ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 17,11-19]
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
Ὅλα ὅσα ὅριζε ὁ παλαιὸς νόμος (ὁ μωσαϊκὸς) ἦταν συμβολικὰ καὶ τυπικὰ καὶ σκιώδη· γι᾿ αὐτὸ ὁ μωσαϊκὸς νόμος θεωροῦσε καὶ τὴ λέπρα ἐφάμαρτη καὶ μιαρὴ καὶ ἀποτρόπαια καὶ ὀνόμαζε ἀκάθαρτους τοὺς λεπροὺς καὶ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ βλεννόρροια καὶ γενικὰ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἄγγιζαν [βλ. Λευιτ. 13,15: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὸν χρῶτα τὸν ὑγιῆ, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ χρὼς ὁ ὑγιής, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστι· λέπρα ἐστί (: Ὁ ἱερέας θὰ δεῖ τὰ ὑγιῆ μέρη τοῦ δέρματος σὲ ἀντιπαραβολὴ πρὸς τὰ ἀσθενῆ καὶ θὰ κηρύξει αὐτὸν ἀκάθαρτο, διότι πρόκειται περὶ λέπρας)», καθὼς καὶ ἐκείνους ποὺ ἄγγιζαν κάθε νεκρὸ σῶμα [Ἀριθ. 19,11: «Ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας (:Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀγγίξει τὸ σῶμα νεκροῦ ἀνθρώπου, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες)»], ὑποδεικνύοντας μὲ γριφώδη καὶ ἀσαφῆ τρόπο τὴν ἀκαθαρσία ἐκείνων ποὺ ἁμάρταναν ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ αὐτῶν ποὺ συνέπρατταν μὲ αὐτοὺς καὶ συναναστρέφονταν αὐτούς.
Καὶ μέσῳ τῆς ἀποστροφῆς ποὺ ὅριζε πρὸς τοὺς λεπρούς, ὁ μωσαϊκὸς νόμος βέβαια ὑπαινισσόταν τὴν ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς ὕπουλους καὶ πανούργους, τοὺς θυμώδεις καὶ μνησίκακους· γιατί ὅπως ἡ λέπρα καθιστὰ τραχὺ καὶ ποικιλόχρωμο τὸ δέρμα τοῦ σώματος, ἔτσι ἡ δολιότητα καὶ ἡ πονηριὰ καὶ ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ καθιστοῦν ἀσταθὲς καὶ τραχὺ τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Μέσῳ τῶν λεπρῶν λοιπὸν ὑποδήλωνε τὰ ἀντίστοιχα πάθη τῆς ψυχῆς ποὺ ἦταν πολὺ βαρύτερα ἀπὸ τὴ λέπρα· μέσῳ αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔπασχε ἀπὸ βλεννόρροια ὑποδήλωνε τὸν ἀσελγῆ, ἐνῶ μέσῳ ἐκείνων ποὺ ἄγγιζαν κάποιο νεκρὸ σῶμα ὁ νόμος ἐκεῖνος ὀνόμαζε «ἀκάθαρτους» ἐκείνους ποὺ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐπικοινωνοῦσαν ἢ καὶ συναναστρέφονταν μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος φάνηκε ἐπάνω στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος χάρη στὸ ἀπερίγραπτο πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τίς ψυχικές μας νόσους καὶ νὰ ἐξαλείψει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, θεράπευσε καὶ αὐτὲς τίς ἀσθένειες, τίς ὁποῖες ὁ νόμος ὀνόμαζε «ἀκαθαρσίες», ὥστε, ἂν κάποιος νομίσει ὅτι ἐκεῖνα τὰ ψυχικὰ νοσήματα καὶ πάθη εἶναι πραγματικὰ ἀκαθαρσία καὶ ἁμαρτία, νὰ ὁμολογήσει τὸν Θεὸ ποὺ λυτρώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ αὐτά, ἂν πάλι καλῶς νομίσει ὅτι ἐκεῖνα εἶναι σύμβολα τῆς πραγματικῆς ἀκαθαρσίας καὶ ἁμαρτίας, νὰ καταλάβει ἀπὸ ὅσα τελοῦνται ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ σύμβολα, ὅτι αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι ποὺ καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου συγχώρησε καὶ ἔχει ἐπίσης καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν καθαρίσει.
Εἶναι δυνατὸ ὅμως νὰ ποῦμε καὶ κάτι ἄλλο, καλὰ καὶ ἀληθινά, ὅπως ἐγὼ νομίζω· ὅτι, ὅπως ὁ Κύριος παραγγέλλει σὲ ἐμᾶς νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ πνευματικά -γιατί λέγει: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ (:Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ποὺ ὁ Θεός σᾶς ζητᾷ ὡς ὅρο γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ αὐτά)», καὶ ὅταν ἐμεῖς ζητοῦμε αὐτὰ τὰ ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια, Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νὰ δώσει καὶ τὰ σωματικὰ καὶ ἐπίγεια, λέγοντας: «καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (:καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα)» [Ματθ. 6,33], ἔτσι καὶ Αὐτός, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως εὐδόκησε, στὴ δική μας μηδαμινότητα, γιὰ νὰ καθαρίσει τίς ἁμαρτίες μας, χαρίζει ἐπιπρόσθετα καὶ τὴν ἀνόρθωση τῶν παράλυτων καὶ τὴν ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν καὶ τὴν κάθαρση τῶν λεπρῶν, καὶ γενικὰ θεραπεύει κάθε νόσο τοῦ σώματός μας καὶ κάθε ἀδυναμία, γιατί εἶναι πλούσιος σὲ εὐσπλαχνία.
Ὅπως λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θὰ πεῖ σήμερα: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν (:Καθὼς ὁ Ἰησοῦς πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα, περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Σαμάρειας καὶ τῆς Γαλιλαίας βαδίζοντας ἀπὸ δυτικὰ πρὸς ἀνατολικά, πρὸς τὴ χώρα ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, Τὸν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο κάθε λεπρὸς θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει κανέναν. Καὶ αὐτοὶ τότε ἄρχισαν νὰ Τοῦ φωνάζουν δυνατά)» [Λουκ. 7,12-13]. Σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι οἱ λεπροὶ Τὸν συνάντησαν ὄχι ὅταν μπῆκε, ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε στὴν πόλη, γιατί οἱ λεπροὶ ἔπρεπε νὰ ἀπομακρύνονται καὶ ἀπὸ τίς πόλεις καὶ ἀπὸ τὰ χωριὰ ὡς ἀκάθαρτοι ποὺ θεωροῦνταν καὶ ἔτσι ζοῦσαν γύρω ἀπὸ αὐτές. Ἀλλὰ καὶ ὅτι «στάθηκαν μακριὰ» μαρτυρεῖ τοῦτο· γιατί δὲν ἐπιτρεπόταν οὔτε ἔξω ἀπὸ τίς πόλεις ἢ τὰ χωριὰ νὰ ἀναμιγνύονται αὐτοὶ μὲ τοὺς ὑγιεῖς.
Ὕψωσαν ὅμως καὶ τὴ φωνή τους πρὸς τὸν Ἰησοῦ, δηλαδὴ φώναξαν δυνατά, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ἀποστάσεως μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Κυρίου, λέγοντας: «᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς (:Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας)» [Λουκ. 17,13]. Δηλαδὴ «Πρόσεξε, σὲ παρακαλοῦμε, τὸ πάθος μας, πρόσεξε τὴν ντροπή μας, πρόσεξε τὸ ἄσχημο καὶ βδελυρὸ καὶ ἀφύσικο ἄνθος τοῦ πληγιασμένου δέρματός μας· γιατί τέτοιο εἶναι ἡ λέπρα· πρόσεξε τὴν ἐκτροπὴ τῆς φύσεως, τὴν ἀποστροφὴ τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀπαρηγόρητη ἀπομόνωσή μας ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους συνανθρώπους μας ,καὶ δείχνοντας ἔλεος ἀπέναντί μας, πρόσφερέ μας τὴ θεραπεία».
«᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς (:Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας)». Φαίνεται βέβαια ὅτι ἡ φωνὴ τῶν λεπρῶν εἶναι ἀξιολύπητη, δὲν εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὴ κάποιων ἀληθινὰ πιστῶν καὶ συνετῶν ἀνθρώπων· διότι Τὸν ἀποκαλοῦν «ἐπιστάτη», πρᾶγμα ποὺ δὲν συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀπόλυτη καὶ κυρίαρχη ἐξουσία καὶ ὑπεροχή. Εἶναι ὅμως ἡ δέηση ἀνθρώπων ποὺ ἐλπίζουν ὅτι θὰ δεχθοῦν τὴ θεραπεία, πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶναι δεῖγμα ἑνὸς συνετοῦ τρόπου σκέψης ἐκ μέρους τους, ἂν Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ, καὶ μάλιστα ἀπὸ μακριά, νὰ προσφέρει τὴν κάθαρση σὲ δέκα λεπρούς, γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι Θεός.
Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο δὲν ἐπιτρεπόταν στοὺς λεπροὺς νὰ συναναστρέφονται τὰ πλήθη ποὺ συνέρρεαν γύρω ἀπὸ Αὐτόν, ὥστε μὲ τὴ διδασκαλία Του ποὺ θὰ ἄκουγαν καὶ τὰ θαύματα ποὺ θὰ ἔβλεπαν τὸν Κύριο νὰ ἐπιτελεῖ, νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς τὴν πίστη, τοὺς προσφέρει τὸ ἔλεος δωρεάν [:χωρὶς νὰ τοὺς ζητεῖ πρῶτα τὴν πίστη, πρὶν ἀπὸ τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τους] καὶ τοὺς καθαρίζει ἀπὸ τὴ λέπρα, ὥστε, ἀπαλλασσόμενοι ἀπὸ τὸ νομικὸ κώλυμα γιὰ συναναστροφὴ μαζί Του, νὰ μποροῦν καὶ νὰ συνυπάρχουν καὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὑγιεῖς ἀνθρώπους καὶ νὰ βελτιώνονται ἐγκολπώμενοι τὴ διδασκαλία Του.
Καὶ μὲ ποιόν τρόπο τοὺς καθαρίζει; Λέγοντάς τους: «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι (:Πηγαίνετε καὶ δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἂν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ νόμου''. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα)» [Λουκ. 17,14], γιατί Ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα μὲ τὸν λόγο τῆς δυνάμεώς Του πρόσταξε νὰ μεταβοῦν στοὺς ἱερεῖς πρὶν ἀκόμα καθαριστοῦν καί, ἐπειδὴ ὑπάκουσαν, τοὺς χορήγησε καὶ τὴν κάθαρση.
Ὅπως δηλαδὴ ὁ Δεσπότης τοῦ νόμου, ἐφαρμόζοντας γιὰ χάρη μας τὸν μωσαϊκὸ νόμο, δὲν προσκάλεσε κοντά Του τους λεπρούς, οὔτε τοὺς ἄφησε νὰ Τὸν ἀγγίξουν, ἔτσι καὶ μετὰ ποὺ λύγισε στὶς ἀξιολύπητες φωνὲς ἐκείνων, παρέχοντάς τους τὴ θεραπεία, τοὺς ἀποστέλλει πρὸς τοὺς ἱερεῖς, πάλι σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο· γιατί ὁ νόμος αὐτὸς πρόσταζε νὰ μὴ δίνει τὴ μαρτυρία μόνος του ὁ λεπρὸς ποὺ καθαρίσθηκε, ἀλλὰ νὰ προσέρχεται στοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ δείχνει μπροστὰ στὰ μάτια ἐκείνων κάθε ὑγιὲς πλέον μέλος τοῦ σώματός του καὶ ἀπὸ ἐκείνους νὰ παίρνει τὴ διαβεβαίωση, ὥστε νὰ θεωρεῖται στὸ ἑξῆς καθαρὸς καὶ ὑγιής [: βλ. Λευιτ. 13,6: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ τὸ δεύτερον. καὶ ἰδοὺ ἀμαυρὰ ἡ ἁφή, οὐ μετέπεσεν ἡ ἁφὴ ἐν τῷ δέρματι· καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· σημασία γὰρ ἐστι· καὶ πλυνάμενος τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καθαρὸς ἔσται (:Πάλι λοιπὸν ὁ ἱερέας κατὰ τὴν ἕβδομη μέρα θὰ δεῖ αὐτὸν γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ ἐὰν ἡ πληγὴ εἶναι θαμπὴ καὶ ὄχι γυαλιστερή, καὶ δὲν ἔχει ἁπλωθεῖ περισσότερο ἐπάνω στὸ δέρμα, ὁ ἱερέας θὰ τὸν κηρύξει καθαρό, διότι τὰ σημάδια πείθουν ὅτι δὲν πρόκειται περὶ λέπρας. Αὐτὸς πάλι ἀφοῦ πλύνει τὰ ροῦχα του, θὰ εἶναι καθαρός)»].
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ λέπρα ὑπαινίσσεται τὴν ἁμαρτία, ἡ ἐπίδειξη στοὺς ἱερεῖς δείχνει ὁπωσδήποτε τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀκόμη καὶ ἂν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν τὴν ἰσοσταθμίσει μὲ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας, δὲν μπορεῖ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὴ συγχώρηση καὶ νὰ ζεῖ μαζὶ μὲ ὅσους δὲν ἔχουν νὰ λογοδοτήσουν γιὰ κάτι, ἐὰν δὲν μεταβεῖ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐξουσία νὰ λύνει καὶ νὰ ἀπαλλάσσει [:δηλαδὴ στὸν ἱερέα-ἐξομολόγο] καὶ δὲν δείξει σὲ αὐτὸν τὴν λεπρωμένη ἀπὸ τίς ἁμαρτίες ψυχή του μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ δεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν διαβεβαίωση τῆς συγχωρήσεως. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐκτελεῖ καὶ τίς συμβολικὲς πράξεις τοῦ νόμου γιά μᾶς, στέλνει γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τοὺς λεπροὺς στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν, οἰκονομῶντας καὶ κάτι ἐπιπλέον ἀκόμα: διότι ἦταν ἱκανὸ τὸ θαῦμα ν᾿ ἀπαλλάξει ἀκόμη καὶ τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὴν ἀπιστία πρὸς Αὐτόν.
Πράγματι κάποτε ἔπαθε λέπρα καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωυσῆ Μαριάμ, γιὰ αἰτία ποὺ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ τὴν ποῦμε τώρα, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἔπαθε τὴν ἀσθένεια τῆς λέπρας· καὶ ὁ Μωυσῆς ποὺ δοκίμασε τρομερὸ πόνο ἀπὸ τὸ πάθος της αὐτό, ζητοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θεραπεία τῆς ἀδελφῆς του ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ τὴν ἔλαβε βέβαια, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες [Ἀριθμ.12,15: «Καὶ ἀφωρίσθη Μαριὰμ ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἑπτὰ ἡμέρας· καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἐξῇρεν, ἕως ἐκαθαρίσθη Μαριάμ (:Καὶ χωρίστηκε ἡ Μαριὰμ καὶ ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωση ἑπτὰ μέρες. Καὶ ὁ λαὸς δὲν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀσηρώθ, ἕως ὅτου καθαρίστηκε ἡ Μαριὰμ ἀπὸ τὴ λέπρα)»].
Προσέξτε λοιπὸν πόση ὑπεροχὴ προσμαρτυρεῖ τὸ θαῦμα στὸν Χριστὸ ἔναντι τοῦ Μωυσῆ. Γιατί Αὐτός, στὸν λεπρὸ ποὺ Τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι (:Κύριε, ἐὰν θέλεις, ἔχεις τὴ δύναμη νὰ μὲ καθαρίσεις ἀπὸ τίς πληγὲς καὶ τὰ ἐξανθήματα τῆς ἀκάθαρτης ἀρρώστιας μου)», ἀπάντησε: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω, καθαρίσου)» [Ματθ. 8,2], καὶ ἀμέσως τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ λέπρα, ἐνῶ ἐδῶ ἔδωσε τὴ θεραπεία σὲ δέκα λεπροὺς ποὺ ζήτησαν ἀπὸ μακριὰ τὴν κάθαρση, χωρὶς κἂν νὰ πεῖ τίποτε, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ συγκατάνευσή Του. Ἄρα δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅσοι ἔχουν νοῦ, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο προσευχόταν ὁ Μωυσῆς καὶ Τὸν ὁποῖο ἱκέτευε ὡς Θεὸ νὰ συγκατανεύσει στὴν κάθαρση τῆς ἀδερφῆς του τῆς Μαριάμ;
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν οἱ τόσοι αὐτοὶ λεπροὶ ποὺ καθαρίσθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποστέλλονταν στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ γνωρίσουν καὶ αὐτοὶ μέσῳ τοῦ θαύματος τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καί, ἀφοῦ μάθουν ἀπὸ τοὺς λεπροὺς ὅτι ἦρθαν νὰ ἐκπληρώσουν τὸν νόμο σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη Ἐκείνου ποὺ ἔχει τόση δύναμη, νὰ καταλάβουν ὅτι Ἐκείνου γνώμη εἶναι καὶ ὁ δοσμένος μέσῳ τοῦ Μωυσῆ νόμος, καὶ ἔτσι νὰ πιστέψουν στὸν ἕνα αὐτὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος, καὶ τοῦ νόμου καὶ τῆς χάριτος, καὶ νὰ ὁδηγήσουν αὐτοὶ τελειότερα τοὺς καθαρισμένους λεπροὺς πρὸς τὴν πίστη σὲ Αὐτόν. Γιατί ἔτσι ἔπρεπε, ἂν καὶ ἐκεῖνοι χωρὶς σύνεση ἔπρατταν τὰ ἀντίθετα. Μολονότι λοιπὸν ἐκεῖνοι ἔπρατταν τ᾿ ἀντίθετα, ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν παρέλειπε ποτὲ τίποτε ἀπὸ ὅσα τοὺς εἵλκυαν πρὸς τὴ σωτηρία· γιατί ἔχει ἀδαπάνητη καὶ ἀνίκητη τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴ φιλανθρωπία καὶ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ νικηθεῖ ἡ μακροθυμία Ἐκείνου μὲ τὴν κακία αὐτῶν.
Ἀλλά, καθὼς οἱ λεπροί, πηγαίνοντας πρὸς τοὺς ἱερεῖς, θεραπεύθηκαν στὸν δρόμο, «εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης (:ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἀφοῦ εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζοντας τὸν Θεὸ μεγαλόφωνα καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη ποὺ δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, ποὺ ἦταν Ἰσραηλῖτες)» [Λουκ. 17,15].
Σωστὰ εἶπε ὁ Ψαλμωδὸς προφήτης γιὰ τὴ γενιὰ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ζοῦσαν στὴ δική του ἐποχή, ὅτι «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεὸν πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:Ὁ Κύριος ἔσκυψε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔριξε τὸ βλέμμα Του γιὰ νὰ δεῖ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν ὑπάρχει κανεὶς μεταξύ τους, ποὺ νὰ ἔχει ἐπίγνωση Θεοῦ ἢ νὰ ἐπικαλεῖται μὲ πίστη τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ εὐαρεστεῖ σὲ Αὐτόν. Ἀλίμονο, ὅλοι ἐξετράπησαν στὴν εὐθεῖα ὁδό. Ἐξαχρειώθηκαν καὶ διεφθάρησαν. Δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ πράττει τὸ ἀγαθό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ὁ λάρυγγάς τους, σὰν ἀνοιχτὸς τάφος, ἀναδίδει δυσώδεις ἀναθυμιάσεις. Μὲ τίς πονηρές τους γλῶσσες ἐπινοοῦν καὶ ἐκφράζουν δόλια ψεύδη καὶ φαρμακερὲς συκοφαντίες. Δηλητήριο φαρμακερῶν ἀσπίδων ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ χείλη τους. Τὸ στόμα τους εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ κατάρες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δολιότητες καὶ πικρίες ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πόδια τους τρέχουν μὲ ταχύτητα, γιὰ νὰ χύσουν αἷμα. Στοὺς δρόμους τῆς ζωῆς τους καὶ στὶς πράξεις τους σπείρουν συντρίμματα καὶ ταλαιπωρίες ἐναντίον ἀθώων. Ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ εἰρηνικὴ ζωὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἐξαιτίας τῆς ἀμαρτωλότητάς τους δὲν γνώρισαν. Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ ἐνώπιόν τους)» [Ψαλμ. 13,2-3].
Πράγματι, ἂν αὐτοὶ οἱ ἐννέα, ποὺ τόση εὐεργεσία πέτυχαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τέτοιο θαῦμα εἶδαν ἐπάνω τους, δὲν κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός, δὲν ἐπέστρεψαν γιὰ νὰ Τὸν ἀναζητήσουν, δὲν ἀπέδωσαν τὴ μεγαλύτερη δοξολογία οὔτε τὴν εὐχαριστία, τί εἶναι φυσικὸ νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης, ὁ Ἀσσύριος κατὰ τὸ γένος (γιατί ἀπὸ αὐτοὺς προερχόταν ἡ σαμαρειτικὴ ἀποικία) [βλ. Δ΄ Βασ. 17,24: «Καὶ ἤγαγε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐκ Βαβυλῶνος τὸν ἐκ Χουθὰ ἀπὸ Ἀϊὰ καὶ ἀπὸ Αἰμὰθ καὶ Σεπφαρουαΐμ, καὶ κατῳκίσθησαν ἐν πόλεσι Σαμαρείας ἀντὶ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν Σαμάρειαν καὶ κατῴκισαν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῆς (:Ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων μετέφερε ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα, δηλαδὴ εἰδωλολάτρες κατοίκους τῶν πόλεων Χουθά, Ἀϊά, Αἰμὰθ καὶ Σεπφαρουαὶμ καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις τῆς Σαμάρειας ἀντὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Αὐτοὶ λοιπὸν πῆραν πλέον ὡς κληρονομιά τους τὴ Σαμάρεια καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς πόλεις της)»], ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα καὶ τὴν ποθητὴ εὐεργεσία ποὺ πέτυχε, κατανόησε αὐτὴν καὶ τελειώθηκε ὡς πρὸς τὴν πίστη, καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε, λέγει καὶ ἐκτελεῖ λόγια καὶ πράξεις εὐγνωμοσύνης καὶ πίστεως, πέφτοντας δημόσια μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ εὐεργέτη καὶ δοξάζοντας ὡς Θεὸ ἀληθινὸ Αὐτὸν ποὺ τοῦ χάρισε τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴ λέπρα του.
Καὶ ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς παρευρισκόμενους: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; (:Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, ποὺ δὲν ἀνήκει στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος;)», ἂν καὶ βέβαια γι᾿ αὐτὸ θεράπευσε καὶ αὐτούς, γιὰ νὰ λάβουν τὴν ἄδεια καὶ τὴ δυνατότητα πλέον φυσιολογικὰ νὰ ζοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους συμπατριῶτες τους καὶ μὲ ὅσους παρακολουθοῦσαν ἀπὸ κοντὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ κερδίσουν τὴ θεραπεία τῶν ψυχῶν τους καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Ἰατρὸ καὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων· ἐκεῖνοι ὅμως δὲν σκέφθηκαν ὅτι πρέπει νὰ προσφέρουν δόξα στὸν Θεό.
Ἀλλὰ τί πάθος ἀληθινά! Γιατί ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ νὰ πάσχουμε καὶ ἐμεῖς τώρα: ἀφοῦ καθαρισθήκαμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀπ᾿ ἐκείνη τὴν πρώτη κατάρα, ποὺ ἦταν ἁπλωμένη πάνω μας σὰν λέπρα, καὶ πιὸ βλαβερὴ καὶ πιὸ σιχαμερὴ ἀπὸ κάθε λέπρα, καθόσον τὸ πάθος ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα μετέβαινε καὶ στὴν ψυχή· ἀφοῦ καθαρισθήκαμε λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὴν μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, καὶ λάβαμε πάλι ἀπὸ Ἐκεῖνον καθαρὴ τὴ φύση μας σὰν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δὲν προσκολλώμεθα σὲ Αὐτὸν μὲ ἐνάρετη ζωὴ προσφέροντάς Του δόξα, ἀλλὰ ἀπομακρυνόμαστε πάλι ἀπὸ Αὐτὸν μὲ ἐπάρατα καὶ παράνομα ἔργα, ὅπως λέγει πρὸς Αὐτὸν ὁ Δαβίδ: «Ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοὶ πονηρευόμενος (: Ἐσὺ εἶσαι Θεός, ποὺ ποτὲ καὶ κατὰ κανέναν τρόπο δὲν θέλεις τὴν καταπάτηση τοῦ νόμου Σου καὶ τὴν ἀδικία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε καὶ πρὸς στιγμὴ δὲν θὰ παραμείνει πλησίον Σου ὡς προστατευόμενός Σου κανένας ἀσεβὴς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μηχανεύεται τὸ κακό)» [Ψαλμ. 5,5].
Γι᾿ αὐτὸ πάλι ὁ Κύριος, ἐλεεινολογῶντας τοὺς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ εἴδους καὶ θρηνῶντας κατὰ κάποιο τρόπο ἐκείνους καὶ ἐμᾶς τοὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνους ὅμοιους μὲ ἐκείνους, ὅπως πρὸς τὸν Ἀδάμ, ὅταν ἐξέπεσε ἀπὸ τὴ θεία ἐκείνη δόξα, ἔλεγε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ; (:Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;)» [Γέν. 3,9], ἔτσι ἔπειτα λέγει καὶ πρὸς αὐτούς: «Οἱ ἐννέα ὅμως ποῦ εἶναι; Δὲν ἔκριναν αὐτοὶ ὅτι πρέπει νὰ προσφέρουν δόξα στὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ἀλλοεθνὴς αὐτός;». Λέγοντας ὅμως τὴ φράση: «εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος (:παρὰ μόνο ὁ ἀλλοεθνὴς αὐτός)», δείχνει τὴν ἀχαριστία καὶ σκληροκαρδία τοῦ γένους τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὅτι τὰ ἔθνη ἦταν ἕτοιμα γιὰ ἐπιστροφή, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν τελείως ἀμετανόητοι πρὸς σωτηρία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ αὐτὸν ποὺ ἐπέστρεψε μὲ εὐγνωμοσύνη χάρισε δίκαια καὶ τὴν ψυχικὴ σωτηρία, ποὺ προτυπώνει τὴ σωτηρία τῶν ἐθνῶν μέσῳ τῆς πίστεως, λέγοντάς του: «Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστίς σου σέσωκέ σε (:Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχὴ ποὺ θά σε ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία)», ἐνῶ ἐκείνους ποὺ δὲν ἐπέστρεψαν, ἀφοῦ τοὺς κατηγόρησε μόνο γιὰ τὴ σιωπή τους, ἔδειξε ὅτι ἀπέτυχαν ὡς πρὸς τὴν ψυχικὴ σωτηρία.
Μοιάζουν βέβαια οἱ δέκα αὐτοὶ λεπροὶ μὲ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων γιατί ὅλοι μας ἤμασταν λεπρωμένοι, ἀφοῦ ὅλοι ὑποπέσαμε στὴν ἁμαρτία, ὅπως λέγει ὁ θεόπνευστος Παῦλος: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:Καὶ δὲν ὑπάρχει διάκριση, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν καὶ ἔχουν στερηθεῖ ἀπὸ τὴ δόξα, ποὺ ἔχει καὶ μεταδίδει ὁ Θεός. Καὶ συνεπῶς γίνονται ὅλοι δίκαιοι καὶ σώζονται δωρεὰν μέ τὴ χάρη ποὺ δίνει σὲ μᾶς τοὺς καταδίκους ὁ Θεὸς ὡς πανάγαθος βασιλιᾶς. Μᾶς ἀπελευθέρωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἐξαγορὰ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ λύτρο τοῦ αἵματὸς Του)» [Ρωμ. 3,23-24].
Ὅλοι λοιπὸν ἤμασταν ἔτσι πνευματικὰ λεπροί, ἀφοῦ ὅμως κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλαβε τὴ φύση μας, τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη γιὰ τὴν ἀμαρτία. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι βέβαια φάνηκαν ἀγνώμονες ἀπέναντι σὲ αὐτὴν τὴν εὐεργεσία, ὅσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸν μάταιο δρόμο τους καὶ ἀπὸ τὰ προηγούμενα πονηρὰ ἤθη τους καὶ πρόσφεραν δόξα στὸν Θεό, ὄχι ὁμολογῶντας ἁπλῶς τὴ σωτηρία καὶ ἀνακηρύσσοντας τὸ μέγα ἔλεος Ἐκείνου ποὺ ἀπὸ τὸ ἀπέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τὸν ἑαυτό Του μέχρι σὲ μᾶς, ἀλλὰ καὶ πείθονται στὶς ἐντολές Του καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ μὲ τὴ διαγωγὴ αὐτὴ βαδίζουν πρὸς εἰρήνη, δηλαδὴ εἰρηνεύουν πρὸς τοὺς ἑαυτούς τους καὶ μεταξύ τους καὶ πρὸς τὸν Θεό.
Καὶ εἰρηνεύουμε πρὸς τὸν Θεό, ἐκτελῶντας τὰ εὐάρεστα σὲ Αὐτόν, ζῶντας μὲ σωφροσύνη, λέγοντας τὴν ἀλήθεια, καὶ πράττοντας τὰ δίκαια, «ἐπιδιδόμενοι σὲ προσευχὲς καὶ δεήσεις», καὶ ὅπως προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ (:Λαλῶντας μεταξύ σας μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας στὸν Κύριο μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά)» [Ἐφ. 5,19], καὶ ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη.
Πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας εἰρηνεύουμε, ὑποτάσσοντας τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα καὶ ἀκολουθῶντας τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει ὁ ἔμφυτος νόμος τῆς συνειδήσεώς μας καὶ ἔχοντας τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο τῶν λογισμῶν κινούμενο μὲ κοσμιότητα καὶ εὐγένεια· μεταξύ μας τέλος εἰρηνεύουμε: «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· (:Νὰ ἀνέχεστε ὁ ἕνας τίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου καὶ νὰ συγχωρεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἐὰν ἔχει κανεὶς παράπονο ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ὅπως κι ὁ Χριστός σᾶς ἔκανε χάρη καὶ σᾶς συγχώρησε, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ συγχωρεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο)» [Κολ. 3,13].
Ἄς εἰρηνεύουμε καὶ ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, παρακαλῶ, καὶ ἂς δείχνουμε αὐτὴ τὴν εἰρήνη μὲ ἔργα καὶ τρόπους ἐνάρετους καὶ ἀγαπητοὺς στὸν Θεό· γιατί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς εἰρήνης καὶ ἐμεῖς ἤρθαμε σὲ σᾶς, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας ὁρισθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονοι τῆς κληρονομιᾶς καὶ χάριτός Του, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα εὐαγγελιζόμαστε σ᾿ ἐσᾶς τὴν εἰρήνη σύμφωνα μὲ τὴν πρὸς ἐμᾶς παραγγελία τοῦ Σωτῆρα μας μέσῳ τῶν Ἀποστόλων, καὶ μὲ αὐτὴν συνάγουμε τὰ σκορπισμένα μέλη πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν προκαλούμενη ἀπὸ τὸ μῖσος ἀσθένεια καὶ καχεξία τὴν βγάζουμε ἔξω ἀπὸ τίς ψυχές μας.
Εἴμαστε λοιπὸν μαζί σας μέ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ εἴμαστε πρεσβευτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτὸς παρακαλεῖ μὲ ἐνδιάμεσους ἐμᾶς: «Καταλλάγητε τῷ Θεῷ (:Συμφιλιωθεῖτε μὲ τὸν Θεό)» [Β΄ Κορ. 5,20], γνωρίστε τὴν μεταξύ σας συγγένεια ποὺ ἐνυπάρχει σὲ σᾶς, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα, γιατί ἔτσι θὰ γίνετε καὶ τῆς εἰρήνης, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, υἱοὶ καὶ κληρονόμοι. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ποὺ ἔκαμε τὰ δυὸ ἕνα καὶ διέλυσε τὸν μεσότοιχο φράκτη καὶ κατέλυσε μὲ τὸν σταυρὸ τὴν ἔχθρα καὶ φύτευσε τὴν εἰρήνη μέσα στὶς ψυχές μας. Γιατί ὁλόκληρο τὸ ἔργο τῆς παρουσίας Του εἶναι ἡ εἰρήνη, καὶ γι᾿ αὐτὴν ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε στὴ γῆ.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ προεῖπε γι᾿ Αὐτόν: «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης (:Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ γλυκιὰ ἄρδευση θὰ ἀναβλαστήσει καὶ θὰ ἀνθίσει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Του δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη πλούσια καὶ ἀτέλειωτη)» [Ψαλμ. 71,7], καὶ σὲ ἄλλον Ψαλμὸ λέγει πάλι γι᾿ Αὐτόν: «Λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ᾿ αὐτόν (:Θὰ ὁμιλήσει εἰρηνικὰ πρὸς τὸν λαό Του, στοὺς ἀφοσιωμένους πρὸς Αὐτὸν Ἰσραηλῖτες· σὲ ὅσους ἐπιστρέφουν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ πρὸς Αὐτόν)» [Ψαλμ. 84,9]. Δείχνει ὅμως καὶ ὁ ὕμνος ποὺ ψάλθηκε κατὰ τὴ γέννησή Του ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ὅτι ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς φέροντάς μας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν εἰρήνη, λέγοντας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία (:Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους ποὺ κατοικοῦν ἐκεῖ˙ καὶ στὴ γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ βίαια πάθη της, ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεὸς ἐκδήλωσε τώρα ἐξαιρετικὰ τὴν εὔνοια καὶ τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του)» [Λουκ. 2,14].
Καὶ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος, ὅταν ὀλοκλήρωνε ἤδη τὴν σωτηριώδη οἰκονομία, ἀντὶ κληρονομιᾶς, τὴν εἰρήνη ἄφησε στοὺς μαθητές Του, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω (:Φεύγω καὶ σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τὴ δική μου ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ εἰρήνη, τὴν ὁποία ἦλθα νὰ φέρω στὸν κόσμο ποὺ συνταράζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ μιὰ εἰρήνη ὑποκριτική, ἀπατηλὴ καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴ ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Ἄς μὴν ταράζεται ἡ καρδιὰ σας ἀπὸ ἐσωτερικοὺς φόβους κι ἂς μὴ δειλιάζει ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλές)» [Ἰω. 14,27]· καὶ ἐπίσης: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:Ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ἀπὸ τὸ ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ θὰ σᾶς ἐξασφαλίσει τὴν ἀναγνώριση, τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων περισσότερο ἀπὸ τὴ θαυματουργική σας δράση)» [Ἰω, 13,35]. Καὶ ἡ τελευταία προσευχὴ ποὺ ἔκανε γιά μᾶς ὅταν ἀνέβαινε πρὸς τὸν Πατέρα του στηρίζει τὴν ἀναμεταξύ μας ἀγάπη· γιατί λέγει: «Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς (:Πάτερ ἅγιε, φύλαξέ τους μὲ τὴν πατρική Σου προστασία καὶ δύναμη, τὴν ὁποία ἔδωσες καὶ σὲ Ἐμένα˙ ἔτσι ὥστε νὰ παραμείνουν ἑνωμένοι μαζί μου καὶ μεταξύ τους καὶ νὰ εἶναι μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη ἕνα πνευματικὸ σῶμα, ὅπως εἴμαστε ἕνα κι ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση)» [Ἰω. 17,11].
Νὰ μὴν ἐκπέσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρικὴ προσευχή, οὔτε νὰ ἀπορρίψουμε τὴν κληρονομιὰ τοῦ οὐράνιου Πατέρα, οὔτε τὴ σφραγῖδα καὶ τὸ σημάδι τῆς πρὸς Αὐτὸν οἰκειότητας νὰ πετάξουμε, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε καὶ τὴν υἱοθεσία καὶ τὴν εὐλογία καὶ τὴν πρὸς Αὐτὸν μαθητεία καὶ ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴν ἐπηγγελμένη ζωὴ καὶ ἀποκλεισθοῦμε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νυμφῶνα τοῦ εἰρηνάρχη Πατέρα, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτό, ἀπέστειλε μέσῳ τῶν ἁγίων μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων Του τὴν εἰρήνη σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ καὶ στὶς ὁμιλίες τους καὶ στὰ συγγράμματά τους αὐτὴν προβάλλουν στοὺς προλόγους τους πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς λόγους: «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ (:Χάρη σὲ ἐσᾶς νὰ παρέχεται καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεό)» [Γαλ. 1,3]. Αὐτὴν καὶ ἐμεῖς ὡς ὑπηρέτες τῆς διακονίας ἐκείνων καὶ τώρα εὐαγγελιζόμαστε καὶ μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο λέμε σ᾿ ἐσᾶς: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (:Ἀγωνίζεστε καὶ προσπαθεῖτε νὰ ἐπιδιώκετε εἰρήνη μὲ ὅλους καθὼς καὶ νὰ ἀποκτήσετε καὶ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς σας, χωρὶς τὴν ὁποία κανένας δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο)» [Ἑβρ. 12,14]. Ἀπό μᾶς ὅμως κανένας νὰ μὴν ἀποτύχει στὸ νὰ δεῖ τὸν Κύριο, οὔτε νὰ ἐκπέσει ἀπὸ τὴ θεία δόξα τὴν ἐκπεμπόμενη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλά, ἀφοῦ ὅλοι συμφιλιωθοῦμε καὶ συναχθοῦμε σ᾿ ἕνα μέ τὴν μεταξύ μας κατὰ Θεὸν εἰρήνη καὶ ἀγάπη καὶ ὀμόνοια, νὰ ἔχουμε στὸ μέσο μας σύμφωνα μὲ τὴ γλυκιὰ παραγγελία του τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἐξομαλύνει τίς δυσκολίες τοῦ παρόντος βίου, καὶ στὸν κατάλληλο καιρὸ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ δόξα καὶ βασιλεία.
Αὐτὴν εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς μέ την χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ εἰρηνοποιοῦ καὶ εἰρηνοδώρου Θεοῦ καὶ Πατέρα μας καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες αἰώνων. Γένοιτο.
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
• Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἅπαντα τὰ ἔργα, τόμος 11, ὁμιλία ΞΑ΄, σελ. 538-558, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου