ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες προσωπικότητες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ συγγραφέας τῆς ὁμωνύμου Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἦταν Ἰουδαῖος τὴν καταγωγὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, γιός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦταν παντρεμένος πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ εἶχε χηρέψει. Εἶχε δὲ ἑπτὰ παιδιά, τὸν Ἰάκωβο, τὸν Ἰωσή, τὸν Ἰούδα, τὸν Σίμωνα ἢ Συμεών, τὴν Ἐσθήρ, τὴν Μάρθα καὶ τὴ Σαλώμη, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε ἡ μητέρα τῶν ἀποστόλων Ἰακώβου καὶ Ἰωάννη. Ὁ Ἰωσὴφ μετὰ τὴ χηρεία του μνηστεύτηκε, κατὰ θεία οἰκονομία, τὴν Παρθένο Μαρία, γιὰ νὰ μεγαλώσῃ τὰ παιδιά του, ἀλλὰ κυρίως νὰ γίνῃ ὁ θετὸς πατέρας καὶ ὁ προστάτης τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰάκωβος ἀναφέρεται ὡς Ἀδελφόθεος, ἀφοῦ ἔζησαν μαζὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη σὰν ἀδέλφια.
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διακρίνονταν γιὰ τὴν ὑπακοή του, τὴν εὐσέβειά του καὶ τὰ χαρίσματά του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἰοβλίαν, δηλαδὴ δίκαιο στὰ ἑβραϊκά. Ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὶς διηγήσεις γιὰ τὴν μεσσιανική. Ἦταν ἐγκρατὴς καὶ νήστευε διὰ βίου ἀπὸ τροφὲς ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἔμψυχα ὄντα (κρέας, ψάρια, θαλασσινά, κλπ). Οὐδέποτε δοκίμασε τὸ κρασί. Προσευχόταν ἀδιάκοπα στὸ Θεὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ζήσει στὴν μεσσιανικὴ ἐποχή. Νὰ ἀξιωθῇ νὰ δεῖ τὸ Μεσσία καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.
Δὲν γνωρίζουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία του καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸν Ἰησοῦ. Φανταζόμαστε ὅτι θὰ ἦταν ἁρμονικὲς καὶ εὐλογημένες, ὅπως ταιριάζει σὲ μιὰ ἱερὴ οἰκογένεια, τῆς ὁποίας μέλος της ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι ὅτι δὲ γνώριζε ἡ οἰκογένεια ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, μέχρι τὴν Βάπτισή του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὴν φανέρωση ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα τῆς πραγματικῆς Του ἰδιότητας, ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι ἀφ᾿ ὅτου πληροφορήθηκε καὶ ὁ Ἰάκωβος γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, πίστεψε σ’ Αὐτὸν καὶ ἔγινε ἀφανὴς ἀκόλουθός Του.
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκτιμῶντας τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰακώβου, τὸν ἐξέλεξαν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς ἁγίας πόλεως. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκλογή του ἄρχισε μὲ πρωτοφανῆ ζῆλο τὸ ἐπισκοπικό του ἔργο. Κήρυττε ἀκατάπαυστα Ἰησοῦν Χριστόν Ἑσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, τὸν μοναδικὸ λυτρωτὴ καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου. Γνώριζε στοὺς ὁμοφύλους του Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἐκεῖνοι ἀπόρριψαν καὶ σταύρωσαν εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ποὺ εἶχαν προαναγγείλει οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ κήρυττε μετάνοια καὶ πίστη σ’ Αὐτόν. Ἔδινε ὁ ἴδιος τὸ παράδειγμα τῆς μετάνοιας καὶ τῆς συντριβῆς. Ἀπὸ τὶς πολλὲς γονυκλισίες εἶχαν γίνει τὰ γόνατά του σκληρὰ σὰν τῆς καμήλας. Ἔδινε τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης, γιὰ νὰ δείξῃ στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ἡ ὑπεροψία ὁδηγεῖ στὴν ἀπιστία.
Μιὰ ἀπὸ τὶς σπουδαῖες ποιμαντικές του φροντίδες ἦταν νὰ συγγράψῃ τὴν ἐμπειρία του γιὰ τὴ νέα πίστη. Συνέγραψε λοιπὸν τὴν γνωστή μας Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ ἴδιος ὡς «Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος». Θεωρεῖται ὡς ἡ Ἐπιστολὴ τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, διότι σὲ αὐτὴ μὲ ἁπλὸ τρόπο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁριοθετεῖ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ, ἡ ὁποία θὰ πρέπῃ νὰ κινεῖται πάνω στὸν ἄξονα πίστη – ἀγάπη. Τονίζει μὲ ἔμφαση τὴ νέα μας ἰδιότητα ὡς παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χαρίζει τὶς ἀστείρευτες δωρεές Του, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ μοιραζόμαστε ἰσάξια ἐμεῖς τὰ παιδιά Του. Στηλιτεύει τὴν πλεονεξία ὡς ἀπόλυτα ξένη μὲ τὴν χριστιανικὴ ἰδιότητα καὶ καθορίζει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων νά διέπονται ἀπὸ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη. Μάλιστα στὸ 5ο κεφάλαιο, ἀναφέρεται μὲ πολὺ σκληρὲς ἐκφράσεις στοὺς ἐκμεταλλευτὲς ἐργοδότες τῶν ἐργατῶν τους, ἐπισείοντας τὴν αἰώνια κόλαση σ᾿ αὐτούς, ὥστε νὰ θεωρεῖται τὸ πρῶτο στὴν ἱστορία κείμενο, τὸ ὁποῖο ὁριοθετεῖ μὲ τόση σαφήνεια τὸ προαιώνιο πρόβλημα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης!
Γιὰ ὅλα αὐτὰ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι σέβονταν καὶ εὐλαβοῦνταν τὸν ἅγιο Ἰάκωβο. Κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῆς Ἱερουσαλὴμ (49 μ. Χ.), τοῦ δόθηκε ἡ προεδρεῖα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του ἀναφέρεται μὲ σεβασμὸ πρὸς αὐτόν.
Ἀλλὰ ὅπως ἦταν φυσικὸ ἡ ποιμαντικὴ δράση τοῦ ἁγίου Ἰακώβου δημιούργησε ἰσχυρὴ ἔχθρα πρὸς τὸ πρόσωπό του. Οἱ μεταστροφὴ πλήθους Ἰουδαίων στὴ χριστιανικὴ πίστη θορύβησε τοὺς ἄρχοντές τους. Ὁ ἀρχιερέας Ἄνανος ξεσήκωσε μιὰ ὁμάδα φανατικῶν, οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον του. Μάλιστα γιὰ νὰ τὸν παγιδεύσουν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῆγαν καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μιλήσῃ στὸ λαὸ γιὰ τὸ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁμολόγησε μὲ πρωτοφανὲς θάρρος ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου. Πὼς τώρα κάθεται στὰ δεξιὰ Θεοῦ καὶ ὡς αἰώνιος μεσίτης μας. Ἀκούγοντάς τον πολλοὶ Ἰουδαῖοι πίστεψαν καὶ φώναξαν «Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαβίδ»! Ἀντίθετα οἱ ἄπιστοι ὅρμησαν ἐπάνω του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ ἕνα τεράστιο καὶ πανύψηλο γεῖσο στὴ στέγη, ἀπὸ ὅπου τὸν γκρέμισαν γιὰ νὰ σκοτωθῇ.
Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος πληγωμένος ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Οἱ φανατικοὶ Ἰουδαῖοι πῆραν πέτρες στὰ χέρια τους καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν μὲ μῖσος. Ἐκεῖνος πλημυρισμένος στὸ αἷμα παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ συγχωρήσῃ τοὺς δημίους του. Κάποιος εὐσεβὴς Ἰουδαῖος ὀνόματι Ρηχὰβ διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὸ ἄδικο μαρτύριο τοῦ δίκαιου Ἰακώβου. Τότε οἱ δήμιοι ἅρπαξαν ἕνα ξύλο καὶ ἔλιωσαν τὸ κεφάλι τοῦ Ρηχὰβ καὶ μετὰ ἀποτέλειωσαν τὸν Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 23 Ὀκτωβρίου, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται ἡ ἀρχαιοπρεπὴς Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία θεωρεῖται ποίημα δικό του.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου