Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Ἀντώνης Ἀντωνᾶς: Κυπριακὰ Πρωτοχρονιάτικα ἤθη καὶ ἔθιμα

 
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
 
Πιστή, ἡ ημισκλαβωμένη Ἑλληνικὴ Κύπρος, τηρεῖ τὰ 
Ἑλληνοχριστιανικὰ Πρωτοχρονιάτικα ἤθη καὶ  ἔθιμα.
 
Ἐπιμέλεια ἀναμετάδοσης ἐνδεικτικῶν ἀποσπασμάτων, μὲ πρόσθετα σχόλια καὶ πληροφορίες ἀπὸ Ἀ. Ἀντωνᾶ.
 
«ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΣ, ΚΑΝΕ ΕΥΤΖΙΗ  ΕΤΟΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΣΤΟΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΣ, ΕΙΡΗΝΗ ΝΑ Σοῦ ΔΩΣΕΙ,  ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ, ΤΖΙΑΙ ΤΗΝ ΜΑΥΡΟΓΕΡΗΜΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑ, ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ ΝΑ ΔΙΩΞΕΙ, ΝΑ ΑΠΟΣΕΙΣΕΙ ΤΖΙΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ ΤΖΙΑΙ ΟΥΛΛΟΣ Ὁ  ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΤΖΙΑΙ ΛΕΥΤΕΡΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ.»
 
Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς
 
Ἅγιε Βασίλη, Κάτσε νὰ φᾷς κάτσε νὰ πιεῖς/ κάτσε τὸν πόνο σου νὰ πεῖς/ κάτσε νὰ τραγουδήσεις/ καὶ νά μᾶς καλοκαρδίσεις/ Ἀρχιμηνιὰ κι Ἀρχιχρονιά/ ψηλή μου δεντρολιβανιά/ (κι ἀρχὴ) κι ἀρχὴ καλὸς μας χρόνος/ (Ἐκκλησιὰ) Ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνο/ Ἀρχὴ ποὺ βγῆκε ὁ Χριστός/ Ἅγιος καὶ πνευματικός (στὴ γῆ) στὴ γῆ νὰ περπατήσει/ καὶ νά μᾶς) καὶ νά μᾶς καλοκαρδίσει/ Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται κι ὅλους μας καταδέχεται/ (ἀπὸ) ἀπὸ τὴν Καισαρεία/ (σὺ σ᾿ ἀρχὸ) σὺ σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία/ Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί/ ζαχαροκάντιο, ζυμωτή/ (χαρτὶ) χαρτὶ καὶ καλαμάρι/ (δὲς κι ἐμὲ) δὲς κι ἐμὲ τὸ παλληκάρι/ Τὸ καλαμάρι ἔγραφε/ τὴ μοῖρα μου τὴν ἔλεγε/ (καὶ τὸ) καὶ τὸ χαρτὶ ὁμίλει/ (ἄσπρε μου) ἄσπρε μου Ἅγιο Βασίλη/ Τοῦ χρόνου μας ἀρχὴ καλή/ καὶ ὁ Χριστός μας ὁδηγεῖ/ κακία νὰ ἀρνηθοῦμε
μ᾿ ἀρετὲς νὰ στολιστοῦμε
 
Ἐνδεικτικὰ καὶ ἀποσπασματικά.
 
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Τὴν Παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἡ Κυπριακὴ οἰκογένεια στρώνει τὸ τραπέζι ποὺ «θὰ φιλοξενήσει» τὸν Αϊ-Βασίλη. Πάνω στὸ τραπέζι οἱ νοικοκυρὲς τοποθετοῦν τὴ βασιλόπιτα, κόλλυβα, ἕνα ἀναμμένο κερί, ἕνα ποτήρι κρασὶ καὶ τὸ πορτοφόλι τοῦ πατέρα γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Ἅγιος νὰ φάει, νὰ πιεῖ καὶ νὰ τὰ εὐλογήσει.
                                                                                                  
Ἕνα ἄλλο ἔθιμο ποὺ σώζεται μέχρι τὶς μέρες μας καὶ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν Παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς εἶναι τὸ ἔθιμο τῆς ἐλιᾶς. Ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζεύεται γύρω ἀπὸ τὸ τζάκι καὶ μικροὶ μεγάλοι ρίχνουν φύλλα χλωρῆς ἐλιᾶς στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ μαντέψουν ἂν κάποια πρόσωπα τοὺς ἀγαποῦν. Τὴν ὥρα ποὺ ρίχνουν τὴν ἐλιὰ στὰ κάρβουνα λένε τὰ παρακάτω λόγια: «Ἄη Βασίλη βασιλιᾶ, ποὺ περπατᾷς τζ'αὶ καλαντάς, δεῖξε τζ'αὶ φανέρωσε ἂν μ᾿ ἀγαπᾷ ὁ (η) τάδε» ἢ Ἄη Βασίλη βασιλιᾶ, τζιαὶ πρωτολουτουρκίτη, ἐπήες πέρα τῶν περὼν τζ' ηὗρες τὴν τύχην, τῶν τυχῶν, ηὗρε τζι' ἐμὲν τὴν τύχην μου, τζιαὶ πέτης πὼς τὴν σσαιρετῶ, τζιαὶ νάρτει πόψε νὰ τὴν δῶ, δεῖξε τζιαὶ φενέρωσε γιὰ τούτην τὴν δουλιάν, ἂν μ᾿ ἀγαπᾷ (ο...η...)
 
Ἄν τὸ φύλλο τῆς ἐλιᾶς πεταχτεῖ μὲ κρότο,σημαίνει πὼς τοὺς ἀγαπᾷ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔβαλαν στὸ μυαλό τους. Ἄν δὲν ἀκουστεῖ κανένας κρότος καὶ ἡ ἐλιὰ καεῖ, τότε συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.
                                                                           
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ. Μόλις τελειώσει ἡ πρωτοχρονιάτικη λειτουργία, ἡ οἰκογένεια ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι, ὅπου κόβουν τὴν πατροπαράδοτη βασιλόπιτα. Τὸ πρῶτο κομμάτι τὸ προσφέρουν στὸ Χριστό, τὸ δεύτερο στοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους, τὸ τρίτο στὸ νοικοκύρη καὶ τὰ ὑπόλοιπα μοιράζονται σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας. Ὅποιος βρεῖ τὸ κρυμμένο νόμισμα θὰ εἶναι τυχερὸς ὅλη τὴ χρονιά.
 
ΦΩΤΑ. Τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων ὅλος ὁ κόσμος πηγαίνει στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἐκκλησία ὁ κόσμος πίνει ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ δρόσο. Τὴν ἴδια μέρα σὲ ὅλες τὶς παραλιακὲς πόλεις ὁ ἱερέας ρίχνει μέσα στὴ θάλασσα τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ νερὰ καὶ οἱ πιὸ καλοὶ κολυμβητὲς βουτοῦν στὰ κρύα νερά γιὰ νὰ τὸν πάρουν.                                                       
Τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων τὰ παιδιὰ γυρίζουν στὶς γειτονιὲς καὶ στοὺς συγγενεῖς τους καὶ τοὺς λένε ἕνα τραγούδι μὲ σκοπὸ νὰ πάρουν χρήματα: «Καλημέρα καὶ τὰ Φῶτα καὶ τὴν Πουλουστρίνα πρῶτα»                                                                                                        
Τὸ γλύκισμα τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων, ποὺ ἑτοιμάζουν οἱ νοικοκυρὲς εἶναι τα ξεροτήγανα (τύπος λουκουμάδων). Κατὰ τὸ ἔθιμο, τὰ παιδιὰ ὄχι μόνο τρῶνε, ἀλλὰ τὸ περίσσευμα τὸ ρίχνουν καὶ στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ ξεροτήγανα μαζὶ μὲ κομματάκια λουκάνικου γιὰ νὰ τὰ φᾶνε οἱ καλικάντζαροι καὶ νὰ φύγουν. Τὴν ἴδια ὥρα, τραγουδοῦν τὸ ἀκόλουθο ποίημα: «Τιτσὶν τιτσὶν λουκάνικο. Μασιαίρι μαυρομάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, νὰ φᾶτε,φάτε τζιαὶ νὰ φύετε»
 
Γιὰ τὰ Φῶτα ὁ λαὸς πιστεύει, πὼς εἶναι ἡ μέρα ποὺ φεύγουν ὁριστικὰ οἱ καλικάντζαροι, γιατί φοβοῦνται τὴν ἁγιαστούρα τοῦ παπᾶ. Ὁ τρόμος τους ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Παραμονὴ τῶν Φώτων ποὺ γίνεται ὁ μικρὸς ἁγιασμὸς τῶν παπάδων. Γι αὐτὸ καὶ τὸ ἔθιμο τοῦ λαοῦ λέει: «Στὶς πέντε τοῦ Γενάρη. Φεύγουν οἱ καλικαντζάροι» Ἀλλὰ ὁ μεγάλος τους τρόμος εἶναι τὰ Φῶτα. Ἐκεῖνα τοὺς διώχνουν ὁλότελα. Φεύγουν τότε λέγοντας: «Φεύγετε νὰ φεύγουμε. κι ἔφτασε ὁ τουρλόπαπας, μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του...»
 
Ἐπίσης κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοποθετοῦν κυρίως πάνω στὶς πόρτες κλαδιὰ ἢ στεφάνια ἀπὸ ἐλιὰ (Μαραθάσα, Τηλλυρία).                                                          
Στὸν Ἅγιο Δημήτριο τῆς Μαραθάσας οἱ κοπέλες κυρίως τρέχουν πολὺ πρωὶ νὰ πᾶνε στὴ βρύση γιὰ νὰ πάρουνε ὅπως λένε τὰ κάλλη τους, δηλ. χρυσαφικά. Θὰ τὰ πάρει ὅποια πάει πρώτη νὰ γεμίσει τὴ στάμνα της ποὺ ἔχει στὸ στόμιό της θυμάρι καὶ κλαδὶ ἐλιᾶς. Ρίχνει στὴ γούρνα τῆς βρύσης σιτάρι, κρεμᾷ ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς πάνω στὴ βρύση καὶ γεμίζει τὴ στάμνα της μὲ νερὸ λέγοντας: Καλημέρα βρύση, δός μου ποὺ τὰ κάλλη σου, νὰ σοῦ δώκω ποὺ τὰ δικά μου. Σ᾿ ὅλη τὴν Κύπρο, ἀλλὰ περισσότερο στὴν περιοχὴ τῆς κατεχόμενης σήμερα Ἁγίας Καρπασίας, προσέχουν πολὺ τὸ ποδαρικόν, δηλ. ποιός θὰ μπεῖ πρῶτος στὸ σπίτι κατὰ τὴν Πρωτοχρονιά. Χάμω στὴν ἐξώθυρα τοῦ σπιτιοῦ ὑπάρχει πέτρα ἀλλὰ κυρίως μιὰ σκιλλοκρεμμύδα (αβρόσσ'ιλλα). 
 
Ὅποιος μπεῖ πρῶτος, πρέπει νὰ μπεῖ μὲ τὸ δεξί του πόδι, ρίχνει πρῶτα μέσα στὸ σπίτι τὴν πέτρα καὶ ὕστερα τὴ σκιλλοκρεμμύδα. Κατόπιν κάμνει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ λέγει ἔλα δύναμίς σου Θεέ μου τζ᾿ αἱ νά᾿ γ᾿ καλὸς ὁ χρόνος τζ᾿ αἱ νὰ τρέσ᾿ εἰ πόσσω σας τὸ μέλιν τζ᾿ αἱ τὸ γάλαν. Ὁ νοικοκύρης τοῦ δίδει μέλι ἢ γλυκὸ νὰ φάει καὶ πουλουστρίναν, δηλ. νόμισμα (τὸ ὁποῖο τοῦ ἔδωσε προηγουμένως καὶ ἔριξε μέσα στὸ σπίτι). Τὴν σκιλλοκρεμμύδα τὴν ἀφήνουν νὰ κρέμεται συνήθως πάνω στὸ δοκάρι ἢ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μέχρι τὸν ἄλλο χρόνο.                                                                           
 
Σὲ πολλὰ χωριὰ κατὰ τὴν προηγούμενη νύκτα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοποθετοῦνται πάνω στὸ τραπέζι κόλλυβα, κρασί, κτενιὰ (τσατσάρα) γιὰ νὰ κτενίσει τὰ γένεια του ὁ Ἄης Βασίλης, ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς (Ἀνώγυρα) καὶ τὸ πουγγὶ τοῦ οἰκοδεσπότη, γιατί πιστεύεται ὅτι θὰ ἔλθει ὁ ἅγιος Βασίλειος νὰ φάει καὶ νὰ τὰ εὐλογήσει. Ἐπίσης συνήθως κατὰ τὴ νύκτα αὐτὴ τοποθετοῦνται μέσα σ᾿ ἕνα πιάτο διάφοροι δημητριακοὶ καρποὶ (ποὺ λέγονται Βασίλης) καὶ τοὺς ραντίζουν τακτικὰ μέχρις ὅτου βλαστήσουν. Κατὰ τὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου (στὶς 17 Ἰανουαρίου) οἱ καρποὶ αὐτοὶ φυτεύονται στὰ χωράφια ὅπου ὑπάρχουν φυτεμένοι κι ἄλλοι δημητριακοὶ καρποί. Στὸ Γουδὶ τῆς Πάφου κατὰ τὴν ἴδια μέρα ραντίζονται τὰ σπαρτὰ μὲ ἁγιασμὸ τῶν Φώτων.
 
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια ἢ τὰ Φῶτα!
 
Ἡ γιορτὴ εἶναι γνωστὴ στὸ λαὸ σὰν γιορτὴ τῶν Φώτων, ἐπειδὴ σὲ παλαιότερους χρόνους κατὰ τὴ μέρα αὐτὴ βάφτιζαν τὰ τέκνα τους κι ἔτσι φωτίζονταν. Κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων, δηλ. κατὰ τὰ λεγόμενα Κάλαντα, τελεῖται στὴν ἐκκλησία ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, δηλ. ὁ ἁγιασμὸς τῶν νερῶν. Σὲ μερικὰ χωριὰ τῆς Κύπρου (Πάφος κ.α.) μεταφέρονται στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ βαπτιστοῦν στὸ ἁγιασμένο νερὸ διάφορα φροῦτα ὅπως ἑσπεριδοειδῆ, ρόδια, καρπούζια καὶ σταφύλια, φυλαγμένα ἀπὸ πρίν, ἀμύγδαλα κλπ.).. Ἐπίσης κάθε οἰκογένεια φροντίζει νὰ βαφτίζει μερικὰ κεριά, ποὺ τὰ φυλάσσουν καὶ τὰ ἀνάβουν σὲ περίπτωση θύελλας ἢ σὲ περίπτωση ποὺ μιὰ ἔγκυος δυσκολεύεται νὰ γεννήσει.                                                                                                                               
 
Μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ οἱ ἱερεῖς περιέρχονται τὰ σπίτια καὶ καλαντίζουν, δηλ. ραντίζουν μὲ ἁγιασμένο νερὸ ὅλα τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ καὶ τοὺς ἐνοίκους, ἐνῶ ταυτόχρονα ψάλλουν τὸ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε. Τὸ ράντισμα τοῦτο πιστεύεται ὅτι ἔχει τὴ δύναμη νὰ διώξει τοὺς Καλικάντζαρους, δηλ. τὰ δαιμόνια ποὺ πιστεύεται ὅτι συχνάζουν καθόλα τὰ δωδεκάμερα καὶ ἐνοχλοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύεται ὅτι αὐτοὶ διαμένουν στοὺς μύλους ἢ τὰ σταυροδρόμια καὶ πίνουν ἀπὸ ποτήρια ποὺ εἶναι τὰ νύχια τῶν γαϊδουριῶν ἢ τῶν χοίρων, ἐξαφανίζονται δὲ ὅταν κάμει κανένας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
 
Κάθε οἰκογένεια προσφέρει στὸν ἱερέα ποὺ καλαντίζει, κουλούρια, γλυκό, ποτό, ξεροτήανα (Σολιά), κόλλυβα (Λαγουδερά), λουκάνικα (Πάφος), πωρικὰ (ἀμύγδαλα, καρύδια κλπ.) (Μαραθάσα) καὶ νομίσματα ποὺ παλαιότερα ἀποτελοῦσαν τὴν χρονιάτικη πληρωμή του ποὺ γινόταν ἀπὸ τὴν κοινότητα. Στὸ Γουδὶ τῆς Πάφου ἔχουν στρωμένο τραπέζι (αὐτὴ τὴ μέρα ἀνοίγουν τὴ ζαλατίνα) καὶ ὁ ἱερέας πρέπει νὰ πάρει λίγο φαγητὸ καὶ λίγο κρασί. Τὸν ἱερέα κατὰ κανόνα συνοδεύουν μικρὰ παιδιὰ ποὺ φέρουν τὸ σικλίν, δοχεῖο δηλ. μετάλλινο ποὺ περιέχει ἁγιασμένο νερό, καὶ φανάρι, ἀναμμένο ἀπὸ τὸ καντήλι κυρίως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς δίδουν σ᾿ ὅλες τὶς οἰκογένειες.
                                                                                                                              
Μ' αὐτὸ τὸ φῶς κάμνουν καὶ τὴ λεγόμενη χολλάν. Δηλ. ἀνάβουν κερὶ καὶ τὸ τοποθετοῦν κάτω ἀπὸ ἕνα ὑνὶ ἢ γαστρὶ καὶ δημιουργεῖται αἰθάλη (μούζη). Τὴν παίρνουν μ᾿ ἕνα βαμβάκι καὶ τὴν τοποθετοῦν στὸ κοίλωμα ἑνὸς μικροῦ καλαμιοῦ. Μ᾿ αὐτὴ τὴ χολλὰ μαυρίζουν μ᾿ ἕνα φτερὸ κυρίως τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλλὰ μαυρίζονται καὶ γυναῖκες γιὰ νὰ κάμουν μαῦρα μάτια, ποὺ ἐθεωροῦντο ὅτι ἦταν ὄμορφα, ἢ γιὰ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες τῶν ὀφθαλμῶν. Στὸ χωριὸ Πάνω Ἀρόδες (Πάφου) ὑπάρχει ἡ Παναγία ἡ Χρυσοσπηλιώτισσα (σὲ μιὰ σπηλιὰ) καὶ τὴν πιὸ πάνω αἰθάλη τὴν παίρνουν οἱ γυναῖκες κατὰ τὴν Τρίτη τῆς Λαμπρῆς (γίνεται πανηγύρι) καὶ χολλιάζονται.
 
Ἐπίσης στὴν Πάφο (Γουδὶ) ἀνάβουν μὲ τὸ πιὸ πάνω φῶς δυὸ κεριὰ καὶ τὰ κολλοῦν στὰ κέρατα τῶν βοδιῶν ἂν δὲν εἶναι ἀδέλφια. Ἄν εἶναι ἀδέλφια, τοὺς κολλοῦν ἀπὸ ἕνα κερὶ σὲ κάθε κέρατο. Ἀκόμη ρίχνουν σ᾿ αὐτὰ κατὰ τὴ νύχτα κόλλυβα καὶ πιστεύεται ὅτι μιλοῦν καὶ λένε μεταξύ τους: Φάε νὰ φάμεν ποὺ τοὺς κόπους μας.               
 
Στὸ χωριὸ Κρήτου Μαρόττου τῆς Πάφου τὰ πιὸ πάνω κόλλυβα τὰ ψήνουν κατὰ τὴν Πρωτοχρονιά. Μέσα σ᾿ αὐτὰ ρίχνουν καὶ τὸ σιτάρι τοῦ λεγόμενου σταυροῦ. Ὁ σταυρὸς γίνεται κατὰ τὴν τελευταία μέρα τοῦ θερισμοῦ ὅπου γίνεται ἡ λεγόμενη μηλιά*. Ὕστερα τὰ ρίχνουν στὰ βόδια ποὺ πιστεύεται ὅτι μιλοῦν καὶ λένε τὴν πιὸ πάνω φράση. Ἐπίσης κόλλυβα ρίχνουν σχεδὸν σ᾿ ὅλη τὴν Κύπρο κατὰ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἢ κατὰ τὰ Φῶτα καὶ στὶς κότες γιὰ νὰ γεννοῦν αὐγά. Σὲ μερικὰ χωριὰ τὰ κόλλυβα αὐτὰ τὰ λένε βασιλούδια. Στὸ Γουδὶ τῆς Πάφου μὲ τὸ φῶς τῶν Φώτων ἄναβαν παλαιότερα μιὰ μικρὴ φωτιὰ σὲ ἁλώνια, γιὰ εὐλοΐαν τοῦ ἁλωνιοῦ, ὅπως ἔλεγαν.                                                                                                                                      
 
Ἐπίσης στὸ ἴδιο χωριὸ ἄναβαν μὲ τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ τῶν Φώτων ἕνα μεγάλο ξύλο. Διατηροῦσαν τὴ φωτιὰ γιὰ σαράντα μέρες. Κατόπιν ἔπαιρναν μερικὰ καρβουνάκια ἀπὸ τὴν πιὸ πάνω φωτιὰ καὶ τὰ ἔριχναν μέσα σ᾿ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό. Μ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ ράντιζαν ὅλο τὸ σπίτι.
                                                                                                       
Κατὰ τὰ Κάλαντα κάθε οἰκογένεια πρέπει νὰ ψήσει ξεροτήανα (τηγανίτες). Ρίχνει μερικὰ ἀποφάγια πάνω στὴ στέγη τῶν σπιτιῶν (σπάνια μὲ λίγα λουκάνικα), γιὰ νὰ φᾶνε καὶ νὰ φύγουν οἱ *Καλικάντζαροι. Τὰ κακὰ ξωτικὰ  λένε: «Τιτσὶν τιτσὶν λουκάνικον μασ᾿ αίριν μαυρομάνικον κομμάτιν ξεροτήανον. νὰ φάμεν τζ᾿ αἱ νὰ φύουμεν»
 
*Οἱ καλικάντζαροι εἶναι μαυριδεροί, τριχωτοί, μὲ οὐρὰ καὶ μακριὰ χέρια. Ζοῦν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ μὲ ἕνα μεγάλο πριόνι ἀγωνίζονται νὰ κόψουν τὸν τεράστιο ξύλινο στῦλο, ποὺ κρατᾷ στὴ θέση της τὴ γῆ. Ὁ στῦλος ὅμως εἶναι πολὺ χοντρὸς καὶ γι αὐτὸ χρειάζεται μεγάλη καὶ μακρόχρονη προσπάθεια. Τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων τὰ ἔχουν σχεδὸν καταφέρει καὶ τὸ στήριγμα τῆς γῆς εἶναι ἕτοιμο νὰ κοπεῖ καὶ νὰ πέσει. Χαρούμενοι ποὺ τὰ κατάφεραν ἐπιτέλους, οἱ καλικάντζαροι βγαίνουν ἐπάνω τὴ γῆ γιὰ νὰ πειράξουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ νὰ μὴν σωριαστεῖ ἡ γῆ στὰ κεφάλια τους. Οἱ καλικάντζαροι ἐξαφανίζονται τὰ Φῶτα μὲ τὸν ἁγιασμὸ τῶν νερῶν.
 
Κατὰ τὴ γιορτὴ τῶν Φώτων στὶς παράλιες πόλεις γίνεται ἡ κατάδυση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἁγιασμοῦ, ἐνῶ προηγοῦνται τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ἱερεῖς συνήθως μὲ τὸν ἀρχιερέα) μεταβαίνουν στὴν παραλία ὅπου ὁ προΐστάμενος τῆς τελετῆς ψάλλει τὸ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε... καὶ ρίπτει στὴ θάλασσα τὸν Τίμιο Σταυρό, δεμένο μὲ ἁλυσίδα κυρίως, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ. Πολλοὶ δύτες ποὺ ἀναμένουν τὴν κατάδυση τοῦ σταυροῦ, ἁμιλλῶνται ποιός θὰ τὸν βρεῖ γιὰ νὰ τὸν φέρει στὸν προϊστάμενο τῆς τελετῆς.  Ἀξιοσημείωτο ἔθιμο τῆς μέρας αὐτῆς εἶναι αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴν Πάφο κ.α. ὅπου μικρὰ παιδιὰ περιέρχονται τὰ σπίτια ζητῶντας πλουμιστήραν (ἀπὸ τὸ ρ πλουμίζω = φιλοδωρῶ) ἢ πουλουστρίναν (ἀπὸ τὸ γαλλικὸ pour estrenne = καλὴ τύχη), δηλ. φιλοδώρημα συνήθως χρηματικὸ (παλαιότερα, ἦταν διάφοροι καρποί, ὅπως ἀμύγδαλα, σταφίδες, ρόδια κλπ.), λέγοντας Καλημέρα τζ᾿ αὶ τὰ Φῶτα τζ᾿ αὶ τὴν πλουμιστήραν πρῶτα. 
ΠΗΓΗ: ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
 
Ὁ Ἅης Βασίλης καὶ τὰ πρωτοχρονιάτικα ἔθιμα τῆς Κύπρου
 
Πλούσια εἶναι στὴν Κύπρο ἡ λαογραφία ἡ σχετικὴ μὲ τὸν καλὸ ἅγιο Βασίλη καὶ πολλὰ εἶναι τὰ ἔθιμα τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γιορτή του, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴ πρώτη μέρα τοῦ χρόνου. Τὸ μικρὸ κείμενο  αὐτὸ ἐξετάζει ἀκριβῶς τὰ ἔθιμα αὐτά, ποὺ ἀρκετὰ εἶναι παγκύπρια, ἄλλα τοπικὰ ἢ μὲ παραλλαγὲς ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχή, ποὺ ἄλλα ἐπιζοῦν μέχρι σήμερα κι ἄλλα ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ.
 
Τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς οἱ γυναῖκες κάνουν κόλλυβα. Στὸ Ριζοκάρπασο (Κατεχόμενο σήμερα)  προσθέτουν σ᾿ αὐτὰ ἀμυγδαλόψιχα, σπυριὰ ροδιοῦ, σταφίδες καὶ σησάμι καὶ τὰ λένε «βασιλούθκια». Πάνω σ᾿ αὐτὰ τοποθετοῦν τὴ βασιλόπιττα μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο. Ἡ τελευταία ζυμώνεται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα Χριστόψωμα (γεννόπιττες). Ἡ βασιλόπιττα εἶναι ἕνα μεγάλο ψωμὶ μὲ σησάμι (ἢ χωρὶς) κι ἕνα ζυμαρένιο σταυρό, μέσα της δὲ περιέχει ἕνα νόμισμα. Στὸ Ριζοκάρπασο ζύμωναν κι ἕνα ἀνθρωπόμορφο ψωμὶ πού ᾿λεγαν «Βασίλη» καὶ τὸ κρεμοῦσαν μὲ κόκκινη κορδέλα ἀπὸ τὴν «καρελιά» (ἀλλοῦ «ταπατζιὰ» καὶ τὸ φύλαγαν μέχρι τὴν ἑπόμενη χρονιά.
 
Τὰ πιὸ πάνω κόλλυβα εἶναι μέρος τοῦ δείπνου ποὺ ἑτοίμαζαν οἱ γυναῖκες τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς γιὰ τὸν Ἅη Βασίλη. Σὲ μερικὲς περιοχὲς (Ἀνώγυρα Λεμεσοῦ κ.α) τοποθετοῦν καὶ κλωνάρια ἐλιᾶς κι ἕνα δοχεῖο μὲ κρασί. Ἀκόμη συνηθιζόταν νὰ τοποθετοῦν κοντὰ στὸ δεῖπνο καὶ τὸ πορτοφόλι τοῦ νοικοκύρη καὶ μιὰ «χτενιά» (τσατσάρα). Στὴ Κυθρέα ἡ βασιλόπιττα ἐτοποθετεῖτο σ᾿ ἕνα κόσκινο στὸ σέντε (χῶρος φύλαξης τῶν δημητριακῶν) τοῦ σπιτιοῦ. Κοντά της τοποθετοῦσαν κι ἕνα καντήλι ποὺ ἄναβε ὅλη νύκτα.
 
Ὁ Ἅης Βασίλης, ποὺ πιστεύεται ὅτι θὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ σπίτι, θὰ δοκιμάσει τὸ δεῖπνο ποὺ τοῦ ἑτοίμασαν, θὰ χτενίσει τὰ γένια του καὶ θὰ εὐλογίσει τὰ ἀγαθὰ τοῦ σπιτιοῦ. Λίγα κόλλυβα ρίχνονται στὶς φάτνες τῶν βοδιῶν (παλαιότερα μαζὶ μὲ φύλλα ἐλιᾶς), τὰ δὲ βόδια πιστεύεται πὼς τότε μιλοῦν καὶ λένε: Φᾶτε νὰ φᾶμεν τζι᾿ ένι ποὺ τοὺς κόπους μας (ὑπάρχουν μικρὲς παραλλαγὲς τῆς φράσης αὐτῆς). Στὸ Ριζοκάρπασο ρίχνουν λίγα κόλλυβα καὶ στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν. Στὴν Πιτσιλιὰ βράζουν τὰ κόλλυβα κατὰ τὰ Κάλαντα τῶν Φώτων.
 
Σὲ μερικὰ χωριὰ (ἰδίως τῆς Πάφου, ὅπως Γουδὶ κ.ἄ.) συνηθίζεται νὰ ρίχνουν λίγο σιτάρι πάνω στὸ θυμάρι τῆς στάμνας τοῦ νεροῦ, τὴν παραμονή. Μὲ τὴν ὑγρασία τοῦ νεροῦ τὸ σιτάρι βλαστᾶ καὶ λέγεται «Βασίλης» (σ᾿ ἄλλες περιοχὲς Βασίλης λέγεται ἡ Βασιλόπιττα). Στὸ Ἅγιο Δημήτριο Μαραθάσας τὸ πρωὶ τῆς Πρωτοχρονιᾶς συναγωνίζονται οἱ γυναῖκες ποιὰ θὰ πρωτοπάει στὴ βρύση μὲ τὴ στάμνα της γιὰ νὰ πάρει τὰ «κάλλη τῆς βρύσης». Ρίχνουν πρῶτα λίγο σιτάρι στὴ γούρνα καὶ λίγο πάνω στὸ θυμάρι τῆς στάμνας, ποὺ φέρει καὶ ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς. Μετὰ νίβονται καὶ λένε: Καλημέρα βρύση, δός μου ποὺ τὰ κάλλη σου, νὰ σοῦ δώσω ποὺ τὰ δικά μου.
 
Σ᾿ ἄλλες περιοχὲς φυτεύονται σιτάρι, κριθάρι, φακὲς κ.ἄ. σὲ πιάτο ποὺ περιέχει βρεγμένο μὲ νερὸ βαμβάκι. Ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι παλιότερα τοποθετοῦσαν σιτάρι σὲ καλάθι ἢ κοφίνι μὲ κλαδιὰ ἐλιᾶς καὶ τὸ ἔβρεχαν καθημερινὰ ὥστε νὰ βγάζει ρίζες ποὺ λέγονταν «τ᾿ ἄσπρα γένια τοῦ Ἅη Βασίλη». Τὸ φυτρωμένο σιτάρι στὸ πιάτο τοποθετεῖται μαζὶ μὲ τὸ δεῖπνο γιὰ νὰ τὸ εὐλογήσει ὁ Ἅγιος κι αὐτό. Τὴν εἰκονικὴ αὐτὴ σπορὰ μερικοὶ τὴν κάνουν γύρω στὰ Χριστούγεννα, ἄλλοι τὴν Πρωτοχρονιὰ κι ἄλλοι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνα (12 Δεκεμβρίου). Τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (17 Ἰανουαρίου) οἱ βλαστημένοι σπόροι μεταφυτεύονται τὴν ἡμέρα τῶν Καλάντων, ἐνῶ ραντίζονται ταυτόχρονα μὲ ἁγιασμό, ἐνῶ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀγροῦ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους ψάλλει τὸ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε... Ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σπόρων αὐτῶν οἱ γεωργοὶ βγάζουν συμπεράσματα γιὰ τὴ βλάστηση καὶ τὴ παραγωγὴ τῆς χρονιᾶς.
 
Ἐπίσης ἄλλες ἐκδοχὴ γιὰ τὰ σχετικὰ ἔθιμα ...
 
Ἄν τὸ φύλλο τῆς ἐλιᾶς, στὸ τζάκι, ἀφοῦ θερμανθεῖ, ἀνατραφεῖ μὲ κρότο, τοῦτο εἶναι ἔνδειξη ἀγάπης ἐκείνου ποὺ ὀνομάστηκε πρὸς τὸ πρόσωπο ποὺ ἔριξε τὸ φύλλο, εἰδάλλως ἀγάπη δὲν ὑπάρχει. Λίγα ἀπὸ τὰ κλωνάρια αὐτὰ τῆς ἐλιᾶς (ποὺ κόβονται μόλις ἀκουστεῖ ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ) ἀναρτῶνται σ᾿ ὁρισμένες περιοχὲς (Πάφος, Τηλλυρία, Μαραθάσα, Σολιὰ) στὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν. Τὸ ἴδιο ἔθιμο εἶχαν κι οἱ Βυζαντινοὶ καθὼς καὶ οἱ Πόντιοι. Στὴ Πάφο κ.ἄ. κλωνάρια ἐλιᾶς τοποθετοῦνται πάνω στὰ χοιρινὰ κρέατα γιὰ νὰ μὴν οὐρήσουν ἐκεῖ οἱ Καλικάντζαροι.
 
Ἐπειδὴ ὑπάρχει ὑπάρχει ἡ λαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι ὅπως θὰ περάσει ἡ μέρα τῆς πρωτοχρονιᾶς θὰ περάσει κι ὁλόκληρος ὁ χρόνος, οἱ Κύπριοι προσέχουν τὴ μέρα αὐτή. Ἄν καὶ εἶναι ἀργία, δουλεύουν λίγο γιὰ νά ᾿χουν δουλειὰ ὁλόκληρο τὸν χρόνο. Δὲν δανείζουν χρήματα τὴ μέρα αὐτή, ἀπεναντίας προσπαθοῦν νὰ πάρουν. Οἱ ἄνδρες ποὺ παίζουν χαρτιὰ στὰ καφενεῖα προσπαθοῦν πολὺ νὰ κερδίσουν, κλπ.
 
Σχετικὸ μὲ τὴν πιὸ πάνω ἀντίληψη εἶναι καὶ τὸ ποδαρικό. Αὐτὸς ποὺ πρῶτος θὰ μπεῖ στὸ σπίτι πρέπει νὰ μπεῖ μὲ τὸ δεξὶ πόδι (γιὰ νά ᾿ρχονται ὅλα δεξιὰ) καὶ νά  ᾿ναι καὶ τυχερός. Σὲ μερικὲς περιοχὲς χτυποῦσαν τὰ μεσάνυχτα οἱ καμπάνες, σημαίνοντας τὴν ἄφιξη τοῦ νέου χρόνου. Ἕνα παιδὶ ποὺ ἐθεωρεῖτο τυχερὸ ἔκανε τὸ ποδαρικὸ στὰ σπίτια, τῶν ὁποίων οἱ ἔνοικοι τὸ φίλευαν μὲ γλυκὸ ἢ χρήματα, τὴν «πουλουστρίνα». Στὸ Ριζοκάρπασο οἱ πόρτες παρέμεναν κλειστὲς κατὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς μέρας, γιὰ νὰ μὴν μπεῖ στὸ σπίτι κάποιος κακότυχος καὶ φέρει τὴν κακοτυχία.
 
Ἕνας τρόπος νὰ βρεθεῖ ὁ τυχερὸς τῆς χρονιᾶς εἶναι τὸ κόψιμο τῆς βασιλόπιττας, ποὺ τὴν κόβει σὲ κομμάτια ὁ ἀρχηγὸς τῆς οἰκογένειας καὶ τὰ μοιράζει στοὺς παρευρισκόμενους. Τυχερὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ βρεῖ τὸ νόμισμα στὸ κομμάτι του. Ὑπάρχουν διάφορες παραλλαγὲς τοῦ τρόπου ποὺ διανέμονται τὰ κομμάτια. τῆς βασιλόπιττας. Συνήθως κόβεται πρῶτα τὸ κομμάτι τοῦ Χριστοῦ, ὕστερα ἐκεῖνο τῆς Παναγίας, κι ἀκολουθοῦν ἐκεῖνα τοῦ Ἄη Βασίλη, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ νοικοκύρη, τῆς νοικοκυρᾶς καὶ τῶν παιδιῶν, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο. Ἄλλοι κόβουν κομμάτια γιὰ συγγενεῖς ποὺ ἀπουσιάζουν. Στὴν Πιτσιλιὰ ἡ βασιλόπιττα κόβεται τὰ Κάλαντα.
 
Σὲ μερικὰ μέρη πιστεύουν πὼς ὅποιος φταρνιστεῖ κατὰ τὴν πρωτοχρονιὰ θὰ ζήσει καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιά. Στὸ Ριζοκάρπασο πάλι, συνήθιζαν νὰ κρεμάζουν στὰ δοκάρια τοῦ σπιτιοῦ ἢ τῆς μάντρας μιὰ «ἀβρόσσιλλα» (σκιλλοκρεμμύδα) καὶ τὴν ἄφηναν ἐκεῖ ὅλο τὸ χρόνο. Πολλὲς φορὲς ξαναβλάσταινε κι ἔβγαζε φρέσκα φύλλα, συμβόλιζε δὲ τὴ θαλερότητα τοῦ σπιτιοῦ.
 
Στὴν Κῶμα τοῦ Γιαλοῦ καὶ στὴ Κώμη Κεπὴρ (Κατεχόμενα)  συνήθιζαν νὰ μαζεύουν διπλοῦς βολβοὺς σκιλλοκρεμμύδας καὶ τοὺς ρίχνουν τὴν πρωτοχρονιὰ στὶς μάντρες γιὰ  γεννήσουν οἱ προβατίνες δίδυμα.
 
Ἄν ἔμπαινε στὸ σπίτι σκύλος τὴν πρωτοχρονιά, νομιζόταν κακὸς οἰωνός. Ἄν ἔμπαινε βόδι, τὸ ἀντίθετο.
 
Σὲ μερικὰ χωριὰ συνήθιζαν νὰ παίρνουν τὴν πρωτοχρονιὰ κόλλυβα στὰ νεκροταφεῖα κι ὁ παπᾶς μνημόνευε τοὺς νεκρούς.
 
Ὑπάρχουν τέλος, καὶ πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα ποὺ εἰσῆλθαν στὴν κυπριακὴ ὕπαιθρο ἀπὸ τὶς πόλεις, κυρίως μέσῳ τῶν ἱερέων, τῶν δασκάλων καὶ τῆς χειρόγραφης παράδοσης. Τὰ Κάλαντα συνηθίζεται νὰ τὰ τραγουδοῦν, μὲ τὴ συνοδεία ὀργάνων καὶ κυρίως βιολιοῦ πολλὲς φορές, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. Οἱ ἔνοικοι τοῦ σπιτιοῦ φιλεύουν ἐκείνους ποὺ τραγουδοῦν τὰ Κάλαντα εἴτε μὲ χρήματα εἴτε μὲ εἶδος, ὅπως γενόπιττα στὸ Ριζοκάρπασο.
 
Ὑπάρχουν διάφορες παραλλαγὲς τῶν πρωτοχρονιάτικων Καλάντων ἢ τοῦ Τραγουδιοῦ τοῦ Ἅη Βασίλη.

Ποιός εἶναι πραγματικὰ ὁ Ἅγιος Βασίλης;
 
Στὴ δυτικὴ παράδοση εἶναι ντυμένος στὰ κόκκινα, ἔχει πυκνὴ λευκὴ γενειάδα, εἶναι στρουμπουλὸς καὶ γελάει μὲ τὴν καρδιά του. Αὐτὸς εἶναι ὁ SANTA CLAUS τῶν Ἄγγλων καὶ τῶν Ἀμερικανῶν, ὁ Περ Νοὲλ τῶν Γάλλων, ὁ Βάϊναχτσμαν τῶν Γερμανῶν καὶ πάει λέγοντας.
 
Ὁ θρῦλος γεννήθηκε ἀλλοῦ, κοντὰ στὸ Ντεμρέ της τότε Ἑλληνικῆς Νότιας Μ. Ἀσίας, σήμερα κατεχόμενης ἀπὸ Τουρκία.
 
Ἡ ἱστορία ξεκινάει τὸν 4ο αἰῶνα, ὅταν ἡ περιοχὴ ἦταν γνωστὴ ὡς Μύρα τῆς Λυκίας. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔζησε ὁ Νικόλαος, Ἐπίσκοπος Μύρων, γνωστὸς καὶ ἀγαπητὸς γιὰ τὶς καλές του πράξεις.
 
Ἔγινε ἅγιος ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου δεσπόζει σήμερα στὸ κέντρο τοῦ Ντεμρέ. Πιστοὶ ἔρχονται ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ προσκυνήσουν στὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης του τὸν Δεκέμβριο.
 
Ἱστορίες γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Νικολάου ἐξαπλώθηκαν μετὰ τὸν θάνατό του. Τόσο ἀγαπητὸς ἦταν ποὺ τὰ ὀστᾶ του ἐκλάπησαν ἀπὸ τὰ Μύρα τὸ 1087 καὶ μεταφέρθηκαν στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν τούρκων εἰσβολέων. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἀπὸ τότε ἔγινε ὁ προστάτης ἅγιος τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ναυτικῶν. Ἀλλὰ χρειάστηκαν αἰῶνες γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ καλοῦ ἐπισκόπου στὸν Ἅϊ-Βασίλη μὲ τὰ κόκκινα ἀφοῦ ἡ ἱστορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου ταξίδεψε καὶ ρίζωσε σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔγινε προστάτης τῆς Μόσχας  τῆς γεωργίας στὴ Ρωσία καὶ τοῦ Ναυτικοῦ στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας, ὅπου, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση ἀναγνώρισης ἁγίων ποὺ ἐπέβαλλε ὁ προτεσταντισμός, ἐπέζησε μὲ τὸ ὄνομα Σίντερ Κλάας, ὁ ὁποῖος τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του, στὶς 6 Δεκεμβρίου, παριστάνεται μὲ ἱερατικὴ στολὴ καὶ ἐπισκοπικὴ ράβδο νὰ μοιράζει δῶρα στὰ παιδιά.
 
Αὐτὴ εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ καθαρὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ ἀπέμεινε σήμερα, ἂν καὶ στὴν Ὁλλανδία παρουσιάζεται νὰ ἔχει ὡς βοηθό του καὶ ἕνα ἀγόρι ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία, τὸν Μαῦρο Πιτ, ποὺ ἡ παράδοση θέλει νὰ τὸν εἶχε ἀπελευθερώσει ὁ Σίντερ Κλάας στὰ Μύρα καὶ ὁ ὁποῖος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἔμεινε γιὰ πάντα μαζί του ὡς βοηθός.
 
Εὐρωπαῖοι ἄποικοι, κυρίως Ὁλλανδοί, μετέφεραν μαζί τους τὸν μῦθο στὸν Νέο Κόσμο.
 
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ὁ Ἄϊ Βασίλης εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἀφιέρωσε τὴ ζωή του καὶ τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους. Μεριμνοῦσε πάντα γιὰ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, χτίζοντας νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καὶ ἡ μνήμη του τιμᾷται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὴν 1η Ἰανουαρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Κοίμηση τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἔφευγε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας καὶ ταξίδευε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ δὲν εἶχε σάκο μὲ δῶρα, οὔτε ἕλκηθρο, ἀλλὰ «χαρτὶ καὶ καλαμάρι».
 
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος στὴν βυζαντινὴ χριστιανικὴ εἰκονογραφία δὲν θυμίζει,  τὴν στρουμπουλὴ φιγούρα μὲ τὰ λευκὰ γένια καὶ τὸ κόκκινο παλτό, ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ, ἀντιθέτως ἀπεικονίζεται ψιλόλιγνος μὲ μαῦρα μαλλιὰ καὶ γένια. Ἀλλὰ καὶ ὁ καλὸς Ἅγιος Νικόλαος ἀπεικονίζεται ἀδύνατος μὲ ἀραιὰ λευκὰ μαλλιὰ καὶ κοντὴ γενειάδα
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας καὶ ὁ Ἅϊ Βασίλης (ἕνα ἀφιέρωμα- γιὰ παιδιὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλους)

Σκοπός: Νὰ καταλάβουν εἰδικὰ τὰ παιδιὰ ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἅγιος Βασίλειος ποὺ γιορτάζουμε τὴν 1η Ἰανουαρίου, ποιὰ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τί πρότυπο μᾶς δίνει γιὰ τὸν καινούργιο. Ποιός εἶναι  ὁ πραγματικὸς Ἅγιος Βασίλειος ποὺ γιορτάζουμε καὶ τιμᾶμε τὴν 1η Ἰανουαρίου κάθε χρόνου καὶ ποὺ τὸν τραγουδᾶνε στὰ κάλαντα τὴν  παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς;
 
Ὁ βίος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἰερᾶρχες, ποῦ θεωροῦνται προστάτες τῆς παιδείας.
 
Γεννήθηκε τὸ 330μ.Χ. στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς μὲ δυνατὸ χριστιανικὸ φρόνημα. Ὁ πατέρας του, Βασίλειος, ἦταν καθηγητὴς ρητορικῆς  στὴ Νεοκαισάρεια καὶ ἡ μητέρα του, Ἐμμέλεια, ἦταν ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Εἶχε ἄλλα ἐννέα ἀδέρφια. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὄσιος Ναυκράτιος ἀσκητὴς καὶ θαυματουργός, ἡ Ὀσία Μακρίνα καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας.
 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἀγαποῦσε νὰ διαβάζει ἱστορίες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων καὶ διδασκόταν τὶς Ἅγιες Γραφὲς ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὰ πρῶτα γράμματα, τοῦ τὰ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του. Συνέχισε τὶς σπουδὲς του στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἱατρική, ρητορικὴ καὶ γραμματική. Στὶς σπουδὲς του αὐτὲς ἀφιέρωσε τεσσεράμισι χρόνια. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ φιλία. Ταυτόχρονα μὲ τὶς σπουδὲς τους ἀνέπτυξαν μαζὶ ἱεραποστολικὴ δράση, διοργανώνοντας χριστιανικὲς συγκεντρώσεις, στὶς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικὰ ζητήματα καὶ ἵδρυσαν τὸν πρῶτο φοιτητικὸ χριστιανικὸ σύλλογο.
 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὴ φιλομάθειά του, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀσκητικότητά του. Δὲν ἔχανε τὸν καιρὸ του σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ διασκεδάσεις, ὅπως οἱ ἄλλοι μαθητές, ἀλλὰ κάθε μέρα ἀφιερωνόταν στὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή, ποὺ ἦταν σ᾿ αὐτὸν πιὸ εὐχάριστες καὶ ἀπὸ τὰ λαμπρότερα γλέντια καὶ ἀπὸ τὰ καλύτερα φαγητὰ καὶ ποτά. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδὲς του ἐπέστρεψε στὴν Καισάρεια καὶ ἄρχισε νὰ ἐξασκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου ρητορικῆς καὶ τοῦ δικανικοῦ ρήτορος, κάτι ἀνάλογο τοῦ σημερινοῦ δικηγορικοῦ ἐπαγγέλματος. Καὶ τὰ δύο ἐπαγγέλματα τὰ ἄσκησε μὲ μεγάλη εὐσυνειδησία καὶ ἐπιτυχία, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἔκανε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν περιοχή. 
 
Σύντομα ὅμως ἐγκατέλειψε τὴν ἐπαγγελματική του καριέρα, καὶ ἁφοῦ βαπτίσθηκε (τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ χριστιανοὶ δὲ βαπτίζονταν σὲ μικρὴ ἡλικία, ἀλλὰ ὅταν πιὰ ἐνηλικιώνονταν), ἀφιέρωσε τὸν χρόνο του στὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη χριστιανικῶν βιβλίων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα κτῆμα ποὺ διατηροῦσε ἡ οἱκογένειά του στὸν Πόντο. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι μετὰ τὴν βάπτισή του δώρισε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὴν ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 358 μ.Χ. ξεκίνησε ἕνα ὁδοιπορικὸ σὲ γνωστὰ κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταμία, ἐπιθυμῶντας νὰ συναντήσει πολλοὺς ἀσκητὲς καὶ μοναχοὺς γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν τρόπο ζωῆς τους.                                                                                                                                                     
 
Ὅταν γύρισε στὸ Πόντο ἀπὸ τὸ ταξίδι αὐτό, μοίρασε καὶ τὴν ὑπόλοιπη περιουσία του καὶ ἀποσύρθηκε στὸ κτῆμα του ἐπιθυμῶντας νὰ ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τούς: «Κανονισμοὺς διὰ τὸν Μοναχικὸν βίον», κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὴν ζωὴ στὰ μοναστήρια μέχρι τὶς μέρες μας.
 
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ μὴν ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλη τήν Καππαδοκία. Ἔτσι καὶ ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιῶντας τὴν Θεία Βούληση, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τὸ 364 μ.Φ. τὸν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεὸς πῆρε κοντά του τὸν Εὐσέβιο καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἐκείνης τῆς ἐπαρχίας χειροτόνησαν μητροπολίτη καὶ ποιμένα τοῦ λαοῦ τῆς Καισάρειας τὸν Ἅγιο Βασίλειο. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος, αὔξησε τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, καθὼς ἔπρεπε τώρα νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία, γιατί τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα γιὰ τοὺς χριστιανούς.
 
Ὑπῆρξε ὑποδειγματικὸς Ἐπίσκοπος. Καθημερινὰ δίδασκε ἀκούραστα τό λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἦταν τόσο σοφᾶ τὰ λόγια του, ποὺ ὅλοι δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸν καλὸ ποιμένα ποὺ τοὺς ἔστειλε! Ὡς ἄριστος ποιμένας, βοηθοῦσε κάθε πεινασμένο, ἄρρωστο καὶ ἀδικημένο μὲ ὅσες δυνάμεις διέθετε. Ὑπῆρξε πάντα ὑπερασπιστής, ὁδηγὸς καὶ βοηθὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἑκατοντάδες διηγήσεις περιστατικῶν δείχνουν τὴν δράσῃ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἔκανε γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Καισάρειας, εἶναι καὶ ἡ «Πολιτεῖα τοῦ ἐλέους», ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε «Βασιλειάδα». Στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς πολιτείας ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησία καὶ γύρω-γύρω ὑπήρχαν νοσοκομεῖο, λεπροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, σχολεῖο, γηροκομεῖο καὶ  ξενῶνας. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος μὲ μεγάλη αὐτοθυσία διακονοῦσε ἀκούραστα κάθε βασανισμένο ποὺ κατέφευγε ἐκεῖ. Οἱ ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρονταν ἦταν δωρεὰν σὲ ὅποιον τὶς εἶχε ἀνάγκη. Ἐνῶ τὸ προσωπικὸ ποὺ ἐργάζονταν ἐκεῖ ἦταν ἐθελοντὲς ποὺ προσφέρανε τὶς ὑπηρεσίες τους γιὰ τὸ καλὸ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πῶς ἐκείνη τὴν ἐποχή, μιλᾶμε γιὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. , ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐμπνεύστηκε, ἵδρυσε καὶ λειτούργησε ἕνα σύνολο ἱδρυμάτων ποὺ καὶ στὶς μέρες μας θὰ ἀποτελοῦσε πρότυπο.
 
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὰ παιδιά. Παρακινοῦσε τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς γονεῖς νὰ μὴν τὰ καταπιέζουν, ἀλλὰ νὰ τὰ παιδαγωγοῦν καὶ νὰ τά συμβουλεύουν μὲ ἀγάπη καὶ ἀκόμη νὰ τὰ βοηθοῦν νὰ ἀνακαλύπτουν τὰ χαρίσματά τους καὶ νὰ τὰ καλλιεργοῦν.
 
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἕνας μεγάλος διωγμὸς εἶχε ξεκινήσει άπό τοὺς Ἀρειανούς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἀρειανοὶ λέγονταν ὅσοι ὑποστήριζαν τίς ἀπόψεις τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποίος ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεάνθρωπος,, ἀλλὰ μόνο ἄνθρωπος πλασμένος ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἅγιος μὴ μπορῶντας νὰ ἀνεχτεῖ αὐτή, τὴ κατάσταση δὲν δίστασε νὰ τὰ βάλει μέ τοὺς τότε αὐτοκράτορες, ὅπως ἦταν ὁ Οὐάλης, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης, κ.ἄ. Ὅπλα του ἦταν ἡ πίστη καὶ ἡ προσευχή. Μὲ τοὺς λόγους, τὰ κηρύγματα, ἀλλὰ καὶ τὴν πένα του μετέδιδε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Ἔγραψε πολλὰ ἀσκητικὰ καὶ παιδαγωγικὰ συγγράμματα, ἐπιστολὲς καὶ ὁμιλίες, δίνοντας συμβουλὲς καὶ ἀπαντήσεις σὲ μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς του.
 
Μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς τοῦ ἀγωνίστηκε γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ καί τὴν εὐημερία τοῦ ποιμνίου του. Ἡ μεγάλη δράση ποὺ ἀνέπτυξε σὲ τόσους πολλοὺς τομεῖς σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ εἶχε, εἶχαν σὰν ἀποτέλεσμα νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ τὴν 26η Δεκεμβρίου τοῦ 378 σὲ ἡλικία μόλις 49 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Φ. Ὁ θάνατός του βύθισε στὸ πένθος ὄχι μόνο τὸ ποίμνιό του ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς.
 
Ὁ Μ. Βασίλειος γιορτάζει καὶ τιμᾶται τὴν 1η Ἰανουαρίου κάθε ἔτους, διότι σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ παράδοση ἡ ἐτήσια μνήμη ἑνὸς ἁγίου ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ γενέθλια ἡμέρα κάθε πιστοῦ στὴν αἰώνια ζωή.
 
Ποιὸ εἶναι τὸ ἔθιμο τῆς Βασιλόπιτας; Πότε ξεκίνησε καὶ τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο; Ἡ ἱστορία τῆς βασιλόπιτας ξεκίνησε στὰ χρόνια τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅταν βασίλευε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, φοβερὸς τύραννος καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Κάποια μέρα  λοιπὸν ἀπείλησε πῶς θὰ θανατώσει τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο καὶ θὰ καταστρέψει τοὺς Χριστιανοὺς ποῦ περιφρονοῦσαν τοὺς θεούς του. Ὁ Μέγας Βασίλειος τότε προσευχήθηκε στὸν πολυεύσπλαχνο Κύριο καὶ στὴν Παναγία μητέρα Σου νὰ σώσουν τὴν πόλη. Ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν φωτισμένο ἱεράρχη τους, μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀσεβοῦς βασιλέως συγκέντρωσαν ὅλα τὰ χρυσαφικὰ τους γιὰ νὰ τὰ προσφέρουν προκειμένου νὰ σώσουν τὴν πόλη καὶ τὸν Ἐπίσκοπό τους. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας πῆγε νὰ λεηλατήσει τὴν περιοχή, μιὰ ὑπέρλαμπρη λάμψη μὲ ἕνα χρυσὸ καβαλλάρη ἐμφανίστηκε καὶ ἀφάνισε τὸν ἴδιο καὶ τοὺς στρατιῶτες του. Ὁ καβαλλάρης ἦταν ὁ ἅγιος Μερκούριος, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει πρὶν 100 περίπου χρόνια στὴν Καισάρεια.
 
Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο,  σώθηκε ἡ Καισάρεια. Τὰ χρυσαφικὰ ὅμως ἔπρεπε νὰ ἐπιστραφοὺν στοὺς δικαιούχους. Ἐπειδὴ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ πάρει ὁ καθένας τὸ δικό του, ὁ Μέγας Βασίλειος, γιὰ νὰ γίνει δίκαια ἡ μοιρασιά, ζήτησε ἀπὸ τὶς εὐσεβεῖς γυναῖκες νὰ ζυμώσουν πίτες καὶ ἔβαλε μέσα ἀπὸ ἕνα χρυσαφικό. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ὅ,τι προσέφερε ὁ καθένας, αὐτὸ δικαιωμένος ἔλαβε! Ἀπὸ τότε καθιερώθηκε ἡ Βασιλόπιτα νὰ δίνει ξεχωριστὴ χαρὰ καὶ εὐλογία στοὺς πιστούς. Ἀποσπασματικὰ κείμενα ἀπὸ τὸ κατηχητικὸ βοήθημα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μεσσηνίας μὲ πρόσθετα σχόλια καὶ πληροφορίες.
 
Παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς  οἱ ὧρες, τὰ λεπτά, τὰ δευτερόλεπτα περνοῦν καὶ ἀποτελοῦν πλέον παρελθόν. Λίγα  ἀκόμη τὶκ τὰκ καὶ τὸ ρολόϊ θὰ χτυπήσει 12 ἀκριβῶς τὰ μεσάνυχτα τῆς 31ης Δεκεμβρίου. Ἕνας καινούργιος χρόνος θὰ ἀνατείλει  καὶ πάλι! Ἄς δοξάσουμε ὅλοι τὸ Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλύτερα δῶρα του, ποὺ εἶναι ἡ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ἡ ΕΙΡΗΝΗ καὶ ΑΓΑΠΗ.  Ἄς χαροῦμε ὅλοι μεγάλοι καὶ παιδιὰ καὶ ἂς προσευχηθοῦμε καὶ εὐχηθοῦμε μὲ πίστη μέσῳ τοῦ Ἅγιου Βασίλη  φέτος,  νὰ φύγει ἡ ἐπάρατη πανδημία μαζὶ μὲ τοὺς βάρβαρους καλικαντζάρους καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε κάθε λεπτὸ καὶ κάθε στιγμὴ τοῦ ὑπέρτατου δώρου, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ  Χριστός μας τὴν αἰσιοδοξία καὶ ἀγάπη! Μόνο ἔτσι δὲν θὰ χάνεται ὁ καιρός μας σὲ ἀνώφελα καὶ καταστρεπτικά,  γιὰ τὴν ψυχή μας πράγματα, ὅταν θὰ ζοῦμε ὅπως εἰρηνικὰ θέλει Ἐκεῖνος! Ἄς κάνουμε ὅλοι μιὰ  καινούργια ἀρχή! 
Ἀπὸ Ἑλληνικὴ Κύπρο, Καλὴ χρονιὰ καὶ Εὐλογημένη μὲ Ὑγεία Πανέλληνες ἀδελφοί.
 
Ἐπιμέλεια ἀπὸ Ἀντώνη Ἀντωνᾶ. 
 
Πηγές: Ἤθη καὶ Ἔθιμα Χριστουγέννων τῆς Κύπρου, Μεγάλη Κυπριακὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, Κυπριακὴ παράδοση, ἀποσπάσματα ἀπὸ βιβλία τοῦ ἰδίου,  κλπ.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου