ΚΥΡΙΑΚΗ IΕ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 19, 1-10]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-1-2000]
(Β 408) [β΄έκδοσις]
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, βρισκόταν εις την φημισμένην Ιεριχώ, στην πόλη των ρόδων και των φοινίκων. Πλήθος κόσμου έτρεχε στη συνάντησή Του, για να Τον δει. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένας αρχιτελώνης που τον έλεγαν Ζακχαίο. Θα λέγαμε ότι ο Κύριος βρέθηκε στην πόλη αυτή ειδικά για να συναντήσει τον Ζακχαίο. Η πιο κάτω ιστορία μάς το βεβαιώνει αυτό.
Μας σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι ο Κύριος «εἰσελθὼν εἰς τήν πόλιν διήρχετο τὴν ῾Ιεριχώ». Αφού μπήκε μέσα εις την Ιεριχώ, την «διήρχετο». Δηλαδή από δρόμο σε δρόμο, από δρόμο σε δρόμο. Αυτό θα πει «διήρχετο». Αλλά γιατί «διήρχετο» την πόλιν ο Κύριος; Γιατί ο Κύριος βγήκε εκεί για να σώσει μια ψυχή. Γιατί «ὁ Κύριος πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Και βρήκε την ψυχήν αυτή· που ήταν ο Ζακχαίος. Εάν ο Κύριος επιθυμεί να σώσει μια μόνον ψυχή, όμως και μια ανθρώπινη ψυχή επιθυμεί να γνωρίσει τον Κύριον. Και ο Ματθαίος φλεγόταν από την επιθυμίαν να γνωρίσει τον Ιησούν. Και οι άλλοι μαθηταί το ίδιο.
Εδώ τώρα ο Ζακχαίος είχε ακούσει δια τον Ιησούν. Κι όπως πολλοί έτρεχαν φέροντες τους αρρώστους των, για να τους θεραπεύσει ο Κύριος, έτσι και ο Ζακχαίος ζητά να θεραπεύσει την ψυχή του από την λέπρωση της αμαρτίας και το αβάσταχτο βάρος της. Ήθελε να δει τον Ιησούν ο Ζακχαίος. Αλλά δύο μεγάλα εμπόδια δεν του το επιτρέπουν αυτό. Το ένα, ότι ήταν πολύ κοντός εις το ανάστημα. Και το πλήθος που περιεστοίχιζε τον Ιησούν, στεκόταν εμπόδιο. Το άλλο ήταν η βεβαρυμένη του συνείδηση. Ο Ιησούς ήταν άγιος, αλλά αυτός πολύ αμαρτωλός. Και συνεπώς είχε να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο εμπόδια.
Για να δούμε· το πρώτο εμπόδιο, ότι ήτανε κοντός, «μικρός τῇ ἡλικίᾳ». «Ἡλικία» θα πει ανάστημα. Ήταν πολύ χαμηλός. Γι'αυτό σκέφτηκε, γιατί οπωσδήποτε ήθελε να δει τον Ιησούν, σκέφτηκε να σκαρφαλώσει πάνω σε ένα δέντρο, από εκεί που θα περνούσε ο Ιησούς. Δεν υπολογίζει την κοινωνική του θέση. Μπορεί να ήταν αμαρτωλός, μπορεί να ήταν μισητός εις τον λαόν, πλην όμως είχε διακεκριμένη θέση. Ήταν αρχιτελώνης. Το τι δηλαδή θα πει ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. Ούτε ακόμη αν φορούσε, ασφαλώς φορούσε, τα καλά του ρούχα, που τυχόν θα κινδύνευαν με το να ανέβει επάνω σε ένα δέντρο. Ένα τον ενδιαφέρει τον Ζακχαίο. Να δει τον φημισμένον Ιησούν, τον Διδάσκαλο· που τα πλήθη Τον ακολουθούσαν.
Κι εμείς, βέβαια, θέλομε να γνωρίσομε τον Ιησούν Χριστόν και την διδασκαλία Του, τα μεγάλα γεγονότα, ακόμα, της ζωής Του. Να εμβαθύνομε εις αυτά, να τα βιώσομε. Τι θα πει ότι ο Κύριος μετεμορφώθη; Τι θα πει ότι ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού; Τι θα πει ότι ο Κύριος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν; Θέλομε αυτά όλα τα μεγάλα γεγονότα, τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του Κυρίου να τα ζήσομε, να τα κατανοήσομε, να τα βιώσομε. Και όμως, είμεθα τόσο νάνοι στις σκέψεις και τα αισθήματα… Νάνοι μπροστά, γενικώς, θα έλεγα, στο μυστήριον της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Τι καταλαβαίνομε απ΄ αυτό; Για να μπορέσομε να δούμε και να κατανοήσομε και να βιώσομε, πρέπει να παραδεχθούμε, αγαπητοί μου, ότι όντως είμεθα νάνοι. Σε σκέψεις και βιώματα, επαναλαμβάνω. Να μην υπολογίζομε τον παράγοντα κόσμον. Άμα ο κόσμος σε δει να θέλεις να βαθαίνεις περισσότερο, αμέσως σου κολλάει τη ρετσινιά: «Είσαι φανατικός». Ή την άλλη εκείνη ρετσινιά: «Είσαι θρησκόληπτος». Ε, βέβαια, άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με τον Θεό, άσχετοι –άσχετοι!- πώς μπορούν να δουν τον πνευματικόν άνθρωπο; Θα τον δουν ακριβώς με αυτές τις ρετσινιές. Άκου θρησκόληπτος, εκείνος που θέλει να ανεβεί και να προχωρήσει περισσότερο; Θρησκόληπτος! Δηλαδή δεν ξέρουν ακόμη οι άνθρωποι του κόσμου τούτου, και μορφωμένοι, μη νομίσετε, και την έννοια του θρησκολήπτου. Ενώ θρησκόληπτος τι θα πει; Θα πει «εκείνος ο οποίος είναι προσκολλημένος σε κάποιο γράμμα» και είναι η θρησκοληψία, είναι νοσηρά μορφή της πίστεως. Και όμως δεν διστάζουν να σου πουν: «Είσαι θρησκόληπτος».
Ο Κύριος βλέπομε να λέει στον Ζακχαίο: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». «Ω Ζακχαίε, αφού σπεύσεις -να αναλύσομε την μετοχή για να θυμηθούμε και τις μετοχές- κατέβα από το δέντρο. Δηλαδή σε είδα. Και συ με είδες και Εγώ σε είδα. Κατέβα, λοιπόν, τώρα από το δέντρο. Έλα κοντά μου».
Πρώτιστα βλέπομε ότι ο Κύριος τον καλεί με το όνομά του. Θα ήταν πολύ αστείο να ρωτήσομε από πού θα μπορούσε να ξέρει ο Κύριος το όνομα του Ζακχαίου. Αγαπητοί μου, ο Θεός έχει δώσει ονόματα σε όλα. Και στα αστέρια και εις τα ζώα και εις τα πάντα. Γι'αυτό κάλεσε τον Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον, πριν ακόμη γίνει η Εύα, να ονοματίσει ό,τι έβλεπε γύρω του. Και κυρίως το ζωικό βασίλειο. Να ονοματίσει. Εκείνος που καλεί τον Αδάμ να ονοματίσει τα ζώα, ο Ίδιος δεν έχει ονοματίσει τα πάντα; Μας το λέει η Αγία Γραφή. Ότι και τα αστέρια έχει ονοματίσει· όλα τα αστέρια. Πόσα άραγε είναι τα αστέρια; Δισεκατομμύρια; Τρισεκατομμύρια; Θα σας πω έναν αριθμόν. Βάλτε μια μονάδα και αρχίστε να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα αυτή, όχι μπροστά από την μονάδα, και πάμε στους δεκαδικούς, να αραδιάζετε πίσω από την μονάδα μηδενικά. Πόσα; Τραβάτε, γράφετε, γράφετε, γράφετε… Τόσα είναι τα αστέρια. Και σε όλα αυτά έχει δώσει ο Θεός ονόματα; Μας το λέγει η Αγία Γραφή, η Παλαιά Διαθήκη. Ότι έδωσε ονόματα, παρακαλώ, σε όλα τα αστέρια! Συνεπώς; Θα ήταν δυνατόν τώρα να αγνοεί τον Ζακχαίον; Που είναι άνθρωπος; Δεν είναι ούτε αστέρι, ούτε ζώο, ούτε φυτό. Κι όμως, εδώ τον καλεί. Το όνομά του το πήρε βέβαια την ογδόη ημέρα της περιτομής του, σαν Εβραίος, σύμφωνα με τον νόμο. Πλην όμως, ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν κανείς καλόπιστα θα ήθελε να δει κάθε βήμα του Ιησού Χριστού, όπως βλέπομε -αφήνω την Παλαιά Διαθήκη αυτήν την στιγμή- στην Καινή Διαθήκη, θα μπορούσε να λέει -χωρίς να πέσει έξω- ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός Λόγος. Είναι Θεός. Ο Ιησούς. Ομοούσιος με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον.
Έτσι, λοιπόν, εδώ τώρα ο Κύριος γνωρίζει και το δικό μας όνομα. Κάθομαι πολλές φορές και σκέπτομαι…: «Αλήθεια, αυτήν την στιγμή με βλέπει ο Κύριος; Ξέρει το όνομά μου; Ξέρει τι κάνω;». Ναι. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι… εάν μεν αγαθά, είναι ωραίο πράγμα. Εάν δε πονηρά, οπωσδήποτε με ενοχλεί. Γιατί δεν θα ήθελα να με ξέρει ο Θεός εάν είμαι πονηρός άνθρωπος. Ούτε θα ήθελα να ξέρει τα πονηρά μου σχέδια.
Και τι του λέγει τώρα εδώ του Ζακχαίου; «Σπεύσας κατάβηθι». «Κάνε γρήγορα. Μην περιμένεις άλλο. Όπως συ ανυπομονούσες, Εγώ, προ καταβολής κόσμου, πριν θεμελιωθεί η Δημιουργία, Εγώ ήθελα να σε συναντήσω. Ναι. Προ καταβολής κόσμου. Γιατί σε ξέρω», όπως λέει σε πολλά σημεία στην Παλαιά Διαθήκη, φερειπείν εις τον προφήτη Ιερεμία: «Σὲ ξέρω ἐκ κοιλίας μητρός σου». «Σε ξέρω».
Και τι σημαίνει «σπεύσας κατάβηθι»; Πρέπει να κατεβούμε κι εμείς από το ύψος, αγαπητοί μου, της υπερηφανείας μας, στη στάθμη της ταπεινοφροσύνης. Ο Ζακχαίος έδειξε ταπεινοφροσύνη. Σας είπα, δεν λογάριασε την γνώμη του κόσμου, τι θα πει. «Εσύ; Που είσαι προύχοντας; Που είσαι σπουδαίος παράγων μέσα εις την πόλη, σαν μικρό παιδί σκαρφάλωσες επάνω σε ένα δέντρο;». Ο Ζακχαίος στην πραγματικότητα τα άφησε στην άκρη αυτά. Και έζησε την ταπεινοφροσύνη. Κι εμείς πρέπει να κατεβούμε από το ύψος του εγωισμού μας. Λέμε πολλές φορές ότι «έχω τη μύτη μου ψηλά. Την μύτη μου ψηλά. Ε, να προσγειωθώ, να κατέβω, να δω την πραγματικότητα». Έτσι, αγαπητοί, ο Κύριος τότε μας θέλει και τότε μας καλεί και τότε μας εκπλήσσει, όταν κατεβούμε σε ένα χαμηλό επίπεδο.
Το δεύτερο εμπόδιο. Αυτό δα στάθηκε κατεξοχήν εσωτερικό. Εξάλλου, ήτανε και κάτι που ο κόσμος μπορούσε να το λέει. Μπορούσε να λέει ο κόσμος: «Είδες;- Στον Ζακχαίο μάλιστα, συγκεκριμένα- Παρὰ ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ (:Σε άνδρα αμαρτωλό) πήγε να μείνει στο σπίτι του, καταλῦσαι (:πήγε να μείνει στο σπίτι του)». Μπα! Και αυτό το περιφρονεί τώρα εδώ ο Ζακχαίος, αγαπητοί μου. Ήταν η αμαρτωλότητά του, κατά κάποιον τρόπον τον εμπόδιζε να προσεγγίσει τον Κύριον που ήταν Άγιος. Είχε συναίσθηση του τι εσήμαινε να είσαι αρχιτελώνης. Εξάλλου οι Εβραίοι είχαν ταυτίσει τον τελώνη, πολλῷ δὲ μᾶλλον τον αρχιτελώνη, τον τελώνη με τον αμαρτωλό άνθρωπο. Γι'αυτό έλεγαν ότι «ο Χριστός πήγαινε στα σπίτια», λέει, «των τελωνών, των πορνών και των αμαρτωλών». Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά ο Ζακχαίος τις αδικίες που είχε κάνει, εις βάρος πάντοτε, βεβαίως, του λαού. Και τώρα στέκεται έτοιμος να αποκαταστήσει πρώτα πρώτα τις αδικίες που έκανε.
Αφού κατέβηκε, ήρθε κοντά εις τον Ιησούν. Ο κόσμος τώρα δεν τον εμποδίζει. Αλλά ο κόσμος τώρα τον πλαισιώνει μαζί με τον Ιησούν. Και τώρα που ήρθε η ώρα της πνευματικής ωριμότητος και της συναισθήσεως, λέγει: «Ἰδού, Κύριε, τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς (:Από τα υπάρχοντά μου, τα μισά τα δίνω εις τους πτωχούς) καὶ εἰ τινος τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:και όποιον τον αδίκησα με κάποια συκοφαντία, τώρα αποκαθιστώ την ζημίαν, δίδοντας εις αυτόν τετραπλή την ζημία που του προκάλεσα)». Αυτό το «τετραπλοῦν», αγαπητοί μου, δεν είναι τυχαίο. Ο νόμος το έλεγε. Λέει: «Όταν θα ήθελες να αποκαταστήσεις μία αδικία σου, θα έπρεπε να την αποκαταστήσεις κατά τετραπλούν τρόπον». Ο νόμος το έλεγε αυτό. Γι'αυτό τώρα ο Ζακχαίος μιλάει όπως μιλάει.
Και το αποτέλεσμα ήταν η θριαμβευτική απάντησις του Κυρίου, παρά το μουρμούρισμα του όχλου: «Σωτήρια τῷ οἴκῳ τούτῳ σήμερον ἐγένετο». «Να», λέει, «σήμερα έγινε σωτηρία εις αυτό το σπίτι, εις αυτό το σπιτικό». Το σπιτικό, δηλαδή, που ήταν του Ζακχαίου. Και είναι απάντησις του Κυρίου, αγαπητοί, από το ίδιο Του το στόμα στον καθένα από μας, όταν μετανοούμε. Ότι μας συγχωρεί. Ότι έγινε, έγινε ανάστασις σ’ αυτό το σπίτι. Έγινε σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι. Και αν είναι άνδρας… -βέβαια, πρώτιστα για τον κάθε άνθρωπο «οἶκος» είναι η ύπαρξή μας. Αλλά αν είναι άνδρας, βεβαίως το σπίτι ανήκει εις τον άνδρα και όταν ο άνδρας γίνει πνευματικός άνθρωπος, τότε συνήθως ακολουθούν η σύζυγος και τα παιδιά. Συνήθως. Γιατί δυστυχώς δεν είναι πάντοτε.
Πρέπει, όμως, ακόμη να συνειδητοποιήσομε ότι είναι αδύνατον να γνωρίσομε τον Χριστόν αν προηγουμένως δεν τακτοποιήσομε τον εσωτερικό μας κόσμον με την μετάνοια. Όπως είπε ο Ζακχαίος: «Να», λέει, «εις τετραπλούν δίδω στους πτωχούς, εκείνα τα οποία έχω. Τα μισά απ’ ό,τι έχω».
Και η ανταπόκρισις του Κυρίου βλέπομε είναι άμεση. Το βλέπει κανείς αυτό από μία ωραία εικόνα που μας δίνει η Αγία Γραφή. Είναι αυτό που ο Κύριος αναφέρει στην επιστολή Του προς τον επίσκοπο της Λαοδικείας. Τι του λέγει; «Ἰδού, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν (: Να, λέγει, έχω σταθεί έξω από την πόρτα σου)· ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου», λέει ο Κύριος - γιατί ταυτοχρόνως κρούει την θύραν, αλλά λέει και Ποιος είναι: «Ἐγὼ εἰμί». Αν κάποια φωνή, από μέσα, ερωτήσει «Ποιος είναι;» - «Ἐγὼ εἰμί, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτῆρας»- «ἐὰν» λοιπόν «τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου, καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν» –γιατί το πομολάκι είναι από μέσα. Κάποτε ένας ζωγράφος κάθισε και έφτιαξε αυτήν την σκηνή. Την έχετε δει και την έχω δει κι εγώ πολλές φορές σε μικρές εικόνες. «Α», λέει στον ζωγράφο, «έκανες ένα λάθος. Έβαλες το πόμολο από μέσα». «Όχι», λέει, «δεν έκανα λάθος. Το πόμολο είναι πάντοτε από μέσα». Γιατί δεν θα ανοίξει ο επισκέπτης κρατώντας το πόμολο και να μπει αυθαίρετα μέσα στην ψυχή σου. Αλλά θα ανοίξεις εσύ και θα τον υποδεχθείς. Δεν θα πεις: «Ε, τι γυρεύεις εδώ εσύ;». Αν έμπαινε, υποτίθεται, αυθαιρέτως. Τώρα, όμως, ανοίγεις εσύ το πόμολο. Και λες: «Πέρασε, Κύριε».
Και συνεχίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη να μας λέει αυτά τα λόγια του Χριστού: «… καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτόν (: και θα μπω μέσα στο σπίτι του) καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ (: και θα καθίσουμε στο τραπέζι, θα δειπνήσομε μαζί , Εγώ μαζί του- δεν είναι πλεονασμός, όταν λέει ‘’Εγώ μαζί του και αυτός μαζί μου’’, όχι. Γιατί δείχνει ότι έχει μία αμοιβαία επιθυμία συνδειπνῆσαι, να συνδειπνήσει κανείς με τον Χριστόν και ο Χριστός με εμένα τον άνθρωπο. Μια εικόνα τρυφερότητος, αλλά και συντροφικότητος. Θέλει να κάνει συντροφιά ο Κύριος μαζί μου. Και η γνωριμία με τον Χριστόν είναι προσωπική. Και η συντροφιά του είναι πόθος ψυχής. Αφού και η ψυχή αναζητά τον Κύριον.
Αυτό πολύ ωραία το εκφράζει ένας σύγχρονος ποιητής, μακαρίτης πλέον, που λέγει σε ένα του μακρύ ποίημα: «Συντροφιά με τον Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
ως να φτάσει κι η στερνή
στιγμή να ξεψυχήσω.
Συντροφιά με τον Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω
την αγάπη Του θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω».
Η αναζήτησις, αγαπητοί μου, του Ιησού Χριστού προϋποθέτει πόθον εις την ψυχήν, αλλά και μία καθαρότητα. Ή, την πρόθεση να γίνω καθαρός. Ξέρετε ότι κι ο Ηρώδης, μάς λέει εδώ ο Λουκάς στο 9ο κεφάλαιό του, «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ο Ηρώδης αυτός είναι ο εγγονός εκείνου του Ηρώδου που ήθελε να φονεύσει τον Ιησούν, όταν άκουσε ότι γεννήθηκε από την γενιά του Δαβίδ κ.λπ. κ.λπ. και ότι θα εγείρει δικαιώματα και αξιώσεις. Είναι ο εγγονός. Αλλά και ο εγγονός δεν ήταν καλύτερος -γιατί κι αυτός βασιλεύσε- δεν ήταν καλύτερος, αγαπητοί μου, από τον Ηρώδη τον παππού του. Και «ἐζήτει», ωστόσο, «ἰδεῖν», να δει τον Ιησούν. Και τούτο γιατί είχε ακούσει ότι ο Ιησούς έκανε, λέει, θαύματα. Και αφού ο Ηρώδης ήδη είχε φονεύσει τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, τώρα έρχεται να ιδεί τον Ιησούν. Έλεγε μάλιστα τα εξής: «Μπα! Ξέρω, ο Πρόδρομος είναι εκείνος ο οποίος κάνει τα θαύματα». Μα, δεν είναι ο Πρόδρομος. Κοιτάξτε, παχυλή αντίληψη, παχυλή άγνοια. «Αυτός», λέει, «αναστήθηκε από τους νεκρούς». Και δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι άλλο είναι ο Πρόδρομος τον οποίον απεκεφάλισε -και βεβαίως δεν ανεστήθη- και άλλος είναι ο Ιησούς που ήδη είναι στη ζωή και κάνει τα θαύματα.
Και η ευκαιρία δόθηκε, αγαπητοί μου, όταν οδήγησαν τον Ιησούν Χριστόν από τον Πιλάτο στον Ηρώδη. Επειδή είπαν «είναι Γαλιλαίος» και ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς στην Γαλιλαία και επειδή ήταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδου, ε, για να είναι τυπικοί, ο Πιλάτος, ο διοικητής των Ιεροσολύμων, για να είναι τυπικός, έστειλε τον Ιησούν να τον δει και να κρίνει και ο Ηρώδης. Ακούστε εδώ τι σημειώνει ο Λουκάς στο 23ο κεφάλαιο: «Ὁ δὲ Ἡρώδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν». Πω, χαρά που έκανε… Αλλά γιατί έκανε χαρά; «Ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζε τί σημεῖον ἰδεῖν ὑπ’ αὐτοῦ γινόμενον». «Γιατί άκουσε πολλά». Αυτό που σας είπα προηγουμένως. «Και ήλπιζε να δει κάποιο θαύμα μπροστά του». Ξέρετε, εκείνοι που θέλουν να δουν θαύμα, δεν καταλαβαίνουν ότι υποκρύπτεται μία απιστία. Απόδειξις, ο Ηρώδης· που ζητούσε να δει θαύμα. Πίστεψε ο Ηρώδης; Η ιστορία δεν μας καταθέτει ότι ο Ηρώδης, αγαπητοί μου, επίστευσε. Κάθε άλλο. Να το ξέρετε, άμα ακούσουμε κάπου να γίνει ένα θαύμα, να δακρύει κάποια εικόνα, τρέχομε… Όταν ακούσουμε ότι γίνεται κήρυγμα, δεν τρέχομε... Το μεγάλο θαύμα είναι να ακούσεις κήρυγμα και να σου αλλάξει η καρδιά. Να γίνει, όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη, να γίνει από πέτρινη η καρδιά σου, να γίνει «σαρκίνη», μαλακιά, ωραία. Αυτό είναι θαύμα. Ωστόσο: «Ἐπήρωτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς». «Με πολλά λόγια τον ερωτούσε: ‘’Τι τούτο; Τι εκείνο; Πώς αυτό; Πώς εκείνο; Κάνε μου ένα θαύμα να το δω κι εγώ’’». Το αποτέλεσμα: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ». Δεν του έδινε καμία απάντηση. Ακούσατε; Αν θέλετε, θεολογικά, αναλύσατέ την στο μυαλό σας. Γιατί; Διότι ο Ηρώδης δεν είχε καθαρή καρδιά και νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος θαυματοποιός· που μπορούσε να έχει όποιο ήθελε θαύμα, κατά παραγγελία μάλιστα, χωρίς καμία πίστη. Θαύμα κατά παραγγελία...
Ωστόσο, στην ψυχή του Ζακχαίου είχε γίνει μία πραγματική επανάσταση. Ο πόθος να δει τον Ιησούν δεν ήταν ένας πόθος που θα τον γεννούσε η περιέργεια, όπως τον Ηρώδη. Αλλά η ανάγκη της σωτηρίας. Ήταν ο ίδιος πόθος που γεννήθηκε σε δυο άλλους φίλους, που αργότερα έγιναν μαθηταί του Χριστού. Στον Ιωάννη και στον Ανδρέα. Μετά την υπόδειξη του Προδρόμου, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, οι δύο μαθηταί ακολουθούν τον Ιησούν. Κι όταν ο Ιησούς εστράφη, -ήτανε κοντά Του, αλλά από πίσω Του- «Τι θέλετε;», τους ρώτησε. Βρέθηκαν σε αμηχανία. «Κύριε, πού μένεις;». Γιατί αμηχανία; Κάτι άλλο ήθελαν. «Πες μας, Συ που είσαι ο Μεσσίας, πες μας, τι να κάνομε για να σωθούμε;». Και γρήγορα θα γίνουν μαθηταί Του. Το ίδιο συμβαίνει, αγαπητοί μου, και με δυο άλλους φίλους, τον Φίλιππον και τον Ναθαναήλ. Κι αυτοί είχαν λαχτάρα, είχαν πόθο ψυχής. Το ίδιο συμβαίνει τώρα και εις τον Ζακχαίον.
Τι προϋποθέσεις χρειαζόμαστε, λοιπόν, για να βρούμε τον Ιησούν; Να είμεθα εν πορεία στα χνάρια του Ιησού. Ο Ζακχαίος βγήκε στον δρόμο για να συναντήσει τον περιπατούντα μέσα εις την πόλη την δική του. Δεύτερον, να στεκόμαστε ψηλότερα από το πλήθος, τον κόσμο και την νοοτροπία του. Όπως ο Ζακχαίος ανέβηκε επάνω εις την συκομοριά. Και τρίτον, πρέπει να πετύχομε ένα ξεπέρασμα του εαυτού μας. Δεν θα μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Χρειάζεται η εν Χριστώ άσκησις. Εξάλλου, όπως λένε οι Πατέρες: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».
Αγαπητοί, πολλοί ζήτησαν να ιδούν τον Ιησούν. Αλλά τον Λόγον όμως, όπως λέγει ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς, μόνον όσοι επίστευσαν εις Αυτόν, Τον είδαν. Σε πολλούς σήμερα χριστιανούς μας δεν υπάρχουν οι ορθές προϋποθέσεις για να δουν τον Κύριον. Κινούνται ανάμεσα σε σύγχρονα, περίεργα σχήματα και αλλότριες αναζητήσεις, εκτός βέβαια από την γνησία αναζήτηση του Ιησού. Πάντως, η θαυμασία συμπεριφορά του Ζακχαίου στέκεται για μας ένας αληθινός οδοδείκτης. Ας τον μιμηθούμε και δεν θα ζημιώσομε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_821.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου