Κάποτε κάλεσαν ἐσπευσμένα ἕναν Ἱεροκήρυκα σὲ ἕνα μεγάλο γραφεῖο πολυτελές, μὲ περίτεχνες βυζαντινὲς εἰκόνες στοὺς τοίχους, κερασένια ἔπιπλα γυαλιστερὰ καὶ χαλιὰ ποὺ βούλιαζαν τὰ πόδια σου. (σ.σ. ἐκτάκτως, ὁ Ἱεροκήρυκας τοῦ Παραδείσου, ὁ κυρ Δημήτρης ὁ Παναγόπουλος. Τὸ περιστατικὸ εἶναι διασκευασμένο ἀπὸ προφορικὴ διήγηση τοῦ ἰδίου).
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα κηρύγματά του, -ἐκεῖνα ποὺ τὸν ρωτοῦσες στὸ τέλος γιὰ κάτι ποὺ μόλις πρὶν λίγο εἶχε πεῖ καὶ ὁ Παναγόπουλος ἀδυνατοῦσε νὰ θυμηθεῖ, ἀφοῦ αὐτοστιγμεί ξεχνοῦσε, γιατί προφανῶς δὲν ὁμιλοῦσε ἐκεῖνος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας - σ᾿ ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ πύρινα κηρύγματα μετανοίας του, ὁ Ἱεροκήρυκας ὡς ὄφειλε δὲν χαρίστηκε, δὲν ἐξωράϊσε καὶ ἤλεγξε (φυσικὰ ὄχι σὲ θέματα ἰδιωτικοῦ βίου) ἀλλὰ σὲ θέματα πίστης καὶ δόγματος καὶ τὸν κλῆρο. Καὶ ἔτσι ἐκλήθη ἀπὸ τὸν ἐπιτετραμμένο σὲ σχετικὰ θέματα (πειθαρχικῆς ὑφῆς) νὰ δώσει ἐξηγήσεις .