Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική, η λογική
πίστις της αποδοχής. Ο άνθρωπος εδώ αποδέχεται κάτι λογικά και πιστεύει σ’ αυτό
που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο.
Όταν η Αγία Γραφή λέγη ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται32,
δεν εννοεί απλώς την πίστη της αποδοχής. Η άλλη πίστις είναι η καρδιακή πίστις,
η πίστις της καρδιάς, διότι δεν υπάρχει η πίστις αυτή στην λογική, δηλαδή στην
διάνοια, αλλά στον χώρο της καρδιάς.
Αυτή η πίστις είναι δώρο Θεού, δηλαδή δεν
θα την λάβη ο άνθρωπος, αν δεν θελήση ο Θεός να του την χαρίση, και ονομάζεται
ενδιάθετος πίστις. Αυτήν την πίστη προκάλεσε ο πατέρας του σεληνιαζομένου
νέου στο Ευαγγέλιο τον Χριστό να του χαρίση, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μου τη
απιστία»33.