ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ [:Γαλ. 6,11-18]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί (:Δεῖτε μὲ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι)» [Γαλ. 6,11].
Σκέψου πόση ὀδύνη κατέχει τὴ μακάρια ἐκείνη ψυχή· διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι περιπίπτουν σὲ πένθος καὶ ἀφοῦ ἀπώλεσαν κάποιον ἀπὸ τοὺς οἰκείους τους ἢ ὑπομένοντας κάτι ἀπὸ τὰ ἀπροσδόκητα, οὔτε τὴ νύκτα ἡσυχάζουν, οὔτε τὴν ἡμέρα, ἐπειδὴ πολιορκεῖ τὴν ψυχή τους τὸ πένθος· ἔτσι καὶ ὁ μακάριος Παῦλος, ἀφοῦ εἶπε λίγο γιὰ τὰ ἤθη, πάλι ἐπανέρχεται στὰ προηγούμενα, τὰ ὁποῖα περισσότερο τάρασσαν τὴν ψυχή του, λέγοντας τὰ ἑξῆς λόγια: «Κοιτᾶξτε μὲ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα».
Ἐδῶ τίποτε ἄλλο δὲν ὑπαινίσσεται, παρά τὸ ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ ὁλόκληρη· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν σημεῖο ἀπόλυτης γνησιότητας· διότι σὲ μὲν τίς ἄλλες ὑπαγόρευε αὐτὸς καὶ ἔγραφε ἄλλος· καὶ τοῦτο εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή· διότι πρὸς τὸ τέλος λέγει: «Ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ (:Σᾶς χαιρετῶ ἐν Κυρίῳ ἐγὼ ὁ Τέρτιος, ποὺ ἔγραψα μὲ τὴν ὑπαγόρευση τοῦ Παύλου αὐτὴν τὴν ἐπιστολή)» [Ρωμ. 16,22]· ἐδῶ ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἔγραψε ὅλη τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες. Καὶ ἔκανε αὐτὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀναιρέσει κάθε πονηρὴ ὑπόνοια· διότι, ἐπειδὴ διαβαλλόταν γιὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε σχέση, καὶ λεγόταν ὅτι κηρύττει τὴν περιτομὴ καὶ ὑποκρίνεται ὅτι δὲν τὴν κηρύττει, γιὰ τοῦτο ἀναγκάστηκε νὰ γράψει ἰδιοχείρως τὴν ἐπιστολή, δίνοντας ἐκ τῶν προτέρων ἔγγραφη μαρτυρία. Ὅσο γιὰ τὴ φράση «μὲ πόσο μεγάλα» νομίζω ὅτι ἀναφέρεται ὄχι στὸ μέγεθος, ἀλλὰ στὴ δυσμορφία τῶν γραμμάτων λέγοντας ὅτι: «ἐνῶ δὲν γνωρίζω νὰ γράφω πολὺ καλά, ἀναγκάστηκα νὰ γράψω ὁ ἴδιος, ὥστε νὰ φράξω τὸ στόμα τῶν συκοφαντῶν».
«Ὃσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται (:Ὅσοι θέλουν νὰ κάνουν καλὴ ἐντύπωση καὶ νὰ ἀρέσουν σὲ ἀνθρώπους γιὰ πράγματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ σάρκα, αὐτοὶ σᾶς παρακινοῦν καὶ σᾶς παρασύρουν νὰ κάνετε περιτομή, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, γιὰ τὸ κήρυγμα ποὺ ἀναφέρεται στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο σᾶς ἀναγκάζουν νὰ περιτέμνεστε. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι οὔτε καὶ ποὺ ἔχουν περιτμηθεῖ τηροῦν τίς τελετουργικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, τίς καθάρσεις δηλαδὴ καὶ τίς ζωοθυσίες, ἀλλὰ θέλουν νὰ περιτέμνεστε ἐσεῖς, γιὰ νὰ καυχηθοῦν αὐτοὶ γιὰ τὴ δική σας σάρκα. Θέλουν δηλαδὴ νὰ καυχηθοῦν ὅτι σᾶς ἔπεισαν νὰ δεχθεῖτε τὴν περιτομή)» [Γαλ. 6,12-13].
Ἐδῶ δείχνει αὐτοὺς ὅτι ὑπομένουν αὐτό, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ὅτι ἀναγκάζονται, δίνοντάς τους ἀφορμὴ νὰ ἀναχωρήσουν, καὶ σχεδὸν ἀπολογούμενος ὑπὲρ αὐτῶν καὶ προτρέποντας νὰ φύγουν ταχέως. Καὶ τί σημαίνει ὅτι «θέλουν νὰ φανοῦν εὐάρεστοι μὲ ἐξωτερικὰ μέσα»; Σημαίνει ὅτι θέλουν νὰ δοξάζονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ δηλαδὴ κατηγοροῦνταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ἀποστάτησαν ἀπὸ τὰ πάτρια ἔθη, «γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦνται γιὰ αὐτά», λέγει, «θέλουν νὰ σᾶς καταστρέψουν, ἀπολογούμενοι στοὺς Ἰουδαίους μέσῳ τῆς δικῆς σας τῆς σάρκας». Καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔπρατταν αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι ὑπόθεση εὐσεβείας αὐτὸ τὸ ὁποῖο γίνεται· γιὰ ἀνθρώπινη ματαιοδοξία γίνονται ὅλα αὐτά, χάριν ἀρεσκείας στοὺς ἀπίστους -διότι οἱ πιστοὶ κατασφάττονται καὶ περιτέμνουν τοὺς ἑαυτούς τους- καὶ προτιμοῦν νὰ προσβάλλουν τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους.
Ὕστερα, δείχνοντας ὅτι καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ εἶναι στερημένοι ἀπὸ κάθε συγγνώμη, ἐλέγχει πάλι αὐτούς, ὄχι μόνο γιὰ τὸ ὅτι θέλουν νὰ ἀρέσουν σὲ ἄλλους, ἀλλὰ καὶ διότι παραγγέλλουν αὐτὸ ἀπὸ δική τους κενοδοξία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ πρόσθεσε: «γιὰ νὰ καυχηθοῦν γιὰ τὴ συμμόρφωσή σας σὲ ἕναν ἐξωτερικὸ τύπο», σὰν νὰ ἔχουν μαθητὲς καὶ νὰ εἶναι διδάσκαλοι. Καὶ ποιά ἡ ἀπόδειξη γιὰ αὐτά; «Διότι οὔτε αὐτοὶ φυλάσσουν τὸν νόμο», λέγει. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν τὸν φύλασσαν, καὶ πάλι θὰ ἦσαν ἄξιοι κατηγορίας· τώρα ὅμως καὶ ὁ σκοπός τους εἶναι διεφθαρμένος.
«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (:Ἐγὼ ὅμως δὲν κινοῦμαι ἀπὸ τέτοια ἁμαρτωλὰ ἐλατήρια. Ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ ἐγὼ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο γιά τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ χάρη μου πῆρε μορφὴ δούλου καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου. Μόνο καύχημα μοῦ εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ)» [Γαλ. 6,14]. Καὶ βεβαίως τὸ πρᾶγμα φαίνεται ὅτι εἶναι ἐπονείδιστο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς κοσμικοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους· ἐνῶ στοὺς οὐρανοὺς καὶ στοὺς πιστοὺς εἶναι δόξα, καὶ μάλιστα ἡ μεγίστη· διότι καὶ ἡ πτωχεία εἶναι πρᾶγμα ἐπονείδιστο, ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς εἶναι καύχημα. Καὶ δὲν εἶπε «ἐγὼ δὲν καυχῶμαι» ἢ «ἐγὼ δὲν θέλω νὰ καυχῶμαι», ἀλλὰ «σὲ ἐμένα μὴ γένοιτο»· ἀπευχήθηκε αὐτὸ σὰν κάτι ἄτοπο, καὶ ζήτησε τὴ συμμαχία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό.
Καὶ τί εἶναι τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ; Ὅτι ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὴ μορφὴ δούλου γιὰ ἐμένα, καὶ ἔπαθε ὅσα ἔπαθε γιὰ ἐμένα τὸν δοῦλο, τὸν ἐχθρό Του, τὸν ἀχάριστο· ἀλλὰ τόσο μὲ ἀγάπησε, ὥστε καὶ τὸν ἑαυτό Του νὰ παραδώσει σὲ κατάρα. Εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει τίποτε ἰσάξιο πρὸς αὐτό; Διότι ἐὰν οἱ δοῦλοι, ὅταν ἁπλῶς ἐπαινοῦνται ἀπὸ τοὺς κυρίους τους, καὶ τοῦτο παρὰ τὸ ὅτι ἀνήκουν στὸ ἴδιο γένος, στὸ ἀνθρώπινο, ὑψηλοφρονοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ καυχόμαστε, ὅταν ὁ Δεσπότης, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν ντρέπεται τὸν σταυρὸ γιὰ χάρη μας; Ἄς μὴν ντρεπόμαστε λοιπὸν οὔτε ἐμεῖς τὴν ἀπερίγραπτη φροντίδα Του. Αὐτὸς δὲν ντράπηκε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ ἐσένα, καὶ ἐσὺ ντρέπεσαι τὴν ἄπειρο φροντίδα Του; Ὅπως ἀκριβῶς ἐὰν κάποιος δεσμώτης χωρὶς νὰ ντρέπεται τὸν βασιλιᾶ, ὅταν ἦλθε στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ντρέπεται αὐτὸν γι᾿ αὐτό. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἐσχάτης παραφροσύνης· διότι γιὰ τοῦτο μάλιστα πρέπει νὰ καυχιόμαστε.
«Δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ (:Καὶ μὲ τὴν πίστη στὸν θάνατό Του αὐτόν, ἔχει νεκρωθεῖ καὶ ἔχει χάσει τὴ δύναμή του ὁ κόσμος γιὰ μένα. Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔχω νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο)» [Γαλ. 6, 14]. «Κόσμο» ὀνομάζει τώρα, ὄχι τὸν οὐρανό, οὔτε τὴ γῆ, ἀλλὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα, τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀκολουθία, τὴ δόξα, τὸν πλοῦτο, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα φαίνονται λαμπρά. Αὐτὰ λοιπὸν ἔχουν νεκρωθεῖ γιὰ ἐμένα. Τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Χριστιανός, αὐτὰ τὰ φωναχτὰ λόγια τοῦ Παύλου πάντοτε νὰ φέρει παντοῦ μέσα του. Δὲν ἀρκέστηκε λοιπὸν μόνο στὸν προηγούμενο τρόπο τῆς νεκρώσεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλο πρόσθεσε λέγοντας: «καὶ ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο», ἐννοῶντας ὅτι εἶναι διπλὴ ἡ νέκρωση καὶ λέγοντας ὅτι καὶ ἐκεῖνα εἶναι γιὰ ἐμένα νεκρά, καὶ ἐγὼ γιὰ ἐκεῖνα, καὶ οὔτε μποροῦν αὐτὰ νὰ μὲ κυριεύσουν καὶ νὰ μὲ ὑποδουλώσουν· διότι εἶναι νεκρὰ ἅπαξ διὰ παντός· καὶ διότι εἶμαι νεκρὸς καὶ ἐγὼ γιὰ αὐτά. Τίποτε μακαριότερο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὴν τὴ νέκρωση· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς μακαρίας ζωῆς.
«Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τί ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις· καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ (:Εἶμαι νεκρωμένος γιὰ τὸν κόσμο, καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὸν δὲν μὲ δελεάζει οὔτε μὲ φοβίζει· διότι στὴν κοινωνία καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμία ἀξία, οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ ἰσχύει νέα κτίση καὶ δημιουργία. Ἡ καινὴ αὐτὴ κτίση εἶναι ἡ ἀναγέννηση ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε πιστὸ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀπολυτρωτικῆς Του σταυρικῆς θυσίας. Καὶ ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν τὴ διδασκαλία αὐτὴ γιὰ τὴ νέα κτίση καὶ θὰ τὴν ἔχουν ὡς μέτρο καὶ ὑπόδειγμα γιὰ νὰ συμμορφώσουν τὴ ζωή τους μὲ αὐτή, ἂς ἔχουν ἐπάνω τους τὴν εἰρήνη καὶ τὸ ἔλεος· ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὅλος ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, ὁ νέος λαὸς ποὺ μὲ τὴν πίστη ἔγινε ἐκλεκτὸς στὸν Θεὸ καὶ ἀντικατέστησε τὸν παλαιὸ κατὰ σάρκα Ἰσραήλ)» [Γαλ. 6,15-16].
Εἶδες σὲ πόσο ὕψος τὸν ἀνέβασε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ; Διότι, ὄχι μόνο νέκρωσε στὸν ἑαυτό του ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸν κατέστησε καὶ ἀπὸ τὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς πολὺ ἀνώτερο. Τί εἶναι ἴσο πρὸς αὐτὴν τὴ δύναμη; Διότι αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἦταν πρόθυμος καὶ νὰ σφαγεῖ ἀκόμη, καὶ ἄλλους νὰ σφάζει ὑπὲρ αὐτῆς τῆς περιτομῆς, αὐτὸν ἔπεισε ὁ σταυρός, ἀφοῦ θεωρήσει ἴση τὴν ἀκροβυστία πρὸς αὐτήν, νὰ ἐπιζητεῖ πράγματα ξένα καὶ παράδοξα καὶ τὰ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν εὑρισκόμενα. «Νέα δημιουργία», λοιπόν, ὀνομάζει τὸν δικό μας χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ γιὰ ὅσα ἔχουν γίνει, καὶ γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν· γιὰ τὰ ὅσα μὲν ἔχουν γίνει, διότι ἡ ψυχή μας, ἔχοντας παλαιωθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας τῆς ἁμαρτίας, ἀμέσως ἀνανεώθηκε διὰ τοῦ βαπτίσματος, σὰν νὰ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, γι᾿ αὐτὸ νέο καὶ οὐράνιο τρόπο ζωῆς ἐπιζητοῦμε· γιὰ ὅσα ἐπίσης πρόκειται νὰ γίνουν, διότι καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ ἀφθαρσία μαζὶ μὲ τὰ δικά μας σώματα.
«Μὴ λοιπόν μου ὁμιλεῖς γιὰ περιτομή», λέγει, «ἡ ὁποία τίποτε πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει»· διότι πῶς θὰ φανεῖ αὐτή, ὅταν ὅλα τόσο ἔχουν μεταβληθεῖ; Ἀλλὰ νὰ ἐπιζητεῖς τὰ νέα πράγματα τῆς χάριτος· διότι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν αὐτά, αὐτοὶ θὰ ἀπολαύσουν καὶ εἰρήνη καὶ φιλανθρωπία, καὶ ἀξίως θὰ ὀνομάζονται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰσραήλ· ὅπως βεβαίως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φρονοῦν τὰ ἀντίθετα, ἀκόμη καὶ ἂν κατάγονται ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ φέρουν τὴν ὀνομασία του, ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ ὅλα αὐτά, καὶ ἀπὸ τὴ συγγένεια καὶ ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία αὐτή· διότι οἱ κυρίως Ἰσραηλῖτες εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ τηροῦν αὐτὸν τὸν κανόνα, δηλαδὴ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ παλαιὰ καὶ νὰ ἐπιδιώκουν τὰ τῆς χάριτος.
«Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω (:Στὸ ἑξῆς ἂς μὴ μοῦ δημιουργεῖ κανεὶς κόπους καὶ ἐνοχλήσεις, ζητῶντας ἀπὸ ἐμένα νὰ ἀπολογοῦμαι γιὰ ὅσα κάνω)» [Γαλ. 6,17]. Ἐδῶ ὄχι ἀπὸ κόπωση, οὔτε ἀπὸ κακία τὰ λέγει αὐτά· διότι αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος τὰ πάντα καὶ νὰ κάνει καὶ νὰ πάθει γιὰ τοὺς μαθητές, πῶς θὰ διαλυόταν καὶ θὰ ἔπεφτε τώρα; Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως (:Στάσου ἐπιτηρητὴς καὶ ἐπίμονος καθοδηγητὴς στοὺς ἀκροατές σου ὄχι μόνο σὲ περιστάσεις κατάλληλες, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ φαίνονται ἀκατάλληλες)» [Β΄ Τιμ. 4,2] καὶ «Μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος (:Νὰ παιδαγωγεῖ καὶ νὰ συνετίζει μὲ πραότητα ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα. Ποιός ξέρει μήπως καμιὰ φορά τοὺς δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια, καὶ ὁδηγηθοῦν στὴν πλήρη καὶ ὀρθὴ γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ συνέλθουν ἀπὸ τὴ μέθη ὅπου τοὺς ἔχει φέρει ἡ παγίδα τῆς πλάνης, στὴν ὁποία τοὺς ἔπιασε ὁ διάβολος, καὶ τοὺς συλλάβει τώρα ὡς αἰχμαλώτους ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα Ἐκείνου)» [Β΄ Τιμ. 2, 25-26], γιὰ ποιό λόγο τὰ λέγει αὐτά; Γιὰ νὰ ἀναστείλει τὴ ράθυμη προαίρεσή τους, καὶ νὰ τοὺς ἐμβάλει περισσότερο φόβο καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στοὺς νόμους τοὺς ὁποίους ἔθεσε ὁ ἴδιος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψει αὐτοὺς συνεχῶς νὰ τοὺς ταράσσουν.
«Ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω (:διότι ἐγὼ βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ δέχτηκα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Καὶ οἱ πληγές μου αὐτὲς εἶναι ἡ ἀπολογία μου)» [Γαλ. 6,17]. Δὲν εἶπε «ἔχω», ἀλλὰ «βαστάζω», ὅπως κανεὶς καυχιέται γιὰ τρόπαια ἢ βασιλικὰ σημάδια· ἂν καὶ φαίνεται καὶ αὐτὸ πάλι ὅτι εἶναι ἐντροπή. Ἀλλὰ αὐτὸς γιὰ τὰ τραύματα καυχιέται· καὶ ὅπως οἱ σημαιοφόροι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἀγάλλεται νὰ φέρει τραύματα. Γιατί ὅμως λέγει αὐτό; «Λαμπρότερο ἀπὸ κάθε λόγο, ἀπὸ κάθε φωνὴ ἀπολογοῦμαι μέσῳ αὐτῶν», λέγει· διότι αὐτὰ ἐκβάλλουν φωνὴ ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς σάλπιγγας πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν καὶ λέγουν ὅτι «ὑποκρίνομαι ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὅτι λέγω κάτι γιὰ νὰ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους»· διότι οὔτε ἐὰν κανεὶς ἔβλεπε στρατιώτη νὰ ἐξέρχεται τῆς παρατάξεως ματωμένος καὶ νὰ ἔχει ἀμέτρητα τραύματα θὰ ἀνεχόταν νὰ κατηγορεῖ αὐτὸν ὡς δειλὸ καὶ προδότη ἐνῶ φέρει στὸ σῶμα του τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνδραγαθίας.
«Καὶ ἀπὸ ἐμένα λοιπόν, αὐτὲς τίς ἀποδείξεις νὰ ἔχετε», λέγει. «Καὶ ἐὰν κανεὶς θέλει νὰ ἀκούσει τὴν ἀπολογία μου καὶ νὰ μάθει τὴ γνώμη μου, ἂς βλέπει τὰ τραύματα, τὰ ὁποῖα δίδουν μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῶν ὅσων εἰπώθηκαν καὶ γράφτηκαν ἐδῶ». Ἀρχίζοντας τὴν ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ἄμεση μεταστροφή του, ἔδειξε σαφῶς τὴν ἀνυπόκριτη πρόθεσή του· τελειώνοντας ἐπίσης τὴν ἀπέδειξε ἀπὸ τοὺς κινδύνους ποὺ προῆλθαν ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεταστροφή του ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ στὸν Χριστιανισμό· διότι, γιὰ νὰ μὴ λέγει κανεὶς ὅτι μεταστράφηκε μὲν ἀπὸ ὀρθὴ σκέψη, ἀλλὰ δὲν παρέμεινε στὴν ἴδια καλὴ προαίρεση, γιὰ τὸ ὅτι καὶ παρέμεινε σὲ αὐτήν, φέρει μάρτυρες τοὺς πειρασμούς, τοὺς κινδύνους, τίς πληγές.
Ὕστερα, ἀφοῦ ἀπολογήθηκε σαφῶς γιὰ ὅλα, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι τίποτε δὲν εἶπε ἀπὸ θυμὸ καὶ μῖσος, ἀλλὰ ὅτι ἔχει ἀμετακίνητη τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτούς, πάλι ἀποδεικνύει αὐτό, κλείνοντας τὸν λόγο του μὲ μιὰ εὐχὴ ἡ ὁποία εἶναι πλήρης μυρίων ἀγαθῶν καὶ λέγοντας: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν (:Σᾶς εὔχομαι, ἀδελφοί, ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ ἐνδυναμώνει τίς πνευματικές σας δυνάμεις, ὥστε νὰ διατηρεῖτε πάντοτε τὸν ἁγιασμὸ ποὺ σᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα)» [Γαλ. 6,18]. Μὲ τὸν τελευταῖο αὐτὸν λόγο ἐπισφράγισε ὅλα τὰ μέχρι τώρα· διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς: «μαζί σας», ὅπως στὶς ἄλλες ἐπιστολές, ἀλλά: «μὲ τὸ πνεῦμα σας», ἀπομακρύνοντάς τους ἀπὸ τὰ σαρκικά, καὶ δείχνοντας παντοῦ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπενθυμίζοντας τὴ χάρη τὴν ὁποία ἀπόλαυσαν, διὰ τῆς ὁποίας ἦταν ἱκανὸς νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ κάθε ἰουδαϊκὴ πλάνη· διότι, ἀφοῦ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα, δὲν βρίσκονταν πλέον στὴν πτωχεία τοῦ νόμου, ἀλλὰ στὴ δικαίωση τὴν προερχόμενη ἀπὸ τὴν πίστη· καί τὸ ὅτι διατηρήθηκαν σὲ αὐτήν, ὄχι ἀπὸ τὴν περιτομή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ χάρη ἔγινε πάλι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔκλεισε τὴν παραίνεση μὲ εὐχή, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς θύμισε τὴ χάρη καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ συγχρόνως τοὺς εἶπε ἀδελφούς, καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ στὸ διηνεκὲς καὶ ἀσφάλισε τοὺς ἀνθρώπους μὲ διπλὸ τρόπο· διότι τὸ ἴδιο καὶ εὐχὴ καὶ ὁλόκληρη διδασκαλία ἦταν τῶν ὅσων εἰπώθηκαν, ἡ ὁποία ἔγινε γι᾿ αὐτοὺς σὰν διπλὸ τεῖχος· διότι καὶ ἡ διδασκαλία, ὑπενθυμίζοντας σὲ αὐτοὺς ὅσα ἀγαθὰ ἀπόλαυσαν, περισσότερο τοὺς στερέωνε τὰ δόγματα τῆς ἐκκλησίας· καὶ ἡ εὐχὴ ἐπικαλούμενη τὴ χάρη καὶ πείθοντάς τους νὰ παραμένουν, δὲν ἄφηνε τὸ πνεῦμα τους νὰ μετατεθεῖ. Καὶ ἐφόσον Αὐτὸ ὑπῆρχε σὲ αὐτούς, ὁλόκληρη ἡ πλάνη ἀποδιωκόταν σὰν σκόνη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν, ὁμιλία Γ΄ [ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα], πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 397-409.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• Liddell & Scott, Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας (Ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου Λεξικοῦ, ἐκδ. Πελεκάνος 2007),
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου