει τὴν
φιληδονία. Κάποτε ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σκοτώσῃ μία κοπέλα. Νὰ πάει στὸ
δικαστήριο καὶ νὰ τοῦ ποῦν: «Γιατί τὴν σκότωσες;». Κι αὐτὸς νὰ ἀπαντήσῃ -καθόλου σπάνιο- : «Ἐπειδὴ τὴν ἀγαποῦσα!». Μὰ πῶς μποροῦσες νὰ σκοτώσῃς, ἀφοῦ
ἀγαποῦσες; Αὐτὴ ἡ ἀγάπη λέγεται ἐμπαθής. Διότι ἐνδεχομένως ἡ κοπέλα αὐτὴ νὰ
ἔδειξε μία δυστροπία ἀπέναντί του. Ἢ νὰ ἤθελε νὰ στραφῇ πρὸς κάποιον ἄλλον. Ἢ
νὰ τὸν ἀφήσῃ. Τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὸς βλέπει ὅτι δὲν ἱκανοποιεῖται ἡ φιληδονία
του, τὴν σκοτώνει. Καὶ λέγει ἀπὸ ἀγάπη τὴν σκότωσε. Δηλαδὴ μία ἀγάπη ποὺ ἔχει
σὰν ἐλατήριό της καὶ κίνητρό της τὴν φιληδονία γενικά.
Ὅπως καταλαβαίνετε, αὐτὲς
οἱ τρεῖς μορφὲς ἀγάπης εἶναι μορφὲς ἐμπαθεῖς καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ τὶς
ἀπομακρύνομε· δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ μία τέτοια ἀγάπη.
Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας κατάντημα. Σήμερα ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέει ὅτι πρέπει νὰ ἔχομε ἀγάπη, καλλιεργοῦμε τὴν ἐρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἐπιδιδόμεθα σὲ αὐτήν. Αὐτὸ εἶναι πλάνη ἐπὶ πλάνης. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα ποὺ ἀνήκει στοὺς αἱρετικοὺς κυρίως. Ἔχετε δεῖ «Τὰ παιδιά τοῦ Μῶ»; Ποὺ κρατᾶνε κιθάρες, γυρίζουνε στοὺς δρόμους, πλατεῖες, παίζουνε μουσικὴ καὶ λένε: «Σᾶς ἀγαποῦμε» κ.τ.λ. Ἢ οἱ Χίπις, ἕνα παλιότερο ρεῦμα· γύριζαν στὴν Ἀμερικὴ στοὺς δρόμους κι ἔλεγαν «Ἀγαπᾶς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν; Ἐμεῖς Τὸν ἀγαποῦμε». Ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξύ, ὅπως «τὰ παιδιά τοῦ Μῶ» ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐπεδίδοντο σὲ ἀκολασίες, σὲ ἀνηθικότητες. Αὐτὰ τὰ κοινόβιά τους, ἀγόρια-κορίτσια μαζί... ἦταν φοβερό, γεννιόντουσαν παιδιὰ χωρὶς νὰ εἶναι παντρεμένοι ἄνθρωποι κ.λπ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας Νικολαϊτισμὸς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ἦταν μία αἵρεση γνωστικὴ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ ἐννοοῦσε τὴν σαρκικὴν ἀγάπην. Ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ κατέληγε στὴν ἀγάπη τὴ σαρκική. Αὐτὲς δὲν εἶναι σωστὲς φόρμες. Δὲν εἶναι ἀγάπη σωστή, εἶναι καταδικαστέα αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ὁ Θεὸς κατακρίνει αὐτὴ τὴν ἀγάπη.
Τέταρτον. Ἔχομε τὴν λεγομένη «φυσικὴ ἀγάπη», ποὺ εἶναι τῶν γονιῶν πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γονεῖς. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι φυσική. Ἂν ἀγαπᾶς τὸ παιδί σου, ὀφείλεις νὰ τὸ ἀγαπᾶς, ἂν θέλετε, δὲν μπαίνει καὶ κανόνας, οὔτε ἐντολή, τόσο πολύ. Βεβαίως ὑπάρχει ἡ ἐντολή: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», διότι ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς ξέφυγε ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, φυσικὴ αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Εἶναι ἔμφυτος. Βλέπετε τὰ πουλιά, ποῦ κάνουν τὶς φωλιές τους αὐτὸν τὸν καιρό, τὰ χελιδόνια, πῶς φροντίζουν τὰ μικρά τους; Πῶς τὰ ταΐζουν, πῶς τὰ μαθαίνουν νὰ πετοῦν, πῶς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ μικρά τους; Τί θὰ λέγαμε, ὅτι ἔχουν κάποια ἀρετή; Ὄχι. Αὐτὸ εἶναι φυσικὸ πρᾶγμα. Τὸ φύτεψε ὁ Θεὸς μέσα στὰ ὄντα. Ὅπως καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἔχομε, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ πέρα κανέναν ἔπαινο, καμία ἀρετή, γιατί εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐντελῶς φυσική. Ἔτσι αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι οὔτε ἀξιέπαινη, οὔτε ἀξιοκατάκριτη.
Ἐκείνη ποὺ εἶναι ἀξιέπαινη καὶ χαρακτηρίζεται καὶ λογίζεται ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἡ γνησία ἀγάπη, καὶ πρὸς τὰ δημιουργήματά Του. Πρὸς τὸν Θεὸ μὲν ἀνιδιοτελῶς. Δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεό, γιατί μοῦ δίδει ὑγεία ἢ ἀγαθά. Κι ὅταν τὰ ἀγαθὰ κοποῦν, δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεό. Πᾶρτε παράδειγμα τοὺς μάρτυρες. Ἢ τὸν Ἰώβ. Τὸν καιρὸ ποὺ εἶχε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ τιμοῦσε τὸν Θεό. Μετὰ ὅταν τὰ ἔχασε τὰ ἀγαθά του καὶ ὁ διάβολος ἀμφιβάλλει ἂν θὰ τιμᾶ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ὁ Ἰώβ, ὁ Ἰὼβ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ πάλι. Αὐτὴ εἶναι ἡ γνησία ἀγάπη. Ἡ δὲ γνησία ἀγάπη πρὸς τὰ δημιουργήματα εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ἀπαθής. Νὰ ἀγαπῶ ἐσένα, ἐσένα, ἐσένα, ἄνδρα ἢ γυναῖκα, μικρὸς ἢ μεγάλος, ὅποιος καὶ νὰ εἶναι, χωρὶς πάθος. Νὰ ἀγαπῶ τὰ κτίσματα, τὰ πουλιά, τὰ ζῶα, τὰ φυτά, τὴν ὡραία μέρα, τὴ χειμωνιάτικη μέρα, χωρὶς νὰ προσκολλοῦμαι σὲ αὐτά. Αὐτὸ θὰ πῇ «ἔχω ἀπαθῆ ἀγάπη». Ἀγάπη χωρὶς πάθος. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ γνησία, αὐτὴ καὶ ἡ ὀρθή.
Ἀλλὰ πῶς θὰ φθάσομε εἰς
αὐτὴν τὴν γνησία καὶ ὀρθὴ ἀγάπη; Πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε μία κλίμακα. Αὐτὴ ἡ
κλίμακα, ἀγαπητοί, εἶναι ἡ ἑξῆς. Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν πίστη στὸν Θεό.
Ἀκριβέστερα τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στὸ θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Ὅταν
πιστεύω στὸν Χριστό, ἀρχίζω νὰ φοβοῦμαι, νὰ ἔχω τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Εἴδατε
κάποιον νὰ ἐνεργῇ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ Θεός, πῶς τὸν λέμε; Ἀθεόφοβον. Λοιπόν,
πιστεύω σημαίνει φοβοῦμαι. Μία ἀπόδειξη ὅτι πιστεύω εἶναι ὁ φόβος. Τί φοβοῦμαι;
Τὸν Κύριον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει ὀνομασία στὴν Καινὴ Διαθήκη «οἱ φοβούμενοι τὸν
Κύριον». Ἦσαν οἱ προσήλυτοι αὐτοί, ποὺ γνώριζαν τὸν Θεὸ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ὡς
Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή. Καὶ ἐλέγοντο «οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον». Φοβοῦμαι ἀκόμη
καὶ τὴν κόλαση. Δηλαδὴ δὲν κάνω μία ἁμαρτία. Λέω: «Πῶς θὰ τὴν κάνω αὐτή; Θὰ μὲ
τιμωρήσῃ ὁ Θεός». Εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό. Νὰ κάνω κάτι ποὺ δὲν τὸ θέλει ὁ
Θεός; Πῶ πῶ, φοβοῦμαι. Θέλω νὰ τὸ κάνω, ἀλλὰ φοβοῦμαι.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ φόβος γεννάει
τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν. Δηλαδὴ δὲν κάνω τὶς ἁμαρτίες, ποὺ αὐτές, ἅμα
χρονίζουν, μοῦ δημιουργοῦν πάθη. Ἡ ἐγκράτεια ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ μὲ κάνῃ νὰ
ὑπομείνω καὶ τὶς θλίψεις. Νὰ ὑπομείνω καὶ τὶς ἀσκήσεις ποὺ θὰ κάνω στὴ ζωή μου.
Δηλαδὴ νὰ ἀποκτήσω ὑπομονή. Ἡ ὑπομονὴ μὲ τὴν σειρά της, θὰ μοῦ δώσῃ τὴν ἐλπίδα
στὸν Θεό. Διότι τί ὑπομένω; «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον», λέει ἕνας ψαλμικὸς
στίχος. Δηλαδὴ ὅ,τι μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος, τὸ ὑπομένω. Ἀλλὰ γιατί ἔχω τὴν ἐλπίδα
μου εἰς τὸν Κύριον, ὅτι θὰ μὲ δικαιώσῃ, ὅτι θὰ μοῦ δώσῃ τὴν Βασιλεία Του. Ἡ
ἐλπίδα, λοιπόν, αὐτὴ ἀπομακρύνει κάθε γήινο πρᾶγμα καὶ τελικὰ προβάλλει μπροστά
μου ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησα; Ἀπὸ τὴν πίστη. Ἡ πίστη γεννάει, σᾶς
εἶπα, τὸν φόβο, ὁ φόβος γεννάει τὴν ἐγκράτεια, ἡ ἐγκράτεια γεννάει τὴν ὑπομονὴ
καὶ ἡ ὑπομονὴ γεννάει τὴν ἐλπίδα καὶ ἡ ἐλπίδα γεννάει τὴν ἀγάπη. Αὐτὴ τὴν
κλίμακα θὰ πρέπῃ νὰ ἀνεβῶ, γιὰ νὰ μπορέσω, πράγματι, νὰ φθάσω στὴ σωστὴ ἀγάπη.
Ἡ ἀκρότητα τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ μαρτύριο. Τὸ βρίσκομε στοὺς μάρτυρες. Διότι αὐτὴν τὴν στιγμὴ μπορῶ νὰ λέγω: «Κύριε, Σὲ ἀγαπῶ». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἂν βρίσκομαι στὴν κατάσταση τοῦ μαρτυρίου, μπορῶ νὰ τὸ λέγω; Οἱ μάρτυρες τὸ ἔλεγαν. Μὴν πεῖ κανεὶς μέσα του: «Θὰ τὸ πῶ». Γιατί εἶναι αὐτοπεποίθηση καὶ δὲν θὰ τὸ πεῖ. Ἀλλὰ ξέρετε τί πρέπει νὰ λέμε; «Δὲν ξέρω, Κύριε. Τώρα σὲ ἀγαπῶ. Δὲν ξέρω, Κύριε, ἂν ἐπιτρέψεις τὸ μαρτύριο». Καὶ νὰ εἶστε σίγουροι ὅταν ἔτσι μιλᾶμε, ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει τὸ μαρτύριο, τότε θὰ μᾶς ἐνισχύσῃ νὰ Τὸν ἀγαπήσομε. Διότι τὸ μαρτύριο εἶναι τὸ μέγιστον δῶρον. Εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ μαρτύριον, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων. Δῶρον. Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ ἔχω τὸ μαρτύριον, νὰ τὸ ὑποφέρω. Καὶ νὰ εἶμαι χαρούμενος στὸ μαρτύριο; Μόνο ἐὰν ἀγαπῶ τὸν Κύριο καὶ μὲ ἐνισχύει Ἐκεῖνος. Γι᾿ αὐτὸ θὰ λέγαμε ὅτι ἐκεῖ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Θεόν. Εἶναι φτηνὴ φιλολογία νὰ λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Θεό.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ κατ᾿
ἐξοχὴν κινεῖ τὴν ἀγάπη εἶναι ἡ Θεολογία. Ὅταν λέμε «Θεολογία» δὲν ἐννοοῦμε νὰ
σπουδάσω Θεολογία. Ὅτι καὶ αὐτὴ βοηθάει... βοηθᾶ, δὲν τίθεται θέμα. Ἀλλὰ εἶναι
ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀποκτῶ, βεβαίως, ἀπὸ τὴ μελέτη, ἀλλὰ ἡ μελέτη
εἶναι ἕνα μέσον. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπίγνωσιν. Νὰ δεῖτε πῶς τὸ λέγει αὐτὸ ὁ Ἀντίοχος
ὁ μοναχός: «Οὐδὲν δὲ οὕτως ἀναφλέγει καὶ κινεῖ τὴν καρδίαν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ
Θεοῦ ὡς ἡ θεολογία». «Τίποτα», λέει, «δὲν πυρπολεῖ τὴν καρδιὰ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς
τὸν Θεὸ ὅσο ἡ θεολογία». Ποιά θεολογία; Ἡ διαρκὴς μελέτη ὄχι τῆς Ἁγίας Γραφῆς -βεβαίως τῆς Ἁγίας Γραφῆς- ἡ διαρκὴς μελέτη τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ·
ἡ ὁποία μελέτη γίνεται ὄχι ὅταν διαβάζω -βεβαίως καὶ ὅταν διαβάζω ἢ ἀκούω λόγο
Θεοῦ- ἀλλὰ ὅταν εἶμαι μόνος μου καὶ δουλεύω αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ. Καὶ τὸ θαυμάζω. Καὶ ὁ θαυμασμός μου αὐτὸς κινεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.
Εἶναι δύο αὐτὰ τὰ σημεῖα.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ἀναφερόμενος στὴν Ἐνανθρώπηση: «Ἐν τούτῳ
ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν
ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ». «Σὲ τοῦτο», λέγει, «φανερώθηκε ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς· ὅτι ἔστειλε τὸν Υἱόν Του τὸν μονογενῆ γιὰ νὰ ζήσομε».
Καὶ δεύτερον· ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὴν θυσία τοῦ Υἱοῦ Του: «Ἐν τοὺτῳ ἐστὶν ἡ
ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ
ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν». «Θυσιάστηκε γιὰ νὰ
συγχωρεθοῦν οἱ δικές μας ἁμαρτίες».
Σ’ αὐτὸ τὸ «ἐν τούτῳ» ποὺ
τὸ λέει δύο φορές, ἐκφράζεται τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιόν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· ποὺ ὁ
πιστὸς διαρκῶς περιπολεῖ αὐτὰ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τὰ περιτριγυρίζει, τὰ
μελετᾶ καὶ τὰ ξαναμελετᾶ. Κι αὐτὴ ἡ μελέτη του δημιουργεῖ τὴν θεολογία. Κι αὐτὴ
ἡ θεολογία ἀνεβάζει τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Ἔτσι, θὰ δεῖτε
ἀνθρώπους ποὺ διαρκῶς τὸ λέγουν ἢ μπορεῖ νὰ τοὺς δοῦμε, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸ
ζοῦν αὐτό, ὅ,τι νὰ κάνουν: «Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ», «Κύριέ μου, εἶσαι μεγάλος»,
«Κύριε, εἶσαι ἀγάπη», «Κύριε, Σὲ ἀγαπῶ», «Κύριε, εἶσαι μεγάλος, εἶσαι
θαυμαστός». Τὸ λέγουν διαρκῶς, διαρκῶς. Ὅ,τι νὰ δοῦν, ὅ,τι νὰ σκεφθοῦν, ἄνοιξαν
τὰ μάτια τους καὶ ἡ καρδιά τους ἔπαθε ἀλλοίωση καὶ εἶναι μέσα σὲ μία διαρκῆ
ἔκπληξη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι σπουδαία. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη κινεῖται ἀπὸ τὴν
θεολογία. Θεολογία, ὅπως ἀκριβῶς σᾶς τὴν ἀνέφερα.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅμως, εἶναι
ἀδύνατο νὰ μὴν προεκταθῇ καὶ εἰς τὰ κτίσματα, προπαντὸς στὸν συνάνθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πάλι: «Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι
ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε». «Σ᾿ αὐτὸ γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη, ὅτι
κατέθεσε τὴν ζωή Του ὁ Χριστός». «Καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι». «Κι ἐμεῖς ὀφείλομε νὰ κάνομε τὸ ἴδιο. Νὰ ἀποθέσομε τὴν ζωή μας
γιὰ τοὺς ἀδελφούς». Αὐτὴ ἡ ἀπόθεσις... βέβαια, τὸ ἀκρότατον εἶναι νὰ θυσιαστῶ,
νὰ πεθάνω γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο πάντα ἐκεῖ, οὔτε τὸ
ζητάει πάντα ὁ Θεός. Σπάνιο εἶναι αὐτό. Ἀλλὰ «ἀποθέτω τὴν ζωή μου» θὰ πῇ «τὰ
συμφέροντά μου», ἂν θέλετε, «τὸν κόπο μου», «τὴν ἄνεσή μου», ἀκριβῶς γιατί
ἀγαπῶ τὸν ἄλλον. Προσφέρομαι.
Θὰ μπορούσαμε νὰ σταχυολογήσομε μερικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ ἀγάπης. Πολὺ λίγα. Περὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας. Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀπὸ τὸν ὁποῖον παίρνω μερικές του θέσεις. Λέγει: «Ἡ τελεία ἀγάπη πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ». «Ὅταν ἔχεις τέλεια ἀγάπη, ἐξίσου ἀγαπᾶς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους». «Μακάριος ἄνθρωπος, ὅς πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι δύναται (:Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μπορῇ νὰ ἀγαπήσει τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἴδιο)». Γιὰ τὰ παιδιά σας λέτε τὸ ἑξῆς, ἂν σᾶς ρωτήσουν ποιό παιδὶ ἀγαπᾶτε πιὸ πολύ: «Ὅποιο δάχτυλο κόψω, θὰ μὲ πονέσῃ». Εἶναι μία παροιμιώδης φράση αὐτή, πολὺ ὡραῖα ὅμως καὶ πολὺ ἀκριβὴς· ποὺ σημαίνει ἀγαπᾶτε ὅλα τὰ παιδιά σας. Ἐν τούτοις κάποια παιδιὰ μπορεῖ νὰ τὰ ἀγαπᾶτε λίγο περισσότερο.
Αὐτὸ πάλι τὸ λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅτι μπορῶ νὰ ἀγαπῶ καὶ τὸν ἐχθρό μου, ἀλλὰ τὸν ἀγαθὸν ἄνθρωπο τὸν ἀγαπῶ, διότι ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση ἐκεῖνος, γι’ αὐτὸ τὸν ἀγαπῶ περισσότερο. Ὄχι ὅτι δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἀγαπῶ τὸν κακόν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἀγαθὸς μὲ τὴν προαίρεσή του, μὲ κάνει νὰ τὸν ἀγαπῶ περισσότερο. Ἕνα ἐρώτημα ποὺ εἶναι ἀδυσώπητον. Ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τοὺς δώδεκα μαθητάς Του; Δὲν χρειάζεται νὰ εἰπωθῇ. Ἀπάντησις: Κι ὅμως ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει γιὰ τὸν ἑαυτόν του: «Εἶμαι ἐκεῖνος ὁ μαθητής ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς». Ὦ ἅγιε Ἰωάννη εὐαγγελιστά, μόνο ἐσένα ἀγαποῦσε ὁ Κύριος; Τοὺς ἄλλους δὲν τοὺς ἀγαποῦσε; Ἔ, αὐτὸ εἶναι ποὺ σᾶς λέγω τόσην ὥρα. Ὅτι ὁ ἄλλος μὲ τὴν προαίρεσή του ἑλκύει περισσότερο τὴν ἀγάπη ἢ τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ συνανθρώπου του. «Ὁ τὸν Θεὸν ἀγαπῶν, καὶ τὸν πλησίον πάντως ἀγαπᾷ -Εἶναι μία θέση ποὺ τὴν λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Δὲν μπορεῖς νὰ λές: «Ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀγαπῶ τον πλησίον μου». Εἶσαι ψεύτης. Τὸν Θεὸν ποὺ δὲν βλέπεις λὲς πὼς Τὸν ἀγαπᾶς, καὶ τὸν συνάνθρωπό σου ποὺ τὸν βλέπεις, δὲν τὸν ἀγαπᾶς; Λοιπόν, ἀγαπῶ τὸν συνάνθρωπό μου γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Γιατί στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μου βλέπω τὸν Θεό. Ἂν ἀγαπῶ τὸν Θεό, τότε ἀγαπῶ καὶ τὸν συνάνθρωπό μου-. Οὐ μόνον διὰ μεταδόσεως χρημάτων ἡ διάθεσις τῆς ἀγάπης γνωρίζεται, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον διὰ μεταδόσεως λόγου καὶ σωματικῆς διακονίας (:Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς μόνο ὅτι μὲ χρήματα μπορεῖς νὰ βοηθήσῃς τὸν ἄλλον. Μπορεῖς νὰ τὸν βοηθήσῃς καὶ μὲ τὸν λόγο σου καὶ μὲ τὴν σωματική σου διακονία)». Δηλαδὴ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς. Μάλιστα, ἐσεῖς οἱ γυναῖκες, πολλὲς φορές, ὅταν ξέρετε ἐκεῖ στὴ γειτονιά σας, στὸν τόπο σας, εἶναι κάποια ἀνήμπορη, ἄρρωστη, νὰ πᾶτε νὰ τὴν ὑπηρετήσετε. Νὰ σκουπίσετε τὸ σπίτι της, νὰ πλύνετε τὰ ροῦχα της, νὰ τῆς μαγειρέψετε κ.ο.κ. Ἢ ἀκόμη νὰ διακονήσομε μὲ ἄλλον τρόπον. Καὶ οἱ ἄνδρες νὰ τρέξομε νὰ βγάλομε ἕνα πιστοποιητικὸ γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο ποὺ δὲν ξέρει ἢ δὲν μπορεῖ, δηλαδὴ ἡ διακονία. Ἡ σωματικὴ διακονία. Ἀκόμα καὶ ὁ λόγος. Νὰ ποῦμε καλὰ λόγια. Νὰ μιλήσομε γιὰ τὸν Χριστό. Κ.ο.κ.
Ἀκόμη λέγει ὁ ἅγιος
Μάξιμος: «Ὁ δὲ τοιοῦτος χρήματα τηρεῖν οὐ δύναται (:Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀγάπη, δὲν
μπορεῖ νὰ φυλάγῃ τὰ χρήματά του), ἀλλ’ οἰκονομεῖ θεοπρεπῶς, ἑκάστῳ τῶν
δεομένων παρέχων (:Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ χρήματα καὶ νὰ αἰσθάνεται τοὺς ἄλλους νὰ
ἔχουν ἀνάγκη, καὶ νὰ λέει ὅτι ἔχει ἀγάπη. Ἂν ἔχει ἀγάπη, μοιράζει τὰ χρήματά
του. Κάνει, δηλαδή, ἐλεημοσύνη). Ἐὰν τινὰς μὲν μισῇς, τινὰς δὲ οὐδὲ ἀγαπᾷς,
οὐδὲ μισεῖς, ἑτέρους δὲ ἀγαπᾷς, ἀλλὰ συμμέτρως, ἄλλους δὲ σφόδρα ἀγαπᾷς, ἐκ
ταύτης τῆς ἀνισότητος γνῶθι ὅτι μακρὰν εἶ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται
πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι (:Αὐτόν), λέει, (:τὸν μισεῖς, ἐκεῖνον οὔτε τὸν
μισεῖς, οὔτε τὸν ἀγαπᾶς, τὸν παραπέρα τὸν ἀγαπᾶς λίγο, τὸν ἄλλον τὸν ἀγαπᾶς
πάρα πολύ, νὰ ξέρῃς ὅτι δὲν ἔχεις ἀκόμη τὴν τελεία ἀγάπη μέσα σου). Ὁ ἀγαπῶν
τὸν Θεὸν οὐ λυπεῖ, οὐδὲ λυπεῖται πρὸς τινα διὰ πρόσκαιρα (:Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ
τὸν Θεό, δὲν λυπίζει τὸν ἀδελφό του, οὔτε λυπᾶται γιὰ πρόσκαιρα πράγματα)». Εἶναι
σπουδαῖο πρᾶγμα.
Λέγει ἕνας ἀσκητικὸς πατὴρ
τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ποτέ μου δὲν ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ἔχω
λυπήσει κάποιον. Θὰ πήγαινα νὰ τοῦ πῶ: ‘’Σὲ λύπησα, συγχώρεσέ με, ἢ σὲ
συγχωρῶ’’». Προσέξτε, εἶναι σπουδαῖο αὐτό. Τότε ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλον, ὅταν δὲν τὸν
ἀφήσομε νὰ κοιμηθῇ λυπημένος. Λέει κάπου ἡ Ἁγία Γραφή, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη,
στὸ «Δευτερονόμιο»: «Ὅταν δὲν ἔχει νὰ σοῦ πληρώσῃ ὁ ἄλλος τὸ χρέος του, γιατί
τοῦ δάνεισες καὶ δὲν ἔχει, τοῦ πῆρες τὸ ἱμάτιο· στὴν Ἀνατολὴ παλιὰ
χρησιμοποιεῖτο καὶ γιὰ κουβέρτα, ὅπως ἀκριβῶς τὴν χλαίνη ὁ στρατιώτης ἢ ὁ
τσομπάνης τὴν κάπα του· λοιπόν -λέγει- ἐὰν μέχρι τὸ βράδυ δὲν σοῦ πληρώσει τὸ
χρέος ποὺ πῆρε καὶ τοῦ πῆρες τὸ ἱμάτιο, θὰ πᾶς νὰ τοῦ τὸ δώσῃς τὸ βράδυ, γιατί
πῶς θὰ κοιμηθῇ;». Ἂν αὐτὸ γιὰ τὸ ἱμάτιο, πόσο περισσότερο γιὰ θέματα
πνευματικά; Νὰ μὴν κοιμηθῇ ὁ ἄλλος λυπημένος.
«Μίαν δὲ λύπην καὶ λυπεῖ
καὶ λυπεῖται σωτήριον, ἣν ὁ μακάριος Παῦλος καὶ ἐλυπήθη καὶ ἐλύπησε τούς
Κορινθίους (:Μία λύπη μόνο μποροῦμε νὰ κάνομε στοὺς ἄλλους καὶ νὰ λυπηθοῦμε κι
ἐμεῖς)». Ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο μὲ τοὺς Κορινθίους. Ποιό; [Β΄ Κορ.
6,8]. Εἶναι ἡ περίπτωσις, ὅταν τὸν ἄλλον θὰ τὸν λυπήσομε διορθώνοντάς τον σὲ
κάτι. Σὲ μία του ὁμιλία, λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλῶντας γιὰ τὸν Ἱππόδρομο,
ὅπως σήμερα θὰ λέγαμε γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, τὰ θέατρα, τοὺς Καρνάβαλους, νὰ σᾶς
μιλήσομε αὐστηρὰ καὶ νὰ σᾶς λυπήσουμε... καὶ λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Χάρηκα
ποὺ σᾶς λύπησα· ὄχι γιατί σᾶς λύπησα, ἀλλὰ γιατί ἡ λύπη ποὺ σᾶς ἔκανα,
προκάλεσε τὴν διόρθωσή σας». Αὐτὴν τὴν λύπη πρέπει νὰ τὴν δίνουμε εἰς τοὺς
ἄλλους.
«Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν,
ἀγγελικὸν βίον ἐπὶ γῆς ζῇ, νηστεύων καὶ ἀγρυπνῶν, ψάλλων καὶ προσευχόμενος καὶ περὶ παντὸς ἀνθρώπου ἀεὶ καλὰ λογιζόμενος (:Αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, ζεῖ
ἀγγελικὰ στὸν κόσμον αὐτόν. Δὲν ἁμαρτάνει. Καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸν βλέπει,
σωστὰ πράγματα λογίζεται γι’ αὐτόν). Ἂν τοίνυν ἔχῃς ἀγάπη, Ἀπόστολος γέγονας
(:Ἄν, λοιπόν, ἔχεις ἀγάπη, ἔχεις γίνει ἀπόστολος)». Δὲν μπορεῖς ποτὲ ἐκεῖνα τὰ
ὁποῖα ἔχεις μάθει, νὰ μὴν τὰ πῇς καὶ στὸν ἄλλον. Διότι... ἐγὼ διαβάζω κάτι, κι
εἶναι ὡραῖο. Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω τώρα. Ὅταν τὰ διάβαζα, ἠγάλλετο ἡ ψυχή μου. Νὰ
τὰ κρατήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου; Ὄχι. Θὰ τὰ πῶ καὶ σὲ σᾶς. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, λέγει
ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, θεωροῦσε μεγάλη ἀξία, μεγάλη τιμή, ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ὁ
ἴδιος, νὰ τὸ δώσῃ καὶ στὸν ἄλλον. Δηλαδὴ θὰ μποροῦσε νὰ πῇ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος:
«Θά ᾿θελα τὴν ἡσυχία μου. Ὄχι. Θὰ προτιμήσω λίγο νὰ ἔχω τὴν ἡσυχία μου, καὶ
μετὰ νὰ πάω νὰ πῶ ἐκεῖνο ποὺ ἀπέκτησα στὴν ἡσυχία μου, στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Νὰ
βοηθήσω τὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Νὰ μοιράσω, μὲ ἄλλα λόγια, ἐκεῖνο τὸ καλὸ ποὺ ἔχω
ἀποκτήσει». Καὶ τί εἶναι; Κυρίως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ξέρετε τί κάνουν πολλοί; Διαβάζουν κάτι πολὺ ὡραῖο. Ἐμένα μοῦ συμβαίνει αὐτό. Μὲ παίρνουν τηλέφωνο. Καὶ μοῦ τὸ λέγουν. Πρὸ ἡμερῶν, μία κυρία ἄκουγε μία ὁμιλία ἀπὸ μία κασέτα. Μὲ παίρνει τηλέφωνο καὶ μοῦ λέγει: «Παίρνω κάθε πρωὶ τὴν μητέρα μου νὰ τῆς πῶ τί ἄκουσα στὴν κασέτα». Τὸ νὰ πεῖτε, λοιπόν, σὲ μία φιλενάδα σας, σὲ μία συγγενῆ σας, τί ἀκούσατε ἢ τί διαβάσατε, εἶναι πολὺ ὡραῖο. Ξέρετε τί λέμε στὸ τηλέφωνο· κουτσομπολιά: «Τί μαγειρεύεις σήμερα; Καὶ πῶς; Καὶ τί;». Τὸ νὰ ποῦμε ἐκεῖνο ποὺ διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε, δὲν νομίζετε πὼς εἶναι δεῖγμα πολλῆς ἀγάπης; Αὐτὸ εἶναι τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Λέγει ὁ ἅγιος Πολύκαρπος:
«Ἀγάπη γὰρ ἀληθοῦς καὶ βεβαίας ἐστὶν μὴ μόνον ἑαυτὸν θέλειν σώζεσθαι, ἀλλὰ καὶ
πάντας τοὺς ἀδελφούς». «Ἂν πραγματικὰ θέλεις νὰ δῇς ἂν ἔχεις ἀγάπη, εἶναι ὅταν
δὲν φροντίζεις μόνο γιὰ τὴν δική σου τὴν σωτηρία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων». Αὐτὸ εἶναι τόσο σπουδαῖο καὶ τόσο μεγάλο καὶ τόσο πολύ. Νὰ
μποροῦμε νὰ φροντίζομε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Θὰ ἔλεγα πάλι σὲ σᾶς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό. Ἢ δὲν ἔχει ξυπνήσει μέσα τους τὸ αἴσθημα τῆς σωτηρίας. Πολλὲς φορές, ὅταν πηγαίνομε στὰ Νοσοκομεῖα, στὶς κλινικές, στὶς φυλακές, μὴν τοὺς πηγαίνουμε μόνο κάποια φροῦτα ἢ μπισκότα. Ἀλλὰ νὰ τοὺς πηγαίνουμε καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ σωθοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι πολὺ ὡραῖο, ἀγαπητοί μου, ὅποτε ἔχετε καιρό, νὰ πηγαίνετε σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο, σὲ μία κλινική. Μπεῖτε σὲ ἕνα θάλαμο μέσα. Πόσοι μπορεῖ νὰ εἶναι μέσα ἐκεῖ; Ἀπὸ ἕνας ἕως πέντε. Ἂν πᾶτε στὸ νοσοκομεῖο. Πεῖτε ἁπλᾶ: «Καλησπέρα σας. Ἦρθα νὰ σᾶς πῶ μιὰ καλησπέρα. Ἦρθα νὰ δῶ τί κάνετε. Ἀκόμη, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ ὅτι θέλω νὰ σᾶς ἀναφέρω κάτι γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, σᾶς εἰδοποιῶ· δὲν εἶμαι αἱρετικὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶμαι χιλιαστής, δὲν εἶμαι προτεστάντης. Σᾶς τὸ βεβαιώνω αὐτό. Στὴν Ἐκκλησία πηγαίνομε καὶ κοινωνοῦμε καὶ ἐξομολογούμεθα. Ἔχομε τὸν Ἐπίσκοπό μας στὴν πόλη, τὸν ἱερέα μας στὴν ἐνορία μας, εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός -Γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ καὶ καλῶς πράττουν, ἐπειδὴ πολλὲς αἱρέσεις ὑπάρχουν-. Λοιπόν, ἤρθαμε νὰ σᾶς ποῦμε δύο καλὰ λόγια». Πεῖτε αὐτὰ τὰ δύο καλὰ λόγια. Μετὰ ἀφῆστε ἕνα βιβλιαράκι. Πεῖτε: «Τὸ βιβλιαράκι αὐτὸ ἂς κυκλοφορήσει μέσα ἐδῶ. Ὅσο μείνετε ἐδῶ, διαβάσατέ το». Ἔτσι συνδράμετε τὸν ἄλλον στὸ νὰ σωθῇ. Εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα.
Ἀγαπητοί μου, ὁ πλοῦτος
τῆς ἀγάπης εἶναι δυσθεώρητος. Ὅπως καὶ ὁ Θεὸς εἶναι δυσθεώρητος. Συνθέτοντας
τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ 13ο κεφάλαιο στὴν Α΄ πρὸς
Κορινθίους ἐπιστολή του, σημειώνει: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται (:είναι
χρήσιμη, στὸν ἀδελφό, στὸν πλησίον), ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ (:δὲν ζηλεύει), ἡ ἀγάπη
οὐ περπερεύεται (:δὲν περιαυτολογεῖ), οὐ φυσιοῦται (:δὲν ὑπερηφανεύεται), οὐκ
ἀσχημονεῖ (:δὲν κάνει ἄσχημα πράγματα -ἰδίως ἀνάμεσα στοὺς συζύγους· νὰ τὸ
προσέξετε αὐτὸ· λὲς ὅτι ἀγαπᾶς τὴν σύζυγό σου, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς πράγματα ἄσχημα.
Μόνο μία κουβέντα θὰ πῶ κι ἐσεῖς θὰ καταλάβετε την ὅπως θέλετε. Νὰ βάλετε μία
ἐπιγραφὴ μέσα στὴν κρεβατοκάμαρά σας: «Ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ (:Ἡ ἀγάπη δὲν
κάνει ἄσχημα πράγματα. Τίποτα ἄλλο)- οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς (: Ἡ ἀγάπη δὲν ζητάει τὰ
δικά της. -Δὲν εἶναι φίλαυτη ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ γυρεύει τὸ συμφέρον τοῦ ἀλλουνοῦ)-, οὐ
παροξύνεται (:δὲν θυμώνει ἡ ἀγάπη), οὐ λογίζεται τὸ κακόν (: δὲν βάζει στὸ μυαλό
της τὸ κακό), οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ (:δὲν χαίρει γιὰ κάτι ποὺ εἶναι ἄδικο),
συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει (:πάντοτε σκεπάζει), πάντα πιστεύει,
πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει...».
Καὶ ὅπως συμπληρώνει ὁ
ἅγιος Κλήμης Ρώμης τὰ ἑξῆς: «Ἀγάπη κολλᾷ ἡμᾶς τῷ Θεῷ». Ἡ ἀγάπη μᾶς προσκολλᾶ
στὸν Θεό. Ξέρετε ὁ ἅγιος Κλήμης Ρώμης ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στοὺς Κορινθίους. Εἶναι
πολὺ παλαιὸς πατήρ, εἶναι τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. Κι ἐπειδὴ εἶχαν παρουσιασθεῖ
κάποια φαινόμενα δυσάρεστα ἐκεῖ εἰς τὴν Κόρινθον, στέλνει μία ἐπιστολή. Καὶ
τοὺς γράφει: «Ἀγάπη κολλᾷ ἡμᾶς τῷ Θεῷ (:Ἡ ἀγάπη μᾶς προσκολλᾶ στὸν Θεό. Ἀγάπη
καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν». «Οὐδὲν βάναυσον ἐν ἀγάπῃ (: Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ
βάναυσο στὴν ἀγάπη. Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν εἶσαι βάναυσος στὸν ἄλλον). Ἀγάπη σχίσμα
οὐκ ἔχει (:Ἡ ἀγάπη δὲν δημιουργεῖ σχίσματα, μαλώματα κ.λπ). Ἀγάπη οὐ στασιάζει
(:Ἡ ἀγάπη δὲν ἐπαναστατεῖ). Ἀγάπη πάντα ποιεῖ ἐν ὁμονοίᾳ (:Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ κάνει
μὲ ὁμόνοια). Ἐν τῇ ἀγάπῃ τελειώθησαν πάντες ἐκλεκτοὶ Θεοῦ (:Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν
ἀγάπη ὁλοκληρώθηκαν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ)».
Θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, ἀκόμη νὰ σᾶς πῶ, ...πολλὲς ἀξίες ἔγιναν ἀπαξίες καὶ πολλὰ γυαλιστερὰ πράγματα μαύρισαν, ἠμαυρώθησαν. Πολλὰ πῆραν ἀξία, πῆραν καὶ τιμὴ καὶ τὴν ἔχασαν. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐδέποτε ἐκπίπτει». Καὶ τοῦτο γιατί «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
- Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου