«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων. χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε «ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ’ όλα Παρθένε αγνή».
Αλλοίμονο! Αμύητοι, άπιστοι, ακατάνυχτοι, είμαστε οι πιο πολλοί σήμερα, τώρα που έπρεπε να προσπέσουμε με δάκρυα καυτερά στην Παναγία και να πούμε μαζί με το Θεόδωρο Δούκα το Λάσκαρη, που σύνθεσε με συντριμένη καρδιά τον παρακλητικό κανόνα: «Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σαν τα μελίσσια που τριγυρίζουνε γύρω στην κερήθρα, έτσι κ’ εμένα με ζώσανε οι ζαλάδες της ζωής και πέσανε απάνω στην καρδιά μου και την κατατρυπάνε με τις φαρμακερές σαγίτες τους. Άμποτε, Παναγiα μου, να σε βρω βοηθό, να με γλύτώσεις από τα βάσανα».