Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Εὐαγγελία Λάππα: Παῦλος Μελᾶς, ὁ «ἥλιος» τῆς Μακεδονίας [1870 – †13 Ὀκτωβρίου 1904]

Παῦλος Μελᾶς – Πηγή: greekreporter.com

Εὐαγγελία Κ. Λάππα,
10 Σεπτεμβρίου 2024

Ὁ Παῦλος Μελᾶς, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστῇ ὡς ὁ ἥλιος τῆς Μακεδονίας μας, καθὼς ὅπως ὁ ἥλιος φωτίζει καὶ ἀφυπνίζει τὴ φύση, ἔτσι καὶ αὐτός, ἐπέδρασε καταλυτικά, στὶς ψυχὲς τῶν Μακεδόνων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, τὸν πόθο τῆς ἐπανένωσης, ὅλων τῶν ἁγιασμένων βορείων τμημάτων μας, μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα.

Ὁ Παῦλος Μελᾶς, γεννήθηκε στὴν Μασσαλία τῆς Γαλλίας στὶς 19 Μαρτίου 1870. Ἦταν τὸ τρίτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Μιχαὴλ Μελᾶ καὶ τῆς Κεφαλλονίτισσας Ἑλένης Βουτσινά. Ἡ οἰκογένεια τῶν Μελάδων εἶχε ρίζες, ποὺ ἔφθαναν μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἐπὶ Ρωμανίας, τὰ μέλη της ἦταν ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι
[1]. Τὸ ἀρχικὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειας λέγεται ὅτι ἦταν «Στρατηγόπουλος»[2], τὸ ὁποῖο ἄλλαξε σὲ «Μέλας»[3] καὶ κατόπιν σὲ «Μελανιᾶς»[4] γιὰ νὰ καταλήξῃ σὲ «Μελάς»[5]. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ Μελάδες ἔμεναν στὸ Κάστρο τῶν Ἰωαννίνων, ἀλλά, μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἐπανάστασης τοῦ Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου, διασκορπίστηκαν στὴν Ρωσία, στὴν δυτικὴ Εὐρώπη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
 
Μελᾶς Μιχαήλ, 1833-1897 – Πηγή: 
SearchCulture.gr
 
Τὸ 1874, ἡ οἰκογένεια τοῦ Παύλου Μελᾶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα. Ὁ πατέρας του, Μιχαὴλ Μελᾶς, βοηθοῦσε τοὺς τότε ἀλύτρωτους Ἕλληνες, κυρίως Κρητικοὺς καὶ Μακεδόνες, νὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον τῶν Τούρκων, στέλνοντάς τους ὅπλα.

Ἐκείνη τὴν ἐποχή, διαδραματίστηκαν κρίσιμα γεγονότα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ Βαλκάνια. Στὶς 3 Μαρτίου 1878, μετὰ τὴν νίκη τῆς Ρωσίας στὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο (1877 – 1878), ὑπεγράφη ἡ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων, ἀναγνωριζόταν ἡ Βουλγαρία ὡς ἀνεξάρτητο κράτος καὶ τῆς ἀποδίδονταν ἐδάφη ἀπὸ τὴν Καστοριά, μέχρι καὶ τὴν Καβάλα, εἰς βάρος τῶν ἑλληνικῶν δικαίων. Στόχος τῆς Ρωσίας μὲ αὐτὴν τὴν συνθήκη, ἦταν ἡ κάθοδος στὴν Μεσόγειο, ἔχοντας δορυφόρους τὶς σλαβικὲς χῶρες. Ἂν καὶ ἡ συνθήκη ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὸ συνέδριο τοῦ Βερολίνου τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου χρόνου, οἱ Βούλγαροι
[6], μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν Ρώσων, ἄρχισαν νὰ στέλνουν στὴ Μακεδονία, ἐνόπλους ποὺ ὀνομάζονταν «κομιτατζῆδες». Αὐτοὶ κατατρομοκρατοῦσαν τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ καὶ τὸν πίεζαν μὲ τὴ βία, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ ἐνταχθῇ στὴν Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία, τὴν λεγόμενη Ἐξαρχία. Ἡ τελευταία, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ρωσίας, εἶχε ἀποσχιστῇ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο τὴν εἶχε κηρύξῃ ὡς σχισματικὴ τὸ 1870.

Ὁ Παῦλος Μελᾶς πέρασε τὰ πρῶτα μαθητικά του ἔτη στὸ σχολεῖο Βούλγαρη καὶ ἔπειτα στὸ Γυμνάσιο Πλάκας, ποὺ τὸ τελείωσε σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν. Τὸ 1885, ὡς τελειόφοιτος τοῦ Γυμνασίου, ἔζησε ἔντονα τὰ γεγονότα τῆς βίαιης προσάρτησης τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ τὴν ἀναταραχὴ ποὺ τὰ ἀκολούθησε. Μάλιστα, σχεδίαζε νὰ καταταγῇ ἐθελοντὴς στὸ Στρατὸ ἢ νὰ βγῇ ὡς ἀντάρτης στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα, προκειμένου νὰ πολεμήσει. Τελικά, λόγῳ ἑνὸς ἀτυχήματος, στὸ ὁποῖο ἔσπασε στὸ πόδι του, παρέμεινε στὴν Ἀθήνα.

Τὸ 1886, ὄντας ἀποφασισμένος νὰ γίνῃ στρατιωτικός, ἑτοιμάσθηκε νὰ δώσῃ ἐξετάσεις γιὰ τὴν Σχολὴ Εὐελπίδων, γιατί ἔλεγε ἀπὸ τότε:

«Ὁ στρατιώτης ἀπὸ τοὺς ἄλλους μιὰ παραπάνω πιθανότητα ἔχει νὰ θυσιασθῇ γιὰ τὴν Πατρίδα».

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1886, γράφει στὶς προσωπικὲς σημειώσεις του: «Ἐπιλέγων τὸ στάδιο αὐτό, δὲν ὑπήκουσα παρὰ εἰς μίαν ἰδέαν, νὰ φανῶ χρήσιμος εἰς τὸν πλησίον καὶ εἰς τὸν τόπον μου... Αὐτὴ εἶναι ὅλη μου ἡ φιλοδοξία καί, ὅπως κάθε καλὸς στρατιώτης, θέλω νὰ ὑπηρετήσω τὴν Πατρίδα μου καὶ δι’ αὐτὴν νὰ ἀποθάνω. Καμιὰ δυσκολία δὲν θὰ μὲ σταματήσῃ... Δὲν θὰ ὑποχωρήσω ποτὲ πρὸ τῶν ἐμποδίων. Πρὸς τὸ παρόν, ἄλλωστε, δὲν θὰ ὑποστῶ εἰς τὴν Στρατιωτικὴν Σχολήν, παρὰ πειθαρχίαν, ὀλίγον σκληράν, καὶ μερικὲς στερήσεις...»
[7]. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1886, εἰσήχθη στὴν Σχολὴ Εὐελπίδων, ἐνῷ ὁρκίστηκε ὡς πρωτοετὴς Εὐέλπις τὸν ἑπόμενο μῆνα. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1891, ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Σχολὴ Εὐελπίδων ὡς Ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ.

Στὶς 11 Ὀκτωβρίου 1892, νυμφεύθηκε τὴν Ναταλία, κόρη τοῦ δικαστικοῦ καὶ πολιτικοῦ Στεφάνου Δραγούμη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Βογατσικό τῆς Καστοριᾶς. Ἀπὸ τὸν γάμο του, ἀπέκτησε δύο παιδιά, τὸν Μιχαήλ, ποὺ τὸν φώναζαν Μίκη καὶ τὴν Ζωή, ποὺ τὴν φώναζαν Ζέζα.
 
Οἰκογένεια Παύλου καὶ Ναταλίας Μελᾶ – Πηγή: 
Ἠπειρωτικὸς Ἀγών 
 
Στὶς 12 Νοεμβρίου 1894, ἱδρύθηκε ἡ ὀργάνωση «Ἐθνικὴ Ἑταιρεία», ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ καταστατικοῦ της, εἶχε ὡς σκοπὸ «τὴν ἀναζωπύρωσιν τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος, τὴν ἐπαγρύπνησιν ἐπὶ τῶν συμφερόντων τῶν δούλων Ἑλλήνων καὶ τὴν παρασκευὴν τῆς ἀπελευθερώσεως αὐτῶν διὰ πάσης θυσίας»[8]. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ὑπῆρξε ἱδρυτικὸ μέλος αὐτῆς τῆς ὀργάνωσης. Ἐκεῖ συμμετεῖχαν, ἀρχικῶς, στρατιωτικοί, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1895, μετὰ τὴν τροποποίηση τοῦ καταστατικοῦ τῆς ὀργάνωσης, γίνονταν μέλη καὶ γνωστὲς προσωπικότητες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας συμπεριλαμβάνονταν, μεταξὺ ἄλλων, οἱ λόγιοι Κωστῆς Παλαμᾶς, Ἀνδρέας Καρκαβίτσας, Γεώργιος Σουρής, Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, οἱ στρατιωτικοὶ Παναγιώτης Δαγκλὴς καὶ Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ἀλλὰ καὶ ὁ τότε Ἀνθυπολοχαγὸς Μηχανικοῦ Ἰωάννης Μεταξᾶς, μὲ τὸν ὁποῖο, μάλιστα, ὁ Παῦλος Μελᾶς διατηροῦσε ἀλληλογραφία[9].

Τὸν Μάϊο τοῦ 1896, ξέσπασε ἐπανάσταση στὴν Κρήτη, τὴν ὁποία ἐνίσχυσαν ἐθελοντὲς ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Στὰ τέλη τοῦ Αὐγούστου, ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία παρεχώρησε στὴν Κρήτη ἕνα εἶδος αὐτονομίας. Στὰ τέλη Ὀκτωβρίου, ὅμως, λόγῳ τῆς μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ὀργανισμοῦ, ξέσπασαν νέες ταραχές. Στὶς 25 Ἰανουαρίου 1897, ἐκηρύχθη στὴν Χαλέπα ἡ ἕνωση τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα. Οἱ Τοῦρκοι ὡς ἀντίποινα προέβησαν σὲ ἔκτροπα.

Ἡ τότε Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση Δηλιγιάννη, ἔπειτα ἀπὸ πιέσεις τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας, ἀπέστειλε ἕνα σῶμα ἐθελοντῶν ὑπὸ τὸν Τιμολέοντα Βάσσο στὴν Κρήτη, ὥστε νὰ συμβάλουν στὴν Ἐπανάσταση. Τότε, ὁ Παῦλος Μελᾶς ὑπηρετοῦσε ὡς ἀρχιφύλακας στὸ Πανεπιστήμιο, ὅταν τὰ ξημερώματα τῆς 31ης Ἰανουαρίου 1897 διετάχθη νὰ ἐπιστρέψῃ μὲ τὴν μονάδα του στὸν στρατῶνα τοῦ πυροβολικοῦ, γιατί τὸ μεσημέρι τῆς ἑπόμενης ἡμέρας θὰ ἀναχωροῦσε Στρατὸς γιὰ τὴν Κρήτη. Παρ᾿ ὅλη τὴν πίκρα του, ποὺ ἡ δική του μονάδα δὲν θὰ μετεῖχε σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιχείρηση, ἐν τούτοις, συμμετέχοντας στὴ γενικὴ χαρὰ γράφει στὶς σημειώσεις του: «...μὲ κόπο συγκρατῶ τὰ δάκρυά μου... Θεέ μου, κάμε νὰ σωθῇ αὐτὸς ὁ δυστυχὴς τόπος... δὲν ἔζησα παρὰ μὲ αὐτὴν καὶ δι᾿ αὐτὴν τὴν ἰδέαν. Καὶ σήμερα ἦλθεν ἐπὶ τέλους ἡ ποθητὴ στιγμή»
[10].

Τὸ ἐγχείρημα, ὅμως, προκάλεσε τὶς διαμαρτυρίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἀπείλησε μὲ πόλεμο. Πρὸ αὐτῆς τῆς ἀπειλῆς, στὴν Ἑλλάδα, ἐκηρύχθη γενικὴ ἐπιστράτευση. Ὁ τότε Ἕλληνας πρωθυπουργὸς Θεόδωρος Δηλιγιάννης διόρισε Ἀρχιστράτηγο τὸν τότε διάδοχο τοῦ θρόνου Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Λάρισα καὶ ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τῶν δυνάμεων τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου στὶς 15 Μαρτίου 1897. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐστάλη στὸ μέτωπο τῆς Θεσσαλίας, ὡς Διοικητὴς οὐλαμοῦ τῆς 2ης Πεδινῆς Πυροβολαρχίας, μὲ ἕδρα τὴν Λάρισα. Στὰ τέλη Μαρτίου 1897, καταρτίστηκαν σώματα τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας, τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς σκοπὸ νὰ περάσουν τὰ σύνορα γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν προσδοκώμενη προέλαση τοῦ Στρατοῦ. Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ἔχοντας ἐπιτύχῃ ἄδεια τῶν ἀνωτέρων του, συνόδευσε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ σώματα ἀπὸ τὸν Βόλο ὡς τὴν Καλαμπάκα. Ἄργησε, ὅμως, νὰ τὸ ἀποχωρισθῇ στὸ δάσος Βερεντζῆ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Λάρισα, κάτι ποὺ τοῦ στοίχισε φυλάκιση. Ἡ ποινή του, ὅμως, διεκόπη ἀπότομα μὲ τὴν ἔναρξη τῶν ἐχθροπραξιῶν στὶς 5 Ἀπριλίου 1897
[11]. Ἡ εἰσβολή, στὴ Μακεδονία, ἑνὸς σώματος 2.500 ἐθελοντῶν τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας, ὑπῆρξε ἡ θρυαλλίδα γιὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ πολέμου.

Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὄντας αἰσιόδοξος γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ πολέμου, γράφει στοὺς γονεῖς του: «...Ἂν ὁ Θεός μᾶς βοηθήση ὀλίγον, σύντομα θὰ λάβετε γράμμα μου ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην. Ὥστε θάρρος, ἀγαπητοί μου γονεῖς, θάρρος καὶ πεποίθησιν· διότι καὶ ἂν φέρη ὁ διάβολος, νὰ νικηθῶμεν, θὰ νικηθῶμεν παλληκαρίσια...»
[12]. Σημειώνουμε ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἐπικρατοῦσε μιὰ ἔντονη ἀτμόσφαιρα αἰσιοδοξίας καὶ σιγουριᾶς γιὰ τὴν νίκη στὴν Ἑλληνικὴ κοινὴ γνώμη. Μετὰ ἀπὸ δέκα ἡμέρες, ὅμως, ἡ οἰκτρὴ κατάσταση καὶ ἡ ἄτακτη φυγὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀπογοήτευσε τὸν Παῦλο Μελᾶ καὶ τὸν ἀηδίασε, ἰδίως ὅταν κάποιοι ἔριχναν ὅλη τὴν εὐθύνη στὸν ἀρχιστράτηγο Κωνσταντῖνο. Γράφει χαρακτηριστικὰ στὴν σύζυγό του, Ναταλία: «Ἐπροσπάθησα νὰ δώσω θάρρος εἰς τοὺς συντρόφους μου, νὰ τοὺς πείσω νὰ κάμωμεν κάτι ἀπερίσκεπτον, ἀλλὰ γενναῖον· εἰς μάτην ὅμως, διότι καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν πεποίθησιν ὅτι τὸ πᾶν, τὸ πᾶν ἐχάθη. Καὶ τὸ ἀκόμη τρομερώτερον εἶναι ὅτι ἀρχίζουν ταραχαὶ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν καὶ ὅλως ἀδίκως, σὲ βεβαιῶ. Ὅλοι εἶναι κουρδισμένοι ἐναντίον τοῦ Διαδόχου, ἀλλὰ τί θέλεις νὰ κάμη; Οἱ ἠλίθιοι, ποὺ φωνάζουν ἐναντίον του, ἔπρεπε νὰ εἶναι εἰς τὴν Λάρισαν τὴν ἐπαύριο, τῆς ἀτίμου, ἀτίμου, ἀτίμου φυγῆς μας, διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν κατάστασιν τοῦ στρατοῦ καὶ ν’ ἀντιληφθοῦν ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ κάμῃ μαζί του ἕνα βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός... Κανεὶς δὲν ἐσκέφθη νὰ θυσιασθῇ μαχόμενος. ἀλλὰ τί λέγω; 32.000 ἄνδρες τὸ ἔκοψαν λάσπη στὸ ἄκουσμα πὼς ἔρχονται Τοῦρκοι...»[13]

Δὲν εἶχε ἄδικο σὲ αὐτὰ τὰ λόγια του ὁ Παῦλος Μελᾶς. Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἦταν πραγματικὰ σὲ μιὰ ἀξιοθρήνητη κατάσταση, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Ναυτικὸ ποὺ ὑπερεῖχε τοῦ τουρκικοῦ. Οἱ περισσότεροι στρατιῶτες δὲν ἦσαν ἱκανοὶ νὰ χειρισθοῦν τὰ ὅπλα, κάποιοι ἀξιωματικοὶ ἐξασκοῦντο γιὰ πρώτη φορὰ σὲ πόλεμο, ἐνῷ οἱ περισσότεροι ἱππεῖς δὲν εἶχαν ἄλογα. Ὁ Ἀρχιστράτηγος εἶχε μεταφέρῃ τὴν ὅλη κατάσταση σὲ μήνυμά του στὴν Ἀθήνα, μὲ τέσσερις λέξεις: «Στερούμεθα ἀπελπιστικῶς τῶν πάντων!»
[14].

Οἱ εὐθύνες γιὰ τὴν ἧττα, ὅμως, δὲν χρεώθηκαν μόνον στὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐθνικὴ Ἑταιρεία, προκειμένου νὰ μειωθῇ τὸ γόητρό της. Ὁ καταμερισμὸς τῶν εὐθυνῶν της, ἀνετέθη σὲ ἀνακριτικὴ ἐπιτροπὴ τῆς Βουλῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, λόγῳ διάλυσης τοῦ Σώματος, δὲν ἔφερε εἰς πέρας τὴν ἀποστολή της. Ἡ Ἐθνικὴ Ἑταιρεία, ἀφοῦ παρέδωσε στὸ Ἐθνικὸ Σκοπευτήριο, ὅλο τὸ ὑπὸ κατοχή της πολεμικὸ ὑλικὸ καὶ τὸ ποσὸ τῶν 300.000 δραχμῶν, διελύθη τὸ 1899.

Λόγῳ τῆς ἥττας στὸν πόλεμο τοῦ 1897, ἡ Ἑλλάδα ὑπέστη διεθνῆ οἰκονομικὸ ἔλεγχο, καθὼς ἔπρεπε νὰ πληρώσῃ στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία πολεμικὴ ἀποζημίωση, ποὺ μετὰ ἀπὸ διαπραγματεύσεις ὁρίστηκε στὶς 4.000.000 τουρκικὲς λίρες. Τὸ ποσὸ αὐτὸ μποροῦσε νὰ βρεθῇ μόνο μὲ ἐξωτερικὸ δάνειο, ποὺ ἦταν, ὅμως, ἀδύνατο νὰ συναφθῇ, ἂν προηγουμένως δὲν ρυθμίζονταν τὰ παλιὰ χρέη καὶ δὲν παρέχονταν ἀσφαλεῖς ἐγγυήσεις. Τελικά, στὶς 21 Φεβρουαρίου 1898, ἡ Βουλὴ ψήφισε νόμο καὶ ὁ διεθνὴς οἰκονομικὸς ἔλεγχος ἄρχισε νὰ λειτουργῇ ὑπὸ Διεθνῆ Οἰκονομικὴ Ἐπιτροπὴ ἀπὸ τὶς 28 Ἀπριλίου.

Μετὰ τὴν λήξη τοῦ πολέμου, ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέστρεψε μὲ κακὴ ψυχολογικὴ κατάσταση στὴν Ἀθήνα. Ἔμεινε ἀξύριστος, ἐκδηλώνοντας τὸ πένθος του γιὰ τὸν πατέρα του, ποὺ εἶχε ἀποβιώσῃ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1897, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐθνικὴ ντροπὴ τῆς ἥττας στὸν Ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο. Ἦταν εὐερέθιστος καὶ γεμᾶτος θυμό, ἐνῷ σκεπτόταν, ἀκόμα, καὶ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὸν Στρατό. Ἔφθασε νὰ «εἶναι ὑβριστικὸς» πρὸς τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἡγεσία, καὶ ἄλλαζε ἡ διάθεσή του, μόνο ὅταν σκεφτόταν τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου. Ἡ κατάσταση στὴν Μακεδονία χειροτέρευσε καὶ οἱ Βούλγαροι, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀδυναμία τοῦ ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ κράτους, ξεσποῦσαν μὲ λύσσα πάνω στὸν Ἑλληνισμό. Βούλγαροι καὶ Ρῶσοι ἀξιωματικοὶ τέθηκαν ἐπί κεφαλῆς τῶν κομιτατζήδων καὶ ἐπέδραμαν ἀνενόχλητοι στὴ Μακεδονία. Ὅσοι χωρικοὶ δέχονταν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Πατριαρχεῖο, καὶ νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ἐξαρχία, γλύτωναν ἀπὸ τὴν τρομοκρατία τῶν Βουλγάρων.

Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανὸς Καραβαγγέλης – Πηγή: Ἑστία Νέας Σμύρνης 

Ὁ τότε Μητροπολίτης Καστοριᾶς Γερμανὸς Καραβαγγέλης γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του σὲ τί κατάσταση ἦταν ἡ Καστοριὰ καὶ ἡ περιφέρειά της ὅταν τὸ 1901, ὁ ἴδιος ἔγινε ἐκεῖ Μητροπολίτης: «Ὅταν ἔφθασα ἐκεῖ, βρῆκα τὸν τόπο σὲ ἄθλια κατάστασι. Ὁ πόλεμος τοῦ ’97 ἦταν ἀκόμα πρόσφατος. Οἱ Τοῦρκοι, ἀπὸ μῖσος γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ὑπεστήριζαν τὰς ἐξαρχικὰς ἀξιώσεις, οἱ Βούλγαροι ἐπωφελοῦντο τῆς ψυχολογικῆς καταστάσεως καὶ ἦταν κύριοι τοῦ τόπου. Οἱ βλέψεις τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου ἔφθαναν ὡς τὸν Ἀλιάκμονα, καὶ τὰ Καστανοχώρια, καὶ γι αὐτὸ τὸ στρατόπεδο τῶν συμμοριῶν στήθηκε στὰ Κορέστια τῆς Καστοριᾶς, γιὰ ν᾿ ἀποδείξουν μιὰ μέρα στὴν εὐρωπαϊκὴ διπλωματία, ὅτι στὴν Καστοριὰ ἔπρεπε νὰ χαραχθοῦν τὰ σύνορα τῆς ὀνειροπολουμένης Μεγάλης Βουλγαρίας.... Τὸ Βουλγαρικὸ Κομιτάτο, ἐκτελῶντας τὸ ἀνθελληνικό του σχέδιο, ἄρχισε νὰ ρίχνῃ τὸν ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο τοὺς στύλους τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, γιὰ νὰ ἐμπνεύσῃ τὸν πανικὸ καὶ νὰ ὑποτάξῃ τὸν πληθυσμὸ στὴ βουλγαρικὴ Ἐξαρχία. Τὸ ἑλληνικὸ αἷμα ἄρχισε νὰ βάφῃ τὴ γῆ τῆς Μακεδονίας. Τὰ σλαβόφωνα χωριά, μπρὸς στὸ τραγικὸ δίλημμα «Ἐξαρχία ἢ θάνατος», ἀποσκιρτοῦσαν στὴν Ἐξαρχία, καί, μάλιστα, καθὼς μὲ τὸν καιρὸ ἐπληθύνοντο κι οἱ συμμορίες, μὲ τὴν ἐμφάνιση νέων ὁπλαρχηγῶν... ».
[15]

Παρ᾿ ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, λόγῳ κυβερνητικῆς ἀστάθειας
[16], οἰκονομικῆς[17] καὶ στρατιωτικῆς ἀδυναμίας[18], ἀλλὰ καὶ πολιτικῆς ἀνικανότητας[19], δὲν προέβαινε σὲ δυναμικὲς ἐπεμβάσεις[20]. Ἀρκεῖτο σὲ ἀκαδημαϊκὲς διαμαρτυρίες στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ στὶς Μεγάλες Δυνάμεις[21], καθὼς καὶ στὴν ὑποστήριξη συνεργασίας τῶν Ἑλλήνων Προξένων μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως[22]. Αὐτὴ ἡ τακτικὴ εἶχε ἀποφέρῃ κάποια ἀποτελέσματα[23], ἀλλὰ ὄχι καὶ τόσο σημαντικά. Ἦταν τέτοια ἡ κατάσταση, ποὺ οἱ Βούλγαροι προμηθεύονταν ὅπλα, μέσα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Μακεδονία, προκειμένου νὰ ἐξοπλίσουν τὶς συμμορίες τῶν κομιτατζήδων. Ὁ Καραβαγγέλης ἔστελνε ἐπίσημες ἐκθέσεις στὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση[24], ζητῶντας ἐνισχύσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν λάμβανε ἀπαντήσεις, ξεκίνησε νὰ ἀλληλογραφῇ μὲ ἀξιωματικοὺς τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ὅπως τὸν Παῦλο Μελᾶ, τὸν Γεώργιο Τσόντο, τὸν Παναγιώτη Δαγκλὴ καὶ ἄλλους. Στὴν ἀλληλογραφία του χρησιμοποιοῦσε τὸ ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου, γιὰ λόγους ἀσφαλείας.
 
Ἴων Δραγούμης – Πηγή: cognoscoteam.gr

Τὸ 1902, ὁ γυναικάδελφος τοῦ Παύλου Μελᾶ, Ἴων Δραγούμης, κατόπιν δικῆς του ἐπιθυμίας, τοποθετήθηκε ὡς ὑποπρόξενος στὸ Ἑλληνικὸ προξενεῖο τῆς πόλης τοῦ Μοναστηρίου. Ἐκεῖ ὀργάνωσε τὴν ἄμυνα τῶν Ἑλλήνων, ἐναντίον τῆς βουλγαρικῆς προπαγάνδας καὶ στήριζε τὸν Ἑλληνισμὸ σὲ ὅλη τὴν Δυτικὴ Μακεδονία, συνεργαζόμενος στενὰ μὲ τὸν Μητροπολίτη Καστοριᾶς Γερμανὸ Καραβαγγέλη. Ὄντας ἀνήσυχος, ὅμως, γιὰ τὴν κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ Μακεδονία, ἔγραφε συνεχῶς στὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση νὰ στείλῃ ἐνισχύσεις, ὥστε νὰ γίνουν ἔνοπλες συγκρούσεις μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων. Συγχρόνως, ἀλληλογραφοῦσε μὲ τὸν Παῦλο Μελᾶ, μὲ τὸν ὁποῖο συνεργαζόταν στενά. Παράλληλα, μέχρι τὸ 1903, ὁ Μελᾶς μάθαινε Βουλγαρικά, ἀγόραζε χάρτες, συναναστρεφόταν Μακεδόνες ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἀθήνα, ἐνημέρωνε τοὺς ἄλλους ἀξιωματικοὺς γιὰ ὅσα συνέβαιναν, ἐνῷ ἔκανε ἐράνους γιὰ ἀγορὰ ὁπλισμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς Μακεδονίας.

Στὶς 20 Ἰουλίου 1903, ξέσπασε βουλγαρικὸ κίνημα στὴν Δυτικὴ Μακεδονία, τὸ λεγόμενο Ἴλιντεν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου διεπράχθησαν ὠμότητες καὶ φρικαλεότητες τῶν Βουλγάρων, ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων. Πολλὰ Ἑλληνικὰ χωριὰ καταστράφηκαν, ὅπως τὸ Κρούσοβο. Ὁ Τουρκικὸς Στρατός, ἂν καὶ κατέστειλε τὸ κίνημα, προέβη σὲ ὠμότητες κυρίως ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, παρὰ ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Ὅλα αὐτὰ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀφυπνισθῇ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος καὶ νὰ ἀναλάβει ἐνεργὴ δράση
[25]. Ὡστόσο, λόγῳ τοῦ φόβου ἐπαναλήψεως τοῦ 1897, ἡ τότε Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση Θεοτόκη δίσταζε νὰ ἀποφασίσῃ τὸν ἔνοπλο ἀγῶνα[26].
 
Διάδοχος Κωνσταντῖνος ΙΒ΄ – Πηγή: Balkan Wars
 
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1904, χάρη στὴν διαμεσολάβηση καὶ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ τότε διαδόχου Κωνσταντίνου
[27], ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἐδέχθη νὰ ἀποσταλοῦν στὴν Μακεδονία τέσσερις ἀξιωματικοί, ὁ λοχαγὸς Πεζικοῦ Ἀλέξανδρος Κοντούλης, ὁ ὑπολοχαγὸς Ἀναστάσιος Παπούλας, ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Γεώργιος Κολοκοτρώνης καὶ ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ Παῦλος Μελᾶς. Τὰ διαβατήριά τους ἐκδόθηκαν μὲ ψευδώνυμα, προκειμένου νὰ μὴν γίνουν ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές. Τὸ ψευδώνυμο ποὺ διάλεξε ὁ Παῦλος ἦταν Μίκης Ζέζας. Σκοπός τους ἦταν νὰ μελετήσουν τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ νὰ εἰσηγηθοῦν μέτρα γιὰ ἔνοπλο ἀγῶνα. Σημειώνουμε ὅτι αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, εἶχε προηγηθῇ συνάντηση τοῦ Ἕλληνος ὁπλαρχηγοῦ Καπετὰν Κώττα μὲ τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο[28]. Φθάνοντας στὴν Μακεδονία, οἱ ἀξιωματικοὶ περιόδευσαν σὲ διάφορα Ἑλληνικὰ χωριά, τῶν ὁποίων οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τοὺς δέχονταν μὲ χαρά. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ Τοῦρκοι ὑποψιάστηκαν τὴν παρουσία τοῦ Παύλου Μελᾶ στὴν Μακεδονία, ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀνακαλέσῃ στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἂν καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσῃ, τελικά, πείστηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Κοντούλη καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα στὶς 29 Μαρτίου 1904. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ἀνεκλήθησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀξιωματικοί. Ὁ Μελᾶς καὶ ὁ Κοντούλης εἰσηγήθηκαν στὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση τὴν ἄμεση ἐνίσχυση τοῦ Καραβαγγέλη καὶ ὅλων ὅσων ἐργάζονταν στὴν ὑπόδουλη Μακεδονία.

Στὶς 22 Μαΐου 1904, ἱδρύθηκε τὸ Μακεδονικὸ Κομιτάτο, μὲ πρόεδρο τὸν διευθυντὴ τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρὸς» Δημήτριο Καλαποθάκη. Ἐνετάχθησαν ἐκεῖ, ὡς μέλη, πολλοὶ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες, ὅπως ὁ Νικόλαος Πολίτης, ὁ Ἰωάννης Ράλλης
[29], ὁ Γεώργιος Μπαλτατζῆς[30], ὁ Στέφανος Δραγούμης, ὁ Πέτρος Σαρόγλου, ὁ Κωνσταντῖνος Σμολένσκη, ὁ Κωνσταντῖνος Μαζαράκης – Αἰνιάν, ὁ τότε Ἀνθυπολοχαγὸς Ἱππικοῦ Ἀλέξανδρος Παπάγος (ἀπὸ τὸ 1906)[31] καὶ ἄλλοι. Μέλος τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου ὑπῆρξε καὶ ὁ Παῦλος Μελᾶς. Σκοπὸς τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου ἦταν «....ἡ ἄμυνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν Μακεδονίᾳ, Θράκη, Ἠπείρω καὶ Ἀλβανία κατὰ πάσης ἀποπείρας πρὸς μείωσίν του καὶ ἡ ἐπαναφορὰ τῶν χωρίων ἢ ἀτόμων εἰς τὰς τάξεις αὐτοῦ, ὅσα ἀκουσίως ἠναγκάσθηκαν νὰ ἀποσχιθώσιν ἡμῶν καὶ ἀκουσίως μένουσιν εἰς τὸ σχίσμα....». Χάρη στὴν δράση τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου, ἐστάλησαν ὁπλισμός, ἀλλὰ καὶ Ἑλληνικὰ ἀνταρτικὰ σώματα στὴν Μακεδονία, κυρίως Κρητῶν καὶ Μακεδόνων. Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἐν γνώσει τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τὴν ὁποία ἐνημέρωνε ὁ Καλαποθάκης.

Στὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 1904, Κοζανίτες ἐπισκέφτηκαν τὸν Μελᾶ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε νὰ σταλοῦν Ἕλληνες ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναλάμβαναν νὰ ὀργανώσουν συστηματικὰ τὴν ἄμυνά τους. Στὶς 9 Ἰουλίου 1904, ὁ Μελᾶς, προκειμένου νὰ βοηθήσῃ τοὺς Κοζανίτες, ἀφοῦ ἔλαβε ἄδεια εἴκοσι ἡμερῶν ἀπὸ τὸν Στρατό, ταξίδευσε πάλι στὴν Μακεδονία, μὲ τὸ ψευδώνυμο «Πέτρος Δέδες». Στὶς ἀλλεπάλληλες καὶ μὲ μεγάλη μυστικότητα συναντήσεις, ποὺ εἶχε μὲ τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς Ἀμύνης στὴν Κοζάνη καὶ στὴ Σιάτιστα, πρότεινε νὰ αὐξήσουν τὸν ἀριθμὸ τῶν τμημάτων τῆς Ἀμύνης, νὰ διενεργήσουν ἐράνους γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ ἀγῶνα, νὰ τονώσουν τὸ φρόνημα τῶν ἀτόλμων, καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ συμπαρασταθῇ μὲ κάθε τρόπο. Φθάνοντας στὴν Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε μὲ τὸν Ἕλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλᾶ καὶ συνεννοήθηκε μαζί του γιὰ τὴν κλιμάκωση τοῦ ἀνταρτοπολέμου ἐναντίον τῶν κομιτατζήδων.
 
Γεώργιος Θεοτόκης – Πηγή: Καθημερινή
 
Στὶς 3 Αὐγούστου 1904, ὁ Μελᾶς γύρισε στὴν Ἀθήνα, ὅπου βρῆκε καθαρότερες διαθέσεις καί, ἀφοῦ ἐξέθεσε στὸν τότε Ἕλληνα Πρωθυπουργὸ Γεώργιο Θεοτόκη τὴν κατάσταση, ζήτησε ἄδεια νὰ συγκροτήσῃ ἀνταρτικὸ σῶμα, προκειμένου νὰ πολεμήσῃ στὴν Μακεδονία. Τελικά, μὲ ἐντολὴ τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μακεδονία, γιὰ τρίτη φορά, ὡς ἀρχηγὸς σωμάτων Καστοριᾶς – Μοναστηρίου, μὲ τὸ ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἐξομολογεῖτο στὴν σύζυγό του: «...Αἰσθάνομαι πολύ, ὁ δυστυχής, τὴν εὐτυχίαν ποὺ ἀφήνω· αἰσθάνομαι ὅτι μ’ ὅλον τὸν ἀνήσυχον καὶ νευρικὸν χαρακτήραν μου ὁ βίος, ὁ ὁποῖος μοῦ ἁρμόζει περισσότερον, εἶναι ὁ ἥσυχος καὶ ὁ οἰκογενειακός. Ἀλλ’ ἀπὸ τινος δὲν ἠξεύρω τί ἔπαθα· ἔγινα ὄργανον δυνάμεως πολὺ μεγάλης, ὡς φαίνεται, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἰσχὺν νὰ κατασιγάσῃ ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματά μου καὶ νὰ μὲ ὠθῇ διαρκῶς πρὸς τὴν Μακεδονίαν»
[32]. Εὑρισκόμενος στὴν Λάρισα, ἔστειλε νέο γράμμα πρὸς τὴν σύζυγό του, στὸ ὁποῖο ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων: «...Ἀναλαμβάνω αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ἀναλάβω. Εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν, ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ νὰ σώσωμεν πολλὰ πράγματα. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθῆκον νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν, ὅπως πείσω τὴν Κυβέρνησιν καὶ τὴν κοινὴν γνώμην περὶ τούτου...».[33]

Τὸ ἀνταρτικὸ σῶμα, ποὺ διοικοῦσε, ἀποτελεῖτο ἀπὸ 30 ἄνδρες καὶ τὸ καθοδηγοῦσαν τρεῖς ὁδηγοὶ ποὺ γνώριζαν τὰ μέρη. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὅμως, ὀνόματι Ἀθανάσιος Βάγιας, ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὸ ἀνταρτικὸ σῶμα τοῦ Μελᾶ καί, φθάνοντας στὰ Γρεβενά, εἰδοποίησε τοὺς Τούρκους. Ὁ Μελᾶς, ἐξοργισμένος, ἔγραψε στὶς σημειώσεις του: «Ἂν ποτὲ τὸν ἀπαντήσω, θὰ μοῦ πληρώσῃ τὴν ἄτιμον αὐτὴν προδοσίαν»
[34]. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δυσκόλεψε τὶς κινήσεις τοῦ σώματός του, τὸ ὁποῖο, μετὰ ἀπὸ πορεία ἕντεκα ἡμερῶν, ἔφτασε στὸ Ἄργος Ὀρεστικὸ τὴ νύχτα τῆς 7ης Σεπτεμβρίου. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, εἰσῆλθε στὸ Κωσταράζι τῆς Καστοριᾶς, ὅπου ξεκουράστηκε ἐκεῖ γιὰ δύο ἡμέρες. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ δέχθηκαν τὴν βοήθεια τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ διανυκτέρευσαν φιλοξενούμενοι στὴν Μονὴ Τσιριλόβου, κατευθύνθηκαν στὸ Βογατσικὸ καὶ ἐνημερώθηκαν γιὰ τὶς ὠμότητες τῶν κομιτατζήδων. Ὁ Μελᾶς, ἂν καὶ δὲν ἐνέκρινε σκληρὰ ἀντίποινα, ἔδρασε ἀποφασιστικά.

Κατόπιν, περιόδευσε σὲ διάφορα χωριά, ἐνθαρρύνοντας τοὺς Ἕλληνες νὰ μένουν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἐπαναφέροντας στοὺς κόλπους τοῦ Πατριαρχείου, ὅσους εἶχαν προσχωρήσῃ ἀπὸ φόβο στὴν Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία. Κάποιοι Ἕλληνες κατετάγησαν στὸ ἀνταρτικὸ σῶμα του. Μὲ ὁρμητήριο τὰ χωριὰ Λιγκοβάνη
[35] καὶ Λέχοβο[36], ἀπέκρουε ἐπιθέσεις Βουλγάρων κομιτατζήδων, ἀλλὰ ὅταν ἔπιανε αἰχμάλωτους, ὄχι μόνο δὲν τοὺς φόνευε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄφηνε ἐλεύθερους, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ἐπέστρεφαν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δὲν θὰ πείραζαν ξανὰ τοὺς Ἕλληνες. Περιόδευσε σὲ πολλὰ χωριά, ὅπως τὸ Κουμανίτσοβο[37], τὸ Στρέμπενο[38] καὶ ἄλλα, συναντῶντας πολλοὺς Ἕλληνες, ποὺ ἀγωνίζονταν ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Ἔκλεινε τὰ βουλγαρικὰ σχολεῖα καὶ τὶς ἐξαρχικὲς ἐκκλησίες ποὺ μὲ τὴ βία εἶχαν ἀνοίξῃ καὶ συγκροτοῦσε τοπικὲς ἔνοπλες ὁμάδες. Ἔτσι, ὀργάνωσε τὴν περιοχὴ ἀνατολικὰ τοῦ ὅρους Βιτσίου. Ἀκολούθως, στόχευε νὰ ὀργανώσῃ τὴν ἑλληνικὴ ἀντίσταση στὸ Μοναστήρι καὶ τὶς γύρω περιοχές. Παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροθυμία κάποιων χωριανῶν νὰ τὸν συνδράμουν, τὶς κακὲς καιρικὲς συνθῆκες, τὶς ἀσθένειες, τοὺς θανάτους, ἀλλὰ καὶ τὶς λιποταξίες ποὺ συνέβαιναν στὸ ἀνταρτικὸ σῶμα του, ὁ Παῦλος Μελᾶς δὲν πτοεῖτο καὶ συνέχιζε τὸ ἔργο του. Στὶς 19 Σεπτεμβρίου 1904, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀποτυχημένη ἐπιδρομὴ ἐναντίον τῶν Βουλγάρων στὸ χωριὸ Νερέτι[39] τῆς Φλώρινας, ἀκολούθησε συμπλοκὴ τοῦ σώματος τοῦ Παύλου Μελᾶ μὲ τὸν τουρκικὸ Στρατό.

Στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1904, λόγῳ καιροῦ, ἀποφάσισαν νὰ περάσουν τὴν νύχτα στὸ χωριὸ Στάτιστα
[40], στὴν οἰκία τοῦ Μακεδονομάχου ἱερέα Καντζάκη. Οἱ Τοῦρκοι, ὅμως, κατόπιν προδοσίας ἀπὸ τὸν Βούλγαρο κομιτατζῆ Μῆτρο Βλάχο, ἔφθασαν στὰ Στάτιστα καὶ περικύκλωσαν τὴν οἰκία τοῦ παπα – Καντζάκη. Ἄρχισαν νὰ κτυποῦν μὲ τοὺς ὑποκόπανους τὴν πόρτα καὶ νὰ ζητοῦν νὰ ἀνοίξουν οἱ ἔνοικοι, εἰδάλλως θὰ πυρπολοῦσαν τὸ κτήριο. Ὁ Μελᾶς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀντάρτες του νὰ πυροβολήσουν ἐναντίον τῶν Τούρκων, ἐνῷ ὁ ἴδιος μὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς κατέβηκε ἀπὸ τὸν δεύτερο ὄροφο τῆς οἰκίας ποὺ κρυβόταν. Ὅταν νύχτωσε, ὁ Παῦλος Μελᾶς, μαζὶ μὲ πέντε ἀντάρτες του βγῆκε στὸν περίβολο τῆς οἰκίας. Τότε, ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός, ποὺ πλήγωσε τὸν Μελᾶ στὴν μέση. Δὲν γνωρίζουμε, ἐὰν ὁ πυροβολισμὸς προῆλθε ἀπὸ Τοῦρκο ἢ κατὰ λάθος ἀπὸ τὸν συναγωνιστή του, Λάκη Πύρζα, ὁ ὁποῖος ἦταν μαζί του. Ἐν πάσει περιπτώσει, ὁ Μελᾶς μεταφέρθηκε στὸν στάβλο τῆς οἰκίας, ὅπου καὶ ξεψύχησε.

Οἱ περισσότεροι ἀντάρτες του κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες ἔφτασαν στὸ Ζέλοβο
[41], ὅπου ἐνετάχθησαν στὸ Ἑλληνικὸ ἀνταρτικὸ σῶμα τοῦ Κρητικοῦ ὁπλαρχηγοῦ Εὐθυμίου Καούδη[42]. Ἀρκετοί, ὅμως, γιὰ διάφορους λόγους ἐπέστρεψαν στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος[43]. Τὸ βράδυ τῆς συμπλοκῆς στὰ Στάτιστα, ἑπτὰ ἀπὸ ἀντάρτες τοῦ Παύλου Μελᾶ συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐνῷ δύο ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν μέν, ἀλλὰ μᾶλλον χάθηκαν καὶ ψήθηκαν ζωντανοὶ στὸν κλίβανο ἀπὸ τοὺς κομιτατζῆδες.

Τὴν ἴδια νύχτα, ὁ Παῦλος Μελᾶς θάφθηκε στὰ Στάτιστα, ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ. Σύντομα, ὅμως, ἔφτασε στὸ Ζέλοβο ὁ διερμηνέας τοῦ Γενικοῦ Προξενείου Μοναστηρίου, Βασίλειος Ἀγοραστός, γιὰ νὰ μεριμνήσῃ γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ ἀρχηγοῦ. Ἀφοῦ ἐνημερώθηκε πὼς οἱ ντόπιοι εἶχαν φροντίσῃ γι’ αὐτήν, ἔστειλε ἀπεσταλμένο νὰ παραλάβῃ κρυφὰ τὸ ἄψυχο σῶμα καὶ νὰ τὸ μεταφέρῃ στὸ Ζέλοβο. Ὁ προεστός τῶν Στατίστων Ντίνας Στεργίου ἐπιχείρησε τὴν ἐκταφή τοῦ Μελᾶ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμφανίστηκε στὸ χωριὸ τουρκικὸ ἀπόσπασμα. Ὁ Στεργίου, εὑρισκόμενος σὲ κίνδυνο νὰ συλληφθῇ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ Παύλου Μελᾶ, τὸ ὁποῖο ἔβαλε σὲ ἕνα σακίδιο, ἔθαψε πάλι τὸ σῶμα καὶ κατόρθωσε νὰ διαφύγῃ στὸ Ζέλοβο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Πισοδέρι.

Στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1904, θάφθηκε τὸ κεφάλι τοῦ Παύλου Μελᾶ στὸ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Πισοδερίου, παρουσία τοῦ Βασιλείου Ἀγοραστοῦ. Ὁ τελευταῖος στὴν ἀναφορά του, μὲ ἡμερομηνία 20 Ὀκτωβρίου 1904, γράφει: «Παρεσκευάσαμεν, ἀκολούθῳς τὰ διὰ τὴν κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, ἐπρομηθεύθημεν σάβανον, ἐξ ἐκείνων τοῦ Παναγίου Τάφου, εἰδοποιήθη ὁ ἱερεὺς Παπᾶ Σταῦρος, καί, ὅταν ἤδη ἦσαν τὰ πάντα ἕτοιμα, ἐξεκινήσαμεν ἐν τῷ σκότει φέροντες μεθ’ ἡμῶν πάντα τὰ χρειώδη, ἐγὼ δὲ τὸν σάκκον, τὸν ὁποῖον ἐναπέθεσα πρὸ τῆς εἰκόνος τῆς Μητρὸς τοῦ Χριστοῦ, μέχρις οὗ ἐξορυχθῇ ὁ ταφίσκος. Ἐκεῖ, ἐν τῷ ρηθέντι παρεκκλησίῳ, πρὸς τῆς ὡραίας Πύλης, ἀφ’ οὗ ἐξωρύχθη ὁ ταφίσκος, ἐκομίσθη τὸ κιβώτιον, ἐν ὧ ἐπιστρώσας τὸ σάβανον ἔθηκα ἰδίαις μου χερσὶ τὴν τιμίαν κεφαλήν, κοσμήσας διὰ τῶν ἀνθέων τοῦ δάσους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατόπιν, ἀνάψαντες λαμπάδα ἠρξάμεθα νὰ ψάλλωμεν, ἐν ὁλολυγμοῖς, τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν»
[44].

Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ Τοῦρκοι ζητοῦσαν πιεστικὰ νὰ πληροφορηθοῦν ποὺ βρισκόταν θαμμένος ὁ Μελᾶς, ὑποβάλλοντας μάλιστα, σὲ βασανιστήρια πολλοὺς κατοίκους τῶν Στατίστων καὶ ἀπειλῶντας τους, μὲ ἐμπρησμὸ τοῦ χωριοῦ τους. Ὡστόσο, κανεὶς δὲν προέβη σὲ ἀποκαλύψεις. Τελικά, οἱ Τοῦρκοι, λόγῳ πληροφοριῶν ἀπὸ τὶς Ἑλληνικὲς ἐφημερίδες, ἀνακάλυψαν τὸ σῶμα τοῦ Παύλου Μελᾶ, τὸ ὁποῖο ξέθαψαν καὶ μετέφεραν στὴν Καστοριά.

Ἀξίζει νὰ ἐπισημανθῇ πὼς δὲν γνώριζαν τὴν πραγματικὴ ταυτότητα τοῦ Μελᾶ, παρὰ μόνο ὅτι τὸ σῶμα ἀνῆκε σὲ κάποιον Μίκη Ζέζα, ἀρχηγὸ τῶν Ἑλλήνων ἐνόπλων τῆς Μακεδονίας. Τὸ πληροφορήθηκαν μόνον ἀπὸ ἐπιστολές, ποὺ βρῆκαν πάνω του.

Στὴν Καστοριά, ὁ Καραβαγγέλης, κατόπιν πιέσεων πρὸς τοὺς Τούρκους
[45] ἐπέτυχε νὰ τοῦ παραδοθῇ τὸ ἀκέφαλο σῶμα τοῦ Μελᾶ[46], τὸ ὁποῖο καὶ ἔθαψε στὸ νεκροταφεῖο, ἀντίκρυ ἀπὸ τὴν Μητρόπολη. Γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του χαρακτηριστικά: «Τὸ μετέφερα ἀμέσως στὸ μητροπολιτικὸ μέγαρο καὶ κείνη τὴ νύχτα δὲν κοιμηθήκαμε διόλου. Τὸ θρηνήσαμε ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἄλλη μέρα πολὺ πρωί, ὅπως εἶχα ὑποσχεθῇ στὸν καϊμακάμη, τὸ ἔθαψα μὲ λίγους ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης μου, γιὰ νὰ ἀποφύγω ἄλλους θορύβους καὶ συγχύσεις τοῦ λαοῦ. Τὸν ἔθαψα στὸ νεκροταφεῖο ἀντίκρυ ἀπὸ τὴ Μητρόπολι»[47].

Ἱερὸς Ναὸς Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, κοντὰ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Καστοριᾶς – Πηγή: 
Τὸ σπιτάκι της Μέλιας
 
Τὸ 1907, κατόπιν αἰτήματος τῆς Ναταλίας Μελᾶ, τὸ σῶμα καὶ τὸ κεφάλι τοῦ Παύλου Μελᾶ ἐνταφιάστηκαν στὸ ἀριστερὸ κλίτος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, κοντὰ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναό τῆς Καστοριᾶς.

Στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, μόλις ἔγινε γνωστὸς ὁ θάνατος τοῦ Μελᾶ, ἀναταράχθηκε ὅλος ὁ κόσμος, ἀκόμη κι αὐτοί, ποὺ δὲν συμμερίζονταν τὶς ἀγωνίες του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναζωπύρωσε περισσότερο τὴν εὐαισθησία ὅλων τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴ Μακεδονία καὶ συνετάραξε μαζικὰ τὸν Ἑλληνισμό. Συγκεκριμένα, «...ἡ θλιβερὰ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ ταχέως ἔφτασεν εἰς Ἀθήνας. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἐσήμανον πενθίμως καὶ ἐνῷ εἰς τὴν πρωτεύουσαν καὶ τὴν λοιπὴν Ἑλλάδαν πολὺ ὀλίγοι ἐγνώριζον τὴν ἔξοδόν του εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἐν τούτοις ὁ θάνατός του ἐθρηνήθη ὡς ἐθνικοῦ ἠρῶος. Κύματα ἀγανακτήσεως συνετάραξαν τὸ Πανελλήνιον καὶ ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς χώρας ἐζητεῖτο ἐκδίκησις. Μέχρι τότε τὸ Μακεδονικὸν ζήτημα ἀφεῶρα ἕνα μικρὸν τμῆμα τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ὅμως ἐκείνης καθίστατο πλέον ἀγὼν ἐπιβιώσεως ὅλου τοῦ Ἔθνους. Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὁ Θάνατος τοῦ Μελᾶ ἀπετέλεσε πραγματικὸν ἐγερτήριον σάλπισμα. Οἱ συνάδελφοί του ἀξιωματικοὶ ἐζήτουν νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Μακεδονίαν διὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν θάνατόν του καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀντελήφθησαν ὅτι ζωτικὰ συμφέροντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ διακυβεύοντο εἰς τὸν χῶρο της. Ἐὰν αὐτὰ τὰ συμφέροντα δὲν κατωχυροῦντο, τότε ἡ Ἑλλὰς θὰ ἔζη πάντοτε ὑπὸ τὴν ἀσφυκτικὴν πίεσιν ἑνὸς ἰσχυροῦ βορείου γείτονος....»
[48].

Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραφε ἀργότερα γιὰ τὸν ἀντίκτυπο τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ: «Ὁ Παῦλος Μελᾶς σκοτώθηκε στὴ Στάτιστα τῆς Μακεδονίας ἕνα βράδυ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1904. Καὶ οἱ Ἕλληνες ξύπνησαν. Γιατί ξύπνησαν τώρα μόνο; Ἐπειδὴ εἶναι τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι· καὶ οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν γιὰ νὰ εἶναι καὶ μικροί. Σπίθες κοντὲς εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ ξυπνοῦν καὶ νοιώθουν τὴ μετριότητα ποὺ βαρύνει ἐπάνω τους. Σπίθα εἶναι, ὅταν λέγουν.

Ὦ, τί ἀνυπόφορη ποὺ εἶναι ἡ μετριότητά μου!

Τέτοια σπίθα τοὺς ἄναψε ὁ Παῦλος Μελᾶς. Ὅσοι συνηθίζουν νὰ συλλογίζονται, ἂς στοχασθοῦν πόσο μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ Παῦλος Μελᾶς, γιὰ νὰ καταφέρῃ νὰ τοὺς ἀνάψει. Καὶ μὲ τὴ σπίθα ποὺ ἄναψε στὸν καθένα, πολλοί, ποὺ ἦταν τυφλοὶ ὡς τότε, εἶδαν. Ἔτριψαν τὰ μάτια τους, κάπως ξιππασμένοι, καὶ εἶπαν μέσα τους, γιατί ντρέπουνταν νὰ τὸ διαλαλήσουν.

Ὥστε ὑπάρχει Μακεδονία, ἀφοῦ πῆγε ὁ Παῦλος Μελᾶς, καὶ σκοτώθηκε γι αὐτή!

Καὶ ἄλλοι ἐσυμπέραναν.

Ὥστε βρίσκονταν ἀκόμα μετὰ τὸ 1897 ἀξιωματικοὶ στὸ Στρατό, καὶ ζωὴ στὸ Ἔθνος! Λοιπόν, ζήτω τὸ Ἔθνος!
»
[49]

Ἐπίσης, στρεφόμενος πρὸς τὰ Ἑλληνόπουλα, ὁ Δραγούμης ἔγραφε:

«Σὲ σᾶς στρέφομαι, παιδιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀγαπημένα Ἑλληνόπουλα, καὶ σᾶς ἐξορκίζω, ἂν ἔχετε νὰ ξοδέψετε ἐνέργεια, ἂς εἶναι καὶ μέτρια, ἂν ἔχετε νὰ κάψετε τίποτε περισσότερο ἀπὸ σπίθες ἁπλὲς ἐνθουσιασμοῦ μὴ λησμονεῖτε ποτὲ τὸ θάνατο τοῦ Παλληκαριοῦ, ἀλλὰ προπάντων μὴ λησμονεῖτε τὴ ζωή του, τὸν ἐνθουσιασμό του, δηλαδὴ καὶ τὴ δύναμη καὶ τὴν τόλμη, μὴ λησμονεῖτε καὶ τὴν ἰδέα ποὺ γιὰ κείνη δούλεψε καὶ ὑπέφερε, οὔτε τὴν πανώρια χώρα, ὅπου ἐσκοτώθη, γιατί καὶ ἡ ἰδέα ἐκείνη καὶ ἡ χώρα θέλουν πολλοὺς ἀκόμα Ἥρωες.

Νὰ ξέρετε πὼς ἂν τρέξουμε νὰ σώσουμε τὴ Μακεδονία, ἡ Μακεδονία θὰ μᾶς σώσει.
»
[50]

Ἀντὶ ἐπιλόγου, παρατίθεται μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου Μελᾶ πρὸς σὲ ἕναν νεαρὸ Εὔελπι, στὸν ὁποῖο καὶ ἀναφέρει:

«Ἡ ζωὴ εἶναι πόλεμος. Ἡ γῆ σου εἶναι φρούριο καὶ χρέος σου ἡ νίκη. Μὴ μιλᾶς, νὰ σκέπτεσαι, ν’ ἀγαπᾶς, νὰ μὴν πονᾶς. Ἕνας εἶναι ὁ σκοπός σου, ὁ πόλεμος. Πολέμα γιὰ τὰ ἰδανικά σου, γιὰ τὰ Ἑλληνικὰ ἰδανικὰ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Πολέμα γιὰ τὴν Μεγάλη Ἰδέα. Ἄνδρες ποὺ περπατοῦν στὴ ζωὴ εὐθυτενεῖς καὶ μὲ γαλήνη, μαθημένοι νὰ πονοῦν χωρὶς νὰ ὑποφέρουν, νὰ νικοῦν χωρὶς νὰ θριαμβολογοῦν, νὰ νικῶνται χωρὶς νὰ μοιρολογοῦν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ ἄνδρες, θεμέλια γενεῶν. Αὐτοὶ οἱ Εὐέλπιδες, οἱ αὐριανοὶ ἡγήτορες τοῦ Ἔθνους.

Νεαρὲ Εὔελπι μάθε καὶ ἐξασκήσου νὰ εἶσαι ἁπλός, ὀλιγόλογος, συγκρατημένος, σεμνός. Λίγα λόγια, πολλὰ ἔργα. Ἀνθρωπιὰ μεγάλη, πειθαρχία, πεῖσμα, ἀντοχή. Ὅποιος σὲ κοιτᾶ, τὰ μάτια του σὲ γεμίζουν παλληκάρι. Περισσότερο νὰ προσβάλλεσαι ὅταν σὲ κυριεύει ὁ πόνος. Μὴ θυμώνεις, χειρότερα εἶναι νὰ χτυπήσεις, ἔστω καὶ ἐὰν μόλις κρατιέσαι μὲ ἕναν κόμπο στὸ λαιμό. Νὰ φύγῃς εἶναι δειλία. Μόνος σου ἀποφάσισες νὰ γίνῃς Ἀξιωματικός. Ἀπελπισία, ὕστερα γελᾶς καὶ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ στὴν ἄλλη γίνεσαι ἄνδρας, δηλαδὴ μαθαίνεις νὰ κρατᾶς μέσα σου τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπορία, ἔτσι χωρὶς νὰ φαίνεται, ἀλλὰ νὰ ἐπιμένῃς πάντα στὸν σκοπό σου, στὰ ὄνειρά σου.

Ἂν προχωρήσω, ἀκολουθεῖστε με..

Ἂν ὑποχωρήσω, σκοτῶστε με...

Ἂν σκοτωθῶ, ἐκδικηθεῖτε με..


Παῦλος Μελᾶς (Μίκης Ζέζας) Ἀνθυπολοχαγὸς Πυροβολικοῦ, Τάξις 1891.
»

Σημαία τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα. Κυανόλευκη, 
φέρει δικέφαλο ἀετὸ καὶ τὴν ἐπιγραφὴ 
ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ. 

Πηγές:

  • Ἀθανασόπουλου Ἰωάννου – Παῦλος Μελᾶς. Ἡ δράση του στὴ Μακεδονία καὶ τὸ ἀμφιλεγόμενο τέλος του / https://www.istorikaxronika.gr/2023/05/blog-post.html
  • Ἀργυρόπουλου Περικλέους Ἀλεξάνδρου, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1957.
  • Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα, Ἔκδοσις Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἀθήνα 1979.
  • Δραγούμη Ἴωνος, Μαρτύρων καὶ Ἡρώων αἷμα, Ἐκδόσεις Μαλλιαρῆς – Παιδεία
  • Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου Μελᾶ πρὸς τὸν νεαρὸ Εὔελπι... Παῦλος Μελᾶς (ἢ Μίκης Ζέζας) / https://patridamouelladamou.wordpress.com/2012/10/22/η-επιστολή-του-παύλου-μελά-προς-τον-νεα/
  • Ἰωάννης Π. Μεταξᾶς – Στρατιωτικὸς / https://www.ioannismetaxas.gr/Stratiotikos.html
  • Καραβαγγέλη Γερμανοῦ, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἀρχεῖον Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος – Πηνελόπη Δέλτα, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1958.
  • Κοεμτζοπούλου Νικόλαου, Καπετὰν Κώττας, ὁ πρῶτος Μακεδονομάχος, Ἀθήνα 1968.
  • Κοντογιαννίδη Τάσου, Ἡ ταπεινωτικὴ ἧττα τοῦ πολέμου τοῦ 1897 – Ἐπιβολὴ διεθνοῦς οἰκονομικοῦ ἐλέγχου στὴν Ἑλλάδα / http://www.pontos-news.gr/article/163933/i-tapeinotiki-itta-toy-polemo...
  • Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998.
  • Μαστέλλου – Γιαννάκενα Ἐλίνας, Ὁ Παῦλος Μελᾶς καὶ ὁ Μακεδονικὸς Ἀγῶνας (1904 – 1908), Ὁ σκοπός του καὶ οἱ ἥρωες του, Ἐκδόσεις Πελασγὸς Ἰωάννου Χρ. Γιαννάκενα, Ἀθήνα 2018.
  • Παπαγιαννόπουλου Τάκη, δημοσιογράφου – ἐφέδρου ἀξιωματικοῦ, Στρατάρχης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ, ὁ ἐκλεκτὸς τῆς ἱστορίας, Ἀθῆναι 1987.
  • Παῦλος Μελάς, ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Ναταλίας Ἰωαννίδη, Ἐπιμέλεια: Περσεφόνη Γ. Καραμπάτη – Βασίλειος Νικόλτσιος, Μουσεῖο Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, Θεσσαλονίκη 2014. 
_______________________________

[1] Παῦλος Μελᾶς, ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Ναταλίας Ἰωαννίδη, Ἐπιμέλεια: Περσεφόνη Γ. Καραμπάτη – Βασίλειος Νικόλτσιος, Μουσεῖο Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 17.

[2] ὅ. π.

[3] 
ὅ. π.

[4]
ὅ. π.

[5] 
ὅ. π.

[6] Οἱ Βούλγαροι, ἦταν λαὸς μογγολικῆς καταγωγῆς, ποὺ ἐγκαταστάθηκε ἀρχικῶς στὸν Βόλγα ποταμό, ποὺ διασχίζει τὴν Ρωσία. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα, μετακινήθηκαν στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, ὅπου καὶ ἐκσλαβίσθηκαν. Ἡ ἀκριβὴς προέλευση τοῦ ὀνόματός τους, εἶναι ἀμφίβολη. Κατὰ μία ἐκδοχή, συνδέεται μὲ τὸν Βόλγα ποταμό, ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὸν Κεραμόπουλο, τὸ ὄνομά τους βγαίνει ἀπὸ τὴν λέξη «βουργάροι» ποὺ σημαίνει ὀροφύλακες. (Πηγή: Βλ. Νεότερο Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικοῦ τοῦ «Ἡλίου», τόμος 4, σελ. 752.) Ὡς ἀντίδραση στὴν προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν ἀσπασθῇ τὸν Βογομιλισμό, αἵρεση μὲ μανιχαϊστικὲς καὶ δυϊστικὲς ἀπόψεις. (Πηγή: Βούρτση Ροζάννας, Καθαροί, οἱ «αἱρετικοὶ» τῆς Γνώσης καὶ τῆς Ἁγνότητας στὸ Μυστικὲς Ἑταιρεῖες, Ἐκδόσεις Ἀρχέτυπο, 7η ἔκδοση, σελ. 26. Βλ. Γεωργαλᾶ Γεωργίου, Εἰς Βυζάντιον ὁδηγός, Σειρά: Βυζάντιον Ε΄, Ἐκδόσεις Ἐρωδιός, σελ. 104, 110 – 111.) Ἐπίσης, ἔχοντας δημιουργήσῃ ἕνα δικό τους ὑποτελὲς ἔθνος-κράτος, ἐξεγείρονταν ἐναντίον τῆς Ρωμανίας, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἐξίσου τὴν ἀντίδρασή τους στὸν ἐξελληνισμό τους. (Πηγή: Ὁ πραγματικὸς Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος / https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/) Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Βούλγαροι, ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν λαὸς ἐνταγμένος στὴν Ρωμανία, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ Ρωμιοί, ὅπως διατείνονται λανθασμένα κάποιοι σύγχρονοι νεοτερίζοντες ἱστορικοί.

[7] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998, σελ. 28 – 29.

[8] Βλ. Παῦλος Μελᾶς, ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Ναταλίας Ἰωαννίδη, Ἐπιμέλεια: Περσεφόνη Γ. Καραμπάτη – Βασίλειος Νικόλτσιος, Μουσεῖο Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 102. Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸ Καταστατικὸ τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας, ὁ κάθε Ἕλληνας ποὺ κατατασσόταν στὴν Ἐθνικὴ Ἑταιρεία, ἔπρεπε νὰ ἦταν «ἀνεγνωρισμένων φρονημάτων καὶ αἰσθημάτων» (ἄρθρο 4) καὶ ὑποχρεοῦτο «νὰ ὁρκισθῇ ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπὶ λόγῳ τιμῆς ὅτι θέλει τηρήση ἀπόλυτον ἐχεμύθειαν ὅρκου του καὶ ὑποχρεοῦται νὰ τηρῇ αὐτὸν ἐφ΄ ὅρου ζωῆς...» (ἄρθρο 5) Βλ. ὅ. π.

[9] https://www.ioannismetaxas.gr/Stratiotikos.html Μάλιστα, σώζεται μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη Μεταξᾶ πρὸς τὸν Παῦλο Μελᾶ, μὲ ἡμερομηνία 11 Ὀκτωβρίου 1896 καὶ βρίσκεται σήμερα στὸ ἀρχεῖο της ἐγγονῆς τοῦ τελευταίου, Ναταλίας Ἰωαννίδη.

[10] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998.

[11] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998, σελ. 94.

[12] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998, σελ. 96.

[13] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998, σελ. 97 – 98.

[14] Κοντογιαννίδη Τάσου, Ἡ ταπεινωτικὴ ἧττα τοῦ πολέμου τοῦ 1897 – Ἐπιβολὴ διεθνοῦς οἰκονομικοῦ ἐλέγχου στὴν Ἑλλάδα / https://www.pontosnews.gr/387690/ellada/i-tapeinotiki-itta-tou-polemou-tou-1897-ka/

[15] Καραβαγγέλη Γερμανοῦ, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἀρχεῖον Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος – Πηνελόπη Δέλτα, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 7 – 8.

[16] Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα, Ἔκδοσις Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἀθήνα 1979, σελ. 124.

[17] ὅ. π.

[18] 
ὅ. π.

[19] 
ὅ. π.

[20] 
ὅ. π.

[21] 
ὅ. π.

[22] 
ὅ. π., σελ. 126.

[23] 
ὅ. π.

[24] Καραβαγγέλη Γερμανοῦ, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἀρχεῖον Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος – Πηνελόπη Δέλτα, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 9.

[25] Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα, Ἔκδοσις Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἀθήνα 1979, σελ. 130.

[26] 
ὅ. π., σελ. 131.

[27] Κοεμτζοπούλου Νικόλαου, Καπετὰν Κώττας, ὁ πρῶτος Μακεδονομάχος, Ἀθήνα 1968.

[28] 
ὅ. π.

[29] Ἀργυρόπουλου Περικλέους Ἀλεξάνδρου, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 32.

[30] Βλ. καὶ Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998. Βλ. καὶ Ἀργυρόπουλου Περικλέους Ἀλεξάνδρου, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 33.

[31] Παπαγιαννόπουλου Τάκη, δημοσιογράφου – ἐφέδρου ἀξιωματικοῦ, Στρατάρχης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ, ὁ ἐκλεκτὸς τῆς ἱστορίας, Ἀθῆναι 1987, σελ. 21 – 22.

[32] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998.

[33] Μελᾶ Ναταλίας, Παῦλος Μελᾶς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 1998.

[34] Ἀθανασόπουλου Ἰωάννου – Παῦλος Μελάς. Ἡ δράση του στὴ Μακεδονία καὶ τὸ ἀμφιλεγόμενο τέλος του / https://www.istorikaxronika.gr/2023/05/blog-post.html

[35] Λιγκοβάνη: σημερινὴ Ξυλούπολη τῆς Θεσσαλονίκης

[36] Λέχοβο: σημερινὸ Ἡρωικὸ τῆς Φλώρινας

[37] Κουμανίτσοβο: σημερινὴ Λιθιὰ Καστοριᾶς

[38] Στρέμπενο: σημερινὰ Ἀσπρώγεια τῆς Φλώρινας

[39] Νερέτι: σημερινὸς Πολυπόταμος τῆς Φλώρινας

[40] Στάτιστα: σημερινὸ Μελᾶς Καστοριᾶς

[41] Ζέλοβο: σημερινὸ Ἀνταρτικό τῆς Φλώρινας.

[42] Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα, Ἔκδοσις Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἀθήνα 1979, σελ. 155.

[43] ὅ. π. 
 
[44] Βλ. Ἀθανασόπουλου Ἰωάννου – Παῦλος Μελᾶς. Ἡ δράση του στὴ Μακεδονία καὶ τὸ ἀμφιλεγόμενο τέλος του | https://www.istorikaxronika.gr/2023/05/blog-post.html

[45] Καραβαγγέλη Γερμανοῦ, Μακεδονικὸς Ἀγὼν (Ἀπομνημονεύματα), Ἀρχεῖον Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος – Πηνελόπη Δέλτα, Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 34 – 35.

[46] 
ὅ. π., σελ. 35.

[47] 
ὅ. π.

[48] Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θράκην γεγονότα, Ἔκδοσις Διευθύνσεως Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἀθήνα 1979, σελ. 154 – 155.

[49] Δραγούμη Ἴωνος, Μαρτύρων καὶ Ἡρώων αἷμα, Ἐκδόσεις Μαλλιαρῆς – Παιδεία, σελ. 3.

[50] 
ὅ. π., σελ. 4 – 5.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου