ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 19,1-10]
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
Γιὰ προηγούμενες ὁμιλίες πνευματικοῦ περιεχομένου ποὺ ἀπευθύναμε πρὸς τὴ δική σας ἀγάπη πήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ ὅσα ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σχετικὰ μὲ τὴ θεραπεία ἀνθρώπων ποὺ ἦταν ὡς πρὸς τὸ σῶμα λεπροὶ καὶ τυφλοί. Σήμερα, ὡστόσο, ὡς θέμα τῆς ὁμιλίας μας θὰ ἔχουμε τὸν κάτοικο τῆς Ἰεριχοῦς Ζακχαῖο, ποὺ ἦταν τυφλὸς ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀνάβλεψή του ὡς πρὸς αὐτήν .
Μεγάλο ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ θαῦμα ποὺ διενεργήθηκε σὲ αὐτὸν καὶ καθόλου μικρότερο ἀπὸ ὅσα ἐπιτελέστηκαν σὲ ἐκείνους. Διότι καὶ αὐτὸς εἶχε στὸ σκοτάδι τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος (τῆς Ἰεριχοῦς) εἶχε στὸ σκοτάδι τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ ἐξωτερικὰ εἶχε στὸ πρόσωπό του· διότι οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε, σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, καὶ ἀπαλλάχθηκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πνευματικό του σκοτάδι, μὲ μόνο τὸν λόγο Ἐκείνου ποὺ καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸν λόγο Του δημιούργησε τὸ φῶς καὶ καταύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίση. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ πεῖ ὁ Θεός: «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς (:ἂς γίνει φῶς, καὶ ἔγινε φῶς)» [Γέν. 1,3], ὑπῆρχε βαθὺ σκοτάδι ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ πεῖ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι (:σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου)» [Λουκ. 19,5], τὸ φοβερὸ σκοτάδι τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸν χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλάργυρους ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος· «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας)» [Ματθ. 6,21 καὶ Λουκ. 12,34], λέγει ὁ Κύριος.
Ἄς δοῦμε λοιπὸν πρῶτα ὅσα ἀναφέρει ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελίου σχετικὰ μὲ αὐτόν. «Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ (:ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὴν Ἰεριχώ, καὶ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη)». Τί εἶχε προηγηθεῖ; Ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τοὺς λεπροὺς ἀπὸ τὴν ἀρρώστιά τους, ἀφοῦ ἔδωσε φῶς στοὺς τυφλούς, ἀφοῦ μὲ τὴ φήμη ποὺ ἀπέκτησε μέσῳ τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν ποὺ ἐπιτέλεσε σὲ τέτοιους ἀσθενεῖς ἀνθρώπους, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο στὸν πόθο γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. «Ἀφοῦ λοιπὸν μπῆκε μέσα στὴν Ἰεριχὼ ὁ Ἰησοῦς, περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη»· καὶ ὄχι βέβαια μόνο τὴν Ἰεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ· διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνει σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε σῶμα σὰν τὸ δικό μας γιὰ νὰ σώσει ἐμᾶς, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθει καὶ νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετῶντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας Του διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης.
Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας συνήγαγε σὲ ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ κατέστησε βασιλιᾶ της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε ὅμως νὰ στέκεται ἀκίνητος, ἀλλὰ τὸν ἔχει κάνει νὰ περιπολεῖ· ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας μὲ τὸ σῶμα καὶ ὑποδεικνύοντας τὸν ἑαυτό Του ὡς βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, μὲ ἀρχὴ καὶ αἰώνιο, δὲν δέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθεῖ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας: «Ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς (:Καὶ ὅμως, παρ᾿ ὅλο ποὺ μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, Αὐτὸς εἶναι ὁ προαιώνιος βασιλιᾶς μας. Αὐτὸς ἐργάστηκε μὲ θαύματα τὴ σωτηρία μας ὁλοφάνερα πάνω στὴ γῆ, ὥστε νὰ γίνει ξακουστὴ σὲ ὅλο τὸν κόσμο)» [Ψαλμ. 73,12]· διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπιτέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικὰ ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωδιακοῦ ἄξονα, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός [βλ. Μαλαχ. 4,1: «Καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά μου ἥλιος δικαιοσύνης καὶ ἴασις ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ (:Γιὰ σᾶς ὅμως, οἱ ὁποῖοι εὐλαβεῖστε τὸ Ὄνομά μου, θὰ ἀνατείλει ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ στὶς ἀκτῖνες Του, ποὺ ἁπλώνονται σὰν πτέρυγες, θὰ ὑπάρχει θεραπεία καὶ θὰ ἐξέλθετε χαρούμενοι καὶ θὰ σκιρτήσετε σὰν τὰ μοσχάρια, τὰ ὁποῖα ἀφέθηκαν ἐλεύθερα ἀπὸ τοὺς δεσμούς τους)»], περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκταση χρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικούμενης ἀπὸ τίς ζωντανὲς ὑπάρξεις, διερχόταν τὰ μέρη Του, καὶ ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε, διερχόταν τὴν Ἰεριχώ.
Λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν (:Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὀνομαζόταν Ζακχαῖος. Αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροὴ λαοῦ, καὶ αὐτὸς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ σκεπαζόταν ἀπὸ τὸ πλῆθος)» [Λουκ. 9,2-3]. Καὶ ὄχι μόνο ἦταν μικρόσωμος, ἀλλὰ βρισκόταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ· διότι ἂν πλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ δυσκολευόταν νὰ Τὸν δεῖ. Ἐγὼ μάλιστα νομίζω ὅτι αὐτὸς καὶ ἑλκυόταν καὶ ἀνακοπτόταν μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὴ θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ· ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴ κατάλληλη γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς, γι᾿ αὐτὸ κι ἐπιθυμοῦσε κι ἐπιχειροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ· παρεμποδιζόταν ὅμως ταυτόχρονα καὶ ἀπὸ τὴ θεία δύναμη, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀντίθετα μὲ ὅσα ὁρίζει ὁ Χριστὸς νὰ πολιτευόμαστε στὴ ζωή μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐξάσκηση τοῦ αἰσχροκερδοῦς ἐπαγγέλματος τοῦ τελώνη καὶ τὸν πλοῦτο.
Αὐτὰ νομίζω ὑποδεικνύοντας καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφόσον μὲν ὁ Ζακχαῖος ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι᾿ αὐτόν: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος (:Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὀνομαζόταν Ζακχαῖος)», ἐφόσον ὅμως ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος (:καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ αὐτὸς ἦταν βέβαια πλούσιος)». Πραγματικά, ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἡ φράση: «Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιόλογων ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶ πρὸς αὐτὸ τείνει ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός· διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ: «Οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου (:Τὰ ὀνόματα τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ τῶν μισητῶν θεῶν τους, δὲ θὰ τὰ θυμηθῶ ποτὲ καὶ οὔτε θὰ τὰ ἀναφέρω μὲ τὰ χείλη μου)» [Ψαλμ. 15,4].
Τὸ ὅτι ὅμως ὁ εὐαγγελιστὴς ἔδωσε μαρτυρία ὅτι δὲν ἦταν μονάχα ἕνας ἁπλὸς τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι᾿ αὐτὸ πλούσιος, ἔδειξε ὅτι αὐτὸς ξεχώριζε πάρα πολὺ γιὰ τὴν κακία του. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς, δὲν μποροῦσε νὰ Τὸν δεῖ, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι «καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι (:καὶ ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ συνόδευε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀνέβηκε σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδὶ σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ Τὸν δεῖ, διότι ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο βρισκόταν τὸ δέντρο αὐτὸ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς)» [Λουκ. 19,4]. Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιός ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰ διασπάσει τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ περισσότερο προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶ ἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα ποὺ ἦταν φυτεμένη κοντὰ στὸ δρόμο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Ποθούμενο.
Καὶ ἐκεῖνος ἔκανε αὐτὲς τίς ἐνέργειες μὲ σαφῆ συγχρόνως καὶ φιλόθεο τρόπο, μὲ κεντρίσματα πόθου πληττόμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ φτερὰ πόθου ἀνυψούμενος καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Καὶ τί ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἡ Ἐνυπόστατη σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, Αὐτὸς ποὺ λέγει μέσῳ τοῦ Σολομῶντος: «Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν (: Ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· καὶ ὅσοι μὲ ἀγαποῦν, μὲ βρίσκουν. Καὶ ἔτσι ἀποκτοῦν χάρη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ δόξα ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων)» [Παροιμ. 8,17]· «ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐμενῶς καὶ ἐν πάσῃ ἐπινοίᾳ ὑπαντᾷ αὐτοῖς (:ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ περιέρχεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἀναζητεῖ τοὺς ἀξίους της. Ὁλόλαμπρη καὶ εὐμενὴς παρουσιάζεται στοὺς δρόμους τῆς ζωῆς τους, καὶ σὲ κάθε σκέψη τους τοὺς βοηθάει πάντοτε)» [Σοφ. Σολ. 6,16];
Φθάνει τὸν Ζακχαῖο, τὸν βλέπει πρῶτος, τὸν προσφωνεῖ μὲ πολὺ φιλικὸ τρόπο καὶ τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ καὶ θὰ μείνει στὸ σπίτι του. Διότι, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής: «Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον (:Ἀμέσως μόλις ἔφθασε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο)», ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα βάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγῳ τοῦ ἐνθέου πόθου του, «ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ μὲ μεῖναι (:σήκωσε τὰ μάτια Του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε˙ καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει ἀπὸ παλαιότερα τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε: ''Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου, σύμφωνα μὲ τὴ θεία βουλὴ ποὺ προετοιμάζει ἡ σωτηρία σου'')».
Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀναγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἁπλὰ καὶ μόνο ἂν Τὸν ἔβλεπαν, αὐτοὶ ποὺ δὲν Τὸν εἶχαν δεῖ προηγουμένως, διότι περπατοῦσε μὲ σεμνότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπιτύχει κανεὶς νὰ Τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε ταπεινὰ πρὸς τὸν ἑαυτό Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ εἶδε τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου, τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ προηγουμένως πρόσωπο μὲ πρόσωπο, γιὰ νὰ τοῦ δείξει τὴν ὄψη Του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίσει μὲ εὐγένεια τὸν ἑαυτό Του σὲ ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ποθοῦσε καὶ νὰ τοῦ δείξει ὅτι δὲν ποθεῖ αὐτὸς μόνο νὰ δεῖ τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ ποθεῖται καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Δημιουργό του. Καὶ ἐπιπλέον μάλιστα καὶ τὸν παροτρύνει νὰ σπεύσει στὸ σπίτι του, ὥστε μὲ ἀφθονία νὰ πράξει καὶ νὰ ἀποκομίσει τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.
«Καὶ σπεύσας κατέβῃ (:Τότε ὁ Ζακχαῖος)», λέγει, «καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων (:κατέβηκε γρήγορα καὶ Τὸν ὑποδέχθηκε στὸ σπίτι του μὲ χαρά)» [Λουκ. 19,6]. Διότι αὐτὸς ποὺ πρὶν Τὸν δεῖ, τρέχει προκειμένου νὰ Τὸν δεῖ καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὸ ἐπιτύχει, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν Τὸν εἶδε καὶ Τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν δέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία πραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος χαιρόταν ποὺ βρισκόταν μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ποθοῦσε νὰ συναντήσει καὶ ἤδη γευόταν τίς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πηγή· αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἔβλεπαν ὅσα συνέβαιναν, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεση, λέγει ὁ εὐαγγελιστής: «καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι (:μουρμούριζαν μεταξύ τους μὲ ἀγανάκτηση καὶ σχολίαζαν περιφρονητικὰ τὸν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου)» [Λουκ. 19,7].
Ἀλλὰ ὁ τελώνης, συναγωνιζόμενος σὲ φιλοτιμία Αὐτὸν ποὺ ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατη φιλανθρωπία σήκωσε τὸν ὀνειδισμὸ μας: «Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον (:Στάθηκε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπε)» [Λουκ. 19,8]· τὸ ὅτι μάλιστα στάθηκε ὄρθιος εἶναι δεῖγμα βέβαιης γνώμης, θαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως· ἀφοῦ λοιπὸν στάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρους, εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινὸς τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:Ἰδού, Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, καὶ ἂν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο)» [Λουκ. 19,8]. Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ ὅσων γόγγυζαν πρὸς τὸν Κύριο ποὺ ἔλεγαν «ὅτι μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»· διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια ὅσα μὲ ἐκβιασμὸ εἶχε μαζέψει, ἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἐνῶ ἀφοῦ διένειμε τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ φάνηκε ὅτι σὲ ὅλα εἶχε καθαριστεῖ.
Ἑπομένως, ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε: «Πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται (:Δῶστε ὅμως ἐλεημοσύνη ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μέσα στὸ ποτήρι καὶ τὴν πιατέλα, καὶ γίνετε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους μὲ τὰ ἀγαθὰ σας˙ κι ἔτσι, ὅλα ὅσα τρῶτε τότε θὰ σᾶς γίνουν καθαρά, ἔστω κι ἂν τὰ τρῶτε χωρὶς νὰ πλυθεῖτε προηγουμένως)» [Λουκ. 11,41], τώρα ὅμως ἀποφασίζοντας σὲ σχέση μὲ τέτοιες πράξεις ἔμπρακτης μετάνοιας καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μετανοημένο καὶ ἐλεήμονα πλέον Ζακχαῖο τὴν ἀπολογία πρὸς ὅσους γόγγυζαν ἐναντίον του, λέγει: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραὰμ ἐστιν (:Σήμερα μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ σπίτι αὐτὸ ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στὸν οἰκοδεσπότη ὅσο καὶ στοὺς δικούς του. Καὶ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἀρχιτελώνης αὐτός, διότι κι αὐτὸς εἶναι γιὸς καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς ποὺ διαμαρτύρεστε. Καὶ σ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας)», ὡς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε τώρα πιστός, ὡς ἕνας ἄνθρωπος πλέον δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός (:ἔπρεπε λοιπὸν νὰ συντελέσω στὴ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ ν᾿ ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ σὰν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία)» [Λουκ. 19,10], λέγοντας ἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς ὅσους γόγγυζαν, ὅτι «εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ βρῶ κατάλυμα, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ τὸν μεταβάλλω καὶ νὰ τὸν σώσω, ἀποδεικνύοντάς τον σὲ ὅλους ἀντὶ φιλάργυρο ποὺ ἦταν πρίν, τώρα φιλόθεο, ἀντὶ ἄδικο ποὺ ἦταν πρίν, τώρα δίκαιο, ἀντὶ ἀφιλόξενο ποὺ ἦταν πρίν, τώρα φιλόξενο, ἀντὶ ἀσυμπαθῆ ποὺ ἦταν πρίν, τώρα πλέον ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα».
Βλέπετε λοιπὸν ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος ἑπομένως εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης ποὺ πλουτίζει ἀπὸ τὸ ἔργο του μὲ κακὸ καὶ ἄνομο τρόπο καὶ συνάζει ἄδικα πλούτη, ἂς μιμηθεῖ τὴν πορεία τοῦ ἀρχιτελώνη αὐτοῦ πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἐπιστρέφει καὶ σκορπίζει μὲ τρόπο θεάρεστο καὶ ψυχοσωτήριο, ὅσα θησαύρισε μὲ τρόπο ἐφάμαρτο καὶ ὀλέθριο γιὰ τὴν ψυχή του. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴ ἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος· διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, καὶ μᾶλλον ἂς τὴν κάνει αὐτὸς σωτηριώδη μέσῳ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας μὲ προθυμία καὶ ὁ πλούσιος τελώνης σώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα σχετικὰ μὲ αὐτὸν στὴ διήγηση τοῦ εὐαγγελίου. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγηση.
Στὴ συνέχεια λοιπὸν παρακολουθεῖστε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικότερο τρόπο σκέψης. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει «δικαιούμενος», παρακαλῶ κατανόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους ποὺ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς τους, ποὺ εἶναι σὰν νὰ ἀσκοῦν καὶ αὐτοὶ τὸ αἰσχροκερδὲς ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσία τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰ πολλὴ ὥρα» [βλ. Ματθ. 23,13]: «Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα (:Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι κατατρῶτε τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσία τῶν χηρῶν, ἐσεῖς ποὺ μὲ πρόσχημα καὶ εὐλάβεια γιὰ σκοποὺς συμφεροντολογικοὺς κάνετε μεγάλες προσευχές· γι᾿ αὐτὸ θὰ ἔχετε μεγαλύτερη καταδίκη ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους ἀδίκους καὶ κλέφτες)».
Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήσει νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ζητεῖ νὰ δεῖ καὶ νὰ γνωρίσει, ὅπως ζητοῦσε ὁ Ζακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴν μπορῶντας ὅμως ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ μικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν συνηθειῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἐπιτύχει τὴν ἀλήθεια, τόσο κατὰ τὴ γνώση ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξη. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀποκαλύπτει σὲ αὐτὸν τὸν ἑαυτό Του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλῶντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μωσαϊκὸ νόμο ποὺ δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύσει στὴν χάρη καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβει ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθεῖ τὴ σωτηρία.
Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπάκουσε στὸ Λόγο καθὼς δίδασκε καὶ καλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζεῖ κατὰ τὸν σκιώδη βίο [βλ. Ἰω. 1,49: «Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν μὲ γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδὸν σε (:Τοῦ λέει ὁ Ναθαναήλ: ''Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις; Καὶ πῶς γνωρίζεις τὴν εἰλικρίνεια τῶν μυστικῶν μου σκέψεων καὶ ἐλατηρίων;''. Τοῦ ἀποκρίθηκε τότε ὁ Ἰησοῦς: ''Πρὶν ἀκόμη σὲ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ὅταν ἤσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ καὶ προσευχόσουν μακριὰ ἀπὸ κάθε μάτι ἀνθρώπου, ἐγὼ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ καὶ θεῖο μου βλέμμα σὲ εἶδα'')»] ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι καὶ αὐτόν, ποὺ ὅπως λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος (:Ἀπὸ πραγματικὸ ζῆλο καταδίωκα τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀποδείχθηκα ἄμεμπτος ὡς πρὸς τὴ δικαιοσύνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τοῦ νόμου. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μὲ κατηγορήσει γιὰ τὴν παραμικρὴ παράβαση)» [Φιλιπ. 3,6], πρῶτος τὸν κοίταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)· ὅποιος λοιπὸν ὑπακούσει ἔτσι τὸν Λόγο ποὺ προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος· καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο ποὺ κατεῖχε προηγουμένως, ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστῶντας μάλιστα καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ συκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἀποκαλῶντας τὸν ἄπιστο ἢ σὰν τέτοιον τὸν κακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλάσια θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶ ὁδηγῶντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἔχουμε μὲ συντομία καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.
Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγηση προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ σύναζε τὸν χρυσὸ ἀσκῶντας τὸ ἔργο τοῦ τελώνη καὶ κοντά του τὸ κρατοῦσε πλουτίζοντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχος, ἢ μᾶλλον πτωχὸς καὶ ἀκτήμονας ἑκουσίως, ἀφοῦ ἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἐπέστρεψε ὡς ὀφειλόμενα, τώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσουμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνουμε κατήγοροι τῆς κακίας; Διότι ὁ χρόνος ποὺ ἔχω στὴ διάθεσή μου γιὰ τὴν ὁμιλία αὐτὴ δὲν ἐπιτρέπει νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιά μᾶς τοὺς παριστάμενους ἐδῶ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος τῆς ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς ποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσουμε τὴν φθορὰ ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτήν, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὸ μέτρο ποὺ μᾶς εἶναι δυνατόν. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν: τῆς αἰσχροκέρδειας, τῆς τσιγκουνιᾶς, τῆς ρηχότητας, τῆς ἀστοργίας, τῆς ἀπιστίας, τῆς μισανθρωπίας, τῆς ἁρπαγῆς, τῆς ἀδικίας, τῆς πλεονεξίας, τοῦ τόκου, τοῦ δόλου, τοῦ ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά.
Ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς· ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰ καὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λῃστὲς καὶ πειρατές, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλη ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξη νομισμάτων, ὑπέρβαση ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶ διαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾷ τοὺς στενοὺς δεσμοὺς τῆς συγγένειας· ἐξαιτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδο ὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸν νόμο καὶ μάρτυρας τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας προδίδει τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο: «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς (:γιατί ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, γιὰ τὴν ὁποία ἐπειδὴ μερικοὶ τὴν ὀρέγονται, ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ κατατρύπησαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ ὀδύνες πολλές)» [Α΄ Τιμ. 6,10].
Ἀλλὰ προσέξτε μὲ σύνεση τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου· διότι δὲν εἶπε ὅτι «ὅσοι πλουτίζουν, ἀποπλανήθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν πίστη», ἀλλὰ «ὅσοι ὀρέγονται διακαῶς τὸν πλοῦτο», ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν (:ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ θέλουν νὰ πλουτίζουν, πέφτουν σὲ πειρασμὸ καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίες πολλές, ἀνόητες καὶ βλαβερές, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὄλεθρο καὶ σὲ ἀπώλεια)» [Α΄ Τιμ. 6,9]. Νὰ μὴν πεῖτε λοιπόν: «Φτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ· τί ὁμιλεῖς ἐνάντια στὴ φιλαργυρία πρὸς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουμε σχεδὸν καθόλου χρήματα;». Τὸ πράττω διότι ἔχουμε τὴν νόσο μέσῳ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι᾿ αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν πάλι μοῦ πεῖς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν᾿ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλὰ ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεσαι καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι σοῦ καθιστᾷ εὐκολότερη τὴ σωτηρία. Ἄν ἐπίσης εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούει μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθει πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζει ἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως σώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλὰ ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ ποὺ δοκιμάσθηκε καὶ σὲ περίοδο πλούτου καὶ σὲ περίοδο φτώχειας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Εἰ ἔταξα χρυσίον εἰς χοῦν μου, εἰ δὲ καὶ λίθῳ πολυτελεῖ ἐπεποίθησα (:Ποτὲ δὲν ἔκρυψα γιὰ ἀποθησαυρισμὸ καὶ ἀσφάλεια ἐντὸς τῆς γῆς τὸ χρυσάφι, ποτὲ δὲ στήριξα τὴν ἐλπίδα μου στοὺς πολύτιμους λίθους)» [Ἰώβ, 31,24].
Ἑπομένως ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, ποὺ ἂν δὲν προσέχει, καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως. Ἐπειδὴ μάλιστα ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθηση στὸν πλοῦτο, γι᾿ αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν (:Στοὺς πλούσιους τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα παράγγελλε νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἔχουν ἐλπίσει στὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ποὺ μᾶς παρέχει ὅλα πλούσια πρὸς ἀπόλαυση)» [Α΄ Τιμ. 6,17].
Διότι ἡ ταπείνωση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωση ἀληθείας· καὶ ὅποιος καυχᾷται γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας ἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σὲ αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους ποὺ προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή· ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας πλούσιος ἔχοντας στὰ πρόθυρα τοῦ σπιτιοῦ του τὸν φτωχὸ καὶ ἄρρωστο Λάζαρο οὔτε κἂν τὸν κοίταζε ἀπὸ τὴν ἔπαρση ποὺ τὸν διακατεῖχε, ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ ἄφρονας πλούσιος, διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχή του σχετικὰ μὲ τὰ θησαυρισμένα γιὰ πολλὰ ἔτη ἀγαθά του παρέστησε ποιά εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο· γι᾿ αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα δέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τοὺς ἐναντίους.
Βλέπετε τὸ τέλος ὅσων προσηλώνονται στὸν πλοῦτο; Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Δαβίδ: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν (:Ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι, μὴ στηρίζετε τίς ἐλπίδες σας στὸν πλοῦτο καὶ στὴν ἀδικία. Μὴ φλογίζεστε ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ πλούτη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγές. Καὶ ἂν δεῖτε σὰν ποτάμι νὰ ρέει ὁ πλοῦτος μπροστά σας, μὴν προσκολλᾶτε σὲ αὐτὸν τὴν καρδιὰ σας)» [Ψαλμ. 61,11]· ὁ Σολομῶντας ἐπίσης λέγει: «Ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται, ὁ δὲ ἀντιλαμβανόμενος δικαίων οὗτος ἀνατελεῖ (:Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πεποίθηση καὶ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο του, θὰ πέσει καὶ θὰ καταστραφεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ βοηθάει καὶ ὑποστηρίζει τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες δικαίους, αὐτὸς θὰ ἀνατείλει σὰν λαμπρὸς ἥλιος)» [Παροιμ. 11,28]· σὲ ἄλλο σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφή, λέγοντας: «Καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου (:Καὶ ἐσὺ γράψε ἐντός σου αὐτοὺς τοὺς λόγους τρεῖς φορές, σὲ τρεῖς θέσεις τῆς ψυχῆς σου. Στὴ θέλησή σου, γιὰ νὰ εἶναι ἀγαθή, στὴ γνώση σου, γιὰ νὰ εἶναι ἀληθής, στὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου, ὥστε νὰ πλημμυρίζουν ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ σου)» [Παροιμ. 27,20]· καὶ ὁ Κύριος λέγει: «Πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν (:Ἀλίμονο ὅμως σὲ σᾶς τοὺς πλουσίους, ποὺ χρησιμοποιεῖτε ἐγωιστικὰ τὸν πλοῦτο σας γιὰ νὰ ὑπηρετεῖτε τίς σαρκικές σας ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις. Ἀλίμονό σας, διότι, ἀφοῦ στὴ ζωὴ αὐτὴ βρίσκετε πλήρη καὶ τέλεια παρηγοριὰ στὸν πλοῦτο, δὲν μένει νὰ ἐλπίζετε τίποτε στὴν ἄλλη ζωή)» [Λουκ. 6,24].
Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς πλουτίσουμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα· ἂς γεμίσουμε μὲ ὅσα ἔχουμε τὰ στομάχια τῶν φτωχῶν, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλεία. Καὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴν ἀποκτήσουμε μέ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἅπαντα τὰ ἔργα, τόμος 11, ὁμιλία ΞΒ΄, σελ. 562-583, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1986.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου