Παραμονή Χριστουγέννων.
Ξύπνημα από τις 6. Ντυνόμασταν ζεστά.
Φοράγαμε
τα σκουφάκια που μας είχε πλέξει η μάνα μας με τεράστιες φούντες στην
κορυφή και αφού πίναμε γρήγορα-γρήγορα το Νουνού φεύγαμε για τα κάλαντα.
Θέλαμε να είμαστε από τις πρώτες που θα χτύπαγαν το κουδούνι.
Ναι,
κινδυνεύαμε να μην μας ανοίξουν πρωί-πρωί, όμως αν, θα ήμασταν εμείς
που θα κάναμε το ποδαρικό και θα παίρναμε επαξίως τον καλύτερο μπουναμά.
Συνήθως,
η εμπειρία μας είχε δείξει, δηλαδή, ότι όλοι, πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων, άνοιγαν διάπλατα την πόρτα τους για να «τα πούμε».
Τότε, δεν υπήρχε φόβος.
Οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες κι όλοι σε καλωσόριζαν στο σπιτικό τους.
Η υποδοχή ήταν ίδια σε όλα τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα.
Μας έβαζαν στο σαλόνι τους, έτσι για το καλό.
Για να ακουστούν οι παιδικές φωνούλες και να πλημμυρίσουν οι τοίχοι από χαρά.
Αυτή
η χαρά θα συνόδευε την καινούργια χρόνια και θα κράταγε μέχρι τον
επόμενο χρόνο που πάλι θα χτύπαγε το κουδούνι και κάποια παιδιά θα
έλεγαν τα κάλαντα με τον δικό τους τρόπο.