ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ»
[ἐκφωνήθηκε κατὰ τοὺς
Β΄ Χαιρετισμούς, στὶς 28-3-1986]
Μιὰ δευτέρα ἀρετή, ἀγαπητοί μου, μετὰ ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, ποὺ γίνεται αἴτημα εἰς τὴν γνωστὴν μικρὰν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου, εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Λέγει ὁ ἅγιος πατήρ: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, στὴ σειρὰ ἔχομε νὰ ἀναλύσομε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν πολυπόθητον ἀρετὴν τῆς ταπεινοφροσύνης. Τί νὰ ποῦμε γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετή; Τί ἄλλο; Ἀπὸ τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ του Σύρου ποὺ λέγει: «Θέλω, νὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί, καὶ νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀλλὰ γεμίζω ἀπὸ φόβο, ὅπως γεμίζει ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει ὅτι πρόκειται νὰ μιλήσῃ γιὰ τὸν Θεὸ μὲ τὴ δική του σκέψη. Κι αὐτὸ γιατί ἡ ταπείνωσις εἶναι στολὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Λόγος ποὺ ἐνηνθρώπησε, αὐτὴν ἐνεδύθη καὶ μ᾿ αὐτήν μᾶς μίλησε. Κι ὅποιος τὴν ντύνεται αὐτὴ τὴν στολή, ἀληθινὰ ἐξομοιώνεται μὲ Ἐκεῖνον ποὺ κατέβη ἀπὸ τὸ ὕψος Του καὶ κάλυψε τὴν ἀρετήν τῆς μεγαλοσύνης Του καὶ σκέπασε τὴν δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη».
Ἔτσι, ἀγαπητοί, ἡ
ταπείνωσις εἶναι ἕνας θησαυρός, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἕνας
θησαυρὸς κλειδωμένος. Μὲ ἐντελῶς ἄγνωστη γεύση. Μόνο μιὰ ἐπιγραφὴ ὑπάρχει ἀπ᾿
ἔξω, λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ, ποὺ γράφει: «Ἡ ἁγία ταπείνωσις». Ἀλλὰ κι αὐτή, ὅμως,
μένει ἀκατανόητος καὶ δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ
κλειδωμένου θησαυροῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ταπείνωσις ἐστὶν ἀνώνυμος
χάρις ψυχῆς, μόνης ἐνώνυμος τοῖς πεῖραν εἰληφόσιν, ἄφραστος πλοῦτος, Θεοῦ
ὀνομασία καὶ χορηγία». Τί εἶναι ταπείνωσις; «Εἶναι», λέει, «μία χάρις τῆς ψυχῆς
ποὺ δὲν ἔχει ὄνομα, παρὰ μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν πάρει πεῖρα, γεύση, αὐτῆς
τῆς ἀρετῆς, αὐτῆς εἶναι ἐπώνυμος, ἔχει ὄνομα. Εἶναι ἕνας ἀνείπωτος πλοῦτος.
Εἶναι μιὰ ὀνομασία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία χορηγία, μία δωρεὰ τοῦ Θεοῦ». Καὶ τοῦτο,
ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγιος πατὴρ καὶ λέγει, «γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει:
’’Μάθετε, ὄχι ἀπὸ ἄγγελο, ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο, ὄχι ἀπὸ βιβλία, ἀλλὰ ἀπὸ μένα,
δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησή μου καὶ τὴν ἔλλαμψή μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας-
ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδία καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι. Καὶ θὰ
βρεῖτε ἀνάπαυση ἀπὸ πολέμους καὶ ἀγῶνες καὶ ἀνακούφιση ἀπὸ λογισμοὺς στὶς ψυχές
σας».
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ὅταν ὁ
Κύριος μᾶς λέγει νὰ μάθομε ἀπὸ Ἐκεῖνον τὴν ταπείνωση, μᾶς κάνει, γιὰ δεύτερη
φορά, τὸ ἴδιο μάθημα. Ναί. Τὴν πρώτη φορὰ τὸ μάθημα μᾶς τό ᾿δωσε μέσα εἰς τὸν
Παράδεισον, εἰς τοὺς Πρωτοπλάστους. Τὴν δεύτερη φορά, δείχνοντας σὲ μᾶς τὴν
Ἐνανθρώπησή Του. Τὴν πρώτη φορὰ ἐδόθη στοὺς Πρωτοπλάστους ἡ ἐντολὴ τῆς πίστεως
καὶ τῆς ὑπακοῆς. Νὰ μὴν δοκιμάσουν τὸν καρπόν. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πραγματωθῇ ἡ πίστις
καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε πίσω ἀπὸ αὐτές τὶς δυὸ ἀρετὲς νὰ
ὑπάρχῃ ἡ ταπείνωσις. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἰς τοὺς πρωτοπλάστους δὲν ὑπῆρχε ἡ
ταπείνωσις, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ξέπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι. Καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο
γένος στὸ δικό τους τὸ πρόσωπο. Δηλαδή, τί ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸν Ἀδάμ; Μιὰ
βαθιὰ ἐπίγνωσις τοῦ τί ἦτο ὁ Ἀδὰμ καὶ τί ὁ Θεός. Τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τί εἶμαι
ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος. Τί ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ μένα καὶ τί ὀφείλω ἐγώ, σὰν ἄνθρωπος, εἰς
τὸν Θεόν. Αὐτὸ ὄφειλε νὰ γνωρίζῃ ὁ Ἀδάμ.
Γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ ἀββᾶς
Δωρόθεος: «Ἐξ ἀρχῆς εἰ ἐταπεινώθη -δηλαδὴ ὁ Ἀδάμ-, οὐκ εἶχεν ἐκπεσεῖν». «Ἐὰν
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Ἀδὰμ εἶχε ταπεινωθεῖ, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ πέσῃ, δὲν ὑπῆρχε ὁ
κίνδυνος νὰ πέσῃ». Καὶ συνεπῶς, γιὰ τὸν καθένα μας θὰ λέγαμε, καὶ ὅπως λέγει
πάλι ὁ ἴδιος πατήρ: «Δίχα ταπεινώσεως οὐ δύναται ὑποταγῆναι ταῖς ἐντολαῖς, οὐδὲ
ἐλθεῖν εἰς τί ποτὲ ἀγαθόν». «Χωρὶς τὴν ταπείνωση, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ
πραγματοποιήσῃ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ ποτὲ εἰς τὴν πραγμάτωσιν
τοῦ ἀγαθοῦ, ἐὰν δὲν ὑποταγεῖ διὰ τῆς ταπεινώσεως στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλὰ καὶ δεύτερη φορά μᾶς
ἔδωσε, ὁ Θεός, ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, τὸ μάθημα τῆς ταπεινώσεως. Καὶ μᾶς τό ᾿δωσε μὲ τὴν ἁγία Του Σάρκωση. Μᾶς ἔδειξε ὅτι «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου
λαβῶν». Ὅτι «ἐκένωσε τὸν ἑαυτόν Του, ἄδειασε -δηλαδὴ κάλυψε- τὸν ἑαυτόν Του ἀπὸ
τὴν θεία δόξα καὶ ἐνεφανίσθη μὲ τὴν δική μας, τὴν δουλικὴν μορφήν». Ποιός;
Αὐτὸς ὁ ἄπειρος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς, πόσο περισσότερο ἐμεῖς, οἱ δοῦλοι,
φύσει-θέσει, ὡς κτίσματα, ὀφείλομε εἰς τὸν Θεὸν νὰ ταπεινούμεθα ἀπέναντί Του.
Γι᾿ αὐτὸ, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἡ ταπείνωσις εἶναι ἕνα μάθημα. Ἕνα μάθημα ποὺ
μᾶς τὸ διδάσκει Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος, ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Ὁποίου εἴμεθα.
Ἐκεῖνος μᾶς κατεσκεύασε, Ἐκεῖνος ἀναλαμβάνει καὶ νὰ μᾶς διδάξῃ. Καὶ μᾶς λέγει:
«Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ὑπόδειγμά σας. Ἀπὸ μένα θὰ μάθετε. Ὄχι ἀπὸ τὸ
στόμα μου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρουσία μου. Ὄχι ὅ,τι θὰ σᾶς πῶ, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι
Ἐγώ». Δηλαδή, πέρα ἀπὸ τοὺς λόγους, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐνανθρώπησις, ποὺ εἶναι ἡ
ταπείνωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου ποὺ ἦρθε ἀνάμεσά μας.
Ἡ οὐσία, ἀγαπητοί μου, τῆς ταπεινώσεως, δὲν εἶναι τί ἄλλο παρὰ ἡ συναποδοχὴ τοῦ θείου «Ἐγὼ» μετὰ τοῦ ἀνθρωπίνου «ἐγώ». Νὰ δεχθῶ, ἐγώ, τὸν Θεόν. Τὸ δικό μου «ἐγὼ» νὰ ἀποδεχθῇ τὸ θεῖο «Ἐγώ». Καὶ μάλιστα τὸ δικό μου «ἐγὼ» νὰ τὸ ὑποτάξω κάτω ἀπὸ τὸ θεῖο «ἐγώ». Εἶναι ἡ ἀναγνώρισις τῆς θείας αὐθεντίας, ἡ ὁποία ἐξαφανίζει τὴν ἀνθρωπίνη αὐτονομία. Ὅταν ἐγὼ ἀναγνωρίσω τὸν Θεὸν ὡς αὐθεντία, παύω πλέον νὰ μένω αὐτόνομος. Ὅταν δὲν ἀναγνωρίσω τὴν θείαν αὐθεντίαν, τότε ἀμέσως μέσα μου γεννιέται ἡ αὐτονομία. Τὸ αἴτημα τῆς αὐτονομίας. Εἶμαι ἐλεύθερος, νὰ κάνω ὅ,τι θέλω. Δηλαδὴ ὄχι ἀκριβῶς ἐλεύθερος, ἔκανα κατάχρηση τῆς λέξεως καὶ τὴν προσέβαλα: εἶμαι ἀσύδοτος, εἶμαι ἀσύδοτος!
Στὴν ἐποχή μας, μὲ τὴν ἀπόρριψη δῆθεν τοῦ κάθε κατεστημένου, στὴν πραγματικότητα ἀπορρίπτεται ἡ αὐθεντία Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στὸ βάθος ζητᾶμε νὰ ἀπορρίψομε τὴν αὐθεντία τοῦ Θεοῦ! Διότι ὁ σεβασμὸς στοὺς γονεῖς μας, τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἕνας τύπος ὑποταγῆς μας στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὁ σεβασμὸς στοὺς διδασκάλους μας, τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἕνας τύπος ὑποταγῆς μας εἰς τὸν οὐράνιον Διδάσκαλον. Ἐὰν τοὺς γονιούς μου δὲν σέβομαι, θὰ σεβαστῶ τὸν Θεὸν Πατέρα; Ἐὰν τοὺς διδασκάλους μου ἀπορρίπτω, θὰ δεχτῶ τὸν Χριστὸν ὡς Διδάσκαλον; Πίσω, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη τοῦ λεγομένου δῆθεν «κατεστημένου», ζητάει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νὰ ἀπορρίψῃ τὴν αὐθεντία τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς νὰ ἔχομε ἐπανάληψη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ σημαίνει ὁλοφάνερα τὴν ἀπουσία τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἀγαπητοί μου, πρέπει τὸ «ἐγὼ» τὸ ἀνθρώπινο νὰ πεθάνῃ, καλύτερα: νὰ πεθαίνῃ, νὰ πεθαίνῃ διαρκῶς. Αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τὸ φοβεῖται. Γιατί πιστεύει ὅτι θὰ ἐξαφανιστῇ ἡ προσωπικότητά του. Ὅμως, στὴν πραγματικότητα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος νεκρώνει τὸ ἴδιον «ἐγώ», καὶ τὸ ὑποτάσσει κάτω ἀπὸ τὸ θεῖον «Ἐγώ», τὴν θείαν αὐθεντία, τότε δὲν ἔχομε ἐξαφάνιση, ἔχομε ἀνάδειξη καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀνάγλυφα σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι ἐνέκρωσαν τὸν ἐγωισμό τους, ἐνέκρωσαν τὸ «ἐγώ» τους καὶ ἀνεδείχθη τὸ πρόσωπό τους, ἡ προσωπικότητά τους. Θὰ λέγαμε, καταδύεται τὸ ἀνθρώπινον «ἐγώ», εἰς αὐτὸ τὸ μηδὲν τῆς νεκρώσεως καὶ ἀναδύεται εἰς τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται εἰς τὴν ταπείνωση, τότε ἀποκτᾶ ὅραση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ του. Τότε μόνο μπορεῖ νὰ βλέπῃ ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ποιός εἶναι.
Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας: «Ὁ τὴν ταπείνωσιν κτησάμενος ἀποκαλύπτει αὐτῷ ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ». «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε τὴν ταπείνωσιν, τότε τοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς τὸν πραγματικὸ του ἑαυτόν, ποιός εἶναι». Ἐνῷ ἀντιθέτως, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος πατήρ: «Ὁ μὴ γινώσκων τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν, ἐλλείπει ἐκ τῆς ταπεινώσεως». «Αὐτὸς ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν ἀσθένειά του, δηλαδὴ τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ταπεινώσεως».
Πρέπει ἀκόμη νὰ προσέξομε κάτι. Ὅτι ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐκλεκτικὴ στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνη βίωση, ἀλλὰ συνεκτική. Νὰ συνδέεται, δηλαδή, μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ μὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη, ἐπὶ παραδείγματι, πρέπει νὰ κινεῖται μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως. Γιατί ἐὰν δὲν κινεῖται μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως, τότε δὲν θὰ εἶναι ἀγάπη γνησία. Εἶναι κι ἕνας ἄλλος συνυπάρχων χῶρος, ποὺ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ ἀναλύσομε, εἶναι ὁ χῶρος τῆς διακρίσεως. Μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς διακρίσεως κινεῖται ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς διακρίσεως, ἀλλὰ δὲν ἐπαναλαμβάνω τὴν διάκριση γιατί δὲν εἶναι θέμα μας, κινεῖται καὶ ἡ ἐλεημοσύνη. Ἐὰν δὲν ἔχω ταπείνωση, τότε καὶ ἡ ἐλεημοσύνη μου δὲν εἶναι παρὰ μία ἐπίδειξις. Ἡ ἐγκράτεια, πρέπει νὰ εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως, διότι ἀλλιώτικα εἶναι μία ἰδιοτροπία μου νὰ θέλω νὰ μένω ἐγκρατὴς καὶ μία κενοδοξία μου. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ προσευχή. Ἐὰν ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως, τότε ἀντιλαμβάνεσθε δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας κομπασμός, ἕνας φαρισαϊσμός. Καὶ ἡ ὑπομονὴ· καὶ ἡ ἀνοχὴ· καὶ ἡ χρηστότης, δηλαδή τὸ νὰ εἶμαι χρήσιμος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος ὠφέλιμος, πρέπει νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ εἰς τὸν χῶρον τῆς ταπεινώσεως· ἡ ἐργατικότης· κ.ο.κ. Ὅλες οἱ ἀρετὲς πρέπει νὰ συνδέονται μὲ τὴν ταπείνωσιν.
Ἀκόμα ἡ ταπείνωσις πρέπει νὰ καλύπτῃ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς. Πρῶτα πρῶτα τὴν διάνοιαν. Νὰ ἔχω τὴν λεγομένην ταπείνωσιν τῆς διανοίας. Καὶ ἡ ταπείνωση τῆς διανοίας ἐκφράζεται καὶ ἐκδηλοῦται πρῶτον, ὡς ἀπουσία τοῦ ὀρθολογισμοῦ· ὁ ταπεινὸς δὲν ὀρθολογίζει. Δὲν προβάλλει τὴν ἀντίσταση τοῦ νοῦ στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀρθολογισμὸς εἶναι μία ἀρρώστια· εἶναι μιὰ ἀρρώστια τοῦ νοῦ ποὺ τὸν κατατρώει. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ ταπεινωθῇ ἡ διάνοια, ὁ νοῦς.
Ἀκόμα, ταπείνωση τῆς διανοίας εἶναι καὶ ἡ ἁπλότης. Ἡ ἁπλότης, ποὺ δὲν ζητάει περιπλόκους συλλογισμοὺς ἢ νὰ προσφέρῃ, ἢ νὰ κατανοήσῃ. Αὐτὴ ἡ ἁγία ἁπλότης εἶναι μόνο γνωστὴ ὡς γεῦσις καὶ πηγὴ πολλῆς χαρᾶς μόνο σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν αὐτὴν τὴν ἁπλότητα τοῦ νοῦ, μποροῦν νὰ αἰσθάνονται ὅτι κάτι θαυμάσιο ὑπάρχει ἐδῶ. Ἀλλὰ σὲ ὅλη της τὴν γεύση, αὐτὴν τὴν ἁπλότητα, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν γνώση. Διότι μόνο ὅταν κανεὶς μπαίνει μέσα εἰς τὴν περιοχὴ τῆς κάθε ἀρετῆς, τοῦ κάθε καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μόνο ἔχει μία καλυτέρα καὶ καλυτέρα γνώση.
Ἀκόμα, χρειάζεται ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς. Ἐννοοῦμε τὴν ἕδρα τοῦ συναισθήματος. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι τί ἄλλο παρὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ νὰ ἔχῃ κοινωνία. Μὲ ὁλόκληρην τὴν κτίσιν. Δὲν περιφρονεῖ τίποτα. Πολὺ παραπάνω, δὲν περιφρονεῖ κανέναν ἄνθρωπο. Δὲν κάνει διακρίσεις χρώματος - οἱ διαβόητες φυλετικές, φερειπείν, διακρίσεις... Ξέρετε τί εἶναι ἡ παρουσία φυλετικῶν διακρίσεων; Παρουσία ὑπερηφανείας. Τί θὰ πῇ «Σὲ ξεχωρίζω γιατί εἶσαι μαῦρος. Γιατί εἶσαι κίτρινος...». Τί θὰ πῇ αὐτό; Τί θὰ πῇ αὐτό; Εἶναι ὑπερηφάνεια.
Ἀκόμα, εἶναι τὸ νὰ ἀγαπῶ
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς καταδέχομαι ὅλους, σὲ ὁποιαδήποτε -ἂν ὑποτεθεῖ
ὅτι ὑπάρχουν κοινωνικὲς τάξεις-, νὰ τοὺς ἀποδέχομαι. Φτωχὸς εἶναι ὁ ἄλλος ἢ
πλούσιος. Μορφωμένος ἢ ὄχι μορφωμένος. Μικρὸς ἢ μεγάλος. Εὔσημος ἢ
περιφρονημένος. Ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι, ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς ἀποδέχεται κάθε
ἄνθρωπον. Ταπείνωση τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ κοινωνία μὲ ὅλον τὸν κτιστὸν κόσμον,
προπαντὸς ὅπως σᾶς εἶπα μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀκόμα εἶναι ἡ ταπείνωση τῆς βουλήσεως, τῆς θελήσεως. Ἔχει ἀνάγκη καὶ αὐτὴ νὰ ἐξαγιαστῇ. Καὶ ἐκφράζεται ἡ ταπείνωση τῆς βουλήσεως μὲ τὴν διακονία. Νὰ μάθομε νὰ ὑπηρετοῦμε. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Δὲν ἦλθα ἀνάμεσά σας σὰν ἀφεντικό, ἀλλ᾿ ἦλθα ὡς ὁ διακονῶν. Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι». «Δὲν ἦλθα νὰ διακονηθῶ, ἀλλὰ νὰ διακονήσω, νὰ ὑπηρετήσω». Ὅταν ὑπηρετῶ, νὰ πῶ μιὰ ὡραία ἔκφραση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἁγιογραφική, ποὺ τότε γιατί δὲν εἶχαν παπούτσια, καὶ τὰ παπούτσια ἦταν ἀτελῆ καὶ οἱ δρόμοι σκονισμένοι, «ἐὰν νίπτει κανεὶς πόδας ἁγίων». Ἦταν συνήθεια, ὅταν εἰσέρχεται κανεὶς μέσα σὲ ἕνα σπίτι, νὰ τοῦ πλένουν τὰ πόδια, τὰ σκονισμένα, βεβαίως, ἀπὸ τὸν δρόμον. Βέβαια τὰ ἔπλεναν οἱ δοῦλοι -ἐὰν τὸ σπίτι ἦταν πλούσιο καὶ διέθετε δούλους- ἀλλὰ θὰ ἔπλενε τὰ πόδια ὁ νοικοκύρης ἢ ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ, ἂν ἦσαν φτωχοὶ ἄνθρωποι. Ἦταν τὸ πρῶτο δεῖγμα φιλοφρονήσεως καὶ φιλοξενίας. Αὐτὸ μεταφορικὰ σημαίνει -νίπτω πόδας ἁγίων- ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὑπηρετῶ· ὑπηρετῶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔστω καὶ στὶς πιὸ χαμηλές τους ἀνάγκες.
Ἀκόμη, ἡ ταπείνωσις αὐτὴ
ἐπεκτείνεται καὶ εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα. Καὶ στὸ σῶμα ἐπεκτείνεται ὅταν ἐξορίζεται ἡ
ἀλαζονεία τοῦ βίου: τὸ πῶς θὰ ντυθῶ, τὸ πῶς θὰ κατοικήσω, ποῦ θὰ κατοικήσω καὶ
τὸ πῶς θὰ μετακινοῦμαι. Τί μέσα μεταφορικὰ ἔχω. Ὅταν αὐτὰ εἶναι ἁπλᾶ, ἢ ὅταν
δὲν εἶναι ἁπλᾶ· κι ἐκεῖ φαίνεται ἡ ταπείνωσις. Ὅπως καὶ ἡ νηστεία. Ἡ νηστεία
εἶναι μιὰ μορφὴ ταπεινώσεως τοῦ σώματος.
Ἀγαπητοί μου. Ἐκεῖνο ποὺ ἀνήκει στὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως εἶναι οἱ πειρασμοί. Μὴν φοβούμεθα τοὺς πειρασμούς. Ἡ ὁδὸς ποὺ ἀνοίγεται πάντα πρὸς τὴν ταπείνωσιν εἶναι οἱ πειρασμοὶ· τὸν ὁποῖον δρόμον ἀνοίγει Αὐτὸς ὁ Θεός, πολλὲς φορές, εἴτε κατ᾿ εὐδοκίαν εἴτε κατὰ παραχώρησιν. Οὐδέποτε ἕνας πειρασμὸς ἔρχεται ἐὰν δὲν θέλει ὁ Θεὸς ἢ δὲν παραχωρήσει ὁ Θεός. Ἀλλὰ οἱ πειρασμοὶ αὐτοὶ ὁδηγοῦν στὸ νὰ χαλκευτῇ ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος: «Οὐ διορθοῦται τις τὸ ἔργον αὐτοῦ ἄνευ ταπεινώσεως καὶ οὐ παιδεύεται (:Δὲν παιδαγωγεῖται) ἢ μὴ διὰ πειρασμῶν καὶ ἄνευ παιδείας τὴν ταπείνωσιν οὐ καταλαμβάνει (:χωρὶς παιδαγωγία ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς δὲν μπορεῖ νὰ κατακτήσῃ καὶ νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ταπείνωσιν)».
Ἡ ταπείνωσις, ἡ ἁγία ταπείνωσις, ἔχει μιὰ ποικίλη γεύση, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἐνῷ εἶναι πάντα ἡ ἴδια. Προσέξτε, ἔχει μιὰ ποικίλη γεύση, ἐνῷ εἶναι πάντα ἡ ἴδια. Ἀλλιῶς τὴν νιώθει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στὸν χειμῶνα τῶν παθῶν· ἢ καλύτερα νὰ σᾶς διαβάσω σὲ μία ἀπόδοση: «Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὄψις ποὺ παρουσιάζει ἡ ὁσία, αὐτή, ἄμπελος -ἡ ταπεινοφροσύνη- ὅταν ἀκόμα ἐπικρατεῖ ὁ χειμῶνας τῶν παθῶν. Καὶ διαφορετικὴ ὅταν πλέον ἔρθει ἡ ἄνοιξις τῶν καρπῶν. Καὶ διαφορετικὴ ὅταν φτάσει τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν. Ὅταν ἀρχίσει νὰ ἀνθίζῃ, αἰσθανόμαστε πάραυτα κόπωση καὶ μῖσος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἔπαινο, ἐνῷ συγχρόνως ἐξορίζομε ἀπὸ μέσα μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Προχωρῶντας στὸ θέρος τῶν ἀρετῶν, κάθε καλὸ ποὺ ἐκτελοῦμε τὸ θεωροῦμε σὰν τίποτα ἢ σὰν βδέλυγμα. Λέμε: ‘’Τιποτένιο πρᾶγμα αὐτὸ ποὺ ἔκανα’’. Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ, αἰσθανόμεθα νὰ αὐξάνῃ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὄχι τί ἄλλο, γιατί βλέπομε καλύτερα τὴν ψυχή μας καὶ στὶς πιὸ λεπτὲς πτυχές της. Τὸ πλῆθος τῶν χαρισμάτων ποὺ μᾶς δίδει ὁ Θεὸς τὸ αἰσθανόμεθα σὰν αἰτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δὲν μᾶς ἀξίζει: ‘’Κύριε, μοῦ δίνεις αὐτό, μοῦ δίνεις ἐκεῖνο. Ὦ, βασανίζομαι. Γιατί μὲ τιμωρεῖς. Σὲ μένα μοῦ δίνεις; Δὲν ἀξίζω...’’. Εἶναι τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν».
Ἀκόμα ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, στερεῖται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας. Καὶ τῆς καταλαλιᾶς· τοῦ μίσους, τῆς ἀντιλογίας καὶ τῆς ἀπειθαρχίας. Ἀντιθέτως εἶναι ἤπιος, εἶναι προσηνής, εἶναι εὐκατάνυκτος, εἶναι εὐσπλαχνικός, εἶναι γαλήνιος, εἶναι χαρωπός, εἶναι εὐκολοκυβέρνητος, εἶναι ἄλυπος, εἶναι ἄγρυπνος, εἶναι ἄοκνος. Καὶ ἐρωτῶ, ἀγαπητοί μου: Μὲ τόσα στολίδια ποὺ κοσμεῖται ἡ ἁγία ταπείνωσις ἴσως ἀρχίσομε νὰ τὴν ἀγαποῦμε. Καὶ νὰ ζηλεύομε νὰ τὴν ἀποκτήσομε.
Ἀλλὰ πῶς ὅμως; Πρῶτα πρῶτα
μὲ τὴ μετάνοια· ποὺ εἶναι καρπὸς μιᾶς βαθιᾶς αὐτογνωσίας· ποὺ δέχεται κάθε
ἀτιμία καὶ ὕβρη καὶ πειρασμό. Δεύτερον· μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος· ποὺ ἐξορίζει
τὸν θυμό. «Τὸ μὴ πλῆξαι τὴν συνείδησιν τοῦ πλησίον τίκτει τὴν ταπείνωσιν»,
λέγει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Τρίτον· μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας· ποὺ ἔχει πρότυπο καὶ
ὑπόδειγμα Αὐτὸν τὸν Κύριον.
Ἔτσι ἡ μετάνοια πραγματικὰ σηκώνει τὸν ἄνθρωπο πνευματικὰ ὄρθιο, τὸ πένθος κρούει τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἀνοίγει καὶ εἰσάγει εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανόν. Ἀγαπητοί. Βασανιζόμαστε στὴ ζωὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ξέρετε γιατί; Γιατί δὲν ἔχουμε ταπείνωση. Κάτι μᾶς κρατᾶ. Νὰ τὴν ἀγκαλιάσουμε· γιατί φοβόμαστε ὅτι θὰ βυθιστοῦμε στὴν ἀνυποληψία καὶ στὴν ἀνυπαρξία... Ἡ ἀνθρωπίνη ὕπαρξις εἶναι χρυσάφι. Γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου. Καὶ ὅπου καὶ ἂν πέσει αὐτὸ τὸ χρυσάφι, καὶ στὸν Ἅδη ἀκόμη νὰ πέσῃ, ἔχει τὴν ἀξία του. Ἐξάλλου, στὸν Ἅδη βυθίστηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἀνέσυρε ἀπό ᾿κεῖ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ταπεινούς.
Καὶ πολὺ ὡραῖα τελειώνει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅ,τι ἔγραψε γιὰ τὴν ἁγία ταπείνωση, μὲ τοῦτα τὰ
λόγια: «Εἶδε κάποτε κάποιος στὴν καρδιά του τὴν ὀμορφιὰ τῆς ταπεινώσεως καὶ
θαμπώθηκε. Καὶ τὴν ρώτησε ποιό εἶναι τὸ ὄνομα ἐκείνου ποὺ τὴν γέννησε. Κι αὐτή,
μὲ χαρούμενο καὶ γαλήνιο χαμόγελο τοῦ εἶπε: ‘’Πῶς θὲς νὰ μάθῃς τὸ ὄνομα τοῦ
γεννήτορά μου; Εἶναι ἀνώνυμος. Δὲν θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἕως ὅτου τὸν Θεὸν
ἀποκτήσεις’’».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_024.mp3
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου