Έβαλε μετάνοια και κάθισε στο κοντινό σεντούκι.
– Λοιπόν, τι έχουμε; κι έστρεψε ο Γέροντας το διαπεραστικό του βλέμμα στον νέο.
– Έχω προβλήματα, Γέροντα, διάφορα προβλήματα.
– Κάθε πότε εξομολογείσαι;
– Γέροντα –διστακτικά ο νέος– δεν εξομολογούμαι.
– Ε, τότε τα προβλήματα είναι φυσικό να βρίθουν.
– Μα, δεν έχω τι να εξομολογηθώ!
– Να σου πω εγώ τι να εξομολογηθείς. Θα πας τότε;… Είδες στον δρόμο να περνάει μια κοπέλα και σκέφτηκες κάτι πονηρό. Τι λες;
– Εντάξει, Γέροντα, θα πάω να εξομολογηθώ.
✶✶✶
Έφυγε. Πέρασαν μερικοί μήνες και ξαναεμφανίστηκε.
– Καλώς τον Ευθυμάκο! Λοιπόν, εξομολογήθηκες;
– Ναι, Γέροντα.
– Και ο πνευματικός σε άφησε να μεταλάβεις; ρώτησε διερευνητικά.
– Μου είπε να μεταλαμβάνω κάθε 15 μέρες.
– Α, καλά, έκανε ευχαριστημένος ο Γέροντας. Και μας έλεγε ύστερα: «Κατάλαβα ότι δεν είχε μεγάλα προβλήματα το παιδί».
Όμως ο νέος συνέχισε τη συνομιλία προβάλλοντας το παράπονό του, ότι δεν έχει χρόνο να προσευχηθεί, λόγω φόρτου υπηρεσιακής εργασίας που του τρώει ακόμη και τις ελεύθερες ώρες.
Χαμογέλασε ο Γέροντας, και με πρακτικό ύφος:
– Θα σου δείξω εγώ πώς να προσεύχεσαι, και μου λες αν μπορείς ή όχι.
Ακούμπησε το εργόχειρό του δίπλα, σηκώθηκε, τίναξε τα ξυλαράκια απ’ την ποδιά του, και ψηλός, λευκογένειος, ιεροπρεπής πλησίασε τον νιπτήρα λέγοντας:
– Είναι πρωί και σηκώθηκες από τον ύπνο.
Άνοιξε ο Γέροντας το νερό και άρχισε με απλές κινήσεις να πλένει τα χέρια και το πρόσωπό του επαναλαμβάνοντας γλυκά και παρακλητικά, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Πλησίασε την πετσέτα και σκουπίστηκε συνεχίζοντας και την ευχή. Μετά στράφηκε με το φωτεινό του πρόσωπο στον νέο και ρώτησε επιτακτικά:
– Αυτό μπορείς να το κάνεις;
– Ε, μπορώ, Γέροντα, ομολόγησε αφοπλισμένος εκείνος.
– Πρόσεχε, όμως, συνέχισε ο Γέροντας. Θα το κάνεις κάθε μέρα. Όχι μια ναι, μια όχι. Διότι, όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «μεγάλη η δύναμις της μικράς πολιτείας της αεί γινομένης» (Έχει μεγάλη δύναμη η μικρή προσπάθεια, που γίνεται όμως πάντοτε. Αββά Ισαάκ, Λόγος 73)
– Και κάτι ακόμη, πρόσθεσε ο Γέροντας, αφού ξανακάθισε στο εργόχειρο κι ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει.
– Στην αίθουσα που δικάζεις υπάρχει καμιά εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας;
– Υπάρχει.
– Λοιπόν, πριν αρχίσεις να δικάζεις, θα στραφείς και θα πεις: «Χριστέ μου, φώτισέ με να μην αδικήσω κάποιον απ’ αυτούς τους ανθρώπους».
Και αμέσως κοφτά: – Μπορείς;
– Ε, εντάξει, μπορώ, Γέροντα.
– Αμ, δεν σου είπα να γίνεις δικηγόρος, για να μιλήσεις με τον Θεό, τελείωσε χαμογελώντας πειρακτικά.
✶✶✶
Και σε άλλους όμως που προφασίζονταν οικογενειακά βάρη, πολλές ασχολίες και άλλα, έλεγε επανειλημμένως: «Εάν εγώ μέσα στην ησυχία των Κατουνακίων λέω εκατό ευχές τη μέρα και σεις μέσα στην τύρβη της πόλεως και τις υποχρεώσεις της εργασίας και της οικογένειας λέτε τρεις ευχές, είμαστε ίσα».
Τον ρωτούσαμε, μήπως είναι πολύ λίγη αυτή η προσευχή ακόμη και για τους κοσμικούς. Και μας έλεγε περίπου τα εξής: «Εάν ο άνθρωπος συνηθίσει να λέει κάθε μέρα, έστω από λίγο, όσο μπορεί, αλλά κάθε μέρα την ευχή, η καρδιά του σιγά-σιγά γλυκαίνεται και περιμένει πότε θα έρθει εκείνη η ώρα. Και όταν γλυκαθεί η καρδιά, από μόνος του κανείς ζητάει περισσότερο».
Εξάλλου
και ο νεαρός ειρηνοδίκης άκουσε τη συμβουλή του Γέροντα και σιγά-σιγά
αγάπησε τόσο την προσευχή, ώστε ήρθε μια μέρα και ζήτησε την ευλογία του
να μονάσει στο Άγιον Όρος, πράγμα που προς μεγάλη χαρά όλων μας έγινε.
Από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σελ. 132.
Η ζωή του Χριστιανού είναι ένας ακατάπαυστος θείος έρωτας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας αληθινά θείος έρωτας!
Με Εραστή τον Χριστό και νύφη τη ψυχή μας.
Έρωτας που μας ζαλίζει, που μας μεθά, που μας τρέφει, που γεμίζει τα κενά μας ,που μας ανακαινίζει!
Που αυτεξούσια θέλεις να δώσεις πίσω το μεγαλύτερο δώρο που σου έκανε ο Εραστής «Τα Σα εκ των Σων». Τη ζωή σου. Την ελεύθερη βούληση σου.
Δε μπορώ να ζήσω χωρίς Εσένα! Δε θέλω να ζήσω χωρίς εσένα!
Η ζωή μου δε θα έχει πια νόημα. Είσαι η πνοή μου, το Φως μου, ο σκοπός μου.
Ο ματωμένος Νυμφίος μου.
Είσαι ο δρόμος μου, η Αλήθεια μου. Η αγκαλιά που αναζητώ και που εσύ απλόχερα την ανοίγεις πάνω στον Σταυρό.
Δεν μπορώ τίποτα άλλο να πω, παρά:
«Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με»
Ο Θείος έρωτας αν φουντώσει στην ψυχή μας, είναι τόσο πολύ θερμός, που έχει την δύναμη να καίει κάθε άλλη επιθυμία και κάθε άσχημη εικόνα.
Όταν ανάψει αυτή η φωτιά, τότε αισθανόμαστε και τις Θείες εκείνες ηδονές, που δεν μπορεί κανείς να τις συγκρίνει με καμμιά άλλη ηδονή.
Όταν γευτούμε το ουράνιο εκείνο μάννα, δεν θα μας κάνουν καμμιά εντύπωση πλέον τα άγρια ξυλοκέρατα και δεν θα μας συγκινούν καθόλου πια τα μάταια πράγματα.
Εύχομαι να κάψει ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές μας!
Αμήν.
https://youtu.be/XN1Enn9hf-c?si=v9L1iaKZ_kgjLJqH
ΑπάντησηΔιαγραφή