Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Η Δύναμη της ευχής. (Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης).


(Πώς η έμπονη ευχή με την καθοδήγηση του πνευματικού πατέρα δρουν μυστικά στις ψυχές των άλλων, αλλάζοντας καταλυτικά την ροή των γεγονότων.)

Ὁ ὁ­δη­γὸς ἀ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στὴ θέ­ση του καὶ ἔ­βα­λε μπρὸς τὴ μη­χα­νή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἐ­πι­βά­τες ἀ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν νὰ ψά­χνουν τὶς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ κί­νη­ση στὸ ζε­νίθ. Ἔ­σκυ­ψε νὰ ση­κώ­σει τὴ βα­λί­τσα της, μὰ ὁ ἄν­τρας της τὴν πρό­λα­βε. Τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸν χῶ­ρο τῶν ἀ­πο­σκευ­ῶν καὶ γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.

– Ἄν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σὲ λίγο πάλι ραν­τε­βοῦ ἐ­δῶ.

Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ ζό­ρι, ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρὸ φι­λὶ κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ θέ­ση της. Ἔ­φευ­γε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­κτά­κτως. Γιὰ δυ­ὸ μέ­ρες μο­νά­χα. Νὰ δώ­σει ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στὴν κό­ρη τους, ποὺ ἔμ­παι­νε γιὰ μιὰ μι­κρο-ἐ­πέμ­βα­ση στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τί­πο­τε ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε αὐ­θη­με­ρόν, μὰ κά­ποι­ος ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὰ μι­κρά, ὥ­σπου νὰ ξα­νάρ­θει ἡ μά­να τους..

Τὸ με­γά­λο λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­κί­νη­σε. Πρὶν στρί­ψουν γιὰ τὸν με­γά­λο δρό­μο, εἶ­δε ξα­νὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της τὸν ἄν­τρα της. Τῆς κού­νη­σε τὸ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ἐ­κεί­νη ἐ­λα­φρὰ μὰ ἀ­νό­ρε­χτα τὸ κε­φά­λι της. Μιὰ με­λαγ­χο­λι­κὴ δι­ά­θε­ση τὴν πλημ­μύ­ρι­ζε...

Μὲ τὸ ποὺ χά­θη­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­π’ τὰ μά­τια του, ὁ ἄν­τρας ἔ­βγα­λε τὸ κι­νη­τό. Ἔ­ψα­ξε τὴ λί­στα μὲ τὰ νού­με­ρα, ἔ­κα­νε μιὰ κλή­ση.

– Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος! εἶ­πε εὔ­θυ­μα, κα­θὼς ἄ­νοι­ξε ἡ γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γιὰ τὸ βρα­δά­κι στὶς ὀ­κτώ;

Ὀ­κέ­υ. Στὸ γνω­στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πό­ψε στὶς ὀ­κτώ, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κὰ μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ καὶ ἔ­κλει­σε βι­α­στι­κὰ ἡ γραμ­μή.

Ἔ­τρι­ψε τὰ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. Ὅ­λα τοῦ ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τὸ ἔ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τῆς γυ­ναί­κας του ἦ­ταν λα­χεῖ­ο ἀ­πρό­σμε­νο. Σχεδὸν δυ­ὸ με­ροῦ­λες ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αἰ­σθη­μα­τά­κι του δὲν ἦ­ταν καὶ λί­γο. Θὰ εἶ­χαν ὅ­λη τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὸν χρό­νο δι­κό τους. Ἀ­πί­θα­να!

Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μα πέν­τε. Εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πά­ει σπί­τι νὰ φρε­σκα­ρι­στεῖ λι­γά­κι. Μὲ ἀ­πο­γει­ω­μέ­νη τὴ δι­ά­θε­ση καὶ τὴν καρ­διά του νὰ πε­τα­ρί­ζει σὰν εἰ­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στὸ ἁ­μά­ξι καὶ πά­τη­σε τὸ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!...

Ὁ γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ἔ­φε­ρε τὶς πρῶ­τες στα­γό­νες στὸ με­γά­λο παρ­μπρίζ. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε μπρὸς τοὺς ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στῆ­ρες. Οἱ σι­γα­νὲς κου­βέν­τες τῶν ἐ­πι­βα­τῶν βομ­βοῦ­σαν στ’ αὐ­τιά της, μὰ ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ τζά­μι. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν γε­μά­το καὶ πνι­κτι­κό. Τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα καὶ τὸ το­πί­ο γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ θο­λό­τε­ρο. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­να­ψε τὰ μι­κρὰ φῶ­τα πο­ρεί­ας. Ἔ­νοι­ω­σε νὰ πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ σκο­τά­δι δὲν τὴν πο­λι­ορ­κοῦ­σε μό­νο ἀ­π’ ἔ­ξω, εἰ­σορ­μοῦ­σε καὶ μέ­σα της...

Ἀ­πὸ και­ρὸ τώ­ρα εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶς ὕ­πο­πτες κι­νή­σεις τοῦ ἄν­τρα της καὶ τὰ φί­δια τὴν ἔ­ζω­σαν ἀ­πὸ παν­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο πιὸ ψύ­χραι­μη μπο­ροῦ­σε. Δὲν τοῦ ἔ­κα­με νύ­ξη πο­τὲ γιὰ τί­πο­τε. Δὲν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πὼς δὲν τὴν πρό­σε­χε, μὰ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πὼς ἔ­τρε­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε νὰ μὴν κα­ταρ­ρεύ­σει ἀ­πὸ τὸ σόκ, μὰ ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἄν­τρα της. Ὅ­λα μέ­σα της ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. Ἔ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη καὶ ἡ πί­κρα τὴ δι­α­πό­τι­σε ὣς τὰ κα­τά­βα­θα.

Καὶ τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μὲ ἀ­κρί­βεια τί θὰ συ­νέ­βαι­νε στὴν ἀ­που­σί­α της. Δὲ σκέ­φτη­κε πο­τὲ φυ­σι­κὰ νὰ τὸν ἀ­στυ­νο­μεύ­σει καὶ οὔ­τε τὸ ἤ­θε­λε, μάν­τευ­ε ὅ­μως κα­θα­ρὰ τὶς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι τοῦ ἄ­φη­νε μὲ τὸ τα­ξί­δι της ἐ­λεύ­θε­ρο τὸ πε­δί­ο γιὰ δρά­ση. Τί λοι­πὸν κι ἂν ἔρ­χον­ταν σὲ δυ­ὸ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί νὰ γυ­ρί­σει πί­σω καὶ γιὰ ποι­όν;

Οἱ ζο­φε­ρὲς σκέ­ψεις ἔ­φε­ραν πό­νο στὸ κε­φά­λι της καὶ σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Τὰ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κὰ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πὼς θὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π’ τὸν συ­νε­πι­βά­τη της καὶ ἔ­στρε­ψε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὸ πρό­σω­πό της πρὸς τὸ τζά­μι. Ἀ­μή­χα­νη ἄ­νοι­ξε τὴν τσάν­τα της, ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πὼς θὰ τη­λε­φω­νή­σει γιὰ νὰ κρύ­ψει τὴν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μὲ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τὰ πλῆ­κτρα, ἡ ὀ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μὰ ποι­ὸν νὰ πά­ρει καὶ μὲ τί δι­ά­θε­ση νὰ μι­λή­σει;

Ἀ­πρό­σκλη­τη τό­τε καὶ ξαφ­νι­κὴ μὲς στὸ θο­λό της βλέμ­μα καὶ στὸ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λὸ ξε­φύ­τρω­σε ἡ μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κοῦ της, ποὺ ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια εἶ­χε ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σε, ἔ­τρε­χε κον­τά του πάν­τα σὲ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μὰ τώ­ρα;

Σὰν νὰ τὴν ἔ­σπρω­ξε ἀ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὅ­πως πα­λιὰ τὸ νού­με­ρό του κι ἔ­φε­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο στ’ αὐ­τί. Ἕ­νας λυγ­μὸς βα­θὺς καὶ σι­γα­νός, πα­ρὰ φω­νή, βγῆ­κε πνι­χτὰ ἀ­π’ τὸ λα­ρύγ­γι της:

Βο­ή­θη­σέ με, ἀ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δεῖ­ξε μου τό δρό­μο! Ἡ νύ­χτα μέ κα­τα­πί­νει!...

Για­τί κλαῖς, κα­λή μου; Ποι­όν ζη­τᾶς; ἀν­τή­χη­σε ἀ­μέ­σως μιά ζε­στή βε­λού­δι­νη φω­νή στ’ αὐ­τί της, μά πι­ό­τε­ρο τήν ἄ­κου­σε μές στήν καρ­διά της.

Πά­γω­σε ὁ­λό­κλη­ρη. Ποι­ὸς τῆς μι­λοῦ­σε; Ὁ γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μὰ δὲν ζοῦ­σε πιά. Πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ στὴν κλή­ση της; Μὴν ἔ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μὲ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τὸ τη­λέ­φω­νο. Στὴ φω­τει­νὴ ὀ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ὄ­χι τὸ νού­με­ρο ποὺ κά­λε­σε, μὰ ἡ γα­λή­νια μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα, ὅ­πως τὴν ἤ­ξε­ρε πάν­το­τε...
 
 


Μὰ πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; Τὴν κοί­τα­ζε μὲ τὸ γλυ­κό του βλέμ­μα καὶ τῆς χα­μο­γε­λοῦ­σε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄ­νε­μος δυ­να­τός, ἕ­να κύ­μα εὐ­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τὸ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τὸ σκόρ­πι­σε στὴ στιγ­μὴ σὰν σύν­νε­φο κα­κό. Μιὰ γλυ­κειὰ ἀ­να­κού­φι­ση ἁ­πλώ­θη­κε ὣς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ εἶ­ναι της. Ἡ κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. Ἀ­φέ­θη­κε στὴ μα­γεί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ τὴν ἀγ­κά­λι­α­ζε κι ἂς μὴν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε:

Τί σοῦ συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­νά ὁ γέ­ρον­τας.

Τὰ ξέ­ρεις, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πα­τέ­ρα μου, ἀ­πάν­τη­σε ἐκ­στα­τι­κά, σι­γα­νὰ κι ἐ­κεί­νη, μὴν τυ­χὸν καὶ γί­νει ἀν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τὸ ξε­στρά­τι­σμα τοῦ ἄν­τρα μου. Πη­χτὸ σκο­τά­δι ἁ­πλώ­θη­κε στὴ ζω­ή μου. Μὲ τί κου­ρά­γιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ἐ­ρεί­πια.

Μὰ καὶ σὺ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! Ὄ­χι μό­νο ὁ ἄν­τρας σου...

Ἐ­γώ; Μά πῶς ξε­στρά­τι­σα καί πό­τε; μί­λη­σε δι­πλά σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.

Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ἤ­σου­να κι ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἤ­ρε­μη φω­νὴ ὁ γέ­ρον­τας. Ζοῦ­σες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πό­τε ἀ­γά­πη­σες τὸν ἄν­τρα σου ἐ­σύ; Πάν­τα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλ­λὰ μὴ βι­ά­ζε­σαι. Ἀ­γά­πα­γες αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ’δι­νε, ὄ­χι αὐ­τόν. Ἦ­ταν γιὰ σέ­να τὸ κομ­μά­τι, ποὺ ἔ­λει­πε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμ­πλή­ρω­μα σ’ ἕνα μον­τέ­λο, ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ.

Αὐ­τὸ ἀ­γά­πα­γες. Τὴ βό­λε­ψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώ­ρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡ­ραί­α σου βι­τρί­να, ποὺ ρα­γίζει. Με­τρᾶς τὸ κό­στος τὸ δικό σου μόνο. Αὐ­τὸν δὲν τὸν ἀ­γά­πη­σες ἀληθινὰ πο­τέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως ἀ­πε­χθής, ὅ­ταν ἀρ­νή­θη­κε νὰ συμ­πλη­ρώ­νει τὸ πὰζλ τῆς φαν­τα­σί­ω­σής σου.

Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μί­λα­γε. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη. Ἔ­νοι­ω­θε ν’ ἀ­δειά­ζουν τὰ σω­θι­κά της. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε:

– Μὴ βλέ­πεις τί περ­νᾶς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ τί θ’ ἀ­πο­γί­νει ἐ­κεῖ­νος τώ­ρα. Και­ρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄν­τρα σου. Ξέ­χνα τὸν ἑ­αυ­τό σου. Κι ὅ,τι ζη­τή­σεις ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖ­νον, ὄ­χι γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μὴ χα­θεῖ αὐ­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μὲ ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

Εἶ­ναι ὁ δι­κός σου ἄν­θρω­πος, τό ξέχασες; Δέν σοῦ τόν ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Θε­ός; Δέν θά ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ἔ­κα­νες γι’ αὐ­τόν; Ἂν δέν πο­νᾶς ἐ­σύ γι’ αὐ­τόν, ποι­ός θά τόν δεῖ μέ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ἐ­σύ λοι­πόν νά μή χα­θεῖ στήν ἄ­βυσ­σο. Ἄ­σε τά φυ­σι­κά σου αἰ­σθή­μα­τα στήν ἄ­κρη. Και­ρός ν’ ἀ­γα­πή­σεις τόν ἄν­τρα σου!...

Ἡ ἅ­για φω­τει­νὴ μορ­φὴ πῆρε νὰ ­σβήνει ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη, μὰ στὴν καρ­διά της ἔ­λαμ­πε ὁ­λο­ζών­τα­νη. Γιὰ πόση ὥ­ρα ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μὲ ἀ­ό­ρα­τα δε­σμὰ μα­γεί­ας ὑ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε νὰ κου­νη­θεῖ, μὴ δι­ώ­ξει τὴ μα­κά­ρια αἴ­σθη­ση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν πε­ρι­τύ­λι­γε. Ἀ­χτί­δα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λό­για τοῦ γέ­ρον­τα, τῆς φα­νέ­ρω­σαν ὅ­σα δὲν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πε ἀνοιχτὴ τὴν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σὰν ἀ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.

Τὸ χέ­ρι της δει­λὰ-δει­λὰ γλί­στρη­σε στὴν τσάν­τα της. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κομ­πο­σχοί­νι της, δῶ­ρο μι­κρὸ μὰ ἀ­νε­κτί­μη­το ἀ­π’ τὸν πνευ­μα­τι­κό της. Τὸ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ἁ­πα­λὰ στὰ δά­χτυ­λά της. Στὸν πρῶ­το κόμ­πο στά­θη­κε… Ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μὰ στα­θε­ρὰ ψι­θύ­ρι­σε:

«Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου …».

Τὸ εἶ­πε, τὸ ξα­να­εῖ­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά… Ν’ ἀ­νοί­ξει δρό­μο ἡ προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σὰν τὸ μι­κρὸ ρυά­κι μὲς ἀ­π’ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ πέ­τρες. Μὰ λί­γο-λί­γο ἀ­τσα­λώ­θη­κε. Σὰν τὸ μω­σα­ϊ­κὸ ρα­βδί, τὸν βρά­χο τῆς ψυ­χῆς της χτύ­πη­σε τὸν ἄ­νυ­δρο μὲ δύ­να­μη. Καὶ τὸ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ἔ­γι­νε καὶ χεί­μαρ­ρος ὁρ­μη­τι­κὸς ξε­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ἐν­τός της. Τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ἡ σκέ­ψη της ὑ­ψώ­θη­κε γορ­γή...
 

Δι­έ­τρε­ξε βου­νὰ καὶ δρό­μους, ποὺ ἀ­δη­φά­γα ἡ σκο­τει­νιὰ κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ἀ­τί­θα­ση, ἀ­να­ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να τὸν ἄν­τρα της. Μὲ ἀ­ε­τοῦ πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρὰ, ἡ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ὣς ἐ­κεῖ­νον, τὸν ἀγ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μιὰ γλυ­κειὰ νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σὰν πό­νος σι­γα­νὸς τὴν καρ­διά της. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νοι­ω­σε, πὼς εἶ­χε τὴ δύ­να­μη ν’ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἄν­τρα της.

Τό σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἔ­ξω πύ­κνω­νε, μά ἡ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φῶς. Τυ­λιγ­μέ­νη σέ γλυ­κειά θαλ­πω­ρή συ­νέ­χι­ζε ἀ­δι­ά­λει­πτα: «…ἐ­λέ­η­σον τόν δοῦ­λον σου…».

Στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς, κε­φά­τος, μὲ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση, ὁ ἄν­τρας σή­κω­νε τὸ χέ­ρι του, νὰ χτυ­πή­σει τὸ κου­δού­νι στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Ἔ­κα­με νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει, μὰ δί­στα­σε. Ἀ­δι­ό­ρα­τη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴν ψυ­χή του. Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Δὲν τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο καὶ κα­τέ­βη­κε. Τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κὰ δὲν ἔ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ ποὺ πή­γαι­νε νὰ κά­μει.

Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος, μὴ μπο­ρών­τας νὰ κα­τα­λά­βει τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ χτυ­πή­σει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε ξανὰ στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἡ θλιμ­μέ­νη μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικὰ σὰν ἀ­στρα­πὴ ἀ­πὸ τὸ βλέμμα του. Ἀ­λή­θεια, για­τί νὰ τῆς τὸ κά­νει αὐ­τό; Ἕ­να δυ­σά­ρε­στο αἴ­σθη­μα τὸν κυ­ρί­ευ­σε. Ἔ­νοι­ω­σε ἄ­σχη­μα γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ἐ­νο­χὲς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μὰ για­τί νὰ τοῦ συμ­βαί­νουν τώ­ρα αὐ­τά; Χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ προ­χω­ρή­σει στὸ σχέδιό του.

Κά­τι μυ­στη­ρι­ῶ­δες, ἀ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τόν ἀ­πω­θοῦ­σε ἀ­π’ τόν σκο­πό του...

Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τὸ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χνε ἡ λε­γά­με­νη τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει, χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θεῖ, ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­μο­να, ὅ­λο καὶ πιὸ ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του ἡ μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρὸ εἶ­χε νὰ τὸ νοι­ώ­σει αὐ­τό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό.

Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της, ἀόρατη τούς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό...

Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, σὲ ὥ­ρα πιὰ πο­λὺ προ­χω­ρη­μέ­νη, ἀ­φί­χθη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῆς γραμ­μῆς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κὰ ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λο­πά­τια, μὰ πρὶν τὸ πό­δι της ἀγ­γί­ξει τὸ ἔ­δα­φος, ἕ­να χέ­ρι ἔ­πια­νε ἁπαλὰ τὸ δι­κό της. 

Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τὸ πρό­σω­πό της... κι ἦ­ταν σὰ νά ἔβλε­πε τὸν ἄν­τρα της γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Μὲ λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σὰ νά ’τα­νε τὸ πρῶ­το ραν­τε­βοῦ τους.

Στὸν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἀ­γέ­ρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀν­τη­χοῦ­σαν χα­ρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. Ἀ­πὸ τὰ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μὰ τὴ γι­ορ­τὴ τὴν εἶ­χαν μέ­σα τους αὐ­τοί, φού­σκω­νε τὴν καρ­διά τους ἡ χα­ρὰ τῆς Γέν­νη­σης. Καὶ ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὰ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους τὰ φω­τει­νά.

Πολ­λὰ δὲν εἶ­παν. Μὲ ὑ­γρὴ μα­τιά: …«Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!», εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Κα­λὰ θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!», ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὅ­πως ἦ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.

Κι ὅ­σοι τούς ἔβλεπαν τήν ὥρα αὐτή νά περ­πα­τοῦν… μέ­σα στό θεῖ­ο φῶς τῆς ἅ­γιας νύ­χτας, γιά χρόνια εἶχαν νά μιλοῦν… γιά μιά ἱ­στο­ρί­α ἀ­θό­ρυ­βης, μά ὡ­στό­σο… ἀληθινῆς καί παν­το­δύ­να­μης ἀ­γά­πης…

Χρι­στού­γεν­να 2014
 
 
Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης
π. Δημητρίου Μπόκου

 
«Πᾶνος» 

4 σχόλια:

  1. Ευχαριστούμε, εκτός από συγκινητική είναι πολύ ωφέλιμη και διδακτική αυτή η ιστορία.

    Θα ήθελα να τονίσω αυτό που μας λέει ο Πρώτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος:
    «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» ( Α’ Κορ. ιγ΄ )

    Δυστυχώς πολλοί λίγοι γνωρίζουν τι σημαίνει αυτή η έκφραση.

    Σημαίνει ότι αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει και τι σημαίνει αυτό;

    Σημαίνει ότι τον άλλον τον αγαπάς όπως την πρώτη στιγμή που τον γνώρισες και πότε δεν θα ξεπέσει αυτή η αγάπη σου.
    Δέν ἔχει τέλεια ἀγάπη ἐκεῖνος πού ἀλλάζει διάθεση, δηλαδή όσο σε αγαπούσε και ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες σου, του είχες απέραντη αγάπη.
    Όταν όμως άρχισε να κρυώνει μαζί σου και να μην σε ικανοποιεί τότε αρχίζει να μειώνεται και η δική σου αγάπη.
    Και όταν αυτόν που αγαπούσες, όχι μόνο πλέον δεν σε αγαπάει αλλά αρχίζει να δείχνει μίσος και έχθρα απέναντί σου, τότε τι γίνεται;
    Μήπως και η δική μας αγάπη αρχίζει να μεταβάλλεται σε μίσος;
    Τότε δεν μιλάμε για αληθινή αγάπη, αλλά για συμφεροντολογική!
    Όσο μου δίνεις σου δίνω, και όσο με αγαπάς σε αγαπώ.
    Αυτό μόνο αγάπη δεν είναι, αλλά δοσοληψία.

    Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας λέει:
    Ότι κι αν έχει κάνει το έτερον ήμισυ να το συγχωρήσεις και να συνεχίσεις να το αγαπάς όπως πρώτα.

    Και ρωτάει κάποιος: ότι κι αν έχει κάνει;
    Και απαντάει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
    Ότι κι αν έχει κάνει.
    Και τότε σίγουρα θα βρεις θέση στον Παράδεισο.

    Αγάπη και συγχώρεση είναι ένα και το αυτό.
    Δεν μπορείς να αγαπάς χωρίς να συγχωρείς και δεν μπορείς να συγχωρείς χωρίς να αγαπάς.
    Τότε τηρείς αυτό που λες στην Κυριακή Προσευχή, στο Πάτερ ημών.

    Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών

    Μόνο όταν ο άνθρωπος, που ποθεί τόσο τη συγχώρεση από τον Θεό, είναι πρόθυμος και ο ίδιος να τη δώσει στους συνανθρώπους του.


    Ασφαλώς, υπάρχουν πληγές που είναι βαθύτατες και αιμορραγούν ακόμα και με μια απλή αναπόληση.
    Μη νομίζουμε ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, που υπέφερε από την απόρριψη και το μίσος όσο κανείς άλλος, δεν είναι πρόθυμος να μας καταλάβει.

    Όμως, ακριβώς επειδή μας καταλαβαίνει, μας καλεί να δεχτούμε τη δική Του δύναμη, για να μπορούμε να συγχωρούμε.


    Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, μας καλεί να κατανοήσουμε πως δεν μπορούμε να λάβουμε συγχώρεση, αν θεωρούμε ότι δεν αξίζουν να συγχωρεθούν από εμάς αυτοί που μας έχουν πληγώσει.
    Γιατί αυτή η ακαμψία του πνεύματός μας δεν επιτρέπει στο Άγιο Πνεύμα να εργαστεί το θαύμα της αναγέννησης της καρδιάς μας.

    Και όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα στις καρδιές μας θα μας δώσει όλες τις δωρεές Του.
    Τότε θα είναι συνέχεια η καρδιά μας γεμάτη από χαρά και ευφροσύνη.

    Υ.Γ. όσο για την δύναμη της προσευχής και αυτήν είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος.
    Και όταν δεχτούμε αυτό το Δώρο δεν θα λείπει ποτέ από τα χείλη μας.

    Χριστός ετέχθη αδερφοί μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα ήθελα να πω κάτι ακόμα για την δύναμη της ευχούλας και την απιστία.

    Φυσικά και δεν νοείται χριστιανός άντρας η χριστιανή γυναίκα να πέσει στο βαρύτατο αμάρτημα της μοιχείας.
    Η νηστεία και η προσευχή φέρνουν εγκράτεια στον Χριστιανό, για αυτό ποτέ δεν πρέπει να παραμελούμε αυτά τα δύο.
    Όπως πότε δεν πρέπει να παραμελούμε το έτερον ήμισυ.

    Όμως δυστυχώς οι πειρασμοί είναι πάρα πολύ σήμερα και οι παγίδες του διαβόλου είναι διασκορπισμένες παντού.
    Και δυστυχώς σήμερα βλέπουμε τις γυναίκες να κατέχουν την πρώτη θέση στην απιστία.

    Όταν δυστυχώς πέσει το έτερον ήμισυ σε αυτό το βαρύτατο αμάρτημα, τι πρέπει να κάνει το άλλο έτερον ήμισυ;

    Θα αναφερθώ σε ομιλία του πατρός Σάββα Αγιορείτη, μέσα από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.

    Όταν πέσει ο ένας από τους δύο στην μοιχεία ο Θεός σου δίνει το δικαίωμα να τον/ την χωρίσεις.
    Δεν σου δίνει εντολή, αλλά δικαίωμα.
    Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας λέει: μην κάνεις χρήση αυτού του δικαιώματος. Ότι κι αν έχει κάνει ο άλλος.
    Και όπως έγραψα και πιο πάνω, ότι κι αν έχει κάνει.

    Και τότε σίγουρα θα βρεις θέση στον Παράδεισο.

    Και συνεχίζει στην ομιλία του, ο πατήρ Σάββας:
    Όχι μόνο δεν θα τον χωρίσεις, αλλά κι αν σου ζητήσει διαζύγιο εσύ δεν θα του το δώσεις.
    Θα προσεύχεσαι καθημερινά για αυτόν και πού ξέρεις κάποια στιγμή μπορεί να επιστρέψει.
    Για αυτό ποτέ δεν πρέπει να δίνεις διαζύγιο και να διαλύεις την οικογένειά σου.

    Θα κάνω και μία διευκρίνιση γιατί μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος.
    Καλά και αν ένας συγχωρέσει ειλικρινά το σύντροφό του στο θέμα της μοιχείας και τον αγαπάει όπως πρώτα, κερδίζει τον Παράδεισο;
    Τόσο εύκολα κερδίζετε ο Παράδεισος;

    Για να φτάσει κάποιος με την καρδιά του να συγχωρήσει τον άλλον σε αυτό το θέμα και να μην κρατάει καμία πικρία μέσα του θα πρέπει να έχει φτάσει σε μεγάλα ύψη αρετής.
    Για αυτό είναι και ο μόνος λόγος που επιτρέπει ο Κύριος μας να έχουμε το δικαίωμα και όχι την εντολή, για τον χωρισμό.
    Σε άλλη περίπτωση δεν δίνεται αυτό το δικαίωμα του χωρισμού, αλλά μόνο με το θάνατο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αν θελήσεις το ξένο, θα μισήσεις το δικό σου και θα χάσεις και τα δύο.

    Αν πλησιάσεις την υπηρέτρια όσο και τη γυναίκα σου, δεν θα έχεις ούτε υπηρέτρια ούτε γυναίκα.

    Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ( επισκ.Αχρίδος).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Συγκινητικό και συνάμα ὑπέροχο, εὐχαριστοῦμε
    Αγγελος-Φωτεινή

    ΑπάντησηΔιαγραφή