Τώρα ποὺ τηγανιζόμαστε ἀπὸ νέας κοπῆς κρίση καὶ ἀκούγεται ἡ βοὴ τῆς ἐπερχόμενης ἔλλειψης τροφίμων, δημοσιεύω καὶ πάλι ἕνα παλιό μου ἄρθρο γιὰ τὴν ἀξία τῆς γεωργικῆς τέχνης.
Εἶχα διαβάσει σὲ μικρότερη ἡλικία, ὅταν πολλὲς φορὲς διαβάζουμε ἀνώριμα, περίπου βουλιμικὰ κάποια βιβλία, τὴν ἐξαίσια πραγματεία τοῦ Ξενοφῶντος μὲ τίτλο «Οἰκονομικός». Ἀνήκει στὴν τετραλογία τῶν φιλοσοφικῶν του ἔργων, ποὺ στρέφονται γύρω ἀπὸ τὴν μορφὴ τοῦ μεγάλου δασκάλου του, τοῦ Σωκράτη. Τὰ ἄλλα τρία τιτλοφοροῦνται «Ἀπομνημονεύματα», «Συμπόσιον» καὶ «Ἀπολογία».
Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μέγας φιλόσοφος ἀναφέρεται κυρίως στὴν γεωργία, σημειώνοντας στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ πέμπτου κεφαλαίου ὅτι «ἔοικε γὰρ ἡ ἐπιμέλεια αὐτῆς εἶναι ἅμα τε ἡδυπάθεια τίς καὶ οἴκου αὔξησις καὶ σωμάτων ἄσκησις εἰς τὸ δύνασθαι ὅσα ἀνδρὶ ἐλευθέρῳ προσήκει», δηλαδή, ἡ γεωργία εἶναι πηγὴ τέρψεως καὶ τῆς περιουσίας αὔξηση καὶ τοῦ σώματος ἄσκηση, ὥστε νὰ μπορεῖ τὸ σῶμα νὰ κάνει ὅσα ἁρμόζουν σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ἐλεύθερο, διότι «τῶν σωμάτων θηλυνομένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι γίγνονται».