Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ»
[ἐκφωνήθηκε κατὰ τοὺς Α΄ Χαιρετισμούς, στὶς 21-3-1986]
Καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος, ἀγαπητοί μου, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, συχνοτάτη χρῆσις γίνεται μιᾶς πολὺ μικρᾶς εὐχῆς, συντάκτης τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Εἶναι ἡ ἑξῆς: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ εὐχὴ αὐτὴ εἶναι κατανυκτικοτάτη καὶ ἀποβλέπει εἰς τὴν νῆψιν τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅπως ἀντελήφθητε, ἀναφέρονται δύο ζεύγη παθῶν, ποὺ εἶναι ἡ ἀργία καὶ ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία καὶ ἡ ἀργολογία, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ζεύγη παθῶν, ζητᾶ ὁ ἱερὸς συντάκτης καὶ ὁ κάθε πιστὸς ποὺ ἀπαγγέλλει τὴν εὐχὴ αὐτήν, ὅπως ὁ Κύριος τὸν ἀπαλλάξει.
Ἀλλὰ ἀκολουθοῦν καὶ δύο ζεύγη ἀρετῶν· γιατί βλέπετε ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐκκοπὴ τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ φύτευσις τῶν ἀρετῶν. Δὲν μποροῦμε μόνο κατὰ ἀρνητικὸν τρόπον νὰ μείνομε στὴν πνευματικότητα, δηλαδὴ μόνο στὸ νὰ καθαρίσομε τὸν ἑαυτό μας, πρέπει καὶ νὰ ἐμπλήσουμε τὸν ἑαυτό μας· διότι ὁ ἐμπλησμὸς εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ μᾶς ἐμπλήσῃ, νὰ μᾶς γεμίσῃ, πρέπει νὰ δημιουργηθῇ ἕνας καθαρισμός. Συνεπῶς, θά ᾿τανε περίεργο πρᾶγμα νὰ καθαρίσω τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ μὴν τὸν ἐμπλήσω. Γιὰ νὰ καταλάβετε, νὰ μοῦ φέρουν ἕνα ποτήρι πολὺ καθαρό, μὰ τελείως καθαρό, ἀλλὰ ἄδειο. Τί ἔχω νὰ τὸ κάνω; Τὸ ζητῶ καθαρὸ ἀκριβῶς γιὰ νὰ γίνῃ μεταφορὰ νεροῦ νὰ τὸ πιῶ. Ἔτσι, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε ὅτι δὲν κάνω αὐτὴν καὶ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζομε ὅτι πρέπει νὰ γεμίσομε ἀπὸ ἀρετὲς καὶ κυρίως, οὔτε καὶ ὁ σκοπὸς εἶναι τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ ὁ σκοπὸς εἶναι διὰ τῶν ἀρετῶν νὰ ἐμπλησθοῦμε, νὰ γεμίσουμε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ ὁ τελικὸς σκοπός μας εἶναι νὰ γεμίσουμε ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ. Νὰ ἀποκτήσομε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Καὶ φυσικὰ ἡ διαδικασία
ποὺ ἀκολουθεῖται εἶναι ἡ κάθαρσις ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἡ ὁδὸς τὴν ὁποία θὰ
περπατήσομε, τῶν ἐντολῶν, γιὰ νὰ φτάσομε νὰ δημιουργήσομε τὶς κατάλληλες
προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀποκτήσομε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ κατακλείει μὲ
μία αἴτηση αὐτογνωσίας καὶ ἀκατακρισίας. «Νὰ μὴν κατακρίνω, Κύριε», λέγει, «τὸν
πλησίον μου, τὸν ἀδελφό μου», ἀλλὰ καὶ τοῦ «ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα» «καὶ νὰ
βλέπω τὶς δικές μου ἁμαρτίες, νὰ μὴν κάθομαι νὰ βλέπω τοῦ ἀλλουνοῦ». Καὶ τέλος
μὲ μία δοξολογία πρὸς τὸν Ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν.
Παλιότερα, σὲ μιὰ σειρὰ ἀκολουθιῶν κατὰ Παρασκευή, στὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον, εἴχαμε ἀναλύσει, θὰ ἐνθυμεῖσθε, τὰ δύο ζεύγη τῶν παθῶν. Τώρα, διὰ νὰ μὴν ἀφήσομε αὐτὴν τὴν τότε προσπάθεια ἡμιτελῆ, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὴν διαδρομὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ κατὰ Παρασκευή, κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, θὰ ἀναλύομε καὶ ἀπὸ μίαν ἀρετήν. Δηλαδὴ εἶναι ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Βέβαια, περιττὸ νὰ σᾶς πῶ, ὅτι αὐτὲς οἱ ἀρετὲς καθ’ ἑαυτὰς εἶναι... ἀπέραντες, ἔχουν βάθος καὶ πλάτος πολύ. Θὰ ἤθελε κανεὶς χρόνον πολὺ νὰ ἀναλύσῃ αὐτὲς τὶς μεγάλες ἀρετές. Ὅμως, δὲν θὰ γίνει τί ἄλλο παρὰ μιὰ προσπάθεια ὑπαινιγμῶν, μιὰ προσπάθεια ἐρεθισμάτων, διὰ νὰ ὑποκινηθοῦμε στὸ νὰ ἐφαρμόζουμε καὶ νὰ ζοῦμε αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ ἐργαζόμεθα αὐτὲς τὶς ἀρετές. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἕνεκα τῆς πεπτωκυίας του φύσεως λησμονεῖ καὶ πρέπει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀνανεώνομε, νὰ ὑπενθυμίζομε στὸν ἑαυτόν μας ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ὅτι πρέπει νὰ ἔχω ὑπομονή, ὅτι πρέπει νὰ σωφρονῶ κ.ο.κ.
Ἂν προσέξατε, λέγει: «Μὴ
μοῦ δώσεις, Κύριε, πνεῦμα ἀργίας, φιλαρχίας...». «Πνεῦμα». Θὰ λέγαμε ὅτι τόσο
στὶς κακίες, ὅσο καὶ εἰς τὶς ἀρετὲς ἡ εὐχὴ ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα». «Μὴ
μοῦ δώσεις ‘’πνεῦμα’’· ἀλλὰ δῶσε -πνεῦμα δηλαδή- ἀργίας. Δῶσ᾿ μου, ὅμως,
πνεῦμα ταπεινοφροσύνης». Τί εἶναι αὐτὸ τὸ «πνεῦμα»; Πρόκειται περὶ μιᾶς
ἀφηρημένης ἐκφράσεως, ὅπως θὰ λέγαμε: «ἡ ἰδέα τοῦ καλοῦ»; Αὐτὸ ποὺ λέμε «ἡ ἰδέα
τοῦ καλοῦ» γιὰ μιὰ στιγμή, ἂν εἴμεθα ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, προσέξτε, ἔξω ἀπὸ τὸν
Θεό, τότε εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια. Λέμε «ἡ ἔννοια ἢ ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης».
Ὁπωσδήποτε εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ λέμε πνεῦμα ἀργίας ἢ
πνεῦμα ταπεινοφροσύνης ἢ σωφροσύνης, εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔκφρασις; Μιᾶς
πραγματικότητος; Ὄχι. Εἶναι μία πραγματικότης.
Συγκεκριμένα, στὸ πνεῦμα τῶν παθῶν ὅταν λέμε «Μὴ μοῦ δώσεις πνεῦμα ἀργίας», ἐδῶ τὸ πνεῦμα ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ πονηρὸν πνεῦμα. Δηλαδὴ πρόκειται περὶ πονηροῦ πνεύματος. Καί, ὅπως παραδείγματι, λέμε «πνεῦμα πλάνης». Δηλαδὴ «δαίμων, ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει τὴν πλάνη». Ἢ λέμε «πνεῦμα ἀσθενείας». Σᾶς θυμίζω τὴν περίπτωση τῆς συγκυπτούσης γυναικός. Ὅταν ὁ Κύριος τὴν ἐθεράπευσε μέσα εἰς τὴν Συναγωγήν, τί εἶπε; Ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶχε, λέγει, πνεῦμα ἀσθενείας. Συγγνώμη· ὁ εὐαγγελιστὴς λέγει: «Εἶχε πνεῦμα ἀσθενείας». Καὶ ὁ Κύριος ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ «πνεῦμα ἀσθενείας». «Αὐτὴν ποὺ ἔδεσε ὁ σατανᾶς 18 ὁλόκληρα χρόνια». Ὥστε, λοιπόν, τὸ πνεῦμα τῆς ἀσθενείας δὲν εἶναι παρὰ ὁ σατανᾶς, εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι ὁ δαίμων, ὁ ὁποῖος ἔρχεται καὶ δημιουργεῖ μίαν κατάστασιν.
Ὅταν, ὅμως, λέμε ἐδῶ: «Μὴ
μοῦ δώσεις, Κύριε, πνεῦμα ἀργίας». Ὁ Θεὸς δίνει τὸ πονηρὸ πνεῦμα; -ἴσως κάποιος
νὰ νομίσῃ. Θὰ τὸ ἑρμηνεύαμε ἔτσι: «Μὴν ἐπιτρέψεις, ἕνεκα τῆς κακοκεφαλιᾶς μου
καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μου καὶ τῆς ἐπιμονῆς μου εἰς τὴν ἁμαρτία, μὴν ἐπιτρέψεις νὰ μὲ
κατακυριεύσῃ πνεῦμα, δηλαδὴ δαιμόνιον, ἀργίας, φιλαρχίας κ.ο.κ». Πρόκειται,
λοιπόν, περὶ δαιμονίων, διότι καὶ ἄλλοτε σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάθε πάθος
ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ δαίμονες, ἀπὸ δαίμονα. Λέμε: «ὁ δαίμων τῆς πορνείας». Δὲν
λέμε ἁπλῶς «τὸ πάθος τῆς πορνείας», ἀλλὰ «ὁ δαίμων τῆς πορνείας». Τὸ πάθος
εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο μέσα, ἀπὸ τὴν χρονίζουσα ἁμαρτία. Ὁ
δαίμων τῆς πορνείας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑποκαίει τὸ πάθος, νὰ ὑφίσταται καὶ
νὰ μὴ φεύγῃ. Ἀναρριπίζει, θὰ λέγαμε, τὴν φωτιὰ τοῦ πάθους, ὁ δαίμων, αὐτὸς ὁ
εἰδικὸς δαίμων, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπὶ τοῦ ἁμαρτήματος τῆς πορνείας.
Ὅπως καὶ ἀντιστρόφως, ἢ
ἀντιστοίχως, ὅταν λέμε στὶς ἀρετές, πνεῦμα σωφροσύνης, «Δῶσ’ μου, Κύριε», λέει,
«πνεῦμα σωφροσύνης», ἂν θέλετε, «πνεῦμα σοφίας» ποὺ λέγει ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἢ
ἀκριβέστερα, ποὺ ἔχει τρία χαρακτηριστικὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Β΄ πρὸς
Τιμόθεον ἐπιστολή του, 1,7: «Πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ», λέγει
ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Πνεῦμα δυνάμεως», ἐπαναλαμβάνεται αὐτὸ τὸ «πνεῦμα ἀγάπης»,
ἐπαναλαμβάνεται «πνεῦμα σωφρονισμοῦ». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Θὰ πεῖ: Καὶ ἐδῶ τὸ πνεῦμα
ἀντιπροσωπεύεται· ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν λέμε «πνεῦμα ἀγάπης», τί
σημαίνει; Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπη, νὰ μοῦ τὴν δώσῃ ἐμένα. Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ταμειοῦχον τῆς σωφροσύνης, νὰ μοῦ δώσῃ τὴν σωφροσύνη. Τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ εἶναι ταμειοῦχον τῆς δυνάμεως, νὰ μοῦ ἐξορίσῃ τὴν δειλίαν
καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ἀνδρεία, νὰ μοῦ δώσῃ τὴν δύναμιν, νὰ μοῦ δώσῃ τὸν
ἀνδρισμόν. Νὰ ἀνδρίζομαι. Ὥστε, λοιπόν, βλέπομε ἐδῶ ὅτι ὅταν λέμε «πνεῦμα
σωφροσύνης», εἶναι ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τὶς ὁποῖες ζητοῦμε νὰ μᾶς τὶς
δώσῃ ὁ Θεός.
Συνεπῶς, στὴν προσευχὴ αὐτὴν τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ὅταν λέμε «πνεῦμα ἀργίας μὴ μοι δῷς», σημαίνει «διῶξε μακριά μου τὸν δαίμονα, μὴν ἐπιτρέψεις νὰ μὲ πλησιάσῃ, ἀλλὰ δῶσ’ μου πνεῦμα σωφροσύνης». Δηλαδὴ «στεῖλε τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο νὰ μοῦ δώσῃ τὴ σωφροσύνη κ.λπ.». Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν μποροῦμε ἀπολύτως, μὰ ἀπολύτως τίποτε νὰ ἐπιτύχουμε. Κι ὅταν λέμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ χωρὶς τὸν Υἱόν, καὶ χωρὶς τὸν Πατέρα. Ἀκούσατε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ σήμερα, τώρα, πρὸ ὀλίγου, ὅτι «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». «Γιατί χωρὶς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε». Ἔτσι, οὔτε χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε χωρὶς τὸν Υἱόν, οὔτε χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν μποροῦμε, μὰ δὲν μποροῦμε ἀπολύτως τίποτε νὰ ἐπιτύχουμε. Κι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι κάτι πετυχαίνομε ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς φύσεώς μας ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, θὰ λέγαμε ὅτι αὐτὸ τελικὰ δὲν θὰ τελεσφορήσῃ, ἢ θὰ μείνῃ αὐτόνομο καὶ θὰ καταστραφῇ.
Καὶ ἐρχόμεθα, ἀγαπητοί
μου, νὰ ἰδοῦμε αὐτὴν τὴν θαυμασίαν ἀρετήν, ποὺ λέγεται σωφροσύνη. «Πνεῦμα δὲ
σωφροσύνης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». «Χάρισέ μου σὲ μένα τὸν δοῦλο Σου, Κύριε
καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα σωφροσύνης». Ἡ σωφροσύνη, ἀγαπητοί, εἶναι μία
σπουδαιοτάτη ἀρετὴ· ποὺ τὴν εἶχε ἤδη ἐκτιμήσει καὶ ὁ ἀρχαῖος ἐθνικὸς κόσμος. Οἱ
ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν συναριθμοῦσαν μὲ τὶς τρεῖς μεγάλες κεφαλαιώδεις ἀρετές, τῆς
φρονήσεως καὶ τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὲς οἱ τέσσερις μεγάλες
ἀρετές, τὶς ὁποῖες ἀρετὲς υἱοθέτησαν καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀπὸ
τὶς ὁποῖες τέσσερις μεγάλες ἀρετὲς ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές,
κατανεμόμενες εἰς τὶς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν νόηση, τὴν βούληση καὶ τὸ
συναίσθημα.
Ἡ ἔννοια τῆς σωφροσύνης
κατὰ τὴν διαδρομὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τῆς πολυπαθήτου ἑλληνικῆς γλώσσης, τῆς
πολυπαθήτου ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀπέκτησε μία διαφοροποιημένη ἔννοια. Ἡ ἀρχική
της σημασία ἐταυτίζετο μὲ τὴν φρόνησιν. Δηλαδὴ ὅ,τι λέει ἡ λέξις: σωφροσύνη. Θὰ
τὸ δοῦμε παρακάτω. Καὶ ἐταυτίζετο μὲ τὴν φρόνησιν. Τὴν συναντοῦμε ἔτσι στὸν
Ὅμηρο. Ἐπὶ παραδείγματι βρίσκομε τὴν φράσιν «ἔχειν τὰς φρένας ὑγιεῖς». Δηλαδὴ
τὸ νὰ ἔχῃ κανείς τὶς φρένες του, τὸ μυαλό του, νὰ τό ᾿χῃ ὑγιές. Συνεπῶς ἡ
σωφροσύνη ἐταυτίζετο μὲ τὴν φρόνησιν. Ἀργότερα, στὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνος,
ἐταυτίζετο μὲ τὴν ἐγκράτειαν· μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ μὲ τὴ νηφαλιότητα. Βρίσκομε
στὸν Πλάτωνα, ἐπὶ παραδείγματι, «τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν». Εἰς τὸν
Ἀριστοτέλην, τὸ «κρατεῖν περὶ τὰς γυναίκας», δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν πλησιάζῃ κανεὶς
τὴν ἀνηθικότητα. Αὐτὸ ἦτο ἡ σωφροσύνη. Συνεπῶς, βλέπομε ὅτι ἡ ἀρχικὴ σημασία
τῆς λέξεως «σωφροσύνη» ἦτο ἡ φρόνησις.
Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι στοὺς
Πατέρες συναντοῦμε τὴν ἔννοια αὐτὴ ἄλλοτε ὡς φρόνηση καὶ ἄλλοτε ὡς σωφροσύνη,
ἐγκράτεια δηλαδή, ὅπως θὰ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω, ὅπως καὶ σὰν διάκριση, κ.ο.κ. θὰ
τὸ ἰδοῦμε. Τί βλέπουμε λοιπὸν ἐδῶ; Ὅτι θά ᾿τανε μιὰ ἀδικία, πραγματικά, αὐτῆς
τῆς θαυμαστὴς ἀρετῆς, τῆς σωφροσύνης, νὰ τὴν περιορίσουμε μόνο στὰ στενὰ ὅρια
τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἁγνότητος καὶ τῆς νηφαλιότητος. Γιὰ νὰ μὴν τὴν ἁπλώσουμε
καὶ εἰς τὴν φρόνησιν, δηλαδὴ σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε «φρονιμάδα». Σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε
«μυαλοσύνη». Νὰ εἶναι κανεὶς σώφρων.
Πράγματι, βρίσκομε ὅτι
σωφροσύνη θὰ πῇ «ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας», καὶ τοῦτο παράγεται ἀπὸ τὸ σῶς,
φρήν. Φρήν, τῆς φρενὸς ἢ τοῦ φρενός, ὁ φρήν - τοῦ φρενός, οἱ φρένες, δηλαδὴ τὸ
μυαλό. Συνεπῶς, σῶες, δηλαδὴ ὁλόκληρες τὶς φρένες, δηλαδὴ χωρὶς νὰ ἔχω
διαλείψεις, ποὺ νὰ σκέπτομαι ὄχι σωστά. Δηλαδὴ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ σκέπτομαι
μυαλωμένα. Νὰ μὴν ἔχω διαλείψεις μὴ φρονήσεως, μὴ μυαλοσύνης. Αὐτὸ εἶναι πάρα
πολὺ σπουδαῖο. Εἶναι τὸ ἀντίθετο, ἀγαπητοί μου, τοῦ ἄφρονος, τοῦ μωροῦ, τοῦ
ἀνοήτου. Κι ἂν τὸ θέλετε, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Κύριος εἶπε γιὰ τὸν ἄφρονα
πλούσιον, ποὺ ἦταν ἄφρων· τί θὰ πεῖ «ἄφρων»; Ἦταν ἄμυαλος· δηλαδή, μὴ
προνοητικός. Πρό-νοητικός. Νόησις. Πρό-νοητικός, ἄφρων. Σὲ τί δὲν ἦτο
προνοητικός; Εἰς τὴν σωτηρίαν του. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη λέγει: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδία αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». «Εἶπεν ἄφρων, δὲν ὑπάρχει Θεός». Δηλαδή, ἄμυαλος
ἄνθρωπος. Ἀσύνετος ἄνθρωπος. Ἄ, ὥστε, λοιπόν, ἐκεῖνος ποὺ λέγει «Δὲν ὑπάρχει
Θεὸς» εἶναι ἄμυαλος; Μάρτυς ἡ Γραφή. Εἶναι ἄμυαλος; Ναί, ἄμυαλος. Κουκούτσι
μυαλὸ δὲν ἔχει αὐτὸς ποὺ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός! Μὰ κουκούτσι μυαλὸ δὲν
ἔχει! Ἔχει μωρία καὶ τυφλότητα ἀπέραντη!
Ἀλλὰ τί βλέπει κανείς; Ἡ
ἔλλειψη τῆς φρονήσεως, δηλαδὴ τῆς σωφροσύνης, γεννάει τὴν ἀθεΐα. Καὶ εἶναι αὐτὸ
πάρα πολὺ χαρακτηριστικό. Καὶ συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι σώφρων. Δηλαδὴ
φρόνιμος. Πάντα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «μυαλωμένος». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ἀγαπητοί
μου, κάποτε ἐπέπληξε τὴν ἀνοησία τῶν μαθητῶν. Καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς
ἀσύνετοι ἐστέ;». «Ὥστε κι ἐσεῖς», λέει, «εἴσαστε ἄμυαλοι;». Ἢ ἀκόμη τί εἶπε,
παρακαλῶ, στοὺς δύο πρὸς Ἐμμαούς; Τοὺς εἶπε: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδὶᾳ»·
«Βραδυκίνητοι στὸ μυαλό σας», δηλαδὴ ἄμυαλοι, δύο μὴ σώφρονες. Τοὺς ἤλεγξε. Ὁ
Θεὸς μᾶς θέλει μὲ μυαλό. Καὶ τὸ μυαλό μας νὰ μὴν ἔχῃ διαλείψεις. Τὸ μυαλό μας
νὰ εἶναι πάντοτε εἰς ἀκμαιότητα. Τὸ μυαλό μας νὰ εἶναι πάντοτε ἐν ἐνεργείᾳ. Καὶ
πάντοτε νὰ κρίνῃ καὶ νὰ σκέπτεται ὀρθὰ περὶ τὰ συμφέροντα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπήνεσε τὸν φρόνιμον οἰκονόμον τῆς παραβολῆς. «Ποιός», λέει, «θὰ βρεθῇ φρόνιμος καὶ πιστός -ἀξιόπιστος- οἰκονόμος;». Γι᾿ αὐτὸ, ἀγαπητοί μου, μὲ κάθε τρόπον πρέπει νὰ διατηροῦμε, ἀντὶ πάσης θυσίας, αὐτὴν τὴν σωφροσύνην, τὴν ὁποία τὴν προσβάλλουν -μὴν τὸ ξεχνοῦμε- τὴν προσβάλλουν τὰ πάθη. Διότι τὰ πάθη ἔρχονται καὶ τελικὰ θολώνουν τὸ μυαλὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος εἶπε εἰς τοὺς Φαρισαίους: «Μωροὶ καὶ τυφλοί». Τοὺς εἶπε μωροὺς καὶ τυφλούς. Μωρία στὸ μυαλό. Τύφλωση στὸ μυαλό. «Κύριε», λέγει, «μᾶς λὲς τυφλούς;». Διότι εἶπε ὁ Κύριος, οἱ τυφλοί, σ’ αὐτό, λέει, ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ δημιουργήσῃ κρίση. Δηλαδή, οἱ τυφλοὶ νὰ ἀνοίγουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ βλέπουν. Κι αὐτοὶ ποὺ εἶναι ὑγιεῖς στὰ μάτια, νὰ μένουν τυφλοὶ καὶ νὰ μὴ βλέπουν. «Καὶ μᾶς λὲς τυφλούς;». «Ναί», τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, «μωροὺς καὶ τυφλοὺς» τοὺς Φαρισαίους. Δηλαδὴ εἶχαν ἔλλειψη φρονήσεως· σωφροσύνης, μὲ τὴν ἔννοια τῆς φρονήσεως.
Ἀλλὰ ἡ σωφροσύνη, ἀγαπητοί
μου, ὡς ἐργασία τοῦ νοῦ, ἔρχεται καὶ εἰς τὸν τομέα τῆς διακρίσεως. Τί θὰ πῇ
«διάκρισις»; Λέγει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Σωφροσύνη ἐστί, φρόνημα σῶον
-ὁλόκληρο φρόνημα, σωστό-, ἤγουν ἀνελλιπές -δηλαδὴ χωρὶς ἐλλείψεις, χωρὶς
διακοπές, ἀνελλιπές- καὶ οὔτε πρὸς ἀκολασίαν ἐκκλίνειν ἐᾷ, τὸν ἔχοντα ταύτην,
οὔτε πρὸς ἠλιθιότητα, ἀλλὰ τὰ συλλεγόμενα καλὰ ἐκ τῆς φρονήσεως φυλάττει καὶ
ἀποβάλλει πάντα τὰ χείρονα καὶ συνάγει πρὸς ἑαυτὴν τὸν λογισμὸν καὶ δι’ ἑαυτῆς
ἀνάγει πρὸς τὸν Θεὸν· δίχα δὲ ταύτης, οὐ φυλλάττεται τί ἀγαθὸν, κἂν γένηται
ἴσως, διότι μὴ οὔσης σωφροσύνης ἢ ἄνω φέρεται τὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς ἢ κάτω» -τὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς, βούλησις, συναίσθημα, νόησις- ἢ πάνω, λέει, ἢ κάτω·
δηλαδὴ ἀναποδογυρίζεται ἡ ψυχή. Πότε; Ὅταν δὲν ὑπάρχει σωφροσύνη· ἡ ὁποία,
λέει, διακρατεῖ καὶ διακρίνει τὰ πάντα. Δὲν σᾶς κάνω πιὸ πολλὴ ἑρμηνεία, γιατί
δὲν ὑπάρχει χρόνος.
Ἀλλά, ἀκόμα, ἡ σωφροσύνη τώρα στὴν τρέχουσα σημασία καὶ στὴ σύγχρονη σημασία ὡς ἁγνότης καὶ ὡς ἐγκράτεια. Εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἀγαπητοί μου, ἐν εὐρείᾳ καὶ στενὴ σημασία. Εἶναι ἡ ἁγνότης ἐν εὐρείᾳ καὶ στενὴ σημασία. Γι᾿ αὐτὸ, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο: «Σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει». «Νὰ φυλάττῃς τὸν ἑαυτόν σου ἁγνό». Ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ἢ ὅπως γράφει στοὺς Φιλιππησίους: «Ὃσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ταῦτα λογίζεσθε». «Ὅσα ἁγνά· ταῦτα λογίζεσθε, αὐτὰ νὰ σκέπτεστε». Ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ὅ,τι εἶναι ἁγνὸ καὶ ἐγκρατές, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ.
Ἀλλὰ ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, μὲ
τὴ στενὴ σημασία τῆς λέξεως «σωφροσύνη» εἶναι ἡ παρθενία πρὸ τοῦ γάμου, νὰ μὴν
πέσῃς στὴν ἀνηθικότητα μέχρι τὴν στιγμὴ τοῦ γάμου· ὄχι μέχρι τὴν στιγμὴ τοῦ
ἀρραβῶνος, ἀλλὰ μέχρι τὴν στιγμὴ τοῦ γάμου! Ὁ ἀρραβὼν δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι,
γιὰ νὰ χάσουμε ἐκεῖ ἀκριβῶς τὴν ἁγνότητά μας, ἀλλὰ μέχρι τὴ στιγμὴ τοῦ γάμου
χρειάζεται παρθενία καὶ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἁγνότης μέσα εἰς τὸν γάμον, διὰ νὰ μὴν
ὑπάρξῃ κάτι δυσάρεστον. Δηλαδὴ ἐξορίζει ἡ σωφροσύνη πρὸ τοῦ γάμου, τὴν
πορνείαν καὶ μετὰ τὸν γάμον, τὴν μοιχείαν. Αὐτὰ τὰ ἐξορίζει. Καὶ περιφρουρεῖ τὸν
ἄνθρωπον πραγματικά.
Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, τὴ
στενὴ ἔννοια, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἁγνεία ἐστὶν ἀσωμάτου
φύσεως οἰκείωσις». Τί εἶναι ἁγνεία; «Ἁγνεία», λέει, «εἶναι τὸ νὰ οἰκειοῦσαι τὴν
ἀσώματην φύσιν», δηλαδὴ τοὺς ἀγγέλους. «Ἁγνεία ἐστὶν οἶκος Χριστοῦ ἐπέραστος
καὶ οὐρανὸς καρδίας ἐπίγειος». Τί εἶναι ἁγνεία; «Εἶναι ἀξιαγάπητο σπίτι τοῦ
Χριστοῦ, ‘’οἶκος Χριστοῦ ἐπέραστος’’, ἀξιαγάπητο σπίτι τοῦ Χριστοῦ· ἀγαπάει νὰ
μένῃ ἐκεῖ, στὶς ἁγνὲς ψυχὲς καὶ στὰ ἁγνὰ σώματα ὁ Χριστός». Καὶ «οὐρανὸς καρδίας
ἐπίγειος». «Καὶ εἶναι ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς ἡ ἁγνότητα». «Ἁγνεία ἐστὶν ἡ
ὑπερφυὴς ἄρνησις τῆς φύσεως καὶ σώματος φθαρτοῦ καὶ θνητοῦ παράδοξος, ὄντως
πρὸς ἀσωμάτους ἅμιλλα». Τί εἶναι ἡ ἁγνεία; «Εἶναι ἡ ὑπερφυής, ἡ ὑπερφυσική -δηλαδή- ἄρνησις τῆς φύσεως. Καὶ τοῦ θνητοῦ τούτου καὶ φθαρτοῦ σώματος, τὸ
ὁποῖο ἔχομε, ποὺ ἁμιλλᾶται, παραβγαίνει, μὲ τὶς ἀσώματες φύσεις, τοὺς
ἀγγέλους».
Ὁ ὅσιος Θεόγνωστος γράφει
τὰ ἑξῆς: «Ἄσπασαι τὴν ἁγνείαν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἵνα γὲνῃ ναὸς Θεοῦ καὶ οἶκος
ἐπέραστος. Ἀδύνατον γὰρ, σωφροσύνης χωρὶς, προσοικειωθῆναι Θεῶ». «Νὰ ἀσπαστῇς
τὴν ἁγνείαν σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ καὶ νὰ τὴν κρατήσῃς γιὰ νὰ γίνει οἶκος Θεοῦ,
κατοικία Θεοῦ». Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δὲν γνωρίζετε -Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ
σώματα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν;» κ.λπ. Καὶ λοιπόν;- «Καὶ
ἔτσι», λέγει, «σοῦ λέγω ὅτι εἶναι ἀδύνατον χωρὶς τὴν σωφροσύνη νὰ προσοικειωθῇ
κανεὶς τὸν Θεό». Μ᾿ ἄλλα λόγια, ἄν, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχομε σωφροσύνη, ὁ Θεὸς
δὲν ἔρχεται μέσα μας. Αὐτὸ νὰ τὸ γνωρίζουμε. Δὲν ἔρχεται μέσα μας. Κι ἂν ἔρθει;
Θὰ ἀφήσῃ μπιλιέτο-στιλέτο. Μπιλιέτο-στιλέτο. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ. Ἐὰν μὲ τὸ ζόρι
Τὸν πάρουμε, διὰ τῆς Θείας Κοινωνίας.
Πῶς θὰ μπορούσαμε, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀποκτήσουμε αὐτήν τήν «ἐπέραστον ἀρετήν», τὴν σωφροσύνην; Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρωμαῖος, ὁ Κασσιανός: «Οὐχ ἱκανὴ ὑπάρχει μόνη ἡ σωματικὴ νηστεία (:Δὲν ἔρχεται μόνη ἡ σωματικὴ νηστεία -ἡ ὁποία εἶναι ἐπιβεβλημένη) πρὸς κτῆσιν τῆς τελείας σωφροσύνης καὶ ἀληθοῦς καρδίας, εἰ μὴ καὶ συντριμμὸς γένηται καρδίας (:νὰ συντριβῇ ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν) καὶ εὐχὴ -δηλαδὴ προσευχὴ- πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενὴς καὶ πυκνὴ τῶν Γραφῶν μελέτη (:πυκνὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς) καὶ κάματος -θὰ δουλέψῃς, θὰ ἐργαστῇς, καὶ πνευματικὰ καὶ σωματικά- καὶ ἐργόχειρον -διότι, ἰδίως στοὺς νεοτέρους, ἡ διοχέτευσις δυνάμεων σὲ ἔργα χειρωνακτικὰ εἶναι ὠφελιμοτάτη. Γιατί ἕνας νέος ποὺ κάθεται καὶ δὲν κάνει τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸν δαίμονα τῆς ἀνηθικότητος- Πρὸ δὲ τούτων, συμβάλλεται ταπείνωσις ψυχῆς (:Πρὸ δὲ αὐτῶν, συμβολὴ σπουδαία ἔχει ἡ ταπείνωσις τῆς ψυχῆς. Ἂν δὲν εἶσαι ταπεινός, δὲν πετυχαίνεις τὴν ἁγνότητα). «Προηγουμένως τοίνυν χρὴ πᾶσι τηρεῖν τὴν καρδίαν ἀπὸ ῥυπαρῶν λογισμῶν (: Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ ρυπαρὲς σκέψεις· διότι αὐτὲς προδίδουν τελικὰ τὴν ὅλη μας ὑπόθεση)».
Ἀλλὰ θαυμαστή,
θαυμαστοτάτη μέθοδος, εἶναι ἐκείνη ποὺ λέγει δύσκολη, εἶναι ὑψηλὴ μέθοδος,
εἶναι ἐκείνη ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἁγνὸς ἐστὶν ὁ ἔρωτι ἔρωτα
διακρουσάμενος καὶ πῦρ πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας (: Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν
ἕνα ἔρωτα πρὸς τὸν Θεὸ ἀπέκρουσε τὸν ἄλλον ἔρωτα, τὸν σαρκικόν, καὶ ἔσβησε τὸ
πῦρ τοῦ πάθους μὲ τὸ ἄϋλον πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)».
Κατ᾿ ἐκλογήν, ἀγαπητοί μου,
ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, μερικὲς συμβουλὲς του, σὲ ἀπόδοση σύγχρονη:
«Μὴν ἐμπιστευτεῖς στὴ ζωή σου τὸ πήλινο σῶμα καὶ μὴν ξεθαρρέψῃς μαζί του,
μέχρις ὅτου συναντήσεις τὸν Χριστό. Ἂν θὰ ζήσῃς 110 χρόνια, θὰ φυλᾶς τὸν ἑαυτό
σου ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας 110 χρόνια! -Μὴν σᾶς κάνει ἐντύπωση. Δηλαδή,
μόνο ὁ ταπεινὸς σώζεται σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅτι μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ 110
χρονῶν-. Ὅποιος ἀποφάσισε νὰ πολεμήσῃ, νὰ νικήσῃ τὴ σάρκα του μὲ τὶς δικές
του δυνάμεις, ἄδικα τρέχει. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν γκρεμίσει τὸν οἶκο τῆς σαρκὸς καὶ
δὲν οἰκοδομήσει τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς, ἄδικα ἀγρύπνησε καὶ ἐνήστευσε αὐτὸς ποὺ
ἀπεφάσισε νὰ γκρεμίσῃ τὸν οἶκον».
Ἄλλο: «Ὅταν αἰσθανθεῖς πειρασμό, ἀναπήδησε γρήγορα. Ἂν μπορεῖς, κρύψου γιὰ λίγο μυστικά, ἀνύψωσε τοὺς ψυχικούς σου ὀφθαλμούς -ἂν σοῦ εἶναι δυνατόν- εἰδεμή, ἀνύψωσε τοὺς σωματικούς. Σταύρωσε τὰ χέρια σου ἀκίνητα, ὥστε μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ νὰ καταισχύνῃς καὶ νὰ νικήσῃς τὸν Ἀμαλήκ. Φώναξε δυνατὰ πρὸς τὸν δυνάμενον νὰ σὲ σώσῃ. Ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένες φράσεις, ἀλλὰ μὲ ταπεινὰ λόγια, ἀρχίζοντας ἐν πρώτοις μὲ τό ‘’Ἐλέησόν με, ὅτι ἀσθενὴς εἰμί ’’. Τότε θὰ αἰσθανθῇς τὴν δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ θὰ ἀποδιώξῃς τοὺς ἀοράτους ἀοράτως μὲ ἀόρατη βοήθεια. Ποιός νίκησε τὸ σῶμα; Αὐτὸς ποὺ συνέτριψε τὴν καρδιά. Καὶ ποιός συνέτριψε τὴν καρδιά; Αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε τὸν ἑαυτόν του. Γιατί πῶς νὰ μὴ συντριβῇ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέθανε ὡς πρὸς τὸ θέλημα τῆς σαρκός;». Ἔτσι, σταχυολογῶντας μερικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος.
Ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος
Ἐφραίμ, μὲ πόνο ψυχῆς, ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ σωφροσύνη, ποὺ εἶναι τὸ ὑπόβαθρον
τῶν λοιπῶν ἀρετῶν. Ὅποιος φύλαξε μέχρι τώρα -ἐπιτρέψατέ μου νὰ σᾶς πῶ- τὴν
σωφροσύνη του, ἂς τὴν περιφρουρήσει μὲ πολλὴ πολλὴ ταπείνωση, σὰν τὸν πιὸ
πολύτιμο θησαυρό του. Ὅποιος τὴν ἔχασε τὴν σωφροσύνη του, μὲ πολλὴ πολλὴ
ταπείνωση, μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, ἂς προσπαθήσει νὰ τὴν ἐπανεύρῃ.
Δυὸ σπουδαῖα ἀναστήματα ὀρθώνονται μπροστά μας πρὸς μίμησιν. Ὁ Ἰωσήφ, στοὺς ἄνδρες. Ἡ Σωσάννα, στὶς γυναῖκες. Ἂν πάλι κάποιος -γιατί καὶ οἱ δυὸ ὑπῆρξαν ἁγνοὶ ἄνθρωποι-, ἂν πάλι κάποιος ἔχασε τὴν ἁγνότητά του καὶ τὴν σωφροσύνη του, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶναι θαυμάσιο παράδειγμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσῃ πολλοὺς νὰ ἐπανεύρουν, χωρὶς ἀπελπισία, τὴ χαμένη τους σωφροσύνη. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἀγὼν εἶναι σκληρός. Ὅταν ὅμως τηρηθοῦν οἱ κανόνες του, δηλαδὴ οἱ προϋποθέσεις του, δηλαδὴ ἔχουμε...[δυστυχῶς, στὸ σημεῖο αὐτό, στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας, ἔχει γίνει ἀπότομη διακοπὴ τῆς ἠχητικῆς καταγραφῆς της, καθὼς προφανῶς τελείωσε ἡ κασέτα...].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια της ομιλίας
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_023.mp3
________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν μποροῦμε ἀπολύτως, μὰ ἀπολύτως τίποτε νὰ ἐπιτύχουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήἈκούσατε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ σήμερα, τώρα, πρὸ ὀλίγου, ὅτι «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». «Γιατί χωρὶς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε».
Ἔτσι, οὔτε χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε χωρὶς τὸν Υἱόν, οὔτε χωρὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν μποροῦμε, μὰ δὲν μποροῦμε ἀπολύτως τίποτε νὰ ἐπιτύχουμε.
Κατ᾿ ἐκλογήν, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, μερικὲς συμβουλὲς του, σὲ ἀπόδοση σύγχρονη:
«Μὴν ἐμπιστευτεῖς στὴ ζωή σου τὸ πήλινο σῶμα καὶ μὴν ξεθαρρέψῃς μαζί του, μέχρις ὅτου συναντήσεις τὸν Χριστό.
Ἂν θὰ ζήσῃς 110 χρόνια, θὰ φυλᾶς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας 110 χρόνια!
-Μὴν σᾶς κάνει ἐντύπωση.
Δηλαδή, μόνο ὁ ταπεινὸς σώζεται σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅτι μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ 110 χρονῶν.
Ὅποιος ἀποφάσισε νὰ πολεμήσῃ, νὰ νικήσῃ τὴ σάρκα του μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ἄδικα τρέχει.
Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν γκρεμίσει τὸν οἶκο τῆς σαρκὸς καὶ δὲν οἰκοδομήσει τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς, ἄδικα ἀγρύπνησε καὶ ἐνήστευσε αὐτὸς ποὺ ἀπεφάσισε νὰ γκρεμίσῃ τὸν οἶκον».
«Για όλους τους ανθρώπους είναι όλα δυνατά. Εγώ μπορώ να κάνω εγκλήματα;
Γιατί δεν μπορώ να κάνω;
Εάν με εγκαταλείψει η Χάρις του Θεού, αν, αν, γιατί δεν μπορώ να κάνω;».
Γι'αυτό τον λόγο ας λέμε:
«Όλα μπορώ να τα κάνω. Μόνο η Χάρις του Θεού αν με φυλάξει, τότε δεν θα κάνω εκείνα τα οποία σήμερα βλέπω στον άλλον και τρομάζω».
Στον εγωιστή πείτε ό,τι θέλετε. Δεν βλέπει τίποτα. Ο εγωιστής είναι τυφλός. Είναι τυφλός.
Όπως και αυτός που δεν έχει αγάπη είναι τυφλός, κι αυτός που δεν έχει ταπείνωση είναι τυφλός.
Πείτε του ό,τι θέλετε. Δεν βλέπει. Δεν σας κοροϊδεύει. Δεν βλέπει!
Δυστύχημα…