Ήλθε
κάποιος από μακριά στο Μοναστήρι να προσκυνήση την Κάρα του αγίου
Δαυΐδ. Σ’ όλο το δρόμο μάλωνε με την γυναίκα του, διότι νόμιζε ότι
άργησαν να ξεκινήσουν και δεν θα προλάβαινε να προσκυνήση την αγία Κάρα,
γιατί θα την πήγαιναν από το Μοναστήρι κάπου για προσκύνημα.
Μόλις
έφτασε, πρόλαβε την αγία Κάρα, την προσκύνησε και αμέσως μόλις τον είδε
ο γέρων Ιάκωβος, του λέει: «Τι κάνεις, τέκνο μου, είδες πόσο ζωντανός
είναι ο άγιος Δαυΐδ; Είδες πώς ευωδίαζε η αγία Κάρα;
Ο Άγιος σε περίμενε
με αγάπη όπως όλους, αλλά, εσύ τέκνο μου, άκουγες τους λογισμούς του
διαβόλου και σ’ όλο το ταξίδι ήσουν ανήσυχος και εκνευριστικός προς την
σύζυγο». Αυτός έβαλε μετάνοια και λέει: «Πού το ξέρετε, Γέροντα, εσείς
αυτό; Έτσι είναι».
✶✶✶
Κάποτε
ήλθε στον Γέροντα κάποια μοναχή. Μόλις την είδε ο Γέροντας, την
προσφώνησε με το όνομά της και της αποκάλυψε τον λογισμό που είχε και
ότι ήλθε κρυφά από την Γερόντισσά της χωρίς ευλογία.
Επισκέφθηκε
τον Γέροντα κάποια Γερόντισσα, που λόγω πειρασμών έφυγε από το
Μοναστήρι της και εγκαταστάθηκε σε άλλο ερειπωμένο Μοναστήρι. Είχε την
αμφιβολία αν έκανε καλά που έφυγε, διότι ως Γερόντισσα είχε πνευματική
ευθύνη.
Ο Γέροντας χωρίς να την γνωρίζη, μόλις την χαιρέτησε την είπε:
«Γερόντισσα (είπε το όνομά της), στο Μοναστήρι (ανέφερε το όνομα της
νέας Μονής) θα κουραστήτε, αλλά ψυχικώς θα αναπαυθήτε. Όσο για το άλλο
που σκέφτεσθε (την φυγή από το Μοναστήρι), καλώς πράξατε».
✶✶✶
Κάποτε,
ήλθαν δύο παιδιά από Αθήνα και είχαν μαζί τους μία κοπέλλα που ζούσε
στην αμαρτία. Μόλις έφτασαν στην Μονή, συνάντησαν τον Γέροντα, ο οποίος
με πραότητα και γλυκειά και ήρεμη φωνή καλωσόρισε τα παιδιά. Και αυτά
είπαν:
– Γέροντα,
φέραμε μία κοπέλλα και θέλει να σας δη, ζει στην αμαρτία, να της
δείξετε αγάπη γιατί την πήγαμε και σ’ άλλον Πνευματικό, αλλά τίποτα.
Ο Γέροντας ρωτά την κοπέλλα:
– Πώς σας λένε και από πού είστε;
– Γέροντα, εγώ είμαι λεσβία και αμαρτωλή, είπε η νέα.
– Αχ!
Πόσο χαίρομαι, παιδί μου, που είσαι από την Λέσβο που έχει βγάλει
αγίους, τον άγιο Ραφαήλ, τον άγιο Νικόλαο και την αγία Ειρήνη, χαίρομαι.
Η κοπέλλα τα έχασε, «τι λέει τώρα», θα σκέφτηκε! Ο Γέροντας της λέει:
– Πάμε
μέσ’ τον άγιο Χαράλαμπο να εξομολογηθής, να μου πης για την πατρίδα σου
την ωραία Λέσβο και ό,τι άλλο έχεις που σε στεναχωρεί.
Πήγαν
μέσα, εξομολογήθηκε η κοπέλλα και βγήκε άλλος άνθρωπος έξω: «Αύτη η
αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Ο Γέροντας της είπε: «Δεν μισώ εσένα,
παιδί μου, αλλά την αμαρτία».
✶✶✶
Ήρθαν
κάποτε δύο νέοι και ζήτησαν να δουν τον Γέροντα, ο οποίος ήταν στο
κελλί του. Τον ειδοποίησα και αμέσως με μια γλυκύτητα και γαλήνια φωνή
μου είπε:
«Έρχομαι, πάτερ μου, αμέσως». Ενώ δεν γνώριζε τα παιδιά, τους
καλωσόρισε με τα ονόματά τους.
«Καλώς, τον Κώστα και τον Γιώργο, που
έρχονται από την Κατερίνη». Τα παιδιά τα έχασαν. Εξομολογήθηκαν και ο
Γέροντας τους απεκάλυψε αυτά που τους απασχολούσαν. Εντυπωσιασμένα τον
ρώτησαν:
– Γέροντα, πού το ξέρατε πώς μας λένε και από πού ερχόμαστε;
Και ο Γέροντας απάντησε:
– Ο
άγιος Δαυΐδ έρχεται στο κελλί μου και μου λέει ποιος θα ‘ρθη. «Γέροντα,
ήλθε ο τάδε και ο τάδε, έχουν αυτό το πρόβλημα, βγες να τους μιλήσης».
Μαρτυρίες του ιερομονάχου Ιακώβου.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 146. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου