Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Ἔτσι καὶ στὴν περικοπὴ τῶν δέκα λεπρῶν (Λουκ. ιζ’12-19). Μετὰ ἀπὸ τὴν θεραπεία των ἀπὸ τὸν Κύριο μόνον ὁ ἕνας «θυμήθηκε» νὰ ἐπιστρέψῃ, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσῃ. Οἱ ἄλλοι ἐννέα δὲν αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ κάνουν.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὴν περικοπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν πόλη τοῦ πάθους του, τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ διερχόμενος «διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας», σὲ κάποια κώμη συναπαντήθηκε μὲ τοὺς δέκα λεπρούς. Ἐκεῖνοι, ἀπὸ μακρυά, λόγῳ τῆς ἀσθενείας των, φώναζαν: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἐνδιαφέρον ἔχει ὅτι τὸν προσφωνοῦν μὲ τὸ ὄνομά του, ζητῶντας τὸ ἔλεός Του. Καὶ ὁ Κύριος «ἰδών» τοὺς εὐσπλαγχνίσθηκε, διότι ὡς καρδιογνώστης ἤξερε τὸ μαρτύριό των, δὲν χρειαζόταν ἄλλες ἀποδείξεις, οὔτε ζήτησε ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν θεραπεία τὴν πίστη των, ὅπως ἔκανε σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Τοὺς παρέπεμψε, μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, στοὺς ἱερεῖς γιὰ τὴν πιστοποίηση τῆς θεραπείας των.
Ὅλα τὰ ἔκανε ὁ Κύριος βάσει σχεδίου. Οὔτε ἀπὸ τὴν κωμόπολη αὐτὴν πέρασε ἀσφαλῶς τυχαῖα, οὔτε τοὺς λεπροὺς ἐπέλεξε νὰ θεραπεύσῃ ἀπροϋπόθετα, οὔτε καὶ αὐτὸν τὸν νόμο ἐπέλεξε νὰ ἀκολουθήσῃ χωρὶς λόγο, ἀλλά «συγκατέβη» πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ αὐτοὺς καὶ ὑπήκοος τοῦ νόμου μέχρι θανάτου, γιὰ νὰ τοὺς σώσῃ. Αὐτὸ βεβαίως ἔγινε, ὄχι γιὰ νὰ εἰσπράξῃ τὸ εὐχαριστῶ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς Σωτήρα των, ἀλλὰ ἀπὸ τελεία ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ἀπὸ τελεία ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του.
Ἄς ξαναγυρίσωμε, ὅμως, στὴν περικοπή. «Ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Πράγματι, οἱ δέκα λεπροὶ καθαρίσθηκαν ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σημάδια τῆς ἀσθενείας, ποὺ τοὺς τυραννοῦσε, δὲν καθαρίστηκε ὅμως ἡ ψυχή ὅλων ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ λέπρα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐννέα ἀπὸ τοὺς δέκα δὲν ὑπέστρεψαν «δοῦναι δόξαν τῷ Κυρίῳ». Μόνον ὁ ἕνας στοὺς δέκα τὸ ἔκανε!
«Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» ἀναρωτιέται εὔλογα ὁ Κύριος. Δὲν εὐεργετήθηκαν; Δὲν αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκδηλώσουν τὴν εὐγνωμοσύνη των γιὰ τὸ ἀνέλπιστο αὐτὸ θαῦμα; Ἀλήθεια, ποιός εὐεργετημένος, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ καὶ ἐπίπονη ἀσθένεια, δὲν θὰ ἔσπευδε νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν ἰατρό του; Ποιός βαριὰ ἄρρωστος, ποὺ ἀποθεραπεύτηκε, δὲν θὰ ἔτρεχε ἀμέσως νὰ ἐνημερώσῃ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔκανε καλά, γιὰ νὰ χαρῆ καὶ ἐκεῖνος; Ποιός ἀνέλπιστα θεραπευμένος δὲν θὰ γέμιζε μὲ δῶρα τὸν θεράποντά του καὶ δὲν θὰ μοιραζόταν μαζί του τὴν χαρὰ γιὰ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴν βασανιστική του ἀσθένεια;
«Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ»; «Μόνον εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ αὐτὸς ἀλλογενής, Σαμαρείτης, ὑπέστρεψε … καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου εὐχαριστῶν αὐτῷ». Ὁ Κύριος ὁμολογεῖ τὴν πλήρη θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνον ἀπὸ τοὺς δέκα (!) Αὐτός, ὁ ξένος, ὁ παρείσακτος στὴν ὁμάδα τῶν δέκα, σώθηκε, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «ἀναστὰς πορεύου﮲ ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Οἱ ἄλλοι, οἱ δικοί του, «ὁ λαός του», τὸν περιφρόνησαν καὶ δὲν τὸν δέχθηκαν ὡς καθολικὸ λυτρωτὴ καὶ σωτήρα τους. Μόνον ὁ ἕνας στοὺς δέκα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζήτησαν τὴν σωματικὴ θεραπεία ἔλαβε ὡς δῶρο, χάρη στὴν πίστη καὶ στὴν εὐχαριστία του, καὶ τὴν συνολικὴ θεραπεία, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν σωτηρία του.
Ἄραγε, ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ πιστοί, σὲ ποιά ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες ἀνήκομε; Μήπως στοὺς πολλούς, τοὺς ἐννέα Ἰουδαίους, ποὺ ζητοῦν νὰ θεραπευτοῦν μόνον ἐξωτερικά, καὶ μόλις τὸ πετυχαίνουν ἀρκοῦνται σ’ αὐτό, θεωρώντας αὐτοδίκαιη τὴν θεραπεία των καὶ λησμονῶντας ἀκόμη καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν ἰατρό των;
Ἂς μὴν ζηλέψωμε τὴν ὁμάδα αὐτὴν τῶν πολλῶν ἀλλὰ ἀγνωμόνων, ἀδελφοί μου, οἱ ὁποῖοι χάριν τοῦ προσκαίρου καὶ φθαρτοῦ, τῆς ὑγείας, παραμελοῦν τὸ μόνιμο καὶ τὸ διαρκές, τὴν σωτηρία. Ἂς ἐπιδιώξωμε, ἀντιθέτως, τὴν ἀρετὴ τοῦ ἑνός, τοῦ «ξένου», ποὺ ἔχει ὅμως συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ δίδεται ὡς δῶρο ἄνωθεν καὶ γι’ αὐτὸ αἰσθάνεται ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν ἀγαθὸ δωρεοδότη.
Σὲ Αὐτόν, τὸν μέγα εὐεργέτη τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, ὀφείλομε χάρη γιὰ τὴν σωτηρία ποὺ μᾶς δώρισε ἀναξίως. Ἂς Τοῦ ἀναπέμψωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς, ὡς ἀντίδωρο, ὕμνο εὐχαριστίας τώρα καὶ πάντοτε καὶ «εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰώνων». Γένοιτο!
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου