Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ
«Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται (:Κι ἐνῶ τοὺς ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς Τὸν πλησίασε καὶ Τὸν προσκύνησε λέγοντας ὅτι "ἡ κόρη μου πρὶν ἀπὸ λίγο πέθανε. Ἔλα ὅμως καὶ βάλε τὸ χέρι σου πάνω της καὶ θὰ ζήσει")» [Ματθ. 9,18].
Τὰ λόγια τὰ πρόφτασαν τὰ ἔργα, ὥστε ἀκόμη περισσότερο νὰ ἀποστομωθοῦν οἱ Φαρισαῖοι· διότι αὐτὸς ποὺ ἦρθε ἦταν ἀρχισυνάγωγος καὶ τὸ πένθος του ἦταν βαρύ· ἐπειδὴ τὸ εἶχε μονάκριβο τὸ παιδὶ καὶ εἶχε γίνει δώδεκα χρονῶν, δηλαδὴ αὐτὸ βρισκόταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του· αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἀνέστησε εὐθέως ὁ Κύριος. Ἐὰν ὅμως ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέει ὅτι ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ ἀρχισυναγώγου ἦλθαν λέγοντας «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Πέθανε ἡ κόρη σου˙ μὴν κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο)» [Λουκ. 8,49], ἑρμηνεύουμε ὡς ἑξῆς, ὅτι ἡ φράση «ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν (:ἡ κόρη μου πρὶν λίγο πέθανε)» [Ματθ. 9,18] ποὺ εἶπε ὁ Ἰάειρος, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, προῆλθε ἀπὸ τίς σκέψεις ποὺ ἔκανε ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἐνῶ βάδιζε πρὸς τὸν Ἰησοῦ ἢ ὅτι Τοῦ τὸ εἶπε γιὰ νὰ παρουσιάσει μὲ δραματικότερο τρόπο τὴν συμφορά του· διότι εἶναι συνήθεια σὲ ἐκείνους ποὺ παρακαλοῦν καὶ ζητοῦν κάτι, νὰ μεγαλοποιοῦν μὲ τὰ λόγια τὰ βάσανά τους καὶ νὰ λένε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν πραγματική τους κατάσταση, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποσπάσουν μεγαλύτερη τὴν συμπάθεια ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἱκετεύουν.
Πρόσεξε ἐπίσης τὸ ἀσθενὲς τῆς πίστεως αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου· διότι ἀπαιτεῖ δύο πράγματα ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του καὶ νὰ βάλει τὸ χέρι Του ἐπάνω στὸ παιδί, κάτι ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι πρὶν τὴν ἀφήσει καὶ φύγει, ἡ μικρὴ κοπέλα ἀνέπνεε ἀκόμη. Καὶ βέβαια ὅσοι ἔχουν ἀσθενῇ πίστη ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ παρουσία καὶ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα.
Καὶ ὁ μὲν εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέει ὅτι πῆρε μαζί Του τοὺς τρεῖς μαθητές, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη [Μᾶρκ. 5,40: «Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον (:Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, παίρνει μαζί Του τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ τὴ μητέρα καὶ τοὺς τρεῖς μαθητὲς ποὺ ἦταν μαζί Του, καὶ μπαίνει ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ παιδὶ ξαπλωμένο)»], καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Λουκᾶς [Λουκ. 8,51: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα (:Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ἡ μητέρα)»]· ὁ Ματθαῖος ὅμως λέει ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς πῆρε μαζί Του τοὺς μαθητές Του. Γιὰ ποιόν λόγο, ὅμως, δὲν πῆρε μαζὶ Του καὶ τὸν Ματθαῖο, ἂν καὶ βέβαια πρὸ ὀλίγου εἶχε προσέλθει στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν Του; Ἴσως γιὰ νὰ τοῦ αὐξήσει τὴν ἐπιθυμία Του καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη βρισκόταν σὲ πνευματικὴ ἀτέλεια. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τιμᾷ τοὺς τρεῖς ἐκείνους μαθητές, γιὰ νὰ προσπαθήσουν καὶ οἱ ἄλλοι νὰ γίνουν ὅπως ἐκεῖνοι. Πρὸς τὸ παρὸν ἦταν ἀρκετὸ νὰ δεῖ τὰ ὅσα συνέβησαν μὲ τὴν αἱμορροοῦσα καὶ νὰ τιμηθεῖ μὲ τὴν συμμετοχή του στὸ τραπέζι καὶ νὰ συμπεριληφθεῖ στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν Του.
Ὅταν σηκώθηκε, Τὸν ἀκολουθοῦσαν πολλοί, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι μετέβαινε γιὰ πολὺ μεγάλο θαῦμα καὶ ἐξαιτίας τοῦ προσώπου ποὺ προσῆλθε καὶ Τὸν κάλεσε, καὶ ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι ποὺ πνευματικῶς εἶναι ἀνώριμοι, δὲν φρόντιζαν τόσο γιὰ τὴν ψυχή τους, ὅσο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ σώματος. Καὶ συνέρρεαν, ἄλλοι μὲν παρακινούμενοι ἀπὸ τίς δικές τους ἀσθένειες, ἄλλοι δὲ ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν τὴ θεραπεία τῶν ἄλλων ποὺ ἔπασχαν· ἀρχικῶς δηλαδὴ ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ πήγαιναν συχνὰ κοντά Του, γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους Του καὶ τὴν διδασκαλία Του. Ὡστόσο βέβαια δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθουν στὴν οἰκία, ἀλλὰ μόνο στοὺς μαθητές, καὶ αὐτοὺς ὄχι ὅλους, διότι ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει νὰ ἀποφεύγουμε πάντοτε τὴν δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Γράφει ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμοῤῥοοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι (:Καὶ νὰ λοιπὸν μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔπασχε δώδεκα χρόνια ἀπὸ αἱμορραγία, πλησίασε ἀπὸ πίσω του κρυφά, ἐπειδὴ ντρεπόταν καὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνει φανερὴ ἡ ἀρρώστια της, κι ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός του. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ διότι ἔλεγε μέσα της: "καὶ μόνο ν᾿ ἀγγίξω τὸ ἔνδυμά του θὰ γίνω ὑγιής")» [Ματθ. 9,20-21].
Γιὰ ποιόν λόγο ὅμως δὲν Τὸν πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν γιὰ τὴν ἀρρώστια της, νομίζοντας πὼς εἶναι ἀκάθαρτη· γιατί ἂν ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει τὰ ἔμμηνά της νόμιζε πὼς δὲν εἶναι καθαρή, πολὺ περισσότερο θὰ εἶχε αὐτὴν τὴν ἐντύπωση ὅποια ἔπασχε ἀπὸ τέτοια ἀρρώστια. Ἐπειδὴ πραγματικὰ θεωροῦνταν ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο μεγάλη ἀκαθαρσία ἡ ἀσθένεια αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτή· διότι οὔτε καὶ αὐτὴ δὲν εἶχε ἀκόμη τὴν πρέπουσα καὶ ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλιῶς δὲ θὰ πίστευε πὼς θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Ἔτσι πλησιάζει πρώτη αὐτὴ ἡ γυναῖκα δημόσια τὸν Κύριο: εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες, καὶ ὅτι πηγαίνει πρὸς τὸ κορίτσι ποὺ εἶχε πεθάνει.
Στὸ σπίτι της βέβαια δὲν τόλμησε νὰ Τὸν καλέσει, μολονότι ἦταν εὔπορη, οὔτε πάλι ἦρθε κοντά Του φανερά, μόνο κρυφὰ ἄγγιξε μὲ πίστη τὰ ροῦχα Του· διότι οὔτε εἶχε ἀμφιβολία, οὔτε εἶπε μέσα της· «Θὰ ἀπαλλαγῶ ἄραγε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια; Μήπως δὲ θὰ ἀπαλλαγῶ;», ἀλλὰ ἔχοντας βέβαιη τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της, Τὸν πλησίασε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. «Ἔλεγε μέσα της», διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής· «Καὶ μόνο ν᾿ ἀγγίξω τὸ ἔνδυμὰ Του, θὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μου». Εἶδε βέβαια ἀπὸ ποιά οἰκία εἶχε βγεῖ ὁ Ἰησοῦς, δηλαδὴ τῶν τελωνῶν, καὶ ποιοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν, δηλαδὴ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ τελῶνες· καὶ ὅλα αὐτὰ βέβαια τὴν γέμισαν μὲ ἐλπίδες.
Πῶς ἐνήργησε λοιπὸν ὁ Χριστός; Δὲν τὴν ἄφησε νὰ μείνει ἀπαρατήρητη, ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ ἐπίκεντρο καὶ τὴν ἀποκαλύπτει σὲ ὅλους, γιὰ πολλοὺς λόγους. Ἄν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πνευματικὰ ἀναίσθητους ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐπειδὴ ποθοῦσε τὴν δόξα· διότι «γιὰ ποιόν λόγο», λένε, «δὲν τὴν ἄφησε νὰ περάσει ἀπαρατήρητη;» Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λές, μιαρὲ καὶ μάλιστα μιαρότατε ἄνθρωπε; Αὐτὸς ποὺ δίνει ἐντολὴ νὰ σιωποῦν οἱ θεραπευόμενοι ἀπ᾿ Αὐτόν, Αὐτὸς ποὺ ἀφήνει μύρια θαύματα νὰ περνοῦν ἀπαρατήρητα, Αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὴν δόξα;
Ἑπομένως, γιὰ ποιό λόγο τὴν ὁδηγεῖ στὸ ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς τοῦ πλήθους, ἀποκαλύπτοντας τὴ θεραπεία της; Κατὰ πρῶτον, διαλύει τὸν φόβο τῆς γυναίκας γιὰ νὰ μὴ ζεῖ πλέον μὲ ἀγωνία, πιεζόμενη ἀπὸ τίς τύψεις τῆς συνειδήσεώς της, ἐπειδὴ πιθανὸ νὰ εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κατὰ κάποιο τρόπο εἶχε ὑφαρπάξει τὴν δωρεά. Δεύτερον, διορθώνει τὴ σκέψη της, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι διέφυγε τὴν προσοχή Του. Τρίτον ἀποκαλύπτει σὲ ὅλους τὴν πίστη της, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ τὴ μιμηθοῦν· καί το ὅτι ὅμως σταμάτησε τίς πηγὲς τῆς αἱμορραγίας δὲν ἦταν μικρότερο θαῦμα ἀπό τὸ ὅτι ἀπέδειξε ὅτι τὰ γνωρίζει ὅλα. Ἔπειτα τὸν ἀρχισυνάγωγο, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ ὀλιγοπιστήσει καὶ νὰ καταστρέψει ἔτσι τὰ πάντα, τὸν συγκρατεῖ στὴν πίστη του μέσῳ τῆς γυναικός. Καθόσον αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὴν οἰκία του ἔλεγαν: «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Μὴν ταλαιπωρεῖς τὸν διδάσκαλο, διότι πέθανε ἡ κόρη σου)»· καὶ οἱ εὑρισκόμενοι στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου, περιγελοῦσαν τὸν Ἰησοῦ ὅταν εἶπε ὅτι κοιμᾷται ἡ κόρη. Ἦταν λοιπὸν φυσικὸ καὶ ὁ πατέρας νὰ ἔχει πάθει κάτι παρόμοιο.
Γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ προφθάσει αὐτὴν τὴν ἐνδεχόμενη ἀδυναμία, φέρνει στὸ ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς τοῦ πλήθους τὴν γυναῖκα ἐκείνη. Γιὰ νὰ πεισθεῖς βέβαια ὅτι ὁ ἀρχισυνάγωγος ἦταν ἀνάμεσα στοὺς πάρα πολὺ ἀνώριμους πνευματικά, ἄκουσε τί λέει ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται (:Μὴ φοβᾶσαι, ἐσὺ μόνο πίστευε καὶ θὰ σωθεῖ)»· καθόσον σκόπιμα περίμενε ὁ Ἰησοῦς νὰ ἐπέλθει ὁ θάνατος καὶ μετὰ νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ, ὥστε νὰ γίνει σαφὴς ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργὰ καὶ παρατείνει τὴ συνομιλία Του μὲ τὴν γυναῖκα, γιὰ ν᾿ ἀφήσει χρόνο νὰ πεθάνει στὸ μεταξὺ τὸ κορίτσι καὶ νὰ προσέλθουν αὐτοὶ ποὺ θὰ ἀνακοίνωναν τὰ συμβάντα καὶ νὰ ποῦν: «Μὴν βάζεις πλέον σὲ κόπο καὶ ἐνόχληση τὸν Διδάσκαλο».
Αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὑπονοεῖ καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας: «Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς μιλοῦσε ἀκόμα, ἦρθαν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ ἀρχισυναγώγου, λέγοντας ''Πέθανε ἡ κόρη σου, μὴ βάζεις στὸν κόπο τὸν Διδάσκαλο"». Ἤθελε νὰ διαπιστωθεῖ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὕποπτη καὶ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἀνάστασή της. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει σὲ κάθε παρόμοια περίπτωση. Ἔτσι καὶ στὸν Λάζαρο καθυστέρησε καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς μέρες. Γιὰ ὅλους λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁδηγεῖ τὴν αἱμορροοῦσα στὸ ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς τοῦ πλήθους καὶ λέει: «Θάρσει, θύγατερ (:Ἔχε θάρρος, κόρη μου)»· ὅπως ἀκριβῶς ἔλεγε καὶ στὸν παράλυτο· «ἔχε θάρρος, παιδί μου». Kαὶ πράγματι ἡ γυναῖκα ἦταν γεμάτη ἀπὸ φόβο καὶ γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει «ἔχε θάρρος» καὶ τὴν ὀνομάζει ''θυγατέρα'', ἐπειδὴ ἡ πίστη της τὴν ἔκανε κόρη Του. Ἔπειτα ἀκολουθεῖ καὶ τὸ ἐγκώμιο : «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε ( :Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει)».
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅμως μᾶς δίνει καὶ ἄλλες περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν γυναῖκα αὐτή. Ὅταν δηλαδή, λέγει, πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ θεραπεύθηκε, ὁ Χριστὸς δὲν τὴν κάλεσε ἀμέσως, ἀλλὰ προηγουμένως εἶπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου; (:Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἄγγιξε;)». Ἔπειτα, ὅταν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές Τοῦ ἔλεγαν: «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; (:Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ Σὲ περικύκλωσαν καὶ Σὲ πιέζουν· καὶ Σὺ λέγεις: ''Ποιός μὲ ἄγγιξε;'')» -τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι μέγιστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε σῶμα πραγματικὸ καὶ ὅτι δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ὑπερηφάνεια, διότι τὰ πλήθῃ δὲν Τὸν ἀκολουθοῦσαν ἐξ ἀποστάσεως, ἀλλὰ Τὸν περιέβαλλαν ἀπὸ κοντὰ καὶ Τὸν συνέθλιβαν ἀπὸ παντοῦ-· Αὐτός, λέγει ὁ Λουκᾶς, ἐπέμενε λέγοντας ὅτι «ἥψατὸ μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ (:Κάποιος μὲ ἄγγιξε· διότι ἐγὼ ἀντιλήφθηκα ὅτι ἐξῆλθε ἀπὸ ἐμένα κάποια δύναμη θαυματουργική)». Ἔτσι ἔδωσε πιὸ χειροπιαστὴ ἀπάντηση στὴν καχυποψία τῶν πιὸ δύσπιστων ἀπὸ τοὺς ἀκροατές. Αὐτὰ τὰ ἔλεγε, ἐπίσης, γιὰ νὰ πείσει τὴν γυναῖκα νὰ ὁμολογήσει μόνη της τὴν πράξη της. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, δὲν τὴν ἔλεγξε ἀμέσως, ὥστε ἀφοῦ ἀποδείξει ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα μὲ σαφήνεια, νὰ τὴν πείσει ἀπὸ μόνη της νὰ τὰ ἀποκαλύψει ὅλα καὶ νὰ τὴν προετοιμάσει νὰ διακηρύξει τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτελέσθηκε καὶ νὰ μὴν κινήσει ὑποψίες ἐὰν τὸ ἀνακοίνωνε ὁ Ἴδιος.
Εἶδες ὅτι ἡ γυναῖκα ἀποδείχτηκε ἀνώτερη στὴν πίστη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο; Δὲν ἔπιασε, δὲν κράτησε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ἁπλῶς Τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της, καί, ἂν καὶ ἦλθε τελευταῖα, ἔφυγε πρώτη, ἀφοῦ θεραπεύθηκε. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁδηγοῦσε ὅλο τὸν ἰατρὸ στὸ σπίτι του, ἐνῶ σὲ αὐτὴν ἀποδείχθηκε ἀρκετὴ ἡ ἁπλὴ ἐπαφὴ καὶ μόνο. Πραγματικά, μολονότι ἦταν συνδεδεμένη μόνιμα καὶ ὑπέφερε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, παρὰ ταῦτα ἡ πίστη της τῆς ἀναπτέρωνε τὸ ἠθικό της. Πρόσεξε ἐπίσης τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὴν παρηγορεῖ ὁ Κύριος λέγοντας «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε (:ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει)». Καὶ βέβαια, ἐὰν τὴν εἶχε ὁδηγήσει στὸ μέσο τῶν παρευρισκομένων μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίδειξη, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ προσθέσει τὰ λόγια αὐτά.
Ὅμως μίλησε ἔτσι ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἀρχισυνάγωγο στὸ νὰ πιστέψει, ἀφετέρου δὲ καὶ τῆς γυναίκας τὴν πίστη νὰ διακηρύξει καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ προσφέρει μὲ τὰ λόγια αὐτὰ σὲ αὐτὴν εὐχαρίστηση καὶ ὠφέλεια ὄχι μικρότερη ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς σωματικῆς της ὑγείας. Τὸ ὅτι λοιπὸν θέλοντας ἐκείνη νὰ δοξάσει ἔκανε αὐτὰ καὶ ἄλλους νὰ διορθώσει καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό Του νὰ δοξάσει, γίνεται ὁλοφάνερο ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν· διότι ὁ Ἴδιος βεβαίως καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἐπρόκειτο ἐξίσου νὰ εἶναι ἄξιος θαυμασμοῦ (διότι τὰ θαύματά Του ἦταν ἀφθονότερα ἀπὸ τίς χιονονιφάδες καὶ πολὺ πιὸ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἐπιτέλεσε καὶ ἐπρόκειτο νὰ κάνει)· ἡ γυναῖκα ὅμως, ἂν δὲν συνέβαινε αὐτό, κατὰ πᾶσα πιθανότητα θὰ ἔφευγε ἀπαρατήρητη καὶ θὰ εἶχε στερηθεῖ τοὺς μεγάλους αὐτοὺς ἐπαίνους. Καὶ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ὁδήγησε στὸ μέσο τοῦ πλήθους καὶ διεκήρυξε τὴν πίστη της καὶ ἀπέβαλε τὸν φόβο της (καθόσον, λέγει, τὸν πλησίασε τρέμοντας) καὶ γέμισε τὴν ψυχή της μὲ θάρρος καὶ μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τῆς ἔδωσε καὶ ἄλλα ἐφόδια λέγοντάς της τὰ ἑξῆς: «Πορεύου εἰς εἰρήνην (:Πήγαινε καὶ ζῆσε μὲ εἰρήνη)».
Καὶ ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴν οἰκία τοῦ ἄρχοντος καὶ εἶδε ἐκείνους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τὸν αὐλό, καὶ τὸ πλῆθος νὰ δημιουργεῖ μὲ τὸν θρῆνο του θόρυβο, λέει πρὸς αὐτούς: «Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ (:"Φύγετε ἀπὸ ἐδῶ, διότι τὸ κοριτσάκι δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμᾷται". Κι ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι ἦταν πεθαμένο)» [Ματθ. 9,24]. Καλὲς ἦταν οἱ ἀποδείξεις τῶν ἀρχισυναγώγων, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ θανάτου οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα προκαλοῦσαν τὸν θρῆνο. Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Ὅλους τοὺς ἄλλους τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ μόνο τοὺς γονεῖς πῆρε μαζί Του, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι τὴν θεράπευσε μὲ ἄλλον τρόπο· καὶ προτοῦ τὴν ἀναστήσει τοὺς ἐνθαρρύνει μὲ τὰ λόγια λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Δὲν πέθανε τὸ κορίτσι ἀλλὰ κοιμᾷται».
Καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις κάνει τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν στὴν περίπτωση τῆς τρικυμιώδους θάλασσας ἐπιτιμᾷ ἀρχικὰ τοὺς μαθητές, ἔτσι βεβαίως καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀρχικὰ ἐκβάλλει τὸν φόβο ἀπὸ τὴν σκέψη τῶν παρευρισκομένων, δείχνοντάς τους συγχρόνως ὅτι εἶναι εὔκολο πρᾶγμα σὲ Αὐτὸν νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκροὺς (πρᾶγμα βεβαίως ποὺ εἶχε κάνει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (:Ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ. Ἀλλὰ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω)» [Ἰω. 11,11] καὶ συγχρόνως διδάσκει τοὺς παρευρισκομένους ὅτι δὲν πρέπει νὰ φοβοῦνται τὸν θάνατο, διότι αὐτὸς δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ ἔχει μεταβληθεῖ πλέον σὲ ὕπνο.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπρόκειτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νὰ πεθάνει, προετοιμάζει τοὺς μαθητές Του μὲ τίς θαυματουργικὲς ἐνέργειές Του ἐπὶ τῶν σωμάτων τῶν ἄλλων, νὰ ἔχουν θάρρος καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὸν θάνατο μὲ ἠρεμία. Καὶ πράγματι λοιπὸν ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο καὶ στὸ ἑξῆς, ὁ θάνατος κατάντησε νὰ εἶναι ὕπνος. Παρὰ ταῦτα ὅμως Τὸν περιγελοῦσαν. Ὁ Ἴδιος ὅμως δὲν ἀγανάκτησε ποὺ δὲν γινόταν πιστευτὸς γιὰ τὸ θαῦμα τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο μετὰ ἀπὸ λίγο νὰ ἐπιτελέσει, οὔτε τοὺς ἐπιτίμησε γιὰ τὸ γέλιο τους, γιὰ νὰ γίνουν καὶ τὸ περιπαικτικὸ γέλιο τους καὶ οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα γενικῶς ἀπόδειξη ὅτι πέθανε πραγματικὰ ἡ κόρη.
Ἐπειδὴ βέβαια ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν θαυμάτων τὸ προλαμβάνει αὐτὸ μὲ τίς ἀποκρίσεις αὐτῶν τῶν ἴδιων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ εἶχε γίνει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ Μωυσῆ. Καθόσον στὸν Μωυσῆ λέγει: «Τί τοῦτο ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; (:Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κρατᾷς στὸ χέρι σου;)» [Ἔξ. 4,2], ὥστε, ὅταν θὰ τὸ ἔβλεπε νὰ μεταβάλλεται σὲ φίδι, νὰ μὴν λησμονοῦσε ὅτι ἦταν ράβδος πρὶν ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, ἀλλὰ ἐνθυμούμενος τοὺς δικούς του λόγους νὰ ἐκπλαγεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ θὰ συνέβαινε. Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου λέγει: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; (:ποῦ τὸν ἔχετε ἐνταφιάσει;)» [Ἰω. 11,34], μὲ σκοπὸ νὰ μὴν μποροῦν νὰ ἀμφισβητήσουν ὅτι τὸν ἀνέστησε ἐνῶ ἦταν νεκρὸς αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔλεγαν τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε (:ἔλα νὰ δεῖς)» καὶ ὅτι «Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γὰρ ἐστι (:Κύριε, τώρα πιὰ μυρίζει ἄσχημα˙ διότι εἶναι τέσσερις μέρες)»[Ἰω. 11,35-39].
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδε τὰ κύμβαλα καὶ τοὺς ὄχλους τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω καὶ παρουσία τῶν γονέων θαυματουργεῖ, εἰσάγοντας ὄχι ἄλλῃ ψυχὴ στὸ σῶμα τῆς νεκρῆς, ἀλλὰ ἐπαναφέροντας αὐτὴν τὴν ἴδια ποὺ εἶχε ἐξέλθει καὶ τὴν ἀνασταίνει σὰν ἀκριβῶς νὰ κοιμόταν. Καὶ πιάνει τὸ χέρι της μὲ σκοπὸ νὰ καταστήσει σαφὲς ὅτι διατίθεται νὰ τὴν ἀναστήσει, ὥστε νὰ τοὺς προετοιμάσει, βλέποντας αὐτό, νὰ πιστέψουν στὴν ἀνάσταση· διότι ὁ μὲν πατέρας της ἔλεγε: «ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ᾿ αὐτὴν (:Θέσε τὸ χέρι σου ἐπάνω της)», ἐνῶ Αὐτὸς κάνει κάτι τί ἐπιπλέον· διότι δὲν θέτει τὸ χέρι Του ἁπλῶς ἐπάνω της, ἀλλὰ τὴν ἀνασταίνει κρατῶντας την ἀπὸ τὸ χέρι, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ Αὐτόν. Καὶ δὲν τὴν ἀνασταίνει μόνο, ἀλλὰ καὶ δίδει ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβῃ ἦταν δημιούργημα τῆς φαντασίας. Καὶ δὲν τῆς δίνει τροφὴ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ διατάσσει ἐκείνους νὰ τῆς δώσουν, ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου ὅταν εἶπε: «λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν (:Λῦστε τον ἀπὸ τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους ποὺ τὸν εἴχατε τυλίξει καὶ ἀφῆστε τὸν μόνο του νὰ πάει στὸ σπίτι)» [Ἰω. 11,44] καὶ στὴ συνέχεια κάθισαν καὶ ἔφαγαν μαζὶ στὸ ἴδιο τραπέζι. Καθόσον πάντοτε συνήθιζε καὶ τὰ δύο νὰ ἐφαρμόζει, ἀποδεικνύοντας κατὰ τρόπο ἀπολύτως ἀναμφισβήτητο καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.
Ἐσὺ ὅμως, σὲ παρακαλῶ, μὴν προσέχεις μόνο τὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι παρήγγειλε νὰ μὴν ἀναγγείλουν τὸ συμβὰν σὲ κανένα. Καὶ αὐτὸ τὸ δίδαγμα κατεξοχὴν λάβε ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ματαιοδοξίας, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ πρόσεξε καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία ἐκείνους ποὺ θρηνοῦσαν, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ δοῦν ἕνα τέτοιο θαῦμα. Καὶ μὴν ἐξέλθεις μαζὶ μὲ τοὺς αὐλητές, ἀλλὰ παράμεινε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο· διότι ἐὰν τότε ἔβγαλε ἐκείνους ἔξω, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ πράξει αὐτὸ τώρα· ἐπειδὴ τότε μὲν δὲν ἦταν φανερὸ ἀκόμη ὅτι ὁ θάνατος εἶχε καταντήσει σὲ ὕπνο, ἐνῶ τώρα αὐτὸ εἶναι πιὸ ὁλοφάνερο καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο. Δὲν σοῦ ἀνέστησε ὅμως τώρα τὴν θυγατέρα σου; Ἀλλὰ ὁπωσδήποτε θὰ τὴν ἀναστήσει καὶ μὲ μεγαλύτερη μάλιστα δόξα· διότι ἐκεῖνο μὲν τὸ κορίτσι ἂν καὶ ἀναστήθηκε πέθανε καὶ πάλι ἀφοῦ γέρασε, ἐνῶ τὸ δικό σου ὅταν ἀναστηθεῖ θὰ παραμένει στὸ ἑξῆς ἀθάνατο.
Κανένας λοιπὸν ἂς μὴν ὀδύρεται, κι ἂς μὴ θρηνεῖ, κι ἂς μὴ δυσφημεῖ τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί νίκησε τὸν θάνατο. Τί θρηνεῖς λοιπὸν ἄδικα; Ὁ θάνατος μεταβλήθηκε σὲ ὕπνο. Γιατί ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; Ἔτσι, ἐὰν τὸ ἔκαναν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ἔπρεπε νὰ τοὺς περιγελᾷς. Ὅταν ὅμως διαπράττει τέτοιες ἀσχημίες ὁ πιστὸς Χριστιανός, ποιά δικαιολογία καὶ ποιά συγγνώμη ὑπάρχει γιά μᾶς στὶς τέτοιες ἀνοησίες μας καὶ μάλιστα ὕστερα καὶ ἀπὸ τόσον καιρό, κι ἀπὸ τόσο ξεκάθαρη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως; Ἐσὺ ὅμως σπεύδεις σὰν νὰ θέλεις νὰ αὐξήσεις τὸ ἁμάρτημα, καὶ μᾶς φέρνεις εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες γιὰ νὰ θρηνήσουν αὐξάνοντας κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ πένθος καὶ ζωηρεύοντας τὴν φωτιὰ τῆς καμίνου, χωρὶς νὰ ἀκοῦς τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; (:Ποιά συμφωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Σατανᾶ καὶ ποιό κοινὸ μερίδιο μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας πιστὸς μὲ ἕναν ἄπιστο;)» [Β΄ Κορ. 6,15].
Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ γνώσῃ γιὰ τὴ ἀνάσταση, βρίσκουν ὡστόσο λόγους παρηγοριᾶς. «Ὑπόμενε μὲ γενναιότητα», λένε· «διότι δὲν μπορεῖς νὰ ἀκυρώσεις ὅ,τι ἔγινε, οὔτε νὰ τὸ ἐπανορθώσεις μὲ τοὺς θρήνους σου». Ἐσὺ ὅμως ποὺ ἀκοῦς πιὸ πνευματικοὺς καὶ πιὸ ὠφέλιμους λόγους, δὲν ντρέπεσαι νὰ προβαίνεις σὲ μεγαλύτερες ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀσχημίες; Οὔτε λέμε· «Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε ὅ,τι ἔγινε». Ἀλλὰ λέμε: «Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, γιατί θὰ ἀναστηθεῖ ὁπωσδήποτε». Κοιμᾷται τὸ παιδί, δὲν πέθανε. Ἀναπαύεται, δὲν χάθηκε. Τὸ περιμένει ἀνάσταση καὶ παντοτινὴ ζωὴ καὶ ἀθανασία καὶ κατάσταση ἀγγελική. Δὲν ἀκοῦτε τὸν ψαλμὸ ποὺ λέει: «ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε (:Γύρισε, ψυχή μου, στὴν ἀνάπαυσή σου, γιατί ὁ Κύριος σὲ εὐεργέτησε)»; [Ψαλμ. 114,7]. Εὐεργεσία ὀνομάζει ὁ Θεὸς τὸ πρᾶγμα καὶ σὺ θρηνεῖς;
Καὶ τί περισσότερο θὰ ἔκανες, ἂν ἤσουν ἀντίπαλος κι ἐχθρὸς ἐκείνου ποὺ πέθανε; Ἄν πρέπει νὰ θρηνεῖ κάποιος, πρέπει νὰ θρηνεῖ ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἂς θρηνεῖ καὶ ἂς ὀδύρεται, γιατί ἀκολουθοῦμε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερα ἀγαθά. Σὲ ἐκείνου τὴν πονηρία ἀξίζει αὐτὸς ὁ θρῆνος, ὄχι σὲ ἐσένα ποὺ πρόκειται νὰ λάβεις ὡς ἀμοιβὴ τὸν στέφανο καὶ νὰ ἀναπαυθεῖς, καθόσον ὁ θάνατος εἶναι λιμάνι γαλήνιο. Κοίταξε πόσα κακὰ γεμίζουν τὴ ζωὴ αὐτή· τὰ πράγματα προχωροῦν στὸ χειρότερο καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν μικρὴ ἡ καταδίκη ποὺ ἔλαβες ὡς κληρονομιὰ ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα (:Μὲ λῦπες θὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου)», λέει [Γέν. 3,16]· καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου (:Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ φᾷς τὸ ψωμὶ σου)» [Γέν. 3,17]· καὶ «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε (:Μέσα στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλίψη)» [Ἰω. 16,33].
Γιὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴ ὅμως τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει λεχθεῖ, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου τὸ ἀντίθετο· «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός (:Δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ πόνος, ἡ λύπη κι ὁ στεναγμός)» [Ἠσ. 35,10] καὶ «πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν (:Σας διαβεβαιώνω λοιπὸν ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύσῃ, ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν)» [Ματθ. 8,11]· καὶ ὅτι ἡ ζωὴ ἐκεῖ εἶναι παστάδα πνευματικὴ καὶ λαμπάδες φαιδρὲς καὶ μετάσταση πρὸς τὸν οὐρανό.
[...] Μὲ τέτοιες σκέψεις λοιπὸν ἂς συγκρατούμαστε. Ἔτσι καὶ τὸν νεκρό μας εὐχαριστοῦμε καὶ θὰ λάβουμε τοὺς ἐπαίνους πολλῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ θὰ λάβουμε τοὺς μεγάλους μισθοὺς τῆς ὑπομονῆς καὶ θὰ κερδίσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Αὐτὰ μακάρι νὰ τὰ ἐπιτύχουμε ὅλα μέ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, Ὑπόμνημα στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, ὁμιλία ΛΑ΄, σελίδες 337-365.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 65, σελ. 119-133
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου