Τὰ ἀσκητήρια τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων
γειτονεύουν και κατὰ τὴν κλίση τοῦ ἐδάφους, ὅταν πέφτει βροχή, τὸ νερό, μὲ τὸ ἴδιο
αὐλάκι, περνάει πρῶτα ἀπὸ τὸ Καλύβι τοῦ γερο-Γαβριήλ, καὶ μὲ ἕνα χωματένιο
διακόπτη, συνεχίζει πρὸς τὸ ἀσκητικὸ Καλύβι τοῦ Πνευματικοῦ Ἰακώβου.
Ὁ γερο-Γαβριήλ, ἦταν ἀπὸ τὴν Εὔβοια.
Ἦταν εὐλαβής, σοβαρός, νηφάλιος, λιγόλογος, μὲ τὸ κοσμποσχοίνι στὸ χέρι καὶ τὴν
εὐχὴ στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη. Ὁ λόγος του πολὺ μετρημένος καὶ ὅλο πνευματικὴ
συμβουλὴ καὶ προτοπή, γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή. Ἡ ὄψη του ἦταν σκαιὰ καὶ ἀπότομη
καί, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀγάθος καὶ γεμᾶτος καλωσύνη, νόμιζες ὅτι ἀντιμετώπιζες ἕναν
τραχὺ καὶ σκληρὸ ἄνδρα, ἀλλά, ὅταν μιλοῦσε, ἦταν γλυκὺς καὶ μειλίχιος καὶ γινόταν
ἀμέσως ἀγαπητός.
Δὲν θύμωνε εὔκολα, ἀλλὰ μὲ τὸ μαλακὸ καὶ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ
χείλη μποροῦσε νὰ σὲ πιάσει στὰ σιδερένια του χέρια καὶ νὰ σὲ λιώσει. Γι’ αὐτὸ
σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη, οἱ ἐρημῖτες τὸν εὐλαβοῦντο, τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν
φοβόντουσαν, γιατὶ στὸν λόγο του δὲν δεχόταν ἀντίῤῥηση.