Ἦταν 12 Σεπτεμβρίου 1804, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔκοβε ξῦλα μέσ᾽ στὸ δάσος. Τρεῖς ἄνδρες τὸν πλησίασαν καὶ γεμᾶτοι ἀλαζονεία τοῦ ζήτησαν χρήματα.
–Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ σὲ δοῦν. Σοῦ φέρνουν λεπτά. Πρέπει νὰ ἔχης.
–Δὲν παίρνω τίποτε ἀπὸ κανένα.
Τότε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τοῦ ρίχτηκε ἀπὸ πίσω, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν ρίξη, ἔπεσε ὁ ἴδιος κάτω.
Ἀπὸ τὰ νιάτα του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη φυσική του δύναμη. Εἶχε τὸ τσεκούρι στὸ χέρι καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀμυνθῆ. Σκέφθηκε ὅμως τὸν Χριστό. Προτίμησε καὶ αὐτὸς νὰ χυθῆ τὸ δικό του αἷμα, παρὰ νὰ χύση τῶν ἄλλων. Ἄφησε τὸ τσεκούρι του νὰ πέση καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος του: «Κάνετε αὐτὸ ποὺ ἤλθατε νὰ κάνετε», εἶπε.