Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 24 Φεβρουαρίου 2019: η παραβολή του Ασώτου Υιού




Ὁ Ἄσωτος υἱός καί ὁ εὐσπλαχνικός Πατέρας

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Φεβρουαρίου 2019, τοῦ Ἀσώτου (Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιε΄ 11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκ­έτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγ­καντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαν­το εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.


1. Στὴ χώρα τῆς στέρησης


Δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου· ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραθέτει πλούσια πνευματικὴ τράπεζα: τὴν περίφημη Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀπὸ τὸ 15ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, τὸ κεφάλαιο τῆς Χάριτος καὶ τοῦ θείου ἐλέους.


Ἕνας ἄνθρωπος, λέει ὁ Κύριος στὴν Παραβολή, εἶχε δύο γιούς. Κάποτε ὁ νεότερος εἶπε στὸν Πατέρα: «Πατέρα, δῶσ᾿ μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει». Πράγματι, ὁ πατέρας διένειμε τὴν περιουσία στοὺς γιούς του. Κι ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεότερος τὰ μάζεψε ὅλα καὶ ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα.


Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ ἄσωτη ζωὴ καὶ ξόδεψε τὰ πάντα. Ἐπιπλέον «ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός», ἔπεσε μεγάλη πείνα σ᾿ ἐκείνη τὴ χώρα, «καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι»· ἄρχισε νὰ στερεῖται. Ζήτησε δουλειὰ τὸ πρώην ἀρχοντόπουλο, καὶ βρῆκε τὴ χειρότερη καὶ πιὸ περιφρονημένη: τὸν ἔστειλαν νὰ βόσκει χοίρους. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ δὲν χόρταινε· ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔριχναν στοὺς χοίρους, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε.


Ἴσως σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ νέος αὐτὸς ὑπῆρξε ἄτυχος. Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πέσει πείνα σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ τέλος πάντων νὰ ἔβρισκε τὰ μέσα πρὸς τὸ ζῆν. Σὲ ὁποιαδήποτε χώρα τῆς γῆς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας ὅμως ὄχι. 

Στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀπόλαυση ἔρχεται πάντοτε, μὰ πάντοτε, μεγάλη πείνα, στέρηση, ἐξαθλίωση. Καὶ τὸ κατάντημα τοῦ ἄσωτου υἱοῦ εἶναι τὸ κατάν­τημα ὄχι μόνο ἐκείνου ποὺ κάνει ἀσωτίες ἀλλὰ τοῦ κάθε βαριὰ ἁμαρτωλοῦ ποὺ μένει ἀμετανόητος – τὸ ὁποῖο βέβαια σὲ κάποιο βάθμο ὅλοι γευόμαστε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἁμαρτωλότητός μας.


Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐξυμνεῖ καὶ τραγουδάει ὁ κόσμος: λίγη ἡδονὴ στὴν ἀρχή, καὶ κατόπιν ἀπέραντη στέρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς ἁμαρτίας: ἡ στέρηση κάθε ἀγαθοῦ, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ζωῆς. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ· καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.



2. Ἡ σωτήρια μετάνοια


Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦλθε κάποτε «εἰς ἑαυτόν»· ἦλθε στὰ σύγκαλά του, ἦλθε σὲ ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, καὶ εἶπε: «Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονη τροφή, ἐνῶ ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας!». Ἀναγνώρισε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐπιλογή του ἦταν λανθασμένη, καὶ θέλησε νὰ ἐπανορθώσει. 

Ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ ὁμολογήσει τὸ λάθος του μπροστὰ στὸν Πατέρα ποὺ τόσο εἶχε πικράνει, καὶ νὰ ἐκφράσει τὴ σταθερὴ πλέον ἐπιθυμία του νὰ εἶναι μαζί Του ὡς ὁ τελευταῖος, νὰ γίνει μισθωτός – μόνο νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα. Τὸ ἀποφάσισε καὶ τὸ ἔπραξε, τὸ τόλμησε. Πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.


Ἡ μετάνοια λοιπὸν δὲν εἶναι τὸ συν­αίσθημα τῶν ἀποτυχημένων, δὲν εἶναι ἀπόγνωση, οὔτε κατάθλιψη ἢ ἄρνηση τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀν­τίθετο: νηφάλια ἀξιολόγηση τῆς ἁμαρ­­τίας, ταπεινὴ παραδοχὴ τῆς ἐνοχῆς μας, ἐπιμονὴ στὴν ἐλπίδα, ἐπιστροφὴ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ μεγάλο «ναὶ» στὴ θεία ἀγάπη.



3. Ὁ πιὸ στοργικὸς Πατέρας τοῦ κόσμου


Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ἄσωτος, ὁ Πατέρας τὸν εἶδε, τὸν ἀ­ναγνώρισε καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Πῶς τὸν εἶδε; Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε φύγει ὁ γιός του, κάθε μέρα παρατηροῦσε μὲ πόνο τὸν δρόμο μήπως ἐπιστρέψει. 

Τὸν εἶδε καὶ δὲν ἀγανάκτησε, ἀλλὰ σκίρ­τησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ παιδί του· «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔτρεξε, ἔπεσε πάνω στὸ ἄθλιο, κουρελιασμένο, βρώμικο παιδί Του ποὺ Τοῦ εἶχε δείξει τέτοια συμπεριφορά, καὶ τὸν φίλησε μὲ πολλὴ στοργή.


Ὁ γιὸς ὁμολόγησε τὴν ἐνοχή του, ἀλλὰ ὁ Πατέρας τὸν διέκοψε: «Φέρτε τὴν πρώτη στολή…». Ὄχι μισθωτός, ἀλλὰ ξανὰ γιός μου μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα. Πλήρης ἀποκατάσταση! «Καὶ στρῶστε τραπέζι γιὰ νὰ γιορτάσουμε, διότι ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἐπανῆλθε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε».


Ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς φέρεται μὲ ἀκατανόητη στοργὴ στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ποὺ τώρα ἐπιστρέφει σ᾿ Αὐ­τὸν μετανοημένος!… Ποιὸς μπορεῖ νὰ μετρήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ χωρέσει στὴ διάνοιά του μιὰ τόσο μεγάλη ἀγάπη;


Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἡ ἔσχατη κατά­πτωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἄπειρη ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ μετάνοια: ἡ ἀνεκ­τίμητη δυνατότητα ποὺ ὁ οἰκτίρμων Θεὸς ἔχει δώσει στὸν ἁμαρτωλό, νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ ἐγερθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση του, νὰ ξαναζήσει, νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. 

Ὁ πανάγαθος Πατέρας ὄρθιος στὸ κατώφλι τῆς πατρικῆς οἰκίας περιμένει τὸν καθένα μας νὰ ἐνεργοποιήσει αὐτὴ τὴ δυνατότητα, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πιὸ στοργικὴ ἀγκαλιὰ τοῦ κόσμου.




Θάνατος καί Ἀνάσταση


Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Φεβρουαρίου 2019 (Τοῦ Προδρόμου: Β΄ Κορ. δ΄ 6-15)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.



1. ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ


Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς περιγράφει μέσα σὲ λίγες γραμμὲς τὶς δοκιμασίες καὶ θλίψεις ποὺ ἀντιμετώπιζαν τότε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. 

Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι, λέγει, ἀντιμετωπίζουμε καθημερινὰ θλίψεις καὶ πειρασμοὺς σὲ κάθε τόπο καὶ περίστασι, ὅμως αὐτὲς δὲν δημιουργοῦν μέσα μας ἀγωνιώδεις στενοχώριες. Φθάνουμε κάποτε σὲ ἀπορία, ὅμως δὲν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Μᾶς καταβάλλουν οἱ πειρασμοί, ἀλλὰ δὲν χανόμαστε.


Στὴν παρουσίασι αὐτὴ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν κινδύνων ποὺ περιγράφει ὁ θεῖος Παῦλος μπορεῖ νὰ δῆ ὁ καθένας μας ἕνα κλιμακωτὸ σχῆμα δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων ποὺ κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσῃ στὴ ζωή του. Ἕνα σχῆμα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν οἱ λέξεις: «θλιβόμενοι», «ἀπορούμενοι», «διωκόμενοι», «καταβαλλόμενοι».


Βέβαια οἱ περισσότεροι πιστοὶ συνήθως βρισκόμαστε στὸ πρῶτο ἐπίπεδο τῶν θλίψεων ἢ ἀκόμη καὶ στὸ δεύτερο τῆς ἀπορίας. Στὸ τρίτο καὶ τέταρτο ἐπίπεδο τῶν διωγμῶν καὶ τῆς ἐξουθενώσεως μόνον οἱ προωδευμένοι πνευματικῶς πιστοί, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρτυρες ἀξιώνονται νὰ βρεθοῦν.



2. ΘΛΙΨΕΙΣ


Ὅλοι λοιπὸν οἱ Χριστιανοὶ στὴν πνευματική μας πορεία ὁπωσδήποτε θὰ διέλθουμε τὸ πρῶτο στάδιο τῶν θλίψεων, ποὺ εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους μας. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὸν οὐρανό, τὸ βῆμα τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, ποὺ μᾶς καλλιεργεῖ καὶ μᾶς πλουτίζει μὲ τὴν χάρι τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πίστεως.

Βέβαια ἐμεῖς δὲν ἀντιμετωπίζουμε τὶς θλίψεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Ὅμως ὅλοι μας ὁμολογοῦμε ὅτι πίνουμε καθημερινὰ πολλὰ πικρὰ ποτήρια θλίψεων. Θλιβόμαστε ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ξένους καὶ συγγενεῖς, περιστάσεις καὶ προβλήματα στὸ σπίτι, στὴν ἐργασία, στοὺς δρόμους, παντοῦ.


Αὐτὸ ὅμως ποὺ τονίζει ἐδῶ ὁ θεῖος Παῦλος εἶναι ὅτι οἱ Χριστιανοὶ θλιβόμαστε μὲν ἀλλὰ δὲν στενοχωρούμαστε. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνῃ αὐτό;


Συμβαίνει διότι οἱ πιστοὶ ἀντιμετωπίζουμε τὶς θλίψεις μας μόνον ὡς ἐξωτερικὲς καταστάσεις καὶ συνθῆκες. Διότι ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, οἱ θλίψεις τῆς ζωῆς μᾶς θλίβουν βέβαια ἐξωτερικά, μᾶς πιέζουν, μᾶς περισφίγγουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἀγγίξουν ἐσωτερικά, δὲν ἔχουν τὴν δύναμι νὰ εἰσχωρήσουν βαθιὰ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ δημιουργήσουν μέσα στὴν καρδιά μας κατάστασι στενότητος, στενοχωρίας καὶ ἀσφυξίας. Μέσα στὴν καρδιά μας ζοῦμε τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.



3. ΑΠΟΡΙΕΣ


Κάποιοι ὅμως ἀπὸ ἐμᾶς ἀντιμετωπίζουμε τόσο πολλὲς καθημερινὲς καὶ ἀδιάπτωτες θλίψεις, ὥστε νὰ φθάνουμε σὲ ἕνα δεύτερο δυσκολώτερο ἐπίπεδο δοκιμασιῶν, στὴν κατάστασι τῆς ἀπορίας καὶ ἀμηχανίας. 

Ἀποροῦμε καὶ σαστίζουμε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀλλεπάλληλους πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τοὺς γύρω μας. 

Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ἐνῶ μπορεῖ νὰ βγαίνη κάποτε μέσα ἀπὸ τὰ χείλη μας ἕνα «γιατί;», ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν φθάνουμε καὶ δὲν πρέπει νὰ φθάνουμε ποτὲ στὸν βαθμὸ νὰ ἀπελπιστοῦμε καὶ νὰ ἀπογοητευθοῦμε.


Γιατί;

Διότι μᾶς σκεπάζει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρι του. Ὁποιεσδήποτε κι ἂν εἶναι οἱ δυσκολίες μας καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ διατρέχουμε, καὶ ὁσοδήποτε κι ἂν ἐνταθοῦν, πάντοτε ὑπάρχει ἡ θαυμαστὴ ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἐνισχύει. 

Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ αἰσθανόμαστε τὸ βάρος καὶ τὸ φορτίο τῶν δοκιμασιῶν μας νὰ γίνεται ἀνυπόφορο, παρεμβαίνει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς προστατεύει. Αὐτὸς μᾶς στηρίζει, μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους μας. 

Μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πόνους μας, δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει στοὺς πειρασμούς μας. Δίπλα μας εἶναι καὶ σηκώνει ὁ Ἴδιος μαζί μας τὸ φορτίο μας, σκουπίζει τὰ δάκρυά μας, μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα μας.



4. ΠΙΣΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙ


Ἔτσι ὅμως ὅλοι οἱ πιστοί, καθὼς βλέπουμε τὴν θαυμαστὴ ἐπέμβασι τοῦ Χριστοῦ στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας, βεβαιωνόμαστε στὴν πρᾶξι γιὰ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, τὴν δύναμι τῆς ἀναστάσεώς του. Γι’ αὐτὸ γεμίζουμε μὲ πίστι κι ἐλπίδα καὶ δὲν ἀπογοητευόμαστε στὶς δοκιμασίες μας καὶ τοὺς ἀγῶνες μας.


Αὐτὴ ἡ πίστι καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἂς πλημμυρίζῃ τὶς ψυχές μας μὲ φῶς, χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Διότι αὐτὴ ἡ πίστι εἶναι ἡ μόνη δύναμι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς παρηγορῇ καὶ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνῃ κατὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες καὶ ὧρες τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ ὅλοι μας ἀσφαλῶς κάποτε θὰ ἀντιμετωπίσουμε. 

Καὶ θὰ δοξάζουμε τότε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας τὸ ὄνομα τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

πηγή: ο Σωτήρ

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου