Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Ποιά εἶναι ἡ μεταφυσική θεώρησις τῆς Θεολογίας - Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (♱)


Ἔχομε ἤδη ἀναφέρει ὅτι μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Καί, ἐφ᾿ ὅσον οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχη, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐδεμία ἀναλογία μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Τώρα ἡ μεταφυσικὴ θεώρησις68 τῆς θεολογίας ποιὰ εἶναι; Γιὰ νὰ ὑπάρχη μεταφυσικὴ ἢ ὀντολογία στὴν Θεολογία, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὑπάρχη κάποια ἀναλογία μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Στὴν φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοσι τῆς Δύσεως ὑπάρχουν δύο ἀναλογίες, δηλαδὴ δύο διαφορετικὲς συσχετίσεις. Στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἀντιθέτως δὲν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα. Γιατί; Ἁπλούστατα, διότι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου ἢ μεταξὺ κτισμάτων καὶ Θεοῦ οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Αὐτὸ σημαίνει ἐπίσης ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ἀναλογία μεταξὺ τους, δηλαδὴ συσχέτισις ἢ σύγκρισις· ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε μέσῳ τῶν κτισμάτων νὰ γνωρίσωμε τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ τὸν Θεόν, Αὐτὸν ἢ τὴν ἐνέργειά Του.

Στὴν Δυτικὴ παράδοσι ἡ ἀναλογία, ποὺ ἔχουν δεχθῆ οἱ Δυτικοὶ ὅτι ὑπάρχει, ἔχει δύο μορφές: Εἶναι ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος (analogia entis) καὶ ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως (analogia fidei).

Ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ ὅσους ἀκολούθησαν τὸν Αὐγουστῖνο. Στὸν Αὐγουστῖνο ὅμως ὑπάρχουν καὶ οἱ δύο ἀναλογίες καὶ γίνεται σ᾿ αὐτὸν μία σύγχυσις μεταξὺ τῆς φιλοσοφικῆς μεθόδου ἐρεύνης τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγιογραφικῆς ἐρεύνης. Χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ στὴν ἔρευνά του ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὴν λογικὴ μέθοδο καὶ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό.

Γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξι τῆς Δυτικῆς θεολογίας ἔχει ἐπίσης μεγάλη σημασία ἡ συμβολὴ τοῦ Γουλιέλμου Ὄκκαμ (Ockham), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Νομιναλισμοῦ καὶ ὁ ὁποῖος ἔκανε μία γενικὴ ἐπίθεσι ἐναντίον τῆς ἀναλογίας τοῦ ὄντος. Οἱ νομιναλισταὶ ἀπορρίπτουν κάθε εἶδος διακρίσεως μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείων ἰδιοτήτων μεταξὺ δηλαδὴ θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ διάκρισις εἶναι μόνο κατ᾿ ὄνομα (ἐξ οὗ καὶ νομιναλισταί).

Ἐξ αἰτίας τοῦ Γουλιέλμου Ὄκκαμ δημιουργήθηκε μία παράδοσις, ποὺ δὲν ἐδέχετο τὴν ἀναλογία τοῦ ὄντος, μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι ἀπὸ τὴν φιλοσοφία δὲν μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσωμε κάποια γνῶσι περὶ Θεοῦ. Αὐτὸς ἔκανε μία γενικὴ ἐπίθεσι ἐναντίον τῶν ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνος, ἐναντίον δηλαδὴ τῶν καθ᾿ ὅλου (Universalia) τῆς Πλατωνικῆς παραδόσεως μὲ πολὺ γερὰ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα, καὶ σχεδὸν κατήργησε τοὺς προηγούμενους Πλατωνικοὺς τῆς Δυτικῆς παραδόσεως, προκαλῶντας ἔτσι μία μεγάλη κρίσι στὴν Δυτικὴ Θεολογία.

Αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, ἐφ᾿ ὅσον ἡ διδασκαλία περὶ ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν ἐπίσημα καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» ποὺ διαβάζουμε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχει ἡ ἐπίσημος καταδίκη αὐτῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν καὶ ἀναθεματίζονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπίσημα πλέον, ὅσοι παραδέχονται αὐτὴν τὴν διδασκαλία περὶ ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνος. Καὶ τοῦτο διότι ἡ Πλατωνικὴ ἀντίληψις περὶ Θεοῦ εἶναι καθαρὰ ἀνθρωπομορφική.

Ἡ περὶ τῶν ἀρχετύπων εἰδῶν στὸν νοῦν τοῦ Θεοῦ διδασκαλία αὐτὴ καταργεῖ οὐσιαστικὰ τὴν Θεία ἐλευθερία καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὅλη γνωσιολογικὴ βάσι τῆς λεγομένης Σχολαστικῆς θεολογίας καὶ φιλοσοφικῆς παραδόσεως, δηλαδὴ τῆς θεολογίας τῶν Παπικῶν, κατὰ τὴν ὁποία πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει μία ἀναλογία τοῦ ὄντος καὶ μία ἀναλογία τῆς πίστεως μεταξὺ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καὶ τῶν ἀκτίστων ἀρχετύπων εἰδῶν ἢ ἰδεῶν ἢ λόγων, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ὑπάρχουν μέσα στὸν νοῦν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κατ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξιχνιάση τὰ περὶ τῆς Θεῖα οὐσίας, ἐὰν διεισδύση εἰς τὴν οὐσίαν καὶ εἰς τὴν καθ᾿ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς.

Αὐτὴ ὅμως ἡ διδασκαλία, ὅπως εἴπαμε, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καθιερώνεται καὶ κατοχυρώνεται ἡ Πατερικὴ ἄποψις ὅτι μεταξὺ κτιστῶν καὶ ἀκτίστου, δηλαδὴ μεταξὺ κτισμάτων καὶ Θεοῦ οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει.

Τὴν ὡς ἄνω Πλατωνικὴ ἀντίληψι περὶ Θεοῦ ἀκολούθησε ὁ Αὐγουστῖνος καὶ ὁλόκληρη ἡ Δυτικὴ παράδοσις. Ὁ Γουλιέλμος Ὄκκαμ δὲν κατήργησε ὅμως τὴν ἀναλογία τῆς πίστεως, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Γι᾿ αὐτὸν δηλαδὴ στὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφονται τὰ τοῦ Θεοῦ ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα. Καὶ μόνο μέσῳ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, λέγει, μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίση τὸν Θεόν.

Κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων. Ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ σκέψι (ποὺ εἶναι ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι κατατεθειμένη μέσα στήν Ἁγία Γραφή.

Δηλαδὴ λέγει ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὰ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του μέσα στήν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίση τὰ περὶ Θεοῦ σωστὰ ἀπὸ τὴν φιλοσοφία. Ἐδῶ βέβαια κάνει ὁ Ὄκκαμ μία ἐπίθεση ἐναντίον τῆς φιλοσοφικῆς μεθόδου τοῦ Αὐγουστίνου, ὄχι ὅμως καὶ ἐναντίον τῆς θεολογικῆς μεθόδου, ποὺ βασίζεται στὴν Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ τῆς ἀναλογίας τῆς πίστεως.

Αὐτὴν τὴν ἀναλογία τῆς πίστεως ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Λούθηρος, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Λούθηρος βέβαια εἶχε διδάξει σωστὰ ὅτι ὑπάρχουν δύο πίστεις. Ἡ μία πίστις εἶναι ἡ ἐγκεφαλικὴ πίστις, τῆς λογικῆς ἀποδοχῆς. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται κάτι μὲ τὴν λογική του καὶ πιστεύει σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀποδέχεται. Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι ἡ πίστις ποὺ δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν λέγη ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος διὰ μόνης τῆς πίστεως σώζεται, δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὴν πίστι τῆς λογικῆς ἀποδοχῆς ἀλλὰ τὴν ἐνδιάθετη πίστη.

Ὁ Λούθηρος παρετήρησε ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται ὅτι πράγματι ὑπάρχει μία ἄλλη πίστις, ποὺ εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ πίστις ἐνεργεῖται στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Ἔφθασε ὅμως μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου καὶ δὲν προχώρησε παραπέρα. Δὲν ὁλοκλήρωσε δηλαδὴ τὸ θέμα αὐτὸ ἐμβαθύνοντας στὴν Πατερικὴ ἀντίληψι περὶ τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως.

Στὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι οὔτε ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει. Διότι μεταξὺ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἀληθείας περὶ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ἀναλογία πίστεως. Γιατί; Διότι μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως καμμία ὁμοιότης. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ Θεοῦ εἶναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργοῦνται στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Πρὶν εἶναι ἁπλῶς βοηθητικά, ἀπαραίτητα, σωστὰ καὶ ὀρθὰ ὡς καθοδηγητικὰ μόνο πρὸς τὸν Θεόν.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁδηγὸς πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἡ περιγραφὴ τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφὴ καμμία ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεόν. Μιλᾶ γιὰ τὸν Θεόν, μιλᾶ γιὰ τὴν Ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Εἶναι ὁδηγὸς πρὸς τὴν Ἀλήθειαν καὶ τὴν Ὁδόν, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Διότι οἱ λέξεις στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἁπλῶς σύμβολα, τὰ ὁποῖα περιέχουν ὡρισμένα νοήματα. Αὐτὰ τὰ νοήματα εἶναι ὅλα ἀνθρώπινα καὶ ὁδηγοῦν πρὸς τὸν Θεόν, πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τίποτε ἄλλο.

Ὁπότε διαβάζοντας ἁπλῶς κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν μπορεῖ νὰ θεολογὴ σωστὰ μόνο βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄν αὐτὸ τὸ κάνη, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ γίνη αἱρετικός. Διότι σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ νὰ γίνη μόνον, ὅταν ἡ μελέτη ἢ ἡ ἀνάγνωσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἢ τῆς θεώσεως. Χωρὶς φωτισμὸ ἢ θέωσι δὲν μπορεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἑρμηνευθῆ σωστά.

Ὅπως διαβάζοντας ἁπλῶς κάποιος βιβλία χειρουργικῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνη χειρουργός, ἂν δὲν παρακολουθήση μαθήματα στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ καὶ δὲν ἐξασκηθῆ στὴν χειρουργικὴ κοντά σε ἔμπειρο καθηγητή, ἔτσι καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη θετικὴ ἐπιστήμη πρέπει κανεὶς νὰ ἐξασκηθῆ, γιὰ νὰ μπορῆ ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία νὰ προχωρήση στὴν ἐπαλήθευσι καὶ διαπίστωσι τῆς θεωρίας. Δηλαδὴ ἡ θεωρία διαπιστώνεται, ἂν εἶναι ἀληθινή, ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ πρᾶξι, ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ γνῶσι.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἕνας ὁ ὁποῖος δὲν προσεγγίζει τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσῳ ἐμπειρογνωμόνων, δηλαδὴ μέσῳ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία μὲ τοὺς Προφῆτες ἢ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ βεβαιωθῆ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ βάσις, τὸ θεμέλιο τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωσις, δηλαδὴ ὁ δοξασμός.

Σημειώσεις
________________________

68. Ἢ ἡ ὀντολογικὴ θεώρησις τῆς θεολογίας, διότι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ οἱ ὅροι μεταφυσικὴ καὶ ὀντολογία ταυτίζονται.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου