Η Λαύρα του μεγάλου Ευθυμίου είχε πλέον αρχίσει να ακμάζει, και ο αριθμός των αδελφών είχε φτάσει τους πενήντα. Για καθέναν από αυτούς είχε χτιστεί κελλί, και καθημερινά τελούσαν την ιερή μυσταγωγία, γιατί η Λαύρα είχε κιόλας δύο ιερείς, τον Ιωάννη και τον Κυρίωνα.
Κάποια Κυριακή ο μέγας Ευθύμιος λειτουργούσε στον Θεό και πρόσφερε σε αυτόν την αναίμακτη θυσία, και στα δεξιά στεκόταν ο Δομετιανός κρατώντας το συμβολικό ριπίδιο (*). Ήταν η ώρα να αρχίσει η τρισάγια δοξολογία (το Άγιος ο Θεός), όταν ο Τερέβων ο Σαρακηνός και ο αδελφός τού Χρυσίππου Γαβριήλιος, που στέκονταν ο ένας κοντά και ο άλλος μέσα στο άγιο βήμα, – ω, τι πολλή χάρη έδωσες, Χριστέ, στον Ευθύμιο! – είδαν ξαφνικά φωτιά, σαν απλωμένη επάνω σε σεντόνι, να κατεβαίνει από ψηλά, να τυλίγει τον μέγα Ευθύμιο, και μαζί με αυτόν και τον Δομετιανό, και να μένει έτσι γύρω τους από την αρχή του τρισαγίου μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας.