Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀπόστολος


 Ὧν περ διηκόνησας ἐν γῇ πραγμάτων,
Ἐν οὐρανοῖς Φίλιππε μισθὸν λαμβάνεις.
Λειτουργὸς λάβε μισθὸν ἐν ἑνδεκάτῃ γε Φίλιππος.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ’).

Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲν στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια.

Ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ τὸν Σίμωνα τὸν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθεὶς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τὰ τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καὶ τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.

Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τὸ πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής ὁ Γραπτός, Ἐπίσκοπος Νίκαιας


Ὁ Γραπτὸς ἐν γῇ τὴν θέαν Θεοφάνης,
Καὶ κλῆσίν ἐστιν ἐκθανὼν Γραπτὸς πόλῳ.

Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μάθηση τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῆς ἱερῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβὴ γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν συγγραφῶν.

Ὁ Θεοφάνης τὸ 838, ἔθαψε μὲ μεγάλη λύπη τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ὅταν αὐτὸς πέθανε στὴν ἐξορία. Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη.

Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, ἀνέλαβε τὴ διαχείριση τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, ἔκανε τὸν Θεφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Ἐπιτέλεσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ πέθανε ἥσυχος μὲ τὴ συνείδησή του, ὅτι ἐκπλήρωσε ἄρτια τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν ἁπλὸς Ἱερομόναχος καὶ σὰν ἐπισκοπικὸς κυβερνήτης.
Ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες θρησκευτικοὺς ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, ἀφοῦ συνέγραψε πολλοὺς κανόνες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσῆ, περιούσιον λαὸν τρέφων τοῖς λόγοις σου· τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὡς θυηπόλος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.

Ὄργανον τοῦ Πνεύματος ἐμμελές, λιγυρὰ κινύρα, ἐξαγγέλουσα τοῖς ἐν γῇ, τῶν ἐπουρανίων, ᾀσμάτων τὰς ὑψώσεις, ὑπάρχεις Ἱεράρχα, Πάτερ Θεόφανες.

Οἱ Ἅγιοι Νεκτάριος, Ἀρσάκιος καὶ Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως


Eις τον Nεκτάριον.
Ὁ Νεκτάριος οὐ τὸ τοῦ μύθου Λόγε,
Ἀληθινὸν δέ, σῆς τρυφῆς νέκταρ πίνει.

Eις τον Aρσάκιον.
Τὸν Χριστὸν ἐν γῇ Ἀρσάκιος δοξάσας,
Πρὸς αὐτόν ἐλθών, ἀντεδοξάσθη πλέον.

Eις τον Σισίνιον.
Ἀσινὲς ἦραν πνεῦμα τὸ Σισινίου,
Οὐ συνιασθὲν μηχαναῖς τῶν δαιμόνων.

Ὁ Νεκτάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Ἱερὸς καὶ ὅσιος στὴ ζωή, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα. Κατὰ τὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Μαξίμου, μὲ κοινὴ ψῆφο λαοῦ καὶ κλήρου καὶ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ἂν καὶ λαϊκὸς (καὶ μάλιστα ἀβάπτιστος), ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (381 – 397) ἀφοῦ βέβαια πρῶτα βαπτίστηκε. Μὲ μεγάλη θεοσέβεια ἀφοῦ ποίμανε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἀρσάκιος καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Νεκταρίου. Ὁ Ἀρσάκιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (404 – 405) σὰν διάδοχος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἐνῷ εἶχε περάσει τὸ 80ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἥσυχα καὶ κατὰ Χριστὸν ἀφοῦ ἔζησε μετὰ ἀπὸ μικρὴ πατριαρχία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Σισίνιος ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ 426, διαδεχθεῖς τὸν Πατριάρχη Ἀττικό. Πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, ἔκανε τὰ καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου στὴν Ἔλαια. Ὁ Σισίνιος ἦταν φημισμένος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ γιὰ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του γιὰ τὴν περιποίηση τῶν φτωχῶν. Ἡ χειροτονία του καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσή του ἔγινε ἀπὸ Σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος ὁ Β’. Ὁ Σισίνιος ὁ Α’ καὶ σὰν πατριάρχης ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλανθρωπική του δράση καὶ ἀναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας τῶν φτωχῶν τάξεων. Πατριάρχευσε ἕνα χρόνο καὶ δέκα μῆνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 87 χρονῶν.

Οἱ Ἅγιοι Θεοφάνης, Σολέας καὶ Ἰωνᾶς οἱ ἐν Περγάμῳ τῆς Κύπρου


Ο Άγιος Ιωνάς υπήρξε μέγας ερημίτης, ασκητής και θαυματουργός. Απ' την παιδική του ηλικία θα πρέπει να γνώρισε τον Χριστό και τον αγάπησε. Μέσα στην αγνή και άδολη καρδιά του αποθησαύριζε με λαχτάρα κι αφοσίωση τα λόγια του Θεού, που άκουε στην εκκλησία. Μ' αυτά μεγάλωνε. Και μ' αυτά μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και στην καρδιά του βαθύς ο πόθος να ζήσει μια ζωή πού θα είχε σαν οδοδείκτη και σκοπό τα λόγια του Χριστού. Γι' αυτό, όταν κάποτε έμαθε πως οι άνθρωποι του Πάπα της Ρώμης γύριζαν τις χώρες της Ευρώπης και καλούσαν τους πιστούς σε εκστρατεία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους, πρώτος κι αυτός μαζί με τριακόσιους άλλους Έλληνες ορθοδόξους, που εργαζόντουσαν στη Γερμανία, έσπευσε να στρατολογηθεί για να συμμετάσχει στον ιερό αγώνα. Η στρατιά αυτή, που την ξέρουμε, σαν δεύτερη Σταυροφορία 1147 - 1149 μ.Χ., διαλύθηκε προτού να φθάσει στον προορισμό της. Έτσι οι τριακόσιοι αυτοί Έλληνες, που είναι γνωστοί σαν Αλαμάνοι, συνέχισαν τον δρόμο τους με σκοπό να πραγματώσουν ένα ιερό πόθο που είχαν. Να προσκυνήσουν στην Ιερουσαλήμ, που την κρατούσαν ακόμη χριστιανοί Ευρωπαίοι. Και το έκαμαν.

Μετά την πραγμάτωση του πόθου τους αποφάσισαν να μη επιστρέψουν στις εργασίες τους, άλλα να παραμείνουν και να ζήσουν τη μοναχική κι ασκητική ζωή εκεί στην έρημο του Ιορδάνου. Επειδή όμως εκεί κατεδιώκοντο από τους Σαρακηνούς και τους Λατίνους, μια μέρα μαζεύτηκαν όλοι τους και με αρχηγό τον Αυξέντιο (βλέπε 28 Σεπτεμβρίου), που αργότερα ασκήτεψε στην Καρπασία ήλθαν όλοι στην Κύπρο γύρω στο 1150 μ.Χ. ή και αργότερα.

Το καράβι που τους έφερνε έφτασε στην Πάφο, όπου και τσακίστηκε επάνω στους βράχους του λιμανιού. Οι χριστιανοί στρατιώτες, αφού με πολλές ταλαιπωρίες βγήκαν στη στεριά, αποφάσισαν να διασκορπισθούν και να ζήσουν την ασκητική ζωή στην Κύπρο. Και το έπραξαν. Κι ο μεν φίλος του αγίου, ο Όσιος Κενδέας (βλέπε 6 Οκτωβρίου), στην αρχή τακτοποιήθηκε σε μια καλύβα που είχε στήσει σ' ένα βράχο εκεί κοντά στην ακρογιαλιά της Πάφου. Ο όσιος Ιωνάς, αφού αποχαιρέτησε τον φίλο και συνασκητή του Κενδέα, προχώρησε, κι αφού πέρασε από διάφορα μέρη, ήλθε κι εγκαταστάθηκε σ' ένα σπήλαιο της περιοχής Μάντρες της Τραχιάδος. της επαρχίας Αμμοχώστου, «εις χωρίον λεγόμενον Πέργαμον».

Μέσα στο σπήλαιο αυτό έστησε ο άγιος το ασκητήριό του κι άρχισε τον αγώνα του. Αγώνα σκληρό ενάντια στη σάρκα του. Γνωρίζει ο ασκητής ότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος». Γι' αυτό κι η προσοχή του στρέφεται απ' την πρώτη στιγμή στο να δαμάσει κι υποτάξει τον εχθρό αυτό. Και το κατορθώνει με τη δύναμη και τη χάρη του Ιησού Χριστού. Θεληματικά υποβάλλει τον εαυτό του σε διάφορες κακοπάθειες. Κακοπάθειες που συνεπάγεται ο διαρκής αγώνας κι η συνεχής προσπάθεια και πάλη να περιφρουρήσει την ηθική του αξία και ακεραιότητα. Με την τακτική προσευχή, την εγκράτεια και την αυστηρή άσκηση, τη νηστεία και την προσεκτική μελέτη του λόγου του Θεού κατόρθωσε να υποδουλώσει τη «σάρκα τω πνεύματι».

Αλλά «ο πειράζων» δεν τον αφήνει ήσυχο. Κάποτε μάλιστα που ο άγιος έστελλε τον υποταχτικό του να του φέρνει νερό, — δεν είχε εκεί κοντά — ο διάβολος να τι επενόησε για να στερήσει το νερό από τον άγιο: Για κάμποσες μέρες, όταν έβλεπε τον υποταχτικό με το σταμνί να φέρνει το νερό, έπαιρνε τη μορφή του αγίου και στεκόταν αρκετά μέτρα έξω από το σπήλαιο, έπαιρνε το σταμνί, έχυνε το νερό κι έδιωχνε τον υποταχτικό. Με τον τρόπο αυτό πέρασαν αρκετές μέρες. Το δράμα της δίψας βασάνιζε τον άγιο. Κάποια μέρα, ύστερα από καιρό, που έτυχε να 'ρθει ο υποτακτικός να πάρει το σταμνί και τον είδε ο άγιος, του έκαμε τρομερά παράπονα. Ύστερα από την εξήγηση του υποταχτικού, κατάλαβε ο άγιος το τέχνασμα του πονηρού και του είπε: «Παιδί μου, στο εξής, αν με δεις και χίλιες φορές στον δρόμο σου, ουδέποτε να μου δώσεις αυτό που μου φέρνεις, παρά μονάχα, όταν μπεις στην κατοικία μου».

Ο Άγιος, μετά την ταλαιπωρία του αυτή προσευχήθηκε θερμά στον Θεό και με το ραβδί του, σαν άλλος Μωϋσής, κτύπησε τον βράχο εκεί στη σπηλιά του και το θαύμα έγινε. Μια πηγή από κρυστάλλινο νερό άνοιξε στη στιγμή, για να ικανοποιεί τις ανάγκες του αγίου και όσων τον επεσκέπτοντο, για να πάρουν τις ευλογίες του. Η βρύση αυτή υπήρχε μέχρι το 1912 μ.Χ. κι ήταν γνωστή σαν το «άγιασμα του οσίου». Δυστυχώς ο φανατισμός των μουσουλμάνων που κατοικούσαν το Πέργαμον ξέσπασε κάποια μέρα και πάνω στην πηγή και το σπήλαιο «σπηλιάϊν» του αγίου. Με μηχανές γκρέμισαν το σπήλαιο και κατέστρεψαν την πηγή. Για να καλύψουν το έγκλημα τους φύτεψαν πάνω απ' την τοποθεσία εκείνη κάμποσα κλήματα. Το ίδιο έκαμαν και με τον ναό του οσίου. Οι χριστιανοί καταδιωγμένοι έφυγαν από το μέρος εκείνο και μαζί τους μετέφεραν και την εικόνα του αγίου, που φυλάσσεται στην Ξυλοτύμπου. Η εικόνα είναι παλαιά και κατεστραμμένη σχεδόν κατά το ήμισυ. Δεν έχει χρονολογία και φέρει επάνω τούτη την επιγραφή: «Όστις προσφέρει δώρον εις την εμήν ανάμνησιν, καμέ προς Θεόν ευρήσει προστάτην». Κι είναι προστάτης ο άγιος γιατί με την όλη ζωή του ευηρέστησε στον Κύριο. Με τη δύναμη της πίστεως του ο ευσεβής και πιστός αυτός στρατιώ της του Χριστού βγήκε νικητής ενάντια σε όλους τους πειρασμούς και τις παγίδες του εχθρού και έγινε και μένει στοιχείο ωφέλιμο και ευεργε τικό σε όλους. Πλείστα θαύματα έκαμε, όταν ζούσε.

Ένα απ' αυτά είναι και τούτο: Κάποτε τον επεσκέφθη στο κατάλυμα του ένας πατέρας κρατώντας στα χέρια τα νεκρό παιδί του κι αφού γονάτισε μπροστά του, άρχισε να του λέει με σπαραγμό ψυχής: «Γέροντα μου, σπλαχνίσου με. Ένα το έχω και μου το πήρε ο χάρος. Ξέρω πως σαν παρακαλέσεις συ τον Θεό, ο Θεός θα σε ακούσει και θα μου ξαναδώσει πίσω ζωντανό το παιδί μου. Γέροντα μου, λυπήσου με». Στην παράκληση του πονεμένου πατέρα ο άγιος σηκώθηκε. Έτρεξε κοντά του κι αφού γονάτισε μπροστά στο νεκρό παιδί, άρχισε να προσεύχεται με κατάνυξη. Στο τέλος παίρνοντας το νεκρό παιδί από το χέρι του είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Λυτρωτή και Θεού μας σου λέω: Σήκω παιδί μου.» Στη στιγμή το νεκρό παιδί, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, άνοιξε τα μάτια. Ο ασκητής το σήκωσε και το παράδωσε στον ευτυχισμένο τώρα πατέρα. Όλοι τότε δόξασαν τον Θεό, που είχε δώσει τέτοια εξουσία στον όσιό του.

Εκεί στη σπηλιά έζησε ο άγιος όλες τις μέρες της ζωής του. Από αυτή βγήκε μόνο μερικές φορές για να επισκεφθεί τον φίλο του όσιο Κενδέα, ο οποίος ύστερα από καιρό εγκατέλειψε την Πάφο κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε σε μια άλλη σπηλιά, που βρισκόταν κοντά στο Αυγόρου εκεί κοντά που βρίσκεται σήμερα κι ο ναός του. Από καιρό σε καιρό οι άγιοι έβγαιναν από τη σπηλιά τους και επεσκέπτοντο, ο ένας τον άλλο για αλληλοενίσχυση. Εκεί στη σπηλιά οι πιστοί τον βρήκαν μια μέρα νεκρό. Το σκήνωμα του ανέδιδε μια ευωδιά. Με δάκρυα πήραν το λείψανο και το έθαψαν εκεί που έζησε τη ζωή της ασκήσεως του.

Ξωκλήσι του Οσίου Ιωνά βρίσκεται δυτικά του χωριού Ξυλοτύμβου (ή Ξυλοτύμπου - είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της επαρχίας Λάρνακας και βρίσκεται στην περιοχή των Κοκκινοχωρίων περί τα 16 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Λάρνακας και πάνω στο δρόμο που οδηγεί στην Αμμόχωστο) περί τα 200 μέτρα δυτικότερα του Αγίου Βασιλείου. Κτίστηκε το 1983 μ.Χ., σε ανάμνηση του χριστιανικού ναού, που υπήρχε στο μεικτό κάποτε χωριό Πέργαμο. Περί τη δεκαετία του 1830 μ.Χ., οπότε άρχισε η εκδίωξη των Ελλήνων κατοίκων του Περγάμου, εγκαταλείφθηκε ο ναός και κατατράφηκε. Με πρωτοβουλία του Παπακυριάκου Παναγιώτου και της τότε εκκλησιαστικής επιτροπής, κτίστηκε ο νέος ναός ο οποίος είναι βυζαντινού ρυθμού. Ένα μεγάλο μέρος των εξόδων ανέγερσης ανέλαβε ο Πέτρος Χατζηττοφής και Ξυλοτυμπιώτες μετανάστες στην Αγγλία. Η Αγία Τράπεζα του μικρού ναού κτίστηκε με πέτρες που μετέφεραν από τη χαλασμένη εκκλησία του Οσίου Ιωνά στο Πέργαμο. Στις 7 Οκτωβρίου 1984 μ.Χ., έγιναν τα εγκαίνια του ναού από το Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομο και τα έξοδα των εγκαινίων ανέλαβε ο Μιχαλάκης Τάσου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος α'.
Της ερήμου πολίτης και εν σώματι άγγελος και θαυματουργός ανεδείχθης, Θεοφόρε Ιωνά πατήρ ημών νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τους νοσούντας, και τας ψυχάς των πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

Οἱ Ἁγίες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα


 
Εἰρηνικῶς ὕπνωσαν εἰρήνης φίλαι,
Ἡ Φιλονίλλα Ζηναΐς τε αἱ δύο.

Οι Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα ήταν αδελφές μεταξύ τους και διακρίθηκαν για την έμπρακτη πίστη τους. Η καταγωγή τους ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν ότι ήταν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου, αλλά τα ονόματα τους δεν έχουν κάτι το Εβραϊκό και επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση. Βέβαιο όμως είναι, ότι ήταν γυναίκες που διακρίθηκαν για τη θερμή τους πίστη, ήταν πολύ μορφωμένες και γνώριζαν την ιατρική τέχνη που εξασκούσαν με τρόπο εντελώς φιλανθρωπικό και φιλάδελφο. θεράπευαν δηλαδή δωρεάν, και έτρεχαν αυτές στους ασθενείς και όχι το αντίθετο. Η θεραπευτική τους ικανότητα ενεργούσε πάντα με επιτυχία, ενισχυόμενη από τη Θεία Χάρη.

Η παροχή των ιατρικών υπηρεσιών τους, τις βοηθούσε θαυμάσια στο να εργάζονται και για την πίστη. Κοντά σε κάθε άρρωστο και στην οικογένεια αυτού, γίνονταν διδασκάλισσες του Ευαγγελίου. Παρηγορούσαν και μαλάκωναν με τα λόγια τους και τους τρόπους της χριστιανικής αγάπης και ελπίδας, καρδιές τραυματισμένες από τις συμφορές της ζωής. Ευτύχησαν μάλιστα να φωτίσουν, αρκετούς απίστους στη χριστιανική ζωή.

Κάποτε έφτασαν στην πόλη Δημητριάδα, όπου και διέμειναν σε ένα σπήλαιο. Κατά την διαμονή τους στο σπήλαιο αυτό η Ζηναΐδα θεράπευε από κάθε ἀσθένεια όσους προσέτρεχαν σε αυτήν για βοήθεια. Η Φιλονίλλα έκανε μακροχρόνιες νηστείες και πραγματοποίησε πολλές θαυματουργές θεραπείες και άλλα θαύματα.

Και οι δυό Αγίες κοιμήθηκαν εν ειρήνη στο σπήλαιο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Τήν πολυθαύμαστον Ταρσόν τιμήσωμεν τήν ἐξανθήσασαν ἄνθη τά τίμια, τήν Ζηναΐδα τήν σοφήν καί Φιλονίλλαν. ἅμα δέ ἔχουσαι τῆς πίστεως τήν κρηπῖδα ἀσάλευτον, πᾶσαν τήν μυρίδα τῶν δαιμόνων κατήσχυναν. Διό καί σύν Ἀγγέλοις χορεύουσαι, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης


Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων.

Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δύο σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου.

Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο».

Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α’ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα.
Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.

Όσιος Γερμανός ο Αγιορείτης ο Μαρουλής


Γερμανέ, ἀφάτου ὑπακοῆς κέρας,
ἡγίασας Ἄθωνα ἱδρώτων ῥείθροις.

Ο Όσιος Γερμανός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1252 μ.Χ. από φιλάνθρωπους, ευκατάστατους, ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς. Ήταν ο τρίτος από τα οκτώ τέκνα των γονέων του. Τον κατά κόσμον Γεώργιο από μικρό τον διέκρινε «ευταξία τις και σύννοια θαυμαστή και απλότης, εύκαιρος τε σιωπή στόματος μετ’ ηρεμίας ψυχής και ήθους υποβεβηκότος τε και μετρίου, και το παν, ως ειπείν, ειρήνης και σωφροσύνης και πραότητος άγαλμα». Από μικρός αγάπησε υπέρμετρα την ησυχία, την προσευχή, την άσκηση, τη νηστεία, την αγρυπνία, την κατάνυξη, τη φιλαδελφία και φιλοπτωχία. Ο ένθεος και ενάρετος βίος του διακρινόταν με την απαθή στάση του και τη με πραότητα, υπομονή του στη σκληρή και άπρεπη στάση των ζωηρών συμμαθητών του απέναντι του στο σχολείο. Στους ταλαιπωρημένους εργάτες των κτημάτων τους συμπεριφερόταν με ιδιαίτερη στοργή.

Όταν τους είδε κάποτε καταϊδρωμένους και αποκαμωμένους, τους είπε να διακόψουν την εργασία και να αναπαυθούν. Ο πατέρας του τον επετίμησε, αλλά κατα βάθος χάρηκε για τα φιλάνθρωπα αισθήματα του ενάρετου παιδιού του.

Οι γονείς του σκέπτονταν να τον νυμφεύσουν, αλλά αυτός δεν ήθελε κανένα σύνδεσμο με τον μάταιο κόσμο, γιατι ετοιμαζόταν για μόνιμη αναχώρηση. Τότε ήλθε από το Άγιον Όρος στη Θεσσαλονίκη ο ενάρετος Αγιορείτης Γέροντας Ιωάννης, που κατοικούσε σε Δοχειαρίτικο Κελλί: «Ενταύθα και τω μεγάλω και στερρώ περιτυχών της ασκήσεως και της ησυχίας στύλω, Ιωάννη φημί τω πάνυ, του Άθω και της καλής ερημίας άρτι τότε προς επίσκεψιν και διδασκαλίαν εκείσε κατιόντι των λογικών εαυτού θρεμμάτων». Περί το 1270 μ.Χ., νέος, μόλις είχαν φανεί τα γένεια του, ακολούθησε τον Γέροντα Ιωάννη στο Άγιον Όρος: «Άθως δ’ εκείθεν ο μέγας δεξάμενος, το πίον και τετυρωμένον, εποί τις αν κανταύθα δικαίως, όρος, το όρος του Θεού, εν ω κατοικείν ο «τα πάντα πληρών» ευδόκησε διά την αρετήν δηλονότι των ενοικούντων, έθρεψέ τε πνευματικώς, είπερ τινά που των πάντων, και εις άνδρα προαγαγών τέλειον, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»’ μετά πολλού γε πάνυ του περιόντος, πυρσόν ανέδειξε περιφανή τε και διαέριον σοφίας τε και γνώσεως πάσης τοις εκ του κοσμικού τούτου πελάγους και των ενταύθα πνευμάτων τε και του κλύδωνος εις τον σωτήριον εκείνον κατιούσι λιμένα».

Μετά σύντομη διαδικασία εκάρη μοναχός από τον Γέροντά του Ιωάννη και από Γεώργιος ονομάσθηκε Γερμανός. Διακρίθηκε για την υπεράνθρωπη άσκησή του και την πρόθυμη υπακοή του. Ως εργόχειρο είχε την καλλιγραφία. Μετέβαιναν στην «του Βατοπεδίου μεγάλην συνεχώς Λαύραν» προς προσκύνιση και συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες αλλά και «θέας τε και ομιλίας των αδελφών χάριν». Οι Βατοπαιδινοί πατέρες τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση κι ευλάβεια. Ο νεαρός Γερμανός θαυμαζόταν και από τον γηραιό Γέροντά του, γιατί παρά το βάρος που σήκωνε, πήγαινε τον μακρύ και δύσκολο δρόμο από το κελλί τους στο Βατοπαίδι αγόγγυστα κι ευχάριστα, αλλά και όταν δοκιμάσθηκε ενώπιον πάντων των Βατοπαιδινών μοναχών, υπέμεινε γενναία, προς διδασκαλία και εντυπωσιασμό όλων για την αρετή του νεαρού μοναχού, που τόσο πρόθυμα ασκούνταν στην ταπείνωση και την υπακοή.

Μετά τη μαρτυρική τελείωση του προσφιλούς του Γέροντος Ιωάννου, στη Θεσσαλονίκη με τον υποτακτικό του Γρηγόριο από τους Λατινόφρονες, αφού προείδε το τέλος του και προφήτευσε την ασκητική πρόοδο του αγαπητού του υποτακτικού, ο όσιος Γερμανός αναχώρησε για τις Καρυές και κατόπιν για τα όρια της Μεγίστης Λαύρας. Υποτάχθηκε στον Γέροντα Ιώβ, που ασκήτευε στο σπήλαιο της Παναγίας, κοντά στη Μεγίστη Λαύρα. Αργότερα ο Ιώβ ανέλαβε την ηγουμενία της Μεγίστης Λαύρας. Λόγω της ανυπακοής των Λαυριωτών επέστρεψε στο σπήλαιο των αγωνισμάτων του με τον Γερμανό. Μετά την εξορία του Ιώβ ο όσιος υποτάχθηκε στους Γέροντες Μύρωνα, Μαλαχία, Αθανάσιο και Θεοδώρητο, ώστε όλη του η ζωή να είναι στη μακάρια υπακοή, ως «παίς και μαθητής». Κατόρθωσε με τη συνεχή μαθητεία του να κερδίσει «του μεν τον λόγον, του δε τον βίον, του δε την θεωρίαν, του δε την πράξιν, και πάντων ομού μιμησάμενος πάντα και προς την εαυτού συλλέξας ψυχήν μετά παντός του βελτίστου, μίαν τινά θεοειδή της αρετής εικόνα θαυμασίως ο γενναίος απηκριβώσατο».

Προς το τέλος της ζωής του δέχθηκε ως υποτακτικό του τον ανάπηρο Ιωαννίκιο, τον όποιο έσωσε από βέβαιο θάνατο με την προσευχή του, όπως τον ασθενή ανηψιό του Ιωάννη, που τον επισκέφθηκε στην έρημο και τον βαρειά ασθενή συγγενή του Ιάκωβο. Σε ηλικία 84 ετών μετά μικρή ασθένεια, προσευχόμενος ανεπαύθη εν Κυρίω. Μόνο τα 18 πρώτα έτη του έζησε στον κόσμο κι όλα τα άλλα τα πέρασε στην αθωνική έρημο, με υπακοή, άσκηση και προσευχή. Γι’ αυτό χαριτώθηκε από τον Θεό πλούσια.

Ο άγιος Σάββας ο Βατοπαιδινός (βλέπε 15 Ιουνίου), συνδεόμενος με τον όσιο Γερμανό, έλεγε στον μετέπειτα βιογράφο του άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, τα εξής χαρακτηριστικά εγκωμιαστικά λόγια, όπως μας τα καταγράφει: «Βούλομαι ακριβώς ειδέναι σε φίλος, ως ο κοινός ημών πατήρ και πάλαι μεν της κάτω και ημετέρας πατρίδος, νυν δε της μεγίστης Λαύρας, μάλλον δε των ουρανών ήδη και των απογεγραμμένων εκεί μέγας πολίτης, Γερμανός ο θείος, Αντώνιος εστίν νυν εν ημίν άλλος ο μέγας· ου την πολιτείαν φημί και την της αρετής άσκησιν μόνον, αλλα δή και την καθαρότητα της καρδίας και την ενοικούσαν αυτή του Πνεύματος χάριν τε και σοφίαν».

Συγγραφέας του ωραίου βίου του οσίου είναι ο φίλος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου). Με ιδιαίτερη χάρη, γνώση και χαρακτηριστική αμεσότητα, δίχως υπερβολές και ακρότητες, παρουσιάζει ο άγιος βιογράφος τον άγιο βιογραφούμενό του ως υπόδειγμα και παράδειγμα προς όλους και ιδιαίτερα προς τους μοναχούς και κύρια τους Αγιορείτες: «Οι της ερημίας, τον πτερωτήν, κατά τον μέγαν αύθις ειπείν εκείνον, οι της επιμιξίας, τον νομοθέτην· οι της απλότητος, τον οδηγόν· οι της θεωρίας, την πηγήν του θείου λόγου και της διδασκαλίας· ο εν ευθυμία, τον χαλινόν· ο εν συμφοραίς, την παράκλησιν· την βακτηρίαν, η πολιά· την παιδαγωγίαν, η νεότης· η πενία, τον ποριστήν· η ευπορία, τον οικονόμον. Δοκούσι μοι και ποιμένες τον της ποιμαντικής διδάσκαλον επαινέσεσθαι, και παίδες και μαθηταί τον σοφόν καθηγητήν και πατέρα, και πτωχοί και ξένοι τον φιλόπτωχόν τε και φιλόξενον, και αδελφοί και πατέρες τον φιλάδελφον ομού και φιλότεκνον, οι τας ψυχάς νοσούντες τον απαθέστατον ιατρόν, οι ύγιαίνοντες τον φύλακα της υγείας, οι πάντες τον πάσι πάντα γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας».

Η μνήμη του τιμάται και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων.

Αγία Ethelburga

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο της Αγίας παρά μόνο ότι έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του βασιλιά της Ανατολικής Αγγλίας.

Άγιος Kenneth


Ο Άγιος Kenneth, σύμφωνα με έναν μύθο, γεννήθηκε το 525 μ.Χ. στο Glengiven στην βόρεια Ιρλανδία. Έγινε μοναχός στο Llancarfan στην Ουαλία και ίδρυσε το μοναστήρι του Agahanoe. Επίσης, ίσως να είναι ο ιδρυτής και του μοναστηριού του Kilkenny στην Ιρλανδία. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 599 μ.Χ. στο Aghaboe στην Ιρλανδία.

Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός


Για τον Όσιο Σάββα τον Βατοπεδινό βλέπε στις (βλέπε 15 Ιουνίου).

Πηγές:http://www.saint.gr/10/11/index.aspx
https://www.synaxarion.gr/gr/m/10/d/11/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου