Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025


Ακάθιστος Ύμνος


Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.


Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.
 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ ἐν Μαλεῷ


Ψυχὴν ὁ Γεώργιος ἀσμένως δίδως,
Ψυχῶν γεωργῷ καὶ φυτουργῷ σαρκίων.

Τῇ δὲ τετάρτῃ ἀπῆρε Γεώργιος εἰς πόλον εὐρύν.

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἀγάπησε ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁλόψυχα τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γονεῖς του ἐπιθυμοῦσαν νὰ νυμφευθεῖ. Ἔτσι ἐπιδόθηκε σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια, νηστεία καὶ σκληραγωγία, προσευχή, δάκρυα, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό.

Οἱ Χριστιανοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά φωτισθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς πίστεως. Βλέποντας, ὅμως, ὁ Ὅσιος ὅτι ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων καὶ δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, κατέφυγε στὸ ὄρος Μαλεβό, στὴ νότια Λακωνία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μοναχῶν, ἀσκοῦνταν στὴν ἡσυχία γενόμενος σκεῦος ἐκλογῆς καὶ φωτίζοντας ὅλους στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μάλιστα ἔδινε στὸν καθένα χωριστὰ τοὺς ὅρους καὶ τοὺς κανόνες τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ ἐκδουλεύει. Ὁ Ὅσιος Γεώργιος πρόκοψε τόσο πολὺ στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγραψε πολλὲς ἐπιστολὲς ἀπαντώντας σὲ πνευματικὰ θέματα καὶ νουθετώντας αὐτοὺς νὰ κυβερνοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ δικαιοσύνη, ἀγαθότητα καὶ ἐλεημοσύνη.
Προεῖπε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὸ κατὰ Θεὸν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τρία χρόνια πρὶν αὐτὸ συμβεῖ. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ θεοφιλῶς καὶ καλῶς πολιτεύθηκε, ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς ἀσθένησε γιὰ λίγο. Τότε κάλεσε κοντά του ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀσκήτευαν στὸ ὄρος Μαλεβό, τοὺς εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τοὺς δίδαξε πῶς θὰ σωθοῦν καὶ θὰ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, Γεώργιε Ὅσιε· σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας, τρέφεις τῇ δωρεᾷ σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμην σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γεωργὸς πανάριστος, τῆς ἐγκρατείας ἐγένου, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, ἀσκητικῶς ἐπαυξήσας· ὅθεν σοι, ἡ ἐπουράνιος κληρουχία, δίδοται, ἀνθ’ ὧν διήνυσας Πάτερ πόνων· ὁ Χριστὸς γάρ σε δοξάζει, ὃν ἵλεών μοι δίδου Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.

Σπόρον γεωργήσας τὸν μυστικόν, στάχυν ἀφθαρσίας, συγκομίζεις ἐν οὐρανῷ· δι’ οὗ κἀμὲ θρέψον, Γεώργιε θεόφρον, τὸν ἐν παθῶν πενίᾳ, ἀεὶ λιμώτοντα.


Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς 


Ζῶσαν προπέμψας Ζωσιμᾶς τὴν Μαρίαν,
Θανοῦσαν εὗρεν· ἀλλὰ νῦν ζῶσιν ἅμα.


Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, Ἅγιο Σωφρόνιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων, ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀπὸ παιδὶ καὶ ἀσκήθηκε σὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Περιῆλθε περὶ τοὺς χίλιους διακρινόμενους γιὰ τὴν ἀρετὴ τοὺς ἀσκητές, γιὰ νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετή τους καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης. Πόθος του ἦταν νὰ ὑποτάξει τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Ἔκανε ὑπακοὴ στοὺς γέροντες τῆς μονῆς καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ἐφάρμοζε ὅσους κανόνες καὶ εἴδη ἀσκήσεως τοῦ ἔδιναν. Ἡ τροφή του ἦταν λιτὴ καὶ τὴν ἐξοικονομοῦσε κάνοντας ἐργόχειρο. Ἡ μεγαλύτερη ἀσχολία του ἦταν ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν. Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ ὁράματα, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Μὲ τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες ἔφθασε σὲ ὕψη ἀρετῆς, σοφίας, ἐγκράτειας καὶ ἁγιότητας. Ἔτσι σιγὰ – σιγά, ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφθασε παντοῦ καὶ πολλοὶ μοναχοὶ ἀπὸ γειτονικὰ καὶ μακρινὰ μοναστήρια τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νά τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ ἀπὸ τὶς διδαχές του.

Σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς διῆλθε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὸν ἀσκητικὸ βίο μέχρι τὸ πεντηκοστὸ τρίτο χρόνο τῆς ἡλικίας του. Ἀγαποῦσε ὅμως τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Θέλοντας νὰ ἀγωνιστεῖ περισσότερο πνευματικά, ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε στὴ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε πάντα κλειστή, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀπερίσπαστοι. Ἄνοιγε μόνο ὅταν κάποιος μοναχὸς εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νὰ ἐξέλθει τῆς μονῆς, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν σπάνιο, γιατί τὸ μοναστήρι ἦταν στὴν ἔρημο καὶ ἡ περιοχὴ ἄγνωστη καὶ δύσκολη στὸ πέρασμά της.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν ἔρημο, ὅπου κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία († 1 Ἀπριλίου), στὴν ὁποία μετάδωσε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ κήδευσε.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θάμβους πέπλησαι, ὅτε κατεῖδες, τὴν θεόφρονα, σεμνὴν Μαρίαν, ἐν ἐρήμῳ Ζωσιμᾶ ὥσπερ ἄγγελον· διακονήσας δὲ ταύτῃ θερμότατα, τῆς ἄνω δόξης ὁμοῦ ἠξιώθητε· μεθ’ ἧς πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ Παντοκράτορι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἐγκρατείας καθαρθεὶς ταῖς ἰδέαις, ἱερωσύνης τῷ φωτὶ κατηυγάσθης, καὶ τῷ Θεῷ ὁσίως ἐλειτούργησας· ὅθεν σε ὁ ἄναρχος, ἀμειβόμενος Λόγος, Μαρίαν σε ἠξίωσεν, ἐφευρεῖν τὴν Ὁσίαν· μαθ’ ἧς δυσώπει Πάτερ Ζωσιμᾶ, πᾶσι δοθῆναι, πταισμάτων συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις ἐναρέτων ἔργων φωστήρ, καὶ κατορθωμάτων, οὐρανίων μυσταγωγέ· χαίροις ὁ κηδεύσας, Μαρίαν τὴν Ὁσίαν, Πατέρων χαῖρε κλέον, Ζωσιμᾶ Ὅσιε.

Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθόπους οἱ Μάρτυρες


Πρῶτος θάλασσαν εἰσιὼν Ἀγαθόπους,
Ἔργοις ὑπῆρχε Χριστόπους Θεοδούλῳ.


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Θεόδουλος καὶ Ἀγαθόπους κατάγονταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ διοκλητιάνειου διωγμοῦ ἐπὶ Καίσαρος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Φαυστίνου.


Ὁ Θεόδουλος ἦταν ἀναγνώστης καὶ προερχόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια. Οἱ ἀδελφοί του Καπίτων, Μητρόδωρος καὶ Φιλόστοργος, ἦταν εὐσεβέστατοι νέοι καὶ στὶς δύσκολες ὧρες ποὺ πέρασε ὁ Ἅγιος Θεόδουλος μετὰ τὴν σύλληψή του, στάθηκαν δίπλα του ἐνισχύοντάς τον. Στὸ Συναξάριό του ἀναφέρεται ὅτι λίγο πρὶν ἐξαπολυθεῖ ὁ διωγμὸς ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου του ὁ Ἅγιος Θεόδουλος δέχθηκε ὡς δῶρο ἕνα δαχτυλίδι, σύμβολο δόξας τοῦ δωρεοδότου Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτελοῦσε ἰάσεις.

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθόπους ἦταν γέροντας στὴν ἡλικία καὶ διάκονος. Ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδουλο στὸν ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐνώπιον τοῦ Φαυστίνου τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Ὁ Φαυστίνος, βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τῶν Ἁγίων, ἀποφάσισε νὰ ἐπιχειρήσει νὰ τοὺς μεταπείσει χωριστὰ τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἀπομάκρυνε ὅλους καὶ κράτησε κοντά του μόνο τὸν Θεόδουλο, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως μπορέσει νὰ κάμψει τὸ φρόνημά του εὐκολότερα ἐξαιτίας τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του. Μάταια, ὅμως.

Ὁ ἡγεμόνας ἀκολούθησε τὴν ἴδια τακτικὴ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀγαθόποδα. Καὶ ἐκεῖνος ὅμως, μὲ τὴν σειρά του, ἔδωσε τὴν σθεναρὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του.

Ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ παριστάμενο πλῆθος, ἐμφορούμενοι ἀπὸ δειλία, προσπάθησαν νὰ τοὺς μεταπείσουν, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα στὸν μὲν Ἅγιο Θεόδουλο τὴ νεότητά του, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ λυπηθεῖ, στὸν δὲ Ἅγιο Ἀγαθόποδα τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του. Οἱ Μάρτυρες ὡστόσο ἔμειναν ἀνυποχώρητοι γι’ αὐτὸ καὶ ὁδηγήθηκαν στὴ φυλακή, ὅπου πέρασαν τὴ νύχτα προσευχόμενοι. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ἐνδυναμώθηκαν μὲ θεῖες ὀπτασίες καὶ συνέχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ποὺ τοὺς σκέπαζε μὲ τὴν Χάρη Του.

Κάποιος Οὐρβανός, ποὺ παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὴ φυλακή, ἔσπευσε νὰ καταγγείλει τὰ γενόμενα στὸν Φαυστίνο. Ἐπιπλέον δὲ τοῦ συνέστησε νὰ θανατώσει ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα τὸν Θεόδουλο καὶ τὸν Ἀγαθόποδα , γιατί ὅσο περισσότερο παρέμεναν στὴ φυλακὴ τόσο περισσότεροι θὰ πίστευαν στὸν Χριστό.
Ὁ Φαυστίνος, ταραγμένος ἀπὸ ὅσα ἄκουσε, διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν ἀμέσως τοὺς δύο Μάρτυρες γιὰ νά τοὺς ἀνακρίνει. Γιὰ τελευταία φορὰ ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἀλλὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἦταν:

«Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ προτιμᾶμε ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα». Κατόπιν τούτου διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πνιγοῦν.

Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δύο Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τῆς οὐράνιας δόξας καὶ μακαριότητας.

Ἡ Ἁγία Φερφούθη , ἡ ἀδελφή της καὶ ἡ δούλη αὐτῶν οἱ Μάρτυρες

Eις την Φερφούθαν.
Ἁπλῆν με πλάττεις, Χριστὲ διπλὲ τὴν φύσιν,
Ἔχεις δὲ πρισθεῖσάν με διπλῆν Φερβούθαν.

Eις την αυταδέλφην και την παιδίσκην αυτής.
Δούλας ἀληθεῖς Δεσπότου Θεοῦ δύο,
Δούλην τε καὶ Δέσποιναν ἔπρισε πρίων.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φερφούθη (ἢ Φερβούθη) ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σαβωρίου, βασιλέως τῶν Περσῶν καὶ ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Συμεών, Ἐπισκόπου Περσίδος († 17 Ἀπριλίου), ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στὴν Περσία μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς.

Μετὰ τὴν ἄθληση καὶ τὴν τελείωση τοῦ ἀδελφοῦ της Συμεών, ἐνῷ ἡσύχαζε σὲ οἴκημα μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της καὶ τὴν δούλη της, δίδασκε αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησίαζαν γιὰ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὴν Ἁγία, τὴν διέβαλαν ὅτι δῆθεν κατασκεύαζε θανατηφόρα δηλητήρια. Ἡ γυναίκα τοῦ βασιλέως Σαβωρίου ὑπεράσπιζε τοὺς Ἰουδαίους. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα ἀρρώστησε, προσῆλθαν σὲ αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ κατηγόρησαν τὶς Ἁγίες ὅτι γιὰ τὸν φόνο τοῦ Ἐπισκόπου Συμεὼν οἱ ἀδελφές του τὴν εἶχαν ὑποδουλώσει μὲ μαγεία, γιὰ νὰ πεθάνει. Ἐάν, λοιπόν, ἡ βασίλισσα ἤθελε νὰ γίνει καλά, ἔπρεπε νὰ διατάξει νὰ σχισθοῦν στὴ μέση καὶ νὰ κρεμαστοῦν τὰ διχοτομημένα μέρη τους, γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴ μέση καὶ νὰ γίνει καλά.
Ἔτσι μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες καὶ κληρονόμησαν τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Ὅσιος Πόπλιος ὁ Αἰγύπτιος

Ἐν οὐρανοῖς, Πόπλιε, μισθὸς σοι μέγας,
Πρὸς οὓς ἀπαίρων χαῖρε καὶ κρότει μέγα.

Ὁ Ὅσιος Πόπλιος ἢ Πούπλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Ὁ Ὅσιος Πλάτων

Πλάτων ἀρίστην εὖ μετεπλάσθη πλάσιν,
Χριστῷ πλάσαντι συγκραθεὶς πλάσιν ξένην.

Ὁ Ὅσιος Πλάτων γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 732 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς, τὸν Σέργιο καὶ τὴν Εὐφημία, οἱ ὁποῖοι πέθαναν τὸ 746 μ.Χ. Σπούδασε καὶ ἔγινε νοτάριος στὸ βασιλικὸ ταμεῖο, ἀλλὰ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ κατέφυγε μὲ προτροπὴ τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Θεοκτίστου στὴν μονὴ τῶν Συμβόλων τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα ἦλθε στὴ Νίκαια, ἐκεῖ ὅπου συνῆλθε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ στὴν συνέχεια
μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τοῦ πρότειναν νὰ γίνει Μητροπολίτης Νικομηδείας, πρόταση ποὺ ἀπὸ ταπείνωση ἀπέκρουσε, καθὼς ἐπιθυμοῦσε τὴν ἡσυχία τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς ἀνεψιούς του, Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Ἰωσήφ, τὸν μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ Εὐθύμιο, ἀποσύρθηκε στὰ μέρη τῆς Προύσσης. Ἐκεῖ ἔχτισε σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα, ποὺ ὀνομαζόταν Βοσκύτιον, τὴ λεγόμενη μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, στὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡγούμενος, ἀλλὰ λόγω ἀσθενείας παρεχώρησε τὴν ἡγουμενία στὸν ἀνεψιό του Θεόδωρο, τὸν ὁποῖο ἔβλεπε νὰ στέκεται ψηλὰ στὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἐπειδὴ σὲ ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Ὅσιος Πλάτων εἶχε συνεργὸ καὶ βοηθό του τὸν Θεόδωρο, τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινε περίλαμπρος μὲ θαυμάσια ψηφιδωτὰ δάπεδα.

Οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ποὺ ἦταν ἔρημη. Ἐπειδὴ ἀποκήρυξε τὸν γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.) μὲ τὴ Θεοδότη, ἂν καὶ ἦταν ἀνεψιά του, περιορίστηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν διαμεσολάβηση τῆς βασίλισσας Εἰρήνης (797 – 802 μ.Χ.), ἐπανῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος.
Ὁ Ὅσιος Πλάτων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 812 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τοῦ Ρεγκαβὲ (811 – 813 μ.Χ.) καὶ ἐνταφιάσθηκε μεγαλοπρεπῶς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο (806 – 815 μ.Χ.) στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτοῦ.

Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεὼν καὶ Φερβίνος

Ψυχὰς δέχου τρεῖς οὐ κεκηλιδωμένας,
Ψυχῶν ἀκηλίδωτε τῶν θείων τόπε.

Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεὼν καὶ Φερβίνος ἢ Φορβίνος κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσίων.

Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Λιπών Θεωνάς την κάτω προεδρίαν,
Παρίσταται νυν τω Προέδρω των όλων.

Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Α’, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα, «τίνα μὲν εἶχε πατρίδα ἐπὶ τῇ γῇ, ἢ τίνας γονεῖς, ἢ μὲ ποῖον τρόπον ἐγένετο ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ ἱστορίαν ἔγγραφον ἢ παραδοσίν τινα, δὲν ἐμάθομεν» μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου. Μία παράδοση θέλει τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ Μυτιληναῖο καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ νεότεροι ἐρευνητὲς τὸν ἀποκαλοῦν Λέσβιο, εἴτε γιατί καταγόταν ἀπὸ τὴν Λέσβο, εἴτε γιατί παρέμεινε ἐκεῖ ὡς πνευματικός, στὸ Πλωμάρι.

Ὁ Ἅγιος Θωνᾶς ἴσως νὰ γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀγνοοῦνται ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του πρὶν ἀπὸ τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατ’ ἀρχὴν ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος, ὡς Πρεσβύτερος. Ἀργότερα ὅμως ἐγκατέλειψε, γιὰ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα († 1 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος μόναζε σὲ μία τοποθεσία πάνω ἀπὸ τὴ Μονὴ Ἰβήρων, στὸ μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατὰ τὸ ἔτος 1518 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος μὲ τὴν συνοδεία ἕξι μαθητῶν του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Θεωνᾶ, ἐγκατέλειψε τὴν Σκήτη τοῦ Προδρόμου καὶ κατέφυγε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μία ὀπτασία ὁ Γέροντας ἀποφάσισε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1518, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ ἡ συνοδεία του ἐγκατέλειψαν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφοῦ διῆλθαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Θεσσαλία, πέρασαν ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Πέτρας (Πλαταμῶνος) καὶ τὰ Μετέωρα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴ Δερβεκίστα (Ἀνάληψη) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου καὶ διέμειναν ἐπὶ ἕνα ἔτος.

Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ἦταν ὁ πιστότερος καὶ καλύτερος μαθητὴς τοῦ Ἰακώβου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐστάλη πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἄρτας, Ἀκάκιο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει ἐνταλτήριο γράμμα γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη πνευματικὴ ἐργασία στοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος σύντομα κατέστη λαοφιλὴς καὶ σημειοφόρος, ὁ Ἐπίσκοπος Ἄρτας Ἀκάκιος τὸν φθόνησε. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τὶς συκοφαντίες κάποιων ψευδομοναχῶν καὶ διέβαλε τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο στοὺς Τούρκους ὡς ἐπαναστάτη. Ὁ μπέης τῶν Τρικάλων ἀπέστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δύο μαθητές του, τὸν διάκονο Ἰάκωβο καὶ τὸν μοναχὸ Διονύσιο καὶ τοὺς μετέφεραν στὰ Τρίκαλα, ὅπου παρέμειναν στὴ φυλακὴ γιὰ σαράντα ἡμέρες. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δύο ἄλλοι μαθητές του, ὁ Θεωνᾶς καὶ ὁ Μαρκιανὸς καὶ τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν τύχη τῆς μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν μετὰ τὸν θάνατό του. Τότε ὁ Ἰάκωβος προφήτευσε ὅτι αὐτοὶ θὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μονὴ καὶ θὰ συγκεντρωθοῦν σὲ κάποιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ ἐπιστολὴ στοὺς μαθητές του, μὲ τὴν ὁποία ὅριζε τὸν Ἅγιο Θεωνὰ ὡς διάδοχο καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς Προδρόμου.

Τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1519 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ οἱ δύο μαθητές του, Ἰάκωβος καὶ Διονύσιος, ἀφοῦ βασανίσθηκαν φρικτὰ στὸ Διδυμότειχο καὶ στὴν Ἀδριανούπολη ἀντίστοιχα, ἀπαγχονίστηκαν. Τὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκαν στὸ χωριὸ Ἀρβανιτοχώρι, πέντε χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη.

Σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τῆς Δερβεκίστας ἐγκατέλειψαν τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας. Ἀπὸ κάποιο Ἀρτινὸ ἱερέα πληροφορήθηκαν γιὰ τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων καὶ φρόντισαν γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἔτος 1522, «οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων, καὶ μᾶλλον διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Σιμωνόπετραν», μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων καὶ ἦλθαν στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐγκαταστάθηκαν στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, «τὸ ὁποῖον ἦτο τότε, μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον καὶ σεσαθρωμένον, ἀνοικοδόμησαν ἐκ βάθρων καὶ ἱκανὰ κελλία ἔκτισαν διὰ τοὺς ἀδελφούς, χάριτι Θεοῦ συνήχθησαν ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα ἀδελφοί, οἵτινες διῆγον κοινοβιακὴν ζωήν».

Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας μαρτυρεῖται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς σὲ διάφορες πηγές, μέχρι τὸ 1535. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ συνέβη μετὰ τὸ ἔτος αὐτό, διότι μέχρι τὸ 1535 Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἰωάσαφ καὶ σὲ ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1538 ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἦταν πολύχρονη, διότι μαρτυρεῖται ὡς Μητροπολίτης τὸ Μάιο τοῦ 1541, ἐνῷ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1542 ἀναφέρεται ὡς κεκοιμημένος πλέον. Συνεπῶς θὰ πρέπει νά κοιμήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ ἔτους 1541.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ, ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του, μεταφέρθηκε μὲ τρόπο θαυμαστὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Τὸ ἔτος 1821 μεταφέρθηκε στὴ Σκόπελο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐκ νέου στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια μέχρι σήμερα. Ἡ μνήμη του στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἑορτάζεται τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὁσιότητι βίου Πάτερ κοσμούμενος, Θεσσαλονίκης ἐδείχθης ἀρχιεράρχης σοφός, καὶ ποίμην ἀληθινὸς Ἁγίῳ Πνεύματι, θεοφόρε Θεωνᾶ, Ἐκκλησίας καλλονή, δοχεῖον τοῦ Παρακλήτου. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Θεσσαλονίκης ποιμὴν ἐνθεώτατε, καὶ πρεσβευτὰ πρὸς Θεὸν ἡμῶν μέγιστε, σοφὲ Θεωνᾶ ἀεὶ πρέσβευε, πάσης ἀνάγκης λυτροῦσθαι καὶ θλίψεως, τοὺς πόθῳ τιμῶντάς σε Ἅγιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ἐν Ἄθῳ ἀσκητικῶς, καὶ τὸν ὑπὲρ λόγον, ἠξιώθης θεωριῶν· ἔνθεν ψήφῳ θείᾳ, ποιμὴν Θεσσαλονίκης, ἐδείχθης θεοφόρος, Θεωνᾶ Ἅγιε.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύαθλος


Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύαθλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὅταν κάποτε ἀσθένησε βαριὰ στράφηκε πρὸς τὸν Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ ἐμπιστοσύνη καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐὰν ὁ Κύριος τοῦ χάριζε τὴν ὑγεία του, αὐτὸς θὰ διακονοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ γιατρεύτηκε, πῆγε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ νὰ διακονεῖ τοὺς ἀδελφούς του μὲ ἀνυπόκριτη ἀγάπη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὶς μακρινὲς Σπηλιὲς τῆς Λαύρας.

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης


Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 565 – 570 μ.Χ. στὴν Καρθαγένη τῆς Ἱσπανίας, στὴν ὁποία ἡ οἰκογένειά του εἶχε καταφύγει ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἀρειανοῦ Γότθου βασιλέως Ἀγίλα (549 – 554 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀδελφούς του Λέανδρο καὶ Φουλγέντιο καὶ τὴν ἀδελφή του Φλωρεντίνη. Ὁ ἀδελφός του, Λέανδρος, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος Σεβίλλης, φρόντισε μὲ περισσὴ φροντίδα γιὰ τὴν μόρφωση τοῦ Ἁγίου.

Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἐργάσθηκε κοντὰ στὸν δάσκαλο καὶ ἀδελφό του Λέανδρο βοηθώντας τὸ θεολογικὸ καὶ ποιμαντικό του ἔργο. Κυρίως ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μεταστροφὴ τῶν Βησιγότθων ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸ καὶ ἀντιστάθηκε καὶ αὐτὸς σθεναρὰ στὸν κακόδοξο τότε βασιλέα Λέβεγκιλτ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ὁ Ἰσίδωρος σήκωσε στοὺς ὤμους του, μόνο αὐτός, τὸ βάρος τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος καὶ ὑπεράσπισε μὲ θάρρος τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς Ἰσπανικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀργότερα στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ ὀρθόδοξος υἱὸς τοῦ Λεβιγκίλτ, ὁ Ρεκαρέντ, ὁ λαὸς ἐπέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀναχώρησε σὲ ἕνα μοναστήρι, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ὁλόψυχα στὴν ἡσυχία, τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε γιὰ πολύ. Ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ἀνάγκασε τὸν Ἰσίδωρο νὰ ὑπακούσει στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔτος 600 μ.Χ., ὡς Ἐπίσκοπος τὸν θρόνο τῆς Σεβίλλης.

Στὴν Β’ Τοπικὴ Σύνοδο τῆς Σεβίλλης, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., στὴν ὁποία προήδρευε, κατατροπώθηκε ἕνας αἱρετικὸς μονοφυσίτης μαθητὴς τοῦ Σεβήρου, ἐνῷ ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ μὲ τὸ ἁπλὸ ἄγγιγμά του. Τὸ ἔτος 633 μ.Χ. ὁ Ἅγιος προήδρευσε καὶ τῆς Συνόδου τοῦ Τολέδο.

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε ἔξοχος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κόσμημα αὐτῆς. Λίγοι δύνανται νὰ παραβληθοῦν μὲ τὸν Ἅγιο ὡς πρὸς τὴν πολυμάθεια καὶ τὴ γνώση.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τὸν μεγάλο διαμορφωτή. Πίστευε ὅτι οἱ ἱερὲς τελετὲς καὶ οἱ Ἀκολουθίες πρέπει νὰ ἀντικατοπτρίζουν ὅσο πιὸ πολὺ γίνεται τὴν μεγαλοπρέπεια τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας.

Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ ποὺ ἐπιζεῖ μέχρι σήμερα, τὴν μοζαραβικὴς λειτουργίας. Πλήθη συνέρρεαν στὴ Σεβίλλη γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο του. Λεγόταν ὅτι ἡ σοφία του ὑπερέβαινε τὴ σοφία καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Τὰ θεία κηρύγματά του συνοδεύονταν συχνὰ ἀπὸ θαύματα ποὺ πιστοποιοῦσαν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

Ὁ μοναχικὸς βίος βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τὸν θερμὸ ὑποστηρικτὴ καὶ βοηθό του. Ἵδρυσε καὶ ὀργάνωσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔχτισε θεολογικὴ σχολὴ γιὰ τὴν μόρφωση τῶν κληρικῶν, στὴν ὁποία σχολὴ καὶ ὁ ἴδιος συχνὰ δίδασκε. Ἡ ἐκπαίδευση καὶ ὄχι μόνο ἡ ἐκκλησιαστική, ἀποτέλεσε μέλημα καὶ φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμένα. Καμία πτυχὴ τῆς γνώσεως δὲν τοῦ ἦταν ἀδιάφορη ἢ ξένη, γι’ αὐτὸ καὶ δίδαξε καὶ ἔγραψε ἐντυπωσιακὰ κείμενα ὅλων τῶν τότε γνωστῶν ἐπιστημῶν, ὅπως τὸ ἔργο «Ἐτυμολογίες ἢ περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν πραγμάτων».

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὅταν ἦταν πλέον πλήρης ἡμερῶν καὶ ἔργων εὐσεβείας, ἀσθένησε. Αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ πορεία του ἐδῶ στὴ γῆ ἔφθασε στὸ τέλος της. Μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ προετοίμασε τὴν ἔξοδό του μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια. Προφήτεψε ἀκόμη τὴν θλιβερὴ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἰσπανικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ δεινὰ ποὺ τὴν περίμεναν. Τέσσερις ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ κέντρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ καὶ νὰ τὸν τοποθετήσουν, ἐνδεδυμένο μὲ ἕνα ἁπλὸ στιχάριο, ἐπάνω σὲ στάχτη. Τότε προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν συγχωρέσει.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 636 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε μεταξὺ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Φλωρεντίνης στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Σεβίλλης. Ἀργότερα μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ τίμιο σκήνωμά του Ἁγίου Ἰσιδώρου μεταφέρθηκε στὴν πόλη Λεόν.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς τοῦ Βορμποζὸμ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Κομὲλ καὶ στὴ νῆσο Βορμποζόμ, κοντὰ στὴ Λευκὴ λίμνη, ὅπου ἵδρυσε μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1550.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου διῆλθε τὸν βίο του μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων. 
 
 Σύναξη της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στην Άνδρο 







Κάτασπρη και μεγαλόπρεπη υψώνεται κοντά στο όμορφο λιμάνι η Εκκλησιά της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, που γιορτάζει του Ακαθίστου Ύμνου.

Σύμφωνα με την παράδοση ένα φουρτουνιασμένο βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φώς. Άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φώς που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά, πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της! Έτσι, οι νησιώτες αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Οι εργασίες για την ανέγερση του ναού έγιναν με γοργούς ρυθμούς και η Εκκλησιά ήταν σχεδόν έτοιμη σε ελάχιστο χρόνο. Έλειπε όμως η σκεπή, γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Η ίδια η Παναγία φρόντισε γι’ αυτό.

Ένα καράβι φορτωμένο με ξυλεία κινδύνευσε ανοιχτά στο πέλαγος έξω από την Άνδρο. Ο καπετάνιος μαζί με τους ναυτικούς παρακαλούσαν την Παναγία να τους σώσει από τον επικείμενο κίνδυνο. Φωτισμένος ο καραβοκύρης έριξε την ξυλεία στη θάλασσα. Έτσι το πλοίο σώθηκε. Η ξυλεία σιγά σιγά βγήκε στην ακτή κοντά στην σπηλιά, για να σκεπάσουν οι μάστορες την ξεσκέπαστη Εκκλησία. Επειδή η ξυλεία βρέθηκε αναπάντεχα και μάλιστα στην ώρα της, πραγματικά θεόσταλτη, η Εκκλησία της Παναγίας ονομάστηκε «Θεοσκέπαστη». Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου. 

Σύναξη της Παναγίας της Ακαθής στην Σχοινούσα



Το όνομα «Ακαθή» υπάρχει σχεδόν μόνο στη Σχινούσα και προέρχεται από μία εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί. Της Παναγίας της Ακαθής, όπως την λένε. Και λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο Χριστός αντί να τον κρατά αγκαλιά η Παναγία, στέκει όρθιος μπροστά της. Δηλαδή Ακάθιστος.

Η εικόνα αυτή πήγε στη Σχινούσα από τη Σαντορίνη, που κι εκεί βρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο.

Μια γυναίκα, κάτοικος της Σαντορίνης, άκουγε κατά καιρούς από ένα συγκεκριμένο σημείο του σπιτιού της χτυπήματα στον τοίχο. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά δεν έδωσε ως φαίνεται και την πρέπουσα σημασία.

Ένα βράδυ λοιπόν είδε ένα όνειρο. Της παρουσιάστηκε μια γυναίκα και της είπε ότι είναι η Παναγία η Ακαθή και γιορτάζει του Ακαθίστου. Να σκάψει της είπε στο σημείο που ακούει το κτύπημα.Έσκαψε λοιπόν η γυναίκα αυτή και βρήκε ένα κούφωμα και μέσα την εικόνα μαζί με ένα καντηλάκι και σταμνάκι με λάδι.

Την εποχή εκείνη η Σαντορίνη ήταν πολύ φτωχό νησί και οι κάτοικοί της τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα. Ακούγοντας λοιπόν στο χωριό για την θαυματουργή εικόνα έτρεχαν όλοι να προσκυνήσουν και κάτι άφηναν στη γυναίκα. Άλλος λίγο λάδι, άλλο κάποια λεφτά. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τώρα η γυναίκα που βρήκε την εικόνα καλύτερα.

Κάποτε σκέφθηκε να πάρει την εικόνα και να τη φέρει στα γύρω νησιά και ο κόσμος που προσκυνούσε άφηνε τον οβολό του. Πήγε λοιπόν σε κάποια περιοδεία της και στη Σχινούσα και επειδή εκεί την καλοδέχτηκαν και της έδωσαν ίσως και κάποια δουλειά — το νησάκι ήταν εύφορο και υπήρχε δουλειά για όλους — αποφάσισε να εγκατασταθεί.

Την εικόνα την είχε πάντα στο σπίτι της και κατά κάποιο τρόπο την εκμεταλλευόταν. Σε κάποια επίσκεψή του όμως εκεί ο Σεβασμιώτατος Θήρας Γαβριήλ δεν του άρεσε αυτή η εκμετάλλευση που γινόταν. Έκαμε λοιπόν τις απαιτούμενες ενέργειες και η εικόνα μεταφέρθηκε στην ενορία του νησιού που ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Σήμερα η εκκλησία γιορτάζει την Παρασκευή του Ακαθίστου και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.

Σύναξη της Παναγίας της Πλατσανής στην Οία της Σαντορίνης



Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής είναι αφιερωμένος στον Ακάθιστο Ύμνο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Το έτος 626 μ.Χ. αμέτρητες ορδές Αράβων και Περσών περικύκλωσαν την Κωνσταντινούπολη, όμως οι ελάχιστοι υπερασπιστές της ενθαρρυνόμενοι από τον Πατριάρχη Σέργιο και βοηθούμενοι από την Παναγία, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους επιδρομείς. Ύστερα από τη νίκη αυτή όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώθηκαν στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, και όλη τη νύκτα έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο ευχαριστώντας Την για την Προστασία της πόλεως. Οι εκκλησιαζόμενοι όλη τη νύκτα έψαλαν χωρίς να καθίσουν, γι αυτό και ο ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος».

αρχικά ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Πλατσανής ήταν κτισμένος στην άκρη του χωριού μέσα στο κάστρο, εκεί που σήμερα όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης μαζεύονται καθημερινά για να απολαύσουν το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα της Οίας. Με τον καταστροφικό σεισμό όμως της 9ης Ιουλίου 1956 μ.Χ. ο Ναός γκρεμίστηκε και επειδή το έδαφος στο σημείο αυτό δεν είναι σταθερό η εκκλησία ξανακτίστηκε στο κέντρο του χωριού.

Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο βρέθηκε στη θάλασσα. Κάποιος ψαράς την ώρα που ψάρευε είδε καταμεσής στο πέλαγος ένα φως που έμοιαζε με αναμένο καντήλι. Πηγαίνοντας κοντά είδε την εικόνα της Παναγίας η οποία όμως όσο την πλησίαζε απομακρυνόταν. Τότε ειδοποίησε τους ιερείς και τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι με δεήσεις και παρακλήσεις, με θυμιάματα και λαμπάδες κατέβηκαν στον αιγιαλό και με ευλάβεια μεγάλη μετέφεραν την εικόνα σε εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα όταν πήγε να ανάψει τα καντήλια ο ιερέας δεν βρήκε στο Ναό τη νεοφανή εικόνα. Ύστερα από έρευνες αρκετών ωρών η εικόνα βρέθηκε στα τείχη του κάστρου απ’ όπου μεταφέρθηκε πάλι στο Ναό. Αλλά και πάλι την επόμενη μέρα οι κάτοικοι τη βρήκαν στο κάστρο, τη μετέφεραν ξανά στο Ναό και έτσι ακολούθησε πολλές φορές η μεταφορά μέχρι που οι κάτοικοι αποφάσισαν να συνεισφέρουν όλοι για να κτιστεί η εκκλησία στο μέρος όπου η ίδια η Παναγία είχε διαλέξει για να βλέπει τις θάλασσες από όπου είχε έρθει και για να ευλογεί τα ιστιοφόρα που ξεκινούσαν να φύγουν για τα μακρινά τους ταξίδια. Το όνομα «Πλατσανή» της το έδωσαν από το θόρυβο «πλατς - πλατς» που έκαναν τα κύματα όταν κτυπούσαν την εικόνα στη θάλασσα όπου βρέθηκε.

Όλα τα Ιερά σκεύη είναι αφιερώματα ευσεβών Οιατών, κυρίως ναυτικών, για να τους προστατεύει στα ταξίδια τους. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την Ορθόδοξη Ρωσία, όπου με τα ιστιοφόρα τους μετέφεραν το φημισμένο κρασί της Σαντορίνης. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο. Υπάρχει πάνω σ’ αυτό η χρονολογία 1820 μ.Χ. η οποία όμως είναι πιθανόν η χρονολογία επιχρύσωσής του, γιατί η κατασκευή του τοποθετείται από τους ειδικούς πολύ παλαιότερα. Η Αγιογράφηση του ναού έγινε σε τρία στάδια από Θηραίους αγιογράφους.

Σύναξη της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» στον Πειραιά 


 Το αρχικό ιδιόκτητο εκκλησάκι

Ο σημερινός ενοριακός Ναός

Η ιστορία της ενορίας Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον» Πειραϊκής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής, αρχίζει περίπου το έτος 1890 μ.Χ., όταν κάποιος ψαράς ανέσυρε μία παλαιά εικόνα από τα βράχια της Πειραϊκής η οποία εικόνιζε την Παναγία να κρατά τον Χριστό, καθήμενο σε παιδική ηλικία, κρατώντας στο χέρι ένα «Ρόδον». Το γεγονός έγινε αμέσως γνωστό στην περιοχή. Μια ευλαβής οικογένεια, ονομαζόμενη Κατσαρού, έχοντας την επιθυμία να προσφέρει «οίκον» προς στέγαση της εικόνας της Παναγίας, με ιδία πρωτοβουλία έκτισε ιδιωτικό παρεκκλήσιο με το όνομα Παναγία «Ρόδον Αμάραντον». Εκεί στεγάσθηκε η παλαιά αυτή εικόνα και λατρεύθηκε από τους κατοίκους της περιοχής.

Πέρασαν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερος κόσμος συνέρεε στην περιοχή και υπήρξε ανάγκη να δημιουργηθεί ενορία που θα δεχθεί τους πιστούς. Μέχρι τότε, η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά υπήγετο εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με τη δωρεά της οικογένειας Κουτσοδόντη η οποία διέθεσε το οικόπεδο για να κτισθεί σε πρώτη μορφή (ο ισόγειος) ο Ιερός Ναός και να δημιουργηθεί η νέα ενορία. Στα επόμενα έτη απαιτήθηκαν αγώνες, και κατεβλήθησαν κόποι και θυσίες για να δοθεί η άδεια κάτι το οποίο επετεύχθει επι δημαρχίας Σκυλίτση.

Το 1973 μ.Χ., ο μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ Χρυσόστομος ο Α΄ τέλεσε τα θυρανοίξια του νέου Ιερού Ναού και τον παρέδωσε προς λατρεία στους ενορίτες πιστούς. Λίγο πριν τα θυρανοίξια, δια Αρχιερατικού γράμματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, έγινε και επισήμως ενορία ξεχωριστή, η ενορία της Παναγίας Ρόδο Αμάραντο.

Ο πρώτος Ιερός Ναός λειτουργεί κανονικά μέχρι το έτος 1983 μ.Χ. όταν αποφασίζεται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να οικοδομηθεί νέος, λαμπρότερος και μεγαλύτερος Ναός πάνω από το ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, έχουν διακονήσει αρκετοί ιερείς που έδωσαν ο καθένας την προσωπική του σφραγίδα για την αποπεράτωση, την καλή λειτουργία και ευταξία του οίκου του Θεού: ο αείμνηστος π. Αντώνιος, ο π. Μάξιμος, μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο π. Μιχαήλ Βασιλάκης, ο π. Χαράλαμπος Πετρόγγονας, ο π. Ευάγγελος Μισαργόπουλος, ο π. Ιάκωβος Φραγκιαδάκης, ο αείμνηστος π. Στέφανος Μιχαηλίδης, ο π. Αντώνιος Βάλβης, ο π. Γερμανός Αδραχτάς, ο π. Βενέδικτος, ο οποίος και εργάσθηκε επιμελώς για την ανέγερση του ισογείου του Ναού αλλά και του νέου μεγαλύτερου Ναού. Το έργο για την αποπεράτωση του Ναού όπως αυτός υπάρχει σήμερα διήρκεσε 2 έτη. Προϊστάμενος του Ναού κατά τα έτη αυτά και μέχρι σήμερα είναι ο π. Μιχαήλ Χαλάς με συνεφημέριο τον π. Ιωάννη Μαυροκουκουλάκη.

Το 1986 μ.Χ., ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Καλλίνικος τελεί τα θυρανοίξια και εγκαίνια του νέου λαμπρού Ιερού Ναού της Παναγίας «Ρόδον Αμάραντον», που εορτάζει κάθε χρόνο στον Ακάθιστο Ύμνο.

Το ισόγειο παρεκκλήσιο του Ναού μετονομάστηκε σε «Ταξιάρχη Μιχαήλ της Σύμης» και πανηγυρίζει στις 9 Νοεμβρίου. (Η μετονομασία έγινε διότι ο Ταξιάρχης Μιχαήλ της Σύμης τιμάται ιδιαιτέρως από τους Συμιακούς πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στην περιοχή της Πειραϊκής).


Πηγὲς:http://www.saint.gr/04/04/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/4/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου