Μὲ ρώτησε κάποιος: «Αὐτὸ ποὺ ψάλουμε τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, τὸ «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, τούς ἐνδοξοις τῆς γῆς»[1], γιατί τὸ λέμε, ἀφοῦ εἶναι κατάρα;». «Ὅταν κάνουν ἐπιδρομή οἱ βάρβαροι, τοῦ εἶπα, καὶ πᾶνε νὰ καταστρέψουν στὰ καλά καθούμενα ἕναν λαό καὶ ὁ λαός προσεύχεται νὰ τούς βροῦν κακά, δηλαδή νὰ σπάσουν τὰ ἁμάξια τους, καὶ τὰ ἄλογά τους νὰ πάθουν κάτι, γιὰ νὰ ἐμποδισθοῦν, καλό εἶναι ἤ κακό; Αὐτὸ ἐννοεῖ, νὰ τούς ἔρθουν ἐμπόδια. Δὲν εἶναι ὅτι καταριούνται».
– Γέροντα, πότε πιάνει ἡ κατάρα;
– Ἡ κατάρα πιάνει, ὅταν ὑπάρχη στὴν μέση ἀδικία. Ἄν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μία πονεμένη ἤ τῆς κάνη ἕνα κακό καὶ ἡ πονεμένη τὴν καταρασθῆ, πάει, χάνεται τὸ σόι της. Ὅταν δηλαδή κάνω κακό σὲ κάποιον καὶ ἐκεῖνος μὲ καταριέται, πιάνουν οἱ κατάρες του. Ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καὶ πιάνουν, ὅπως ἐπιτρέπει λ.χ. νὰ σκοτώση ἕνας κάποιον ἄλλον. Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχη ἀδικία, τότε ἡ κατάρα γυρνᾶ πίσω σ' αὐτόν ποὺ τὴν ἔδωσε.