Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Περί τῆς θεολογίας - Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (♱)

 

Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ Θεοῦ, ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ τί εἶπαν οἱ προηγούμενοι ἀπὸ αὐτοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, μέχρις ὅτου ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, δὲν θεολογοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι, πρὶν φθάσουν στὸν φωτισμό, εἶναι ἁπλῶς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδὴ κοντά σε πνευματικοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι τοὺς προετοιμάζουν γιὰ τὸν φωτισμό. Τοὺς δίνουν δηλαδὴ νὰ διαβάσουν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, κάθονται μαζί τους καὶ κάνουν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ κατατοπισθοῦν ἱστορικὰ ἐπάνω στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοσι, τοὺς δίνουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Καὶ γενικά τοὺς ἀσκοῦν, ὥστε νὰ συντελεσθῇ ἡ κάθαρσις τοῦ νοῦ καὶ νὰ φύγουν ὅλες οἱ σκέψεις, καλὲς καὶ κακές, ἀπὸ τὸν νοῦ. Ἔτσι, ἔχοντες καθαρὸ νοῦ, νὰ μπορέσουν οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίσκεψι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ἔλθῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε ἀρχίζουν νὰ θεολογοῦν.

Μέσα ἀπὸ μία τέτοια πορεία καὶ διαδικασία συντελεῖται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν πρᾶξι, αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ συνεχῆ, ἔντονο καὶ μακροχρόνιο ἀγῶνα. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καὶ φεύγει ἐπανειλημμένα, μέχρις ὅτου καθαρίσῃ τὸν ἀγωνιστὴ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ τὸν καταστήσῃ δόκιμο κατὰ τῶν παθῶν.

Σὲ ὅλο αὐτὸν τὸν ἀγῶνα δὲν βοηθάει καθόλου, μὰ καθόλου ἡ φιλοσοφία. Διότι αὐτὸ ποὺ τελικὰ καθαρίζεται καὶ φωτίζεται δὲν εἶναι ἡ λογική, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στὸ ἀρχικὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνα. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται πολὺ περισσότερο καιρὸ γιὰ νὰ καθαρισθῇ, ἐφ᾿ ὅσον, ἐννοεῖται, τηροῦνται οἱ ἀσκητικὲς προϋποθέσεις.

Ὅπως ἔχομε ἤδη πῇ, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα πρᾶγμα, καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Στὶς ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες, ἐκεῖνο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ γνῶσι, εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πραγματικὸς θεολόγος ὅμως φωτίζεται διπλᾶ. Σ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ φωτισθῇ καὶ ἡ λογική, διὰ τῆς Κατηχήσεως, κυρίως ὅμως φωτίζεται ὁ νοῦς, δηλαδὴ ἡ καρδιά του, ἡ πνευματικὴ καρδιά.

Στὴν Δυτικὴ Θεολογία ὅμως, ἐπειδὴ οἱ θεολόγοι τους ταύτισαν τὴν φώτισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν ἐναρμόνισι τῆς λογικῆς σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνος, τὰ ὁποῖα κατ᾿ αὐτοὺς εἶναι μέσα στὸν Θεό, συνέβῃ ὥστε ἡ φώτισι - κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο - νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ νὰ γνωρίσῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀρχέτυπα αὐτά, ἂν ὄχι ἀπ᾿ εὐθείας, τοὐλάχιστον μέσῳ τῶν κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσῳ τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι, λένε, γνωρίζοντας ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀρχέτυπα, αὐτόματα γνωρίζει τοὺς νόμους τῆς ἀληθείας, τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς κλπ.

Ἐξ ἐπόψεως Δυτικῆς θεολογικῆς παραδόσεως ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ὀντολογία, διότι ἡ ὀντολογία εἶναι τὸ θεμέλιο τῶν θεολογικῶν διακρίσεων ποὺ διατυπώνονται στὴν Δυτικὴ Θεολογία. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἀπεκόπησαν οἱ Δυτικοὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁπότε, ἀντὶ νὰ θεολογοῦν βάσει τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, οἱ μὲν Προτεστάντες πιστεύουν ὅτι ἡ μόνη πηγὴ ἀληθείας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ δὲ Παπικοὶ πιστεύουν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ προφορικὴ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀμφότεροι κάθονται ἁπλῶς καὶ διαβάζουν τὰ βιβλία αὐτά, πιστεύοντας ὅτι τὴν ὥρα ποὺ τὰ διαβάζουν ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, τὸ ὁποῖο τοὺς φωτίζει νὰ κατανοοῦν ὀρθὰ ἐκεῖνα ποὺ διαβάζουν. Μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι τὸ χάρισμα τῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν ἐδόθῃ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἀνάγνωσι τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν κάνει ὅλος ὁ σύλλογος, δηλαδὴ ὅλα τὰ μέλη μιᾶς Προτεσταντικῆς Ὁμολογίας, ἄσχετα ἂν κάποιος εἶναι παπᾶς ἢ δὲν εἶναι παπᾶς.

Στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία ὅμως πιστεύουν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθῃ κυρίως στὴν Ἱεραρχία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατὰ τὶς χειροτονίες οἱ ἐπίσκοποί τους λένε στὸν χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεῦμα Ἅγιον»! Θέλουν νὰ δείξουν δηλαδὴ οἱ χειροτονοῦντες ὅτι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν καὶ δίνουν Πνεῦμα Ἅγιον. Καὶ δίδεται Πνεῦμα Ἅγιον στοὺς ἐπισκόπους τους, γιὰ νὰ μποροῦν αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν Πάπα τῆς Ρώμης, ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, νὰ ἀποφαίνωνται σωστὰ περὶ τῶν θεμάτων ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν...

Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσι ὅμως ἔχομε τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐθεντίες ἀφ᾿ ἑαυτοῦ των, ἀλλὰ εἶναι αὐθεντίες ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καὶ μόνον. Ὁπότε καὶ ὁ καθένας, ὁ ὁποῖος φθάνει στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται καὶ αὐτὸς αὐθεντία, ἐπειδὴ μετέχει στὴν αὐθεντία ἐκείνων. Αὐτὸς δὲν λέγει τίποτε διαφορετικὸ ἀπ᾿ ὅτι εἶπαν ἐκεῖνοι, διότι ἀπέκτησε κοινὴ ἐμπειρία μὲ ἐκείνους. Ὅσοι ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία, λένε τὰ ἴδια πράγματα.

Ὁ ὁρισμὸς τῆς Μεταφυσικῆς ἢ τῆς Ὀντολογίας εἶναι ὅτι εἶναι μία ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μὲ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἀλλάζει, μὲ ἐκεῖνο ποὺ παραμένει ἀναλλοίωτο, μὲ τὸ «ὄντως ὅν» ἢ ἀκόμη καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παραμένει ἀναλλοίωτο γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεγχθῇ. Συμβαίνει ὅμως σήμερα οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες νὰ ἔχουν ἀποδείξει ὅτι στὸν κτιστὸ κόσμο τὰ πάντα εἶναι σχετικά, τὰ πάντα ἀλλάζουν. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθῇ ἡ ἄποψις ὅτι ὑπάρχει κάτι τὸ «ὀντολογικόν», ἐξ ἐπόψεως τοῦ παραμένοντος, τοῦ ἀμεταβλήτου. Ἀπὸ τὴν Ἀστρονομία κυρίως ξέρομε ὅτι ἐδῶ καὶ περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, ὅσο εἶναι ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος, ὁ κόσμος συνεχῶς ἀλλάζει καὶ μαζί του ὅλα τὰ κτίσματα.

Στὴν Ὀρθοδοξία ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεό, λέμε ὅτι ὁ Θεὸς «πάντοτε ὑπῆρχε καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχῃ». Αὐτὸ ὅμως τί σημαίνει; Μᾶς ἀποκαλύπτει αὐτό, τί εἶναι ὁ Θεὸς ἢ τί δὲν εἶναι ὁ Θεός; Μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὄχι, βέβαια, διότι εἶναι κάτι τὸ ἀποφατικό. Σημαίνει δηλαδὴ ἡ παραπάνω ἔκφρασις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν αὐτὰ τὰ πράγματα τοῦ κτιστοῦ κόσμου ποὺ μεταβάλλονται καὶ τὰ ὁποῖα κάποτε δημιουργήθηκαν, ὑπάρχουν γιὰ ἕνα διάστημα καὶ μετὰ σταματοῦν νὰ ὑπάρχουν. Ὁ Θεὸς πάντα ὑπῆρχε καὶ πρὶν ὑπάρξῃ αὐτὸς ὁ κόσμος καὶ θὰ ὑπάρχῃ καὶ μετὰ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναλλοίωτος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀΐδιος καὶ ἀθάνατος κατὰ φύσιν. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἔκφρασις μᾶς λέγει τί δὲν εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι τὸ τί εἶναι.

Ἡ Μεταφυσικὴ ὅμως ἐπιστήμη εἶναι - σύμφωνα μὲ τοὺς ὀπαδούς της - ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὄντος. Ὄχι τοῦ μὴ ὄντος. Ἐξετάζει δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει, αὐτὸ ποὺ εἶναι. Ὄχι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι, ποὺ δὲν ὑπάρχει.

Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν γιὰ τὸν Θεό, λένε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄγνωστος κατὰ τὴν οὐσία Του. Δὲν γνωρίζομε τὸ «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τὸ τί εἶναι ὁ Θεός, τὸ ὄντως ὅν. Λένε μάλιστα ὅτι οὔτε μποροῦμε ποτὲ νὰ γνωρίσωμε τὸν Θεὸν κατὰ τὴν οὐσία Του. Ξέρομε μόνον ὅτι ὑπάρχει. Πῶς τὸ ξέρομε αὐτό; Ἐπειδὴ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει τὴν δόξα Του, τὴν ἐνέργειά Του, τὸ Φῶς Του. Καί, ὅταν βλέπῃ κανεὶς τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, δὲν καταλαβαίνει, δὲν γνωρίζει, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ τὸ «τί εἶναι ὁ Θεός». Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Μυστήριο.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου