
π. Δημήτριος Μπόκος
Ἀνασήκωσε λίγο τὸ μαξιλάρι του, πέρασε
ἐλαφρὰ τὸ χέρι της στὰ ἀνακατωμένα μαλλιά του, ἅπλωσε καλύτερα τὸ
σεντόνι πάνω του καὶ πῆρε τὴν τσάντα της νὰ φύγει.
- Αὔριο
πάλι μὲ τὸ καλό, ἔτσι, ἀδερφέ; Καληνύχτα καὶ καλὴ δύναμη νὰ σοῦ δίνει
ὁ Θεός, εἶπε χαμογελαστή, καθὼς ἔβγαινε μὲ τὸ ἀεράτο βῆμα της ἀπ’
τὸ δωμάτιο.
Ἔκλεισε τὰ μάτια του κουρασμένος κι ἄφησε
τὸ κεφάλι του νὰ κυλήσει στὸ πλάι.
Ὁ
Θεός! Ποιὸς Θεός!
Εἶχε κουραστεῖ πιά! Ὁλόκληρο χρόνο τὸν
κατάτρωγε ἡ ἀρρώστια. Στὴν ἀρχὴ τὴν πῆρε γιὰ κάτι ἀσήμαντο, μὰ γρήγορα
κατάλαβε πὼς τὰ πράγματα ἦταν σοβαρά. Εὐτυχῶς ποὺ μποροῦσε νὰ γίνεται
ἡ θεραπεία στὸ σπίτι καὶ δὲν χρειαζόταν νὰ μένει γιὰ πολὺ στὰ νοσοκομεῖα.
Μὰ εἶχε φτάσει στὰ ὅριά του.
Οἱ δικοί του τὸν φρόντιζαν μὲ τὸ παραπάνω.
Καί, δόξα τῷ Θεῷ, εἶχε ἀρκετὸ κόσμο γύρω του. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε
νὰ τρυπώσει μέσα του μιὰ ὕπουλη σκιὰ μελαγχολίας. Ἔβλεπε πὼς ἡ ζωή του
ἔσβηνε. Τοῦ ἔλεγαν πὼς ὅλα θὰ πᾶνε καλά, μὰ δὲν τὸ πίστευε. Ἡ ἀμφιβολία
τὸν ἔλειωνε νύχτα καὶ μέρα.