Γράφει ὁ ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων, ὡς πηγὴ φωτισμοῦ καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς σωτηρίας μας, μεταφέρει τὸν ἑαυτό μας σὲ κατάσταση οἰκοιώσεως μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Γεννήσεως, κατὰ τρόπο βιωματικό, μὲ ἀδιαφοροποίητη θεολογικὴ θαλπωρή, ποὺ σὲ συνάπτει μὲ τὴν Μυστηριακὴ (διαχρονικὴ) Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἐκθαμβωτικὴ αἴγλη, γεμάτη θεία χάρι, ποὺ φωτίζει – περιλούζει τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ τὴ λάμψη τοῦ Μυστηρίου.
Ἐὰν ἡ εἰκόνα δὲν ἀποδίδει τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τότε ἡ εἰκόνα εἶναι ψευδής, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής – μεγάλος Πατὴρ τῆς ἐποχῆς τῆς Εἰκονομαχίας. Τόνισε: «Μηδὲ εἶναι τὸ παράπαν εἰκόνα»∙ τὸ ἴδιο τονίζει καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Οὐκ ἂν εἴη εἰκών» (P.G. 99, 504b).
Πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο, οὔτε στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, «λουτρὸ καὶ μαῖες».
«Ἀλόχευτον τὸν ἐκ τῆς Παρθένου θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες, ὡς καὶ ἀσπόρως συστάντα...» (Κανόνας Οθ΄, ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος σχολιάζει – ἑρμηνεύει:
«Ὦσπερ γὰρ ἄσπορον καὶ ἐκ πνεύματος Ἁγίου ὁμολογοῦμεν τῆς Θεοτόκου τὴν Σύλληψιν, οὔτης παρομοίως καὶ τῆς αὐτῆς Γέννησιν ἀνωτέραν συνομολογοῦμεν πάσης λοχείας, ἥτις ἐστὶς ἡ μετὰ πόνων τοῦ βρέφους γέννηση, καὶ ἡ ἀκόλουθος τῶν αἱμάτων ρύσις κατὰ τὸν Ζωναράν...» (Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστέρος», Ἑρμηνεία ΟΘ΄ Κἄν. Σέλ. 289).
Μία δεύτερη σημαντικὴ (ἑρμηνευτικὴ) παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς:
«Ὅθεν δὲν πρέπει νὰ ἱστοροῦσιν οἱ ζωγράφοι τὴν Θεοτόκον ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως κειμένην ἐπὶ κλίνης καὶ ὡσὰν ἀποκαμωμένην ἀπὸ τοὺς πόνους... κατὰ γὰρ τὸν Νύσσης Γρηγόριον, συμφωνοῦντα τῇ Συνόδῳ ταύτῃ, ἡ τοῦ Χριστοῦ γέννησις μόνου, χωρὶς λοχείας ἐγένετο καὶ οὐκ ἐστὶν ἐπὶ τῆς ἀφθόρου καὶ ἀπειρογάμμου κυρίως τὸ ὄνομα τῆς λοχείας εἰπεῖν∙ τὸ δὲ νὰ ἱστοροῦνται γυναῖκες τινες πλύνουσαι τὸν Χριστὸν ἐν λεκάνῃ, ὡς ὁρᾶται ἐν πολλαῖς εἰκόσι τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, τοῦτο εἶναι παντάπασιν ἀτοπώτατον καὶ σαρκικῶν ἀνθρώπων ἐφεύρημα...» (Ὑποσημείωσις εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ΟΘ΄ Κανόνα, ε.α. σελ. 290).
Παραθέτω καὶ τὴν παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στὸν Ξ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:
«Δὲν κάμνουσιν λοιπὸν καλὰ ἐκεῖνοι ὅπου ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἀναγινώσκουσι τὴν ἱστορίαν ὅπου ἐπιγράφεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακώβου του ἀδελφοθέου, κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ γενεθλίου τῆς Θεοτόκου: ἕνα μέν, διότι περιέχει πολλὰ ἀλλόκοτα πράγματα, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς ἄλλος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρει, καθὼς μάλιστα εἶναι ἐκεῖνο ὅπου λέγει, πὼς ὁ μνήστηρ Ἰωσὴφ ἔφερε μαῖαν διὰ νὰ ὑπηρετήση εἰς τὸν φρικτὸν καὶ ἄσπορον ἐκεῖνον καὶ ὑπὲρ διάνοιαν ἐκ τῆς παρθένου τοκετὸν τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἄλλο δέ, διότι ὁ ρηθεὶς ἅγιος Μελέτειος συγκαταριθμεῖ καὶ ταύτην τὴν ἱστορίαν μὲ τὰς νόθους καὶ ψευδεπιγράφους βίβλους τῶν αἱρετικῶν...» (Πηδάλιον, ε.α. σελ. 78-79).
Ἡ σύγχρονη γλῶσσα τῆς εἰκόνας, παρουσιάζει τὸν Ἰωσὴφ κατηφῆ, προβληματισμένο, ἀκούγοντας «ἕνα γέρο μὲ μπαστούνι» (διάβολος) νὰ διαβάλλη τὸ Ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου∙ παρουσιάζει δηλ. ἡ θεώρηση τῶν ψευδοευαγγελίων (Ἀπόκρυφων) τὸν Ἰσάγγελον Ἰωσὴφ σὲ ἄθλια πνευματική – ψυχολογικὴ κατάσταση, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα γνώριζε ὅτι «τὸ γεννηθὲν ἐν αὐτῇ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου Ἐστὶ» (Ματθ. α΄, 19-24).
Οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ προσκυνοῦν εἰκόνες τῆς Γεννήσεως μὲ ἀντο-ρθόδοξα στοιχεῖα (Μαῖες, λουτρὰ κλπ.).
1ο Σχόλιο:
Ἔχω τὴν βεβαιότητα, ὅτι ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ εἶχε ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὰ νοήματα τῶν ἀποκρύφων Εὐαγγελίων. Στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων» - Α΄ τόμος σελ. 45 – Χ. Γκότση, γράφει γιὰ τὴ Θεοτόκο: «ἡ στάσι της αὐτὴ καὶ ἡ ἔκφρασίς της δείχνουν τὴν ἐξάντλησίν της ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ καὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν την ἀνθρώπινην φύσιν τοῦ Κυρίου μας».
Εἶναι τοποθέτηση βλάσφημη – αἱρετική, ἔχουσα ἀφετηρία τὰ ψευδο-ευαγγέλια. Νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι στὸ παραπαῖον Βυζάντιο (11 – 14 αἰών), οἱ τότε ἁγιογράφοι ἱστόρησαν ἀρκετὲς τέτοιες «εἰκόνες», ἀποκρυφιστικῆς χροιᾶς. Στοὺς σημερινοὺς καιροὺς οἱ πιστοί, λόγῳ ἀγνοίας καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν ἀπολέσει σημαντικὰ τὸ αἴσθημα τῆς διαφορᾶς μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους.
Ἔχουν εἰσέλθει στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο μίγματα ἀλήθειας καὶ ψεύδους, ποὺ ἀποδίδονται σὲ «ἀποστόλους», «ἀδελφοθέους», «νυκτερινοὺς μαθητὲς» κλπ, εἰς τρόπον ὥστε νὰ διαδίδονται γρήγορα – εὔκολα στὸ πλήρωμα (τέλος σχολίου).
Παραθέτω ὡς ἑρμηνευτικὸ σχῆμα ἐπιλόγου τὶς ἑξῆς πατερικὲς διδασκαλίες:
Α) Μέγας Ἀθανάσιος:
«"Ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ, ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτὴν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον∙ καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτόν, καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ". Βλέπε τὴν μυστικὴν ἀποκύησιν τῆς Παρθένου∙ αὕτη ἔτεκεν, αὕτη ἐσπαργάνωσεν. Ἐπὶ τῶν κοσμικῶν γυναικῶν ἄλλη τίκτει καὶ ἄλλη σπαργάνει∙ Ἐπὶ δὲ τῆς Παρθένου οὐχ οὕτως∙ αὕτη ἔτεκε καὶ αὕτη ἐσπαργάνωσε∙ καὶ αὕτη ἄκοπος μήτηρ καὶ ἀδίδακτος μαῖα, οὐ συνεχώρησεν ἀνάγνοις χερσὶν οἴψασθαι τινὰ τοῦ ἀχράντου τόκου∙ αὕτη δι’ ἑαυτῆς τοῦ ἐξ αὐτῆς, πρὸ αὐτῆς καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἐθεράπευσεν∙ "καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι"» (Μέγ. Ἀθανάσιος, ΒΕΠ 36, 222).
Β) Ἅγιος Μᾶρκος, ἐπίσκοπος Ἐφέσσου (ὁ Εὐγενικός)
Ὡς ἑξῆς ἀποδίδει τὴ στάση τῆς Θεοτόκου στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Υἱοῦ της):
«... Αὐτὴ δὲ ἡ πανάμωμος νύμφη πὼς ἂν ἄλλως, τὸν ἀπαθῆ καὶ θεῖον ἐμήνυσε τόκον, ἢ λαμπρὰν οὕτω σώζουσαν τὴν ἀσπτραπὴν τοῦ προσώπου καὶ μήτε ταπεινὸν καὶ στυγνὸν μηδὲν βλέπουσα, μήτε συμπεπτωκυία καὶ ὠχριῶσα, ἢ ὀπωσοὺν τεταραγμένη τὴν ὄψιν; Ἢ μηδὲν γοὺν κατακλίσεως ἐδέησεν ὅλων...» (Μάρκου Εὐγενικοῦ «Εἰκόνες καὶ Ἐπιστολές», ποὺ ἐκδόθηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν G.L. KAYSER, Ἔκδοση Χαϋδελβέργης 1840 σελ. 129 – 180. Τὸ ἴδιο βρίσκεται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη (Ε.Φ. 9421)).
2o Σχόλιο
Οἱ ἀποκρυφιστικὲς «προσθῆκες» ἔχουν παρουσία καὶ στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ ὑμνογράφος «πλάθει» νοήματα (διαφοροποιεῖται) ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θὰ παρουσιάσουμε ἐν καιρῷ. (τέλος σχολίου)
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου