Μνήμη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου
Ὑπέρμαχοι σοὶ τοῖς λόγων ὅπλοις, Λόγε,
Ἐχθροὺς τροποῦνται τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η
Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24
Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της
αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την
προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου)
συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς
προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των
εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ὁ ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει, ὃν εἰδότες, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς. Καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Ὁ Οἶκος
Θέλων ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ἡμᾶς διεγείρειν ἀεὶ πρὸς μνήμην τελείαν τῆς αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως, τὴν ὑπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοῖς ἀνθρώποις, διὰ τῆς χρωματουργίας τῶν εἰκόνων, τὴν σεβάσμιον ἀνατυποῦσθαι μορφήν, ὅπως ταύτην ἐπ' ὄψεσιν ὁρῶντες, πιστεύωμεν, ἅπερ λόγῳ ἀκηκόαμεν, γνωρίζοντες σαφῶς τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ ὄνομα, τὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν, καὶ Χριστὸν τὸν στεφοδότην στεφάνους παρεχόμενον τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς τε καὶ Μάρτυσι, δι' ὧν ἄρτι τρανότερον τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας σαφῶς, τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε, μακαριώτατοι, Πατέρες θεόφθογγοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν βλασφήμων γλωσσάλγων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν δυσφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ὁ ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει, ὃν εἰδότες, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς. Καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Ὁ Οἶκος
Θέλων ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ἡμᾶς διεγείρειν ἀεὶ πρὸς μνήμην τελείαν τῆς αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως, τὴν ὑπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοῖς ἀνθρώποις, διὰ τῆς χρωματουργίας τῶν εἰκόνων, τὴν σεβάσμιον ἀνατυποῦσθαι μορφήν, ὅπως ταύτην ἐπ' ὄψεσιν ὁρῶντες, πιστεύωμεν, ἅπερ λόγῳ ἀκηκόαμεν, γνωρίζοντες σαφῶς τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ ὄνομα, τὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν, καὶ Χριστὸν τὸν στεφοδότην στεφάνους παρεχόμενον τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς τε καὶ Μάρτυσι, δι' ὧν ἄρτι τρανότερον τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας σαφῶς, τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε, μακαριώτατοι, Πατέρες θεόφθογγοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν βλασφήμων γλωσσάλγων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν δυσφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Οἱ Ἅγιοι Κάρπος, Παπύλος, Ἀγαθόδωρος καὶ Ἀγαθονίκη οἱ Μάρτυρες
Eις τον Kάρπον και Πάπυλον.
Κάρπῳ, Παπύλῳ, τοῖς Θεοῦ καρποῖς δύο,
Πᾶς πυλεὼν τμηθεῖσιν ἠνοίγη πόλου.
Eις τον Aγαθόδωρον.
Ἀγαθόδωρον δωρεῶν πληθὺς μένει,
Πρὸς πληθὺν ἀθλήσαντα δεινῶν μαστίγων.
Eις την Aγαθονίκην.
Οὐκ ἐμποδὼν σοι, Μάρτυς Ἀγαθονίκη,
Τὸ θῆλυ πρὸς τὸ θεῖον ἐκ ξίφους τέλος.
Κάρπον σὺν Παπύλῳ δεκάτῃ τρίτῃ ἔκτανε χαλκός.
Μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος (249 – 251), σκληρότατος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ὅλοι, πατρίδα εἶχαν τὴν Πέργαμο.
Ὁ Κάρπος, μὲ ἄρτια γραμματικὴ μόρφωση, εὐσεβέστατος καὶ μὲ πολλὲς ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία, εἶχε γίνει ἐπίσκοπος Θυατείρων.
Ὁ Παπύλος, ποὺ εἶχε σπουδάσει ἰατρικὴ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες τοῦ ἀμισθί, ἔγινε διάκονος καὶ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Κάρπου.
Ὁ Ἀγαθόδωρος, ψυχὴ ἐκλεκτὴ καὶ πιστή, ἦταν ὑπηρέτης στὴν ἐπισκοπὴ Θυατείρων.
Ὁ Κάρπος, μὲ ἄρτια γραμματικὴ μόρφωση, εὐσεβέστατος καὶ μὲ πολλὲς ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία, εἶχε γίνει ἐπίσκοπος Θυατείρων.
Ὁ Παπύλος, ποὺ εἶχε σπουδάσει ἰατρικὴ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες τοῦ ἀμισθί, ἔγινε διάκονος καὶ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Κάρπου.
Ὁ Ἀγαθόδωρος, ψυχὴ ἐκλεκτὴ καὶ πιστή, ἦταν ὑπηρέτης στὴν ἐπισκοπὴ Θυατείρων.
Ὅταν καὶ τοὺς τρεῖς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Οὐαλέριος, ὁμολόγησαν μπροστά του μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Τότε ὁ Οὐαλέριος τοὺς εἶπε: «Οἱ χριστιανοὶ εἶναι δεισιδαίμονες, ἀνίκανοι, χωρὶς ἀνώτερα αἰσθήματα. Ἐσεῖς, σὰν μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀμέσως πρέπει νὰ τοὺς ἀρνηθεῖτε».
Στὴν κατηγορία αὐτή, ἀπάντησε ὁ Ἐπίσκοπος Κάρπος μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου. Μιὰ ἀπάντηση ποὺ ἴσχυε, ἰσχύει καὶ θὰ ἰσχύει στοὺς αἰῶνες, γιὰ τὸ φρόνημα τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν. Εἶπε λοιπόν: «Κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίαις χερσὶ λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν», ποὺ σημαίνει, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ βασιλιά, κοπιάζουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ἔπειτα, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄπιστοι μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ γι’ αὐτούς. Ἐνῷ μᾶς καταδιώκουν, τοὺς δείχνουμε ἀνοχή, ἐνῷ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρακλητικά.
Ἐκνευρισμένος ὁ Οὐαλέριος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ τοὺς βασάνισε, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Παπύλου Ἀγαθονίκη, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἔνθεον, διαδραμόντες, Χριστοῦ ὤφθητε, συγκληρονόμοι, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν τροπωσάμενοι, Κάρπε σοφὲ καὶ κλεινὲ Ἀγαθόδωρε, Ἀγαθονίκη καὶ Πάπυλε ἔνδοξε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πολυτελῆ ὁ Δεσπότης, καὶ κρήνην βρύουσαν κρουvοὺς ἰαμάτων, τοῖς ἐπὶ γῆς παρέσχετο τὰ λείψανα ὑμῶν· νόσους μὲv καθαίροντα, παθημάτωv ποικίλωv, χάριν δὲ βραβεύοντα, ταῖς ψυχαῖς ἀενάως· διὸ συμφώvως Κάρπε τὴν ὑμῶν, Πάπυλε πόθῳ, τελοῦμεv πανήγυριv.
Μεγαλυνάριον.
Κάρπωμα προσήχθητε λογικόν, ἄνθραξι τῶν ἄθλων, τῷ τυθέντι ὑπὲρ ἡμῶν, Πάπυλε καὶ Κάρπε, σὺν τῷ Ἀγαθοδώρῳ, καὶ τῇ Ἀγαθονίκῃ· διὸ δεδόξασθε.
Στὴν κατηγορία αὐτή, ἀπάντησε ὁ Ἐπίσκοπος Κάρπος μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου. Μιὰ ἀπάντηση ποὺ ἴσχυε, ἰσχύει καὶ θὰ ἰσχύει στοὺς αἰῶνες, γιὰ τὸ φρόνημα τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν. Εἶπε λοιπόν: «Κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίαις χερσὶ λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν», ποὺ σημαίνει, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ βασιλιά, κοπιάζουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ἔπειτα, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄπιστοι μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ γι’ αὐτούς. Ἐνῷ μᾶς καταδιώκουν, τοὺς δείχνουμε ἀνοχή, ἐνῷ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρακλητικά.
Ἐκνευρισμένος ὁ Οὐαλέριος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ τοὺς βασάνισε, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Παπύλου Ἀγαθονίκη, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἔνθεον, διαδραμόντες, Χριστοῦ ὤφθητε, συγκληρονόμοι, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν τροπωσάμενοι, Κάρπε σοφὲ καὶ κλεινὲ Ἀγαθόδωρε, Ἀγαθονίκη καὶ Πάπυλε ἔνδοξε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πολυτελῆ ὁ Δεσπότης, καὶ κρήνην βρύουσαν κρουvοὺς ἰαμάτων, τοῖς ἐπὶ γῆς παρέσχετο τὰ λείψανα ὑμῶν· νόσους μὲv καθαίροντα, παθημάτωv ποικίλωv, χάριν δὲ βραβεύοντα, ταῖς ψυχαῖς ἀενάως· διὸ συμφώvως Κάρπε τὴν ὑμῶν, Πάπυλε πόθῳ, τελοῦμεv πανήγυριv.
Μεγαλυνάριον.
Κάρπωμα προσήχθητε λογικόν, ἄνθραξι τῶν ἄθλων, τῷ τυθέντι ὑπὲρ ἡμῶν, Πάπυλε καὶ Κάρπε, σὺν τῷ Ἀγαθοδώρῳ, καὶ τῇ Ἀγαθονίκῃ· διὸ δεδόξασθε.
Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ἡ Παρθενομάρτυς
Eν ταις βασάνοις χρυσός οίον καμίνω,
Xρυσή εδείχθης ηγλαϊσμένη όλη.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σλάτενα (σημερινὴ Χρυσῆ) τῆς ἐπαρχίας Ἀλμωπίας Νομοῦ Πέλλης. Ὁ πατέρας της ἦταν φτωχὸς καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες. Ἡ Χρυσὴ ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή.
Κάποτε, ἐνῶ βρισκόταν μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες στοὺς ἀγροὺς καὶ μάζευε καυσόξυλα, τὴν ἀπήγαγε κάποιος Τοῦρκος καὶ τὴν μετέφερε στὸ σπίτι του. Ὁ Τοῦρκος προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὴν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ἡ Χρυσῆ ὅμως ἀντιστάθηκε καὶ δυναμικὰ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸν Χριστὸ μόνο γνωρίζω γιὰ νυμφίο μου, ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθῶ καὶ ἂν ἀκόμα μὲ κομματιάσεις». Οἱ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της Χρυσῆς, μὲ ἐξαναγκασμὸ τῶν Τούρκων, τὴν παρακαλοῦσαν νὰ δεχτεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ ἡ μεγαλόψυχη Χρυσῆ τοὺς ἀπάντησε ὅτι: «πατέρα ἔχω τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, μητέρα τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀδελφοὺς δὲ καὶ ἀδελφὲς ἔχω τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες της Ἐκκλησίας μας».
Μπροστὰ λοιπὸν στὴ σταθερότητα τῆς Χρυσῆς, οἱ Τοῦρκοι ἀπάντησαν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1795, κατέκοψαν τὸ σῶμά της μὲ μαχαίρια καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Νυμφίο Χριστό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον.
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.
Κάποτε, ἐνῶ βρισκόταν μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες στοὺς ἀγροὺς καὶ μάζευε καυσόξυλα, τὴν ἀπήγαγε κάποιος Τοῦρκος καὶ τὴν μετέφερε στὸ σπίτι του. Ὁ Τοῦρκος προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὴν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ἡ Χρυσῆ ὅμως ἀντιστάθηκε καὶ δυναμικὰ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸν Χριστὸ μόνο γνωρίζω γιὰ νυμφίο μου, ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθῶ καὶ ἂν ἀκόμα μὲ κομματιάσεις». Οἱ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της Χρυσῆς, μὲ ἐξαναγκασμὸ τῶν Τούρκων, τὴν παρακαλοῦσαν νὰ δεχτεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ ἡ μεγαλόψυχη Χρυσῆ τοὺς ἀπάντησε ὅτι: «πατέρα ἔχω τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, μητέρα τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀδελφοὺς δὲ καὶ ἀδελφὲς ἔχω τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες της Ἐκκλησίας μας».
Μπροστὰ λοιπὸν στὴ σταθερότητα τῆς Χρυσῆς, οἱ Τοῦρκοι ἀπάντησαν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1795, κατέκοψαν τὸ σῶμά της μὲ μαχαίρια καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Νυμφίο Χριστό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον.
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.
Ὁ Ἅγιος Βενιαμὴν ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Διάκονος
Bενιαμίν πρόβατον ων αλλ’ ου λύκος,
Άρπαξι λύκοις θύεται αλλ’ ου θύει.
Bενιαμίν πρόβατον ων αλλ’ ου λύκος,
Άρπαξι λύκοις θύεται αλλ’ ου θύει.
Ο Άγιος Βενιαμίν έζησε στις αρχές του 5ου αι, μ.Χ., επί βασιλέων, Περσίας Ισδιγέργη και Κωνσταντινούπολης Θεοδοσίου του Μικρού. Μάλλον καταγόταν από την Περσία και ήταν Διάκονος της εκεί Εκκλησίας. Κήρυττε με θερμότητα ζήλου και δύναμη λόγου τις αλήθειες του Ευαγγελίου και έτσι είλκυε πολλούς ειδωλολάτρες. Για τη δράση του αυτή καταγγέλθηκε στον βασιλιά Ισδιγέργη και υποβλήθηκε σε φρικτά μαρτύρια, μέσα στα όποια παρέδωσε την εκλεκτή ψυχή του.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέθεσε εγκωμιαστικό λόγο και ασματική Ακολουθία για τον Άγιο Βενιαμίν τον Διάκονο.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέθεσε εγκωμιαστικό λόγο και ασματική Ακολουθία για τον Άγιο Βενιαμίν τον Διάκονο.
Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ὁ Μάρτυρας
Ὢ θάρσος οἷον Μάρτυρος Φλωρεντίου!
Πρὸς τὴν φλόγα τρέχοντος, ὥσπερ πρὸς δρόσον.
Τὸν διέκριναν ἡ χαρακτηριστικὴ ψυχραιμία καὶ τὸ θάρρος, ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ ζωή του κρεμόταν ἀπὸ μία κλωστή.
Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπ’ ὅπου καὶ καταγόταν. Μὲ τὴν μεγάλη πίστη καὶ τὸν θεῖο ζῆλο του γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου.
Καταγγέλθηκε γι’ αὐτὸ στὸν τότε εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε μπροστά του τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Δὲν δίστασε μάλιστα, νὰ συστήσει καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἡγεμόνα νὰ ἀσπαστεῖ τὴ χριστιανικὴ πίστη, σπάζοντας ἔτσι τὰ δίχτυα τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης.
Ὁ ἡγεμόνας ξαφνιασμένος στὴν ἀρχή, ἐξοργισμένος κατόπιν, διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά. Τὸν ἔδειραν λοιπὸν καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα στὴν φωτιά, ὅπου κάηκε τὸ σῶμα του, ἀλλὰ μέσα ἀπ’ αὐτὸ βγῆκε γιὰ ν’ ἀνέβει λαμπρότερη ἀπὸ κάθε φλόγα, ἡ εὐσεβὴς καὶ ἡρωικὴ ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπ’ ὅπου καὶ καταγόταν. Μὲ τὴν μεγάλη πίστη καὶ τὸν θεῖο ζῆλο του γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου.
Καταγγέλθηκε γι’ αὐτὸ στὸν τότε εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε μπροστά του τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Δὲν δίστασε μάλιστα, νὰ συστήσει καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἡγεμόνα νὰ ἀσπαστεῖ τὴ χριστιανικὴ πίστη, σπάζοντας ἔτσι τὰ δίχτυα τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης.
Ὁ ἡγεμόνας ξαφνιασμένος στὴν ἀρχή, ἐξοργισμένος κατόπιν, διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά. Τὸν ἔδειραν λοιπὸν καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα στὴν φωτιά, ὅπου κάηκε τὸ σῶμα του, ἀλλὰ μέσα ἀπ’ αὐτὸ βγῆκε γιὰ ν’ ἀνέβει λαμπρότερη ἀπὸ κάθε φλόγα, ἡ εὐσεβὴς καὶ ἡρωικὴ ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Μάρτυρας
Τμηθεὶς ὁ Διόσκορος αἰσχύνει Δία,
Τὸν μὴ λαβόντα ψυχαπωλείας κόρον.
Τμηθεὶς ὁ Διόσκορος αἰσχύνει Δία,
Τὸν μὴ λαβόντα ψυχαπωλείας κόρον.
Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ τὸ ἔτος 288.
Καταγόταν ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Σκηνοπολίτες καὶ στὸ ἀξίωμα ἦταν βουλευτής. Πέταξε λοιπόν, στὰ σκουπίδια ὅλα τὰ κατὰ κόσμον ἀξιώματα καὶ τιμές, καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Λουκιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὶς διώξεις του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.
Ἐμβρόντητος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴν στάση τοῦ Διόσκορου, προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταστρέψει τὴν γνώμη του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὰ κατάφερε, βασάνισε τὸν Ἅγιο σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Καταγόταν ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Σκηνοπολίτες καὶ στὸ ἀξίωμα ἦταν βουλευτής. Πέταξε λοιπόν, στὰ σκουπίδια ὅλα τὰ κατὰ κόσμον ἀξιώματα καὶ τιμές, καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Λουκιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὶς διώξεις του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.
Ἐμβρόντητος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴν στάση τοῦ Διόσκορου, προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταστρέψει τὴν γνώμη του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὰ κατάφερε, βασάνισε τὸν Ἅγιο σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής καὶ Πατρίκιος
Θλίψεις ὑποστὰς εἰκόνων θείων χάριν,
Χαίρει χαρὰν Νικήτας, οἵαν οἱ Νόες.
Θλίψεις ὑποστὰς εἰκόνων θείων χάριν,
Χαίρει χαρὰν Νικήτας, οἵαν οἱ Νόες.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ἄννα, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἰδιαίτερη μάλιστα ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιο, εἶχε ἡ συγγένισσά του, βασίλισσα Εἰρήνη (ἄλλοι ἀναφέρουν Θεοδώρα).
Προσλήφθηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἀνέβηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἱκανότητά του στὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου καὶ στρατηγοῦ τῆς Σικελίας. Ἔχοντας ὅμως κλίση στὴν ἤρεμη ζωή, ἔγινε μοναχός.
Ἀλλὰ καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς Λέοντα καὶ Θεόφιλο καὶ ἐξορίστηκε πολλὲς φορές.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 838.
Προσλήφθηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἀνέβηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἱκανότητά του στὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου καὶ στρατηγοῦ τῆς Σικελίας. Ἔχοντας ὅμως κλίση στὴν ἤρεμη ζωή, ἔγινε μοναχός.
Ἀλλὰ καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς Λέοντα καὶ Θεόφιλο καὶ ἐξορίστηκε πολλὲς φορές.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 838.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίγονος ὁ Μάρτυρας
Τεθνήξομαί σοι τῆς ἐκεῖθεν, Χριστέ μου,
Τὴν ὧδε καῦσιν Ἀντίγονος προκρίνων.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Τεθνήξομαί σοι τῆς ἐκεῖθεν, Χριστέ μου,
Τὴν ὧδε καῦσιν Ἀντίγονος προκρίνων.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Διοκλητιανός
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 23 μαζὶ μὲ τὸν Φλωρέντιο, ὅπου καὶ ἡ κοινὴ Ἀκολουθία τους.
Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 23 μαζὶ μὲ τὸν Φλωρέντιο, ὅπου καὶ ἡ κοινὴ Ἀκολουθία τους.
Ὁ Ἅγιος Βενιαμὴν ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Διάκονος
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα, ἐπὶ βασιλέων, Περσίας Ἰσδιγέργη καὶ Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ.
Μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἦταν Διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Κήρυττε μὲ θερμότητα ζήλου καὶ δύναμη λόγου τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔτσι εἵλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν βασιλιὰ Ἰσδιγέργη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια, μέσα στὰ ὁποία παρέδωσε τὴν ἐκλεκτὴ ψυχή του.
(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 31η Μαρτίου).
Μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἦταν Διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Κήρυττε μὲ θερμότητα ζήλου καὶ δύναμη λόγου τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔτσι εἵλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν βασιλιὰ Ἰσδιγέργη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια, μέσα στὰ ὁποία παρέδωσε τὴν ἐκλεκτὴ ψυχή του.
(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 31η Μαρτίου).
Άγιος Ιάκωβος o Χαματουρίτης
Το λαξευμένο μέσα σε πέτρα μοναστήρι στο Όρος Χαματούρα στη Κούσπα του Λιβάνου είναι ένα Ελληνoρθόδοξο μοναστήρι που ανήκει στο Πατριαρχείο της Αντιοχείας και είναι ένα από τ' αρχαιότερα στην χώρα. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά είναι ευρύτερα γνωστό ως Ιερά Μονή της Χαματούρας, που είναι το όνομα του βουνού στο οποίο το μοναστήρι είναι κτισμένο.
Κατά τα τέλη του 13ου μ.Χ. αιώνα, στη Μονή της Θεοτόκου της Χαματούρας, ο Άγιος Ιάκωβος άρχισε την ασκητή του ζωή. Μετά, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Μαμελούκους, εγκαθίδρυσε το μοναχισμό κατά μήκος της περιμέτρου των ερειπίων του μοναστηριού. Με τον καιρό, ξανάκτισε το μοναστήρι αναβιώνοντας και δίνοντας νέο σθένος στη μοναστική ζωή της περιοχής.
Η πνευματική του ζωηρότητα, η δυναμικότητα, και η δημοτικότητα του μεταξύ των πιστών επέστησε την προσοχή των Μαμελούκων που καθόρισαν στο μυαλό τους να σταματήσουν τον ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα του και να τον προσηλυτίσουν στο Ισλάμ. Αυτός αρνήθηκε πεισματικά τις αδυσώπητες τους πιέσεις. Όταν οι φρικτές απόπειρες εξαναγκασμού από του Μαμελούκους απέτυχαν, έσυραν τον Άγιο Ιάκωβο, μαζί με κάποιους μοναχούς και λαϊκούς από την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται πάνω από το Όρος της Χαματούρας, στην πόλη της Τρίπολης (την πρωτεύουσα του Βορείου Λιβάνου) και τον παρέδωσαν στον γουαλί (ηγεμόνα).
Για σχεδόν ένα χρόνο, υπέμενε τεράστια βασανιστήρια. Εντούτοις, δεν παραδόθηκε ψυχικά ή να αποκηρύξει την πίστη του, παρά το ότι έπαιρνε κολακείες αλλά και απειλές και εκφοβισμό από τους Μαμελούκους. Αν και παραξενεμένοι από το πείσμα και την επιμονή του Αγίου Ιακώβου, στο τέλος καθώς ήταν η συνήθεια τους για τη τιμωρία τους εχθρούς τους, στις 13 Οκτωβρίου ο Άγιος Ιάκωβος αποκεφαλίστηκε. Επιπλέον, οι Μαμελούκοι έκαψαν το σώμα του για να διασφαλίσουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα του έδινε μια έντιμη ταφή ως μάρτυρα, μια ταφή που αρμόζει σε ένα άγιο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά το θάνατό του και ο Θεός βλέποντας τα βάσανα και την ακλόνητη πίστη του, του απονέμει αιώνιες δάφνες και χάρη, και σήμερα λάμπει ως μάρτυρας το ίδιο όπως ήταν σαν φάρος κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ήταν κατά αυτή τη χρονική περίοδο που η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε την αγιότητα του Αγίου Ιακώβου, και που τον πρόσθεσε στο κατάλογο των τιμημένων αγίων μαρτύρων της, και προσευχήθηκε για την μεσολάβηση του.
Ο Άγιος μας είχε σχεδόν ξεχαστεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στα πολλά βάσανα που πέρασε η Ορθόδοξη Εκκλησία κάτω από διάφορα μουσουλμανικά σουλτανάτα που αποδυνάμωσαν τη χριστιανική πνευματική ζωή και οδήγησαν σε αισθητή πτώση τη χριστιανική ευμάθεια. Επιπρόσθετα, χειρόγραφα και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποσταλεί στο εξωτερικό και να μεταφραστούν, ή είχαν ξεχαστεί, απολεσθεί, ή καταστραφεί.
Ωστόσο, καταγραμμένα περιστατικά από τους προσκυνητές του μοναστηριού, αυτοί που είδαν οράματα από τον Άγιο Ιάκωβο, και πολλοί άλλοι που αναγνώρισαν την παρουσία του, επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα της αγιοσύνης του.
Δοξάζοντας το όνομα του θεού, ο Άγιος Ιάκωβος επίσης επούλωσε και έκανε πολλούς καλά.
Έχουμε πρόσφατα ανακαλύψει μια σαφή μνεία για τον Άγιο Ιάκωβο σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας Μπελεμεντίου, σε ένα Γεροντικό, που είναι μία βιογραφία αγίων ή συλλογή διηγημάτων για τη ζωή των άγιων. Σε ένα χειρόγραφο του αρχείου της Μονής Μπελεμεντίου, υπ αριθμόν 149, δείχνει σαφώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Οκτωβρίου. Η Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Κούσπα, Χαματούρα στο Λίβανο, τίμησε τη μνήμη του για πρώτη φορά, στις 13 Οκτωβρίου το 2002 μ.Χ., σε μια ολονύκτια προσευχή (αγρυπνία). Ένας αριθμός από ιερείς, διακόνους, και πιστούς συμμετείχαν σε εκείνη την αξέχαστη μέρα, όπου οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν το τροπάριο και την ακολουθία του Αγίου Ιακώβου, που προετοιμάστηκε και συντάχθηκε από τους μοναχούς του μοναστηριού.
Σήμερα, οι πιστοί και οι προσκυνητές συνεχώς αναφέρουν τις εμφανίσεις του αγίου, τις θαυματουργές θεραπείες, και άλλα ευλογημένα έργα του. Όλα αυτά άναψαν τον πνευματικό ζήλο για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου, και δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Ιάκωβο τον Χαματουρίτη που εξακολουθεί να είναι ζωντανός ανάμεσά μας στο μοναστήρι του κάνοντας θαυμαστά έργα, προσκλήσεις, και εμφανίσεις στους πιστούς.
Κατά τα τέλη του 13ου μ.Χ. αιώνα, στη Μονή της Θεοτόκου της Χαματούρας, ο Άγιος Ιάκωβος άρχισε την ασκητή του ζωή. Μετά, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Μαμελούκους, εγκαθίδρυσε το μοναχισμό κατά μήκος της περιμέτρου των ερειπίων του μοναστηριού. Με τον καιρό, ξανάκτισε το μοναστήρι αναβιώνοντας και δίνοντας νέο σθένος στη μοναστική ζωή της περιοχής.
Η πνευματική του ζωηρότητα, η δυναμικότητα, και η δημοτικότητα του μεταξύ των πιστών επέστησε την προσοχή των Μαμελούκων που καθόρισαν στο μυαλό τους να σταματήσουν τον ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα του και να τον προσηλυτίσουν στο Ισλάμ. Αυτός αρνήθηκε πεισματικά τις αδυσώπητες τους πιέσεις. Όταν οι φρικτές απόπειρες εξαναγκασμού από του Μαμελούκους απέτυχαν, έσυραν τον Άγιο Ιάκωβο, μαζί με κάποιους μοναχούς και λαϊκούς από την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται πάνω από το Όρος της Χαματούρας, στην πόλη της Τρίπολης (την πρωτεύουσα του Βορείου Λιβάνου) και τον παρέδωσαν στον γουαλί (ηγεμόνα).
Για σχεδόν ένα χρόνο, υπέμενε τεράστια βασανιστήρια. Εντούτοις, δεν παραδόθηκε ψυχικά ή να αποκηρύξει την πίστη του, παρά το ότι έπαιρνε κολακείες αλλά και απειλές και εκφοβισμό από τους Μαμελούκους. Αν και παραξενεμένοι από το πείσμα και την επιμονή του Αγίου Ιακώβου, στο τέλος καθώς ήταν η συνήθεια τους για τη τιμωρία τους εχθρούς τους, στις 13 Οκτωβρίου ο Άγιος Ιάκωβος αποκεφαλίστηκε. Επιπλέον, οι Μαμελούκοι έκαψαν το σώμα του για να διασφαλίσουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα του έδινε μια έντιμη ταφή ως μάρτυρα, μια ταφή που αρμόζει σε ένα άγιο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά το θάνατό του και ο Θεός βλέποντας τα βάσανα και την ακλόνητη πίστη του, του απονέμει αιώνιες δάφνες και χάρη, και σήμερα λάμπει ως μάρτυρας το ίδιο όπως ήταν σαν φάρος κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ήταν κατά αυτή τη χρονική περίοδο που η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε την αγιότητα του Αγίου Ιακώβου, και που τον πρόσθεσε στο κατάλογο των τιμημένων αγίων μαρτύρων της, και προσευχήθηκε για την μεσολάβηση του.
Ο Άγιος μας είχε σχεδόν ξεχαστεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στα πολλά βάσανα που πέρασε η Ορθόδοξη Εκκλησία κάτω από διάφορα μουσουλμανικά σουλτανάτα που αποδυνάμωσαν τη χριστιανική πνευματική ζωή και οδήγησαν σε αισθητή πτώση τη χριστιανική ευμάθεια. Επιπρόσθετα, χειρόγραφα και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποσταλεί στο εξωτερικό και να μεταφραστούν, ή είχαν ξεχαστεί, απολεσθεί, ή καταστραφεί.
Ωστόσο, καταγραμμένα περιστατικά από τους προσκυνητές του μοναστηριού, αυτοί που είδαν οράματα από τον Άγιο Ιάκωβο, και πολλοί άλλοι που αναγνώρισαν την παρουσία του, επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα της αγιοσύνης του.
Δοξάζοντας το όνομα του θεού, ο Άγιος Ιάκωβος επίσης επούλωσε και έκανε πολλούς καλά.
Έχουμε πρόσφατα ανακαλύψει μια σαφή μνεία για τον Άγιο Ιάκωβο σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας Μπελεμεντίου, σε ένα Γεροντικό, που είναι μία βιογραφία αγίων ή συλλογή διηγημάτων για τη ζωή των άγιων. Σε ένα χειρόγραφο του αρχείου της Μονής Μπελεμεντίου, υπ αριθμόν 149, δείχνει σαφώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Οκτωβρίου. Η Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Κούσπα, Χαματούρα στο Λίβανο, τίμησε τη μνήμη του για πρώτη φορά, στις 13 Οκτωβρίου το 2002 μ.Χ., σε μια ολονύκτια προσευχή (αγρυπνία). Ένας αριθμός από ιερείς, διακόνους, και πιστούς συμμετείχαν σε εκείνη την αξέχαστη μέρα, όπου οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν το τροπάριο και την ακολουθία του Αγίου Ιακώβου, που προετοιμάστηκε και συντάχθηκε από τους μοναχούς του μοναστηριού.
Σήμερα, οι πιστοί και οι προσκυνητές συνεχώς αναφέρουν τις εμφανίσεις του αγίου, τις θαυματουργές θεραπείες, και άλλα ευλογημένα έργα του. Όλα αυτά άναψαν τον πνευματικό ζήλο για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου, και δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Ιάκωβο τον Χαματουρίτη που εξακολουθεί να είναι ζωντανός ανάμεσά μας στο μοναστήρι του κάνοντας θαυμαστά έργα, προσκλήσεις, και εμφανίσεις στους πιστούς.
Ὁ Ἅγιος Μαρτύροχος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν Ἅγιο Φλωρέντιο. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸ νοτάριο Ἅγιο Μαρτύριο († 25 Ὀκτωβρίου).
Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν Ἅγιο Φλωρέντιο. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸ νοτάριο Ἅγιο Μαρτύριο († 25 Ὀκτωβρίου).
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Ναυπακτιώτισσας»
Στις 7 Οκτωβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 7 Οκτωβρίου, εορτάζεται στη Ναύπακτο η Παναγία της Ναυπάκτου, εις μνήμην της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, που έγινε στις 7 - 9 - 1571 μ.Χ. και ο χριστιανικός ευρωπαϊκός στόλος - μαζί με τους Έλληνες - κατέστρεψε τον αντίστοιχο Μουσουλμανικό.
Μεγαλυνάριον
Σκέπε ἀπό πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ Βελίαρ, Μῆτερ, καί σκανδάλων τούς εὐλαβῶς ἐπικαλουμένους τήν χάριν Σου καί ῥῦσαι αὐτούς ἐξ ἀλγηδόνων Ναυπακτιώτισσα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε Ναυπακτίων καί Βοιωτῶν οἱ χοροί, προφρόνως ἀνυμνήσωμεν ἐν σπουδῆ, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου Εἰκόνα τήν ἁγίαν, τήν ἐπικελκημένην Ναυπακτιώτισσαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεόμενη Μῆτερ τοῦ Λυτρωτοῦ, Ναυπακτίων κλέος, Σήν Εἰκόνα τήν θαυμαστήν, ἔγνωμεν ἐν χρόνοις ἐσχάτοις ἐξ ἀρχείων κειμένων ἐν Παλέρμῳ καί κατηυφράνθημεν.
Σύναξη των εν Κίω Αγίων
Την
πρώτη Κυριακή μετά τις 10 Οκτωβρίου, τιμώνται και εορτάζονται οι
Θεοφόροι Πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια της
Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Στη Σύνοδο αυτή αποφασίσθηκε η αναστήλωση των
εικόνων και η λήξη της Εικονομαχίας. Την ίδια ημέρα τιμούνται και οι
Άγιοι που καταγόνται από την Κίο της Μικράς Ασίας. Αυτοί είναι ο Άγιος
Ευστάθιος, Επίσκοπος Κίου (βλέπε 29 Μαρτίου), ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος
(βλέπε 8 Οκτωβρίου), ο οσιομάρτυρας Μακάριος ο Νέος που μαρτύρησε στην
Προύσα το 1590 μ.Χ. (βλέπε 6 Οκτωβρίου) και ο νεομάρτυρας Αθανάσιος
(βλέπε 24 Ιουλίου).
Οι λόγοι που συνηγόρησαν στην απόφαση του εορτασμού των Αγίων της Κίου κατά την ημέρα αυτή είναι οι εξής:
1. Αυτό καθαυτό το γεγονός της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και ο τόπος που έλαβε αυτή χώρα (Νίκαια), δεδομένου ότι η Κίος της Μικράς Ασίας, από τον 16ο αιώνα μ.Χ. και μετά αποτέλεσε την έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή.
2. Δύο από τους τιμώμενους Αγίους (ο επίσκοπος Κίου Ευστάθιος και ο οσιομάρτυς Ιγνάτιος) έδρασαν και μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας.
3. Η μνήμη των δύο από τους τιμώμενους αγίους εορτάζεται κατά το μήνα Οκτώβριο, στις 6 Οκτωβρίου του Αγίου Μακαρίου και στις 8 Οκτωβρίου του Αγίου Ιγνατίου.
Ο εορτασμός γίνεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου το δεξιό και αριστερό κλίτος είναι αφιερωμένα στους αγίους Ιγνάτιο και Μακάριο αντίστοιχα και όπου φυλάσσεται εικόνα που απεικονίζει και τους 4 Αγίους πάνω από την Κίο της Μικράς Ασίας.
Οι λόγοι που συνηγόρησαν στην απόφαση του εορτασμού των Αγίων της Κίου κατά την ημέρα αυτή είναι οι εξής:
1. Αυτό καθαυτό το γεγονός της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και ο τόπος που έλαβε αυτή χώρα (Νίκαια), δεδομένου ότι η Κίος της Μικράς Ασίας, από τον 16ο αιώνα μ.Χ. και μετά αποτέλεσε την έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή.
2. Δύο από τους τιμώμενους Αγίους (ο επίσκοπος Κίου Ευστάθιος και ο οσιομάρτυς Ιγνάτιος) έδρασαν και μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας.
3. Η μνήμη των δύο από τους τιμώμενους αγίους εορτάζεται κατά το μήνα Οκτώβριο, στις 6 Οκτωβρίου του Αγίου Μακαρίου και στις 8 Οκτωβρίου του Αγίου Ιγνατίου.
Ο εορτασμός γίνεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου το δεξιό και αριστερό κλίτος είναι αφιερωμένα στους αγίους Ιγνάτιο και Μακάριο αντίστοιχα και όπου φυλάσσεται εικόνα που απεικονίζει και τους 4 Αγίους πάνω από την Κίο της Μικράς Ασίας.
Άγιος Ηλίας επίσκοπος Γορτύνης
Παρά
το γεγονός ότι ολόκληρη η Εκκλησία περνούσε μεγάλη αναταραχή εξ αιτίας
της εικονομαχίας, η Κρήτη παρέμενε πιστή στην ορθή πίστη. Μάλιστα, λόγω
της εικονόφιλης στάσης της και της συμμετοχής της στην Επανάσταση των
Ελλαδικών το 727 μ.Χ. μετά την έκδοση του πρώτου θεσπίσματος του Λέοντος
Γ´ του Ισαύρου κατά των Εικόνων, η οποία και καταπνίγηκε, υπέφερε τον
8ο αιώνα μ.Χ. από το Θεματάρχη Θεοφάνη το Λαρδότυρο.
Στην Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 787 μ.Χ. μετέσχε ο Αρχιεπίσκοπος Ηλίας ο Α´ με τους Επισκόπους Λάμπης Επιφάνιο, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρο, Κνωσσού Αναστάσιο, Κυδωνίας Μελίτωνα, Κισσάμου Λέοντα, Σουβρίτων (Θρόνος Αμαρίου) Θεόδωρο, Φοίνικος (Πλακιάς Αγ. Βασιλείου) Λέοντα, Αρκαδίας (Προφ. Ηλίας - Αφρατί Πεδιάδος) Ιωάννη, Ελευθέρνης (ΒΔ Πρινέ Μυλοποτάμου) Επιφάνιο, Καντάνου Φωτεινό και Χερσονήσου (Χερσόνησος Πεδιάδος) Σισσίνιο. Μαζί με τους Επισκόπους ήταν και δυο Ηγούμενοι Μονών, ο Θέογνις Ηγούμενος Μονής Αποστόλου Τιμοθέου και Πέτρος Ηγούμενος Μονής Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Κρήτης μίλησε 9ος στη σειρά όπως διασώζουν τα πρακτικά και μάλιστα, δυο φορές. Επίσης, δεν καταγράφεται όπως στις προηγούμενες Συνόδους ως Γορτύνης Μητροπολίτης, αλλά ως «ὁ Κρήτης». Στην ομολογία του αναφέρει, ότι ουδέποτε έπαυσε να τιμά τις ιερές Εικόνες. Τις αποφάσεις της Συνόδου υπέγραψαν όλοι, Επίσκοποι και οι δυο Ηγούμενοι, το δε Δογματικό Όρο μόνο οι Επίσκοποι.
Στην Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 787 μ.Χ. μετέσχε ο Αρχιεπίσκοπος Ηλίας ο Α´ με τους Επισκόπους Λάμπης Επιφάνιο, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρο, Κνωσσού Αναστάσιο, Κυδωνίας Μελίτωνα, Κισσάμου Λέοντα, Σουβρίτων (Θρόνος Αμαρίου) Θεόδωρο, Φοίνικος (Πλακιάς Αγ. Βασιλείου) Λέοντα, Αρκαδίας (Προφ. Ηλίας - Αφρατί Πεδιάδος) Ιωάννη, Ελευθέρνης (ΒΔ Πρινέ Μυλοποτάμου) Επιφάνιο, Καντάνου Φωτεινό και Χερσονήσου (Χερσόνησος Πεδιάδος) Σισσίνιο. Μαζί με τους Επισκόπους ήταν και δυο Ηγούμενοι Μονών, ο Θέογνις Ηγούμενος Μονής Αποστόλου Τιμοθέου και Πέτρος Ηγούμενος Μονής Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Κρήτης μίλησε 9ος στη σειρά όπως διασώζουν τα πρακτικά και μάλιστα, δυο φορές. Επίσης, δεν καταγράφεται όπως στις προηγούμενες Συνόδους ως Γορτύνης Μητροπολίτης, αλλά ως «ὁ Κρήτης». Στην ομολογία του αναφέρει, ότι ουδέποτε έπαυσε να τιμά τις ιερές Εικόνες. Τις αποφάσεις της Συνόδου υπέγραψαν όλοι, Επίσκοποι και οι δυο Ηγούμενοι, το δε Δογματικό Όρο μόνο οι Επίσκοποι.
Άγιος Ιωάννης Επίσκοπος Αρκαδίας
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου