Σὲ ὁρισμένους μεγάλους ἀσκητὲς ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου, διότι, μὲ τὴν ξεχωριστὴ βιωτή τους, ἔγιναν τὰ πρότυπα τοῦ μοναχισμοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ἀληθινὰ μεγάλος ἀσκητὴς καὶ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας καὶ γεννήθηκε στὰ 377, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Γρατιανοῦ (375-383) ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία. Ἦταν ἄτεκνοι καὶ ἀπέκτησαν παιδί, ὕστερα ἀπὸ θερμὲς προσευχές, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Τὸ ὀνόμασαν Εὐθύμιο, ἀπὸ τὴν εὐθυμία, ποὺ ἔνοιωσαν μὲ τὴ γέννησή του. Ἐμβολίασαν τὸ νεαρὸ βλαστάρι τους μὲ τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ τοῦ δίδαξαν τὴν ἐνάρετη ζωή. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὑπῆρξε κυριολεκτικὰ ἀπὸ κοιλίας μητρὸς ἁγιασμένος καὶ καλεσμένος ἀπό το Θεὸ νὰ Τὸν δοξάσει μὲ τὴν ἁγία ζωή του. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ σύχναζε στὴν ἐκκλησία, ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ δοξολογοῦσε ἀσταμάτητα το Θεό. Αὐτὸ ἔκανε καὶ σὲ ὅλη τὴ ζωή του, ἀνέπεμπε ἀέναη δοξολογία στὸ Θεό.