Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ Θεοῦ, ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ τί εἶπαν οἱ προηγούμενοι ἀπὸ αὐτοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, μέχρις ὅτου ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, δὲν θεολογοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι, πρὶν φθάσουν στὸν φωτισμό, εἶναι ἁπλῶς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδὴ κοντά σε πνευματικοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι τοὺς προετοιμάζουν γιὰ τὸν φωτισμό. Τοὺς δίνουν δηλαδὴ νὰ διαβάσουν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, κάθονται μαζί τους καὶ κάνουν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ κατατοπισθοῦν ἱστορικὰ ἐπάνω στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοσι, τοὺς δίνουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Καὶ γενικά τοὺς ἀσκοῦν, ὥστε νὰ συντελεσθῇ ἡ κάθαρσις τοῦ νοῦ καὶ νὰ φύγουν ὅλες οἱ σκέψεις, καλὲς καὶ κακές, ἀπὸ τὸν νοῦ. Ἔτσι, ἔχοντες καθαρὸ νοῦ, νὰ μπορέσουν οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίσκεψι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἔλθῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε ἀρχίζουν νὰ θεολογοῦν.